Τα έθιμα της αποκριάς, που δεν αφορούν αυτούς που φορούν πάντοτε μάσκες

Πάρα πολλά τα έθιμα της μασκαράτας, πολλά από τα οποία δεν τα γνωρίζουμε και είναι ευκαιρία να τα μάθουμε.

  • Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου

Σε αποκριάτικους ρυθμούς κινείται η Πάτρα, η Ξάνθη, το Ρέθυμνο αλλά και όλη η χώρα, μετά από τρία χρόνια πανδημίας .

Πάρα πολλά τα έθιμα της μασκαράτας, πολλά από τα οποία δεν τα γνωρίζουμε και είναι ευκαιρία να τα μάθουμε.

Φυσικά το ρεπορτάζ δεν απευθύνεται σε εκείνους, που φορούν μάσκες πάντοτε, όπως είναι μερίδα πολιτικών που ξεγελούν το λαό , αλλά και πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι εμφανίζονται καλοί και ευγενικοί και μέσα τους κρύβεται τόση υποκρισία και κακία.

Το όνομα των μεταμφιεσμένων διαφέρει από τόπο σε τόπο: κουδουνάτοι, καμουζέλες, μούσκαροι αλλά το κοινότερο είναι μασκαράδες και καρνάβαλοι που προέρχεται από τις ιταλικές λέξεις maschera και carnevale.

Απόκριες ή Τριώδιο

Τριώδιο είναι μια κινητή περίοδος είκοσι ημερών για την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση, που ξεκινά από την Κυριακή του «Τελώνου και Φαρισαίου» και διαρκεί τρεις εβδομάδες μέχρι δηλαδή την εβδομάδα της «Τυροφάγου» ή «Τυρινής» και αποτελεί ένα στάδιο προετοιμασίας για την νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής.

Αποκριάτικα έθιμα στην Ελλάδα

Οι γιορτές και τα αποκριάτικα έθιμα είναι επηρεασμένα από παλιές γιορτές της ρωμαϊκής εποχής, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στην έκπτωση του θεού Σατούρνους από τον Ήλιο, τα Κρόνια «Λουπερκάλια» και «Σατουρνάλια» και από τις αρχαιότερες «Διονυσιακές γιορτές» των Ελλήνων, όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν πίνοντας κρασί και το κέφι έφτανε στο κατακόρυφο προς τιμή του Διόνυσου.

Έτσι στη χώρα μας υπάρχει πληθώρα εθίμων που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Ας γνωρίσουμε κάποια από αυτά:

Από τα πιο γνωστά πανελλαδικά έθιμα, που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, είναι το γαϊτανάκι. Το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της απόκριας.

Δεκατρία άτομα χρειάζονται γι’ αυτόν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου κρέμονται 12 μακριές κορδέλες, διαφορετικού χρώματος η καθεμιά. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Οι υπόλοιποι δώδεκα χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν σε ζευγάρια. Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι πλέκουν τις κορδέλες πάνω του δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν στο στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.

Το κάψιμο του Τζάρου στην Ξάνθη αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του συνοικισμού, ο οποίος βρίσκεται στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου.

Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής Θράκης.

Ο Τζάρος ή Τζάρους, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ήταν ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα τοποθετημένο πάνω σε ένα σωρό από πουρνάρια.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καιγόταν σε κέντρο αλάνας, πλατείας ή σε υψώματα για να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους. Η ονομασία «Τζάρος» προήλθε από τον ιδιόρρυθμο ήχο που δημιουργούσε η καύση του θάμνου «τζ,τζ,τζ…». Μετά την ολοκλήρωση του εθίμου, ακολουθεί ένα φαντασμαγορικό θέαμα με πυροτεχνήματα.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, στις πλατείες της Καστοριάς και στα χωριά στήνονται μεγάλες φωτιές, τηρώντας ένα προχριστιανικό έθιμο που ακούει στο όνομα Μπουμπούνες.

Οι μεγαλύτερες μπουμπούνες είναι της πλατείας Ντουλτσού, της γειτονιάς του Απόζαρι, της πλατείας Ομονοίας και της γειτονιάς του παλαιού Νοσοκομείου. Γύρω από την αναμμένη μπουμπούνα, οι παρευρισκόμενοι πίνουν και γεύονται εδέσματα της μέρας της Αποκριάς, που καταναλώνονται εν όψει της Καθαράς Δευτέρας. Λαϊκές ορχήστρες παίζουν τοπικούς παραδοσιακούς σκοπούς και ακολουθεί χορός μέχρι να σβήσει η μπουμπούνα και να πάρει μαζί της τα κακά πνεύματα, ώστε ο εξαγνισμός της Σαρακοστής να ξεκινήσει χωρίς αυτά.

Στα σπίτια, οι νοικοκυραίοι τηρούν το έθιμο του “Χάσκαρη”. Είναι ένα συμβολικό έθιμο που πραγματοποιείται στα σπίτια της Καστοριάς επίσης την τελευταία Κυριακή της αποκριάς. Μετά το βραδινό φαγητό διασκεδάζουν όλοι με τις προσπάθειες που καταβάλουν όλα τα μέλη της οικογένειας για να “πιάσουν” με το στόμα ολάνοιχτο το βρασμένο αυγό που τους προσφέρεται με τη βοήθεια ενός ξύλινου ραβδιού και μιας κλωστής στην οποία δένεται το αυγό. Ο συμβολισμός του χάσκαρη έχει να κάνει με τη σαρακοστή. Με αυγό κλείνει το στόμα για την νηστεία, με αυγό ανοίγει ξανά το βράδυ της ανάστασης.

Η κοζανίτικη Αποκριά χαρίζει γλέντι χωρίς όρια με τους Φανούς, που είναι το πιο γνήσιο, λαϊκό και αυθεντικό έθιμο της πόλης.

«Οι Φανοί» είναι μεγάλες φωτιές που ανάβουν στις διάφορες γειτονιές της Κοζάνης και οι ντόπιοι τραγουδούν αποκριάτικα τραγούδια (στο τοπικό ιδίωμα), που σατιρίζουν καταστάσεις και πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, κάθε μέρα μια γειτονιά ανάβει τον δικό της «Φανό», ενώ το βράδυ της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς ανάβουν όλοι οι «Φανοί» σ’ όλες τις γειτονιές και η πόλη ζει ένα ξέφρενο παραδοσιακό γλέντι ως το πρωί.

Οι «Κουδουνοφόροι Τράγοι» την περίοδο της Αποκριάς γεμίζουν τους δρόμους της ορεινής κωμόπολης του Σοχού του Νομού Θεσσαλονίκης , που από το 2010 αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Λαγκαδά.

Ομάδες μεταμφιεσμένων με μαύρες γιδοπροβιές, ζωσμένοι με τέσσερα ογκώδη σιδερένια κουδούνια, παρουσιάζονται από παντού, χοροπηδούν και σείουν τα κουδούνια τους ενώ τραγουδούν με γοερή φωνή.

Την Καθαρά Δευτέρα στη Δράμα αναβιώνει ένα από τα πιο σημαντικά δρώμενα του ελληνικού ιστορικού χώρου, που οι ντόπιοι ονομάζουν «Καλόγερο». Οι ρίζες του ανάγονται σε πανάρχαιες τελετές, κατά τις οποίες οι άνθρωποι ζητούσαν από τις ανώτερες δυνάμεις να επενεργήσουν στη βλάστηση και να γονιμοποιήσουν τη γη. Στις μέρες μας, το έθιμο υπενθυμίζει και υπογραμμίζει την εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση. Ο Καλόγερος φορά δέρματα ζώων και μεταμφιέζεται σε ζώο ενώ στη μέση έχει δεμένα κουδούνια, ένα εκ των οποίων είναι σύμβολο γονιμότητας και επισκέπτεται μαζί με άλλους μεταμφιεσμένους όλα τα σπίτια του χωριού.

Ένα αντίστοιχο έθιμο μ’ αυτό του καλόγερου της Δράμας συναντάμε και στο χωριό Αγία Ελένη τη Δευτέρα της Τυρινής. Τη γιορτή αυτή αρχίζουν οι Αναστενάρηδες με απόκρυφη μυσταγωγία και συμμετέχουν και οι μίμοι, οι οποίοι συγκροτούν το θίασο: ο Βασιλιάς, το Βασιλόπουλο, ο καπιστράς, ο καλόγερος, η νύφη, η μπάμπω και το εφταμηνίτικο, οι γύφτοι με την αρκούδα και, τέλος, οι Κουρούτζηδες (φύλακες).

Αφού ο θίασος του Καλόγερου επισκεφθεί όλα τα σπίτια του χωριού, όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην πλατεία, όπου γίνεται η προετοιμασία του συμβολικού αγρού για τη σπορά και ακολουθεί η σκηνή του θανάτου και της ανάστασης του πρωταγωνιστή Καλόγερου. Μόλις αναγγελθεί η ανάσταση του πρωταγωνιστή, ο θίασος αρχίζει κυκλικό χορό γύρω από το συμβολικά σπαρμένο χωράφι, με τον Βασιλιά Σπορέα στην κορυφή του χορού. Μετά το χορό ο Αναστενάρης δίνει τις ευχές του και το πλήθος, ευχόμενο «κι από του χρόνου», διαλύεται.

Παράλληλα, την Κυριακή της Τυρινής και την Καθαρά Δευτέρα, στο χωριό Φλάμπουρο αναβιώνει το έθιμο του Μπαμπόγερου, που συμβολίζει το καλό και την υγεία. Η εμφάνισή του είναι ξεχωριστή και παράλληλα τρομακτική. Είναι ντυμένος με μαύρα ή καφέ δέρματα αιγοπροβάτων και από τη μέση του κρέμονται διαφορετικού μήκους κουδούνια. Διακρίνονται μόνο τα μάτια του, αφού στο κεφάλι του φοράει ένα μαύρο, τεράστιο μυτερό καπέλο, περίπου τριών μέτρων, στολισμένο με χάντρες, κορδέλες και μαντήλια. Νωρίς το πρωί, ο Μπαμπόγερος, αφού πάρει την ευλογία της μάνας του, κατευθύνεται στην εκκλησία για να πάρει τη χάρη της Αγίας Άννας, της ομώνυμης εκκλησίας του χωριού, ενώ στη συνέχεια επισκέπτεται κάθε σπίτι του χωριού με σκοπό να σκορπίσει το κακό και να φέρει τύχη και υγεία.

Το έθιμο του Μπαμπόγερου ολοκληρώνεται την Καθαρά Δευτέρα, με ένα μεγάλο γλέντι, που στήνεται στην πλατεία του χωριού, δίνοντας στους επισκέπτες την ευκαιρία να θαυμάσουν τον περίτεχνο και μοναδικό χορό των Μπαμπόγερων, αλλά και την ευκαιρία να δοκιμάσουν νηστίσιμα εδέσματα.

Στην Νάουσα της Ημαθίας συναντάμε ένα από τα αρχαιότερα αποκριάτικα έθιμα Με διονυσιακή καταγωγή, το έθιμο «Γενίτσαροι και Μπούλες», συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας, να ζωντανεύει στην πόλη της Νάουσας.

Την Κυριακή της Αποκριάς υπό τους χαρακτηριστικούς ήχους του νταουλιού και του ζουρνά, ένα μπουλούκι με «γενίτσαρους» περιφέρεται στους δρόμους της πόλης με τελικό προορισμό το δημαρχείο, όπου και κορυφώνεται η γιορτή.

Στο ρυθμικό άκουσμα του Ζαλιστού, η Μπούλα βγαίνει στο παράθυρο και με χαρακτηριστικές ρυθμικές κινήσεις του σώματος της, ώστε να κουδουνίζουν τα κρεμασμένα στο στήθος της νομίσματα, χαιρετάει το μπουλούκι.

Λίγο μετά κατεβαίνει κάτω, ενσωματώνεται στο πλήθος και όλοι μαζί συνεχίζουν την περιοδεία μέχρι να πάρουν την επόμενη Μπούλα.

Σταδιακά σχηματίζεται μια «μεγαλειώδης» πομπή με ανθρώπους όλων των ηλικιών, να συμμετέχουν στην αναβίωση του εθίμου, τις “Μπούλες”. Εκτός από το παλαιότερο αποκριάτικο έθιμο, είναι επίσης και ένα από τα πιο ευρέως διαδομένα. Οι “Μπούλες” είναι ένα χορευτικό δρώμενο και αυτό γιατί κατά την διάρκεια της τέλεσής του απαιτείται χορευτική συμμετοχή από ομάδες ανθρώπων.

Το έθιμο ξεκινάει νωρίς το πρωί, την παραμονή της Κυριακής της Αποκριάς όπου κι αρχίζει το ντύσιμο. Αυτό συμβαίνει γιατί τ’ ασήμια που θα κοσμήσουν τα πανάκριβα υφάσματα πρέπει να ραφτούν ένα-ένα πάνω σε ένα ειδικά σχεδιασμένο για την τελετή γιλέκο. Τελευταία προσθήκη για να ολοκληρωθεί η αμφίεση της Μπούλας είναι το περίτεχνο και συνάμα πολύπλοκο κεφαλοδέσιμο, το οποίο τοποθετείται από ειδικό τεχνίτη, έτσι ώστε να δεθεί σωστά και σφιχτά για ν’ αντέξει στις μεγάλες διαδρομές που θα διανύσουν οι τελεστές και στους πολλούς και έντονους χορούς που απαιτεί η τέλεση του εθίμου.

Εντύπωση προκαλεί η παραδοσιακή μάσκα που ονομάζεται πρόσωπος ή προσωπίδα που είναι ίσως το σημαντικότερο εξάρτημα της φορεσιάς της νύφης αλλά και του άντρα που συμμετέχει στο έθιμο.

Για τους πρωταγωνιστές του εθίμου το χορευτικό ρεπερτόριο είναι ο Συγκαθιστός, η Παπαδιά, η Παλιά Παπαδιά, ο Νταβέλης, ο Σωτήρης, ο Νιζάμικος, ο Μελικές, ο Μουσταμπέϊκος, το Σαρανταπέντε, η Σούδα, η Μακρινίτσα και φυσικά η Πατινάδα. Σε όλους αυτούς, τους κατεξοχήν ανδρικούς χορούς, η νύφη-Μπούλα συμμετέχει ελάχιστα. Αφού τελειώσει το μάζεμα του μπουλουκιού, όλοι μαζί ξεκινούν για το Δημαρχείο, το Κονάκι του Μουντίρη στα χρόνια της τουρκοκρατίας, και υπολογίζουν να φθάσουν εκεί κοντά στο μεσημέρι. Στις δώδεκα περίπου συγκεντρώνονται στο Δημαρχείο όπου βρίσκεται μαζεμένη όλη η Νάουσα, περιμένοντας να δουν τις Μπούλες.

Την περίοδο της τουρκοκρατίας, την ίδια ώρα ανέβαιναν στο Κονάκι ένας – δύο φιλήσυχοι Ναουσαίοι ντυμένοι Μπούλες, οι οποίοι έβγαζαν τον πρόσωπο για να τους δει ο Τούρκος Μουντίρης και να’ ναι ήσυχος ότι δεν είναι αντάρτες.

Ο δήμαρχος, ο πρώτος άρχοντας του τόπου, δίνει την άδεια και τότε ο ζουρνάς θα παίξει το “Κάτω στη Ρόιδο”, χορό που χορεύεται από τις Μπούλες ως συγκαθιστός. Ακολουθεί ο θούριος του Ρήγα («Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά») και σ’ αυτή την πατινάδα βγαίνουν οι πάλες από τις θήκες τους. Μετά ακολουθεί ο χορός Παπαδιά, συνήθως από τον αρχηγό του Μπουλουκιού. Ακολουθεί η Μακρινίτσα, ο χορός της Νύφης, του δεύτερου πρωταγωνιστή της τελετουργίας, η οποία θα τον σύρει με σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια όπως αρμόζει σε ένα χορό που είναι μοιρολόι και φόρος τιμής σε μία από τις ενδοξότερες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας, το ολοκαύτωμα και την ολοσχερή καταστροφή της Νάουσας το 1822 από τους Τούρκους. Θα ακολουθήσουν ο Νιζάμικος, το Σαρανταπέντε, ο Μελικές και ίσως η Σούδα ή ο Μουσταμπέϊκος που μπορούν να χορευτούν και από μικρά παιδιά.

Την επόμενη Κυριακή, της Τυρινής, επαναλαμβάνεται το έθιμο ακριβώς όπως και την Κυριακή της Απόκρεω.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στα Γιάννενα γιορτάζονται οι «Τζαμάλες». Πρόκειται για μεγάλες φωτιές, όπου οι μεταμφιεσμένοι χορεύουν σε διπλές και τριπλές σειρές γύρω τους. Οι εκδηλώσεις του Καρναβαλιού κορυφώνονται στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων, όπου στήνεται και το περίφημο γαϊτανάκι.

Στον Τύρναβο της Λάρισας αναβιώνει η γιορτή του φαλλού που συμβολίζει την αναπαραγωγή και τη γονιμότητα. Απομεινάρι των βακχικών εορτασμών είναι και το “Μπουρανί”. Την Καθαρά Δευτέρα οι ντόπιοι τιμούν το θεό της βλάστησης και της γονιμότητας πίνοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, κρατώντας ψεύτικους φαλλούς και τρώγοντας το “Μπουρανί”, το μυητικό έδεσμα! Το μπουρανί είναι μια αλάδωτη χορτόσουπα από τσουκνίδες και σπανάκι, την οποία φτιάχνουν οι άντρες στο δρόμο και την καταναλώνουν με συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.

Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο θρύλος του «στοιχειού». Από τη συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα, και τα σκαλιά του Αη Νικόλα κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθούν νεράιδες, ξωτικά, σκιάχτρα και άλλα αλλόκοτα πλάσματα.

Τότε που τα παραμύθια ήτανε ακόμα αλήθεια, ζούσε στην Άμφισσα ένα παλικάρι, ο Κωνσταντής. Ήτανε ένας όμορφος, ψηλός και περήφανος νέος, αλλά πάνω απ’ όλα ειλικρινής και ντόμπρος. Δούλευε στο βυρσοδεψείο του θείου του, στη Χάρμαινα. Μοχθούσε καθημερινά για να βγάλει το ψωμί του, αλλά δεν τον ένοιαζε, ούτε η σκληρή δουλειά, ούτε η φτώχεια. Αγαπούσε την Λενιώ και ήταν ευτυχισμένος.

Η Λενιώ, ήταν όμορφη, καλοσυνάτη νέα, χωρίς κανένα ψεγάδι πάνω της. Βοηθούσε στ΄ αμπέλια και στα ελαιόδεντρα που είχε ο πατέρας της. Αγαπούσε τον Κωνσταντή και λαχταρούσε να τον συναντήσει, στο Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι και έπλαθαν όνειρα για το μέλλον τους.

Ένα πρωί ο Κωνσταντής φόρτωσε το κάρο του με ολοκαίνουργα δέρματα και έφυγε από την πόλη. Έπρεπε να παραδώσει τα εμπορεύματα και ν΄ αγοράσει εργαλεία, απαραίτητα για την δουλειά του .Μετά από κάμποσο καιρό γύρισε στην Άμφισσα μ’ ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του. Έτρεξε ανυπόμονα στο σπίτι της Λενιώς για να την ζητήσει, από τον πατέρα της, σε γάμο. Πλησιάζοντας τον ‘‘ζώσανε τα φίδια’’, γιατί το σπίτι ήταν αμπαρωμένο και μια σκιά θανάτου πλανιόταν στον αέρα.

Έμαθε από τους γείτονες και τον καρδιακό του φίλο Γιάννο, τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του.

Ο Κωνσταντής δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό της αγαπημένης του και ράγισε η καρδιά του. Την άλλη μέρα, βρήκαν το άψυχο σώμα του κάτω από το Κάστρο της πόλης. Από τότε, ο Κωνσταντής στοίχειωσε και καταφεύγει στο λημέρι του, την Πηγή της Χάρμαινας. Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ’ άλλα στοιχειά της περιοχής. Όταν το έζωνε η μοναξιά, το στοιχειό, έβγαινε από το ησυχαστήριο του και περιφερόταν από σοκάκι σε σοκάκι, βγάζοντας άγριες στριγκλιές και βογκητά. Μαζί με τα ουρλιαχτά ακούγονταν και περίεργοι θόρυβοι και σύρσιμο από αλυσίδες.

Στην Άμφισσα τότε, εκτός από το Χαρμαινιώτικο, υπήρχαν και άλλα στοιχειά. Το καθένα από αυτά, προστάτευε κάποια πηγή νερού, κάποια συνοικία, τους αμπελώνες, τα ελαιόδεντρα κα. Πολλές φορές τα στοιχειά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάλευαν μερόνυχτα ολόκληρα..

Στο Γαλαξίδι, την Καθαρή Δευτέρα παίζουν «αλευροπόλεμο». Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Αποκριές για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άντρες. Φορούσαν μάσκες ή απλώς έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και η ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι, ανεξαιρέτως ηλικίας.

Κάθε Καθαρή Δευτέρα στη Θήβα γίνεται αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου. Είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες περίπου στο 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, δηλαδή οι τσοπάνηδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα.

Η γιορτή ξεκινά την Τσικνοπέμπτη, συνεχίζεται την Κυριακή το απόγευμα με το χορό των συμπεθέρων και το προξενιό στην κεντρική πλατεία της πόλης. Την επόμενη γίνονται τα αρραβωνιάσματα του ζευγαριού, η παράδοση των προικιών, το ξύρισμα γαμπρού και το στόλισμα της νύφης.

Με την αρχή του Τριωδίου και κάθε Σαββατοκύριακο των ημερών της Αποκριάς, το έθιμο της νήσου Σκύρου θέλει τον «γέρο» και την «κορέλα» να βγαίνουν στους δρόμους και να δίνουν μια ξεχωριστή εικόνα των ημερών.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κάποτε στη Σκύρο ένας γέρος με τη γριά του είχαν λίγα κατσίκια. Όμως μια νύχτα του χειμώνα έπεσε στο βουνό χιόνι και άγρια παγωνιά και όλα τους τα ζώα πέθαναν. Απελπισμένος ο γέρος βοσκός ζώστηκε τα κουδούνια και τα τομάρια των πεθαμένων ζώων του και μαζί με τη γυναίκα του (κορέλα) κατέβηκαν μέχρι τη Χώρα. Οι χτύποι των κουδουνιών έφεραν στους συγχωριανούς το μήνυμα της καταστροφής.

Το δίδυμο αυτής της σκυριανής Αποκριάς συνοδεύει πολλές φορές και ο «φράγκος». Αυτός ντυμένος με παραδοσιακά ρούχα του νησιού αλλά και παντελόνι, σατιρίζει εκείνους τους Σκυριανούς που έβγαλαν τις βράκες και φόρεσαν παντελόνια φράγκικα.

Ένα παλιό αποκριάτικο έθιμο της Νότιας Εύβοιας είναι το έθιμο του «Μακαρούνα».

Σύμφωνα με την παράδοση ο «Μακαρούνας» ήταν ένας άντρας με πολύ ανεπτυγμένη σεξουαλική δράση που προφανώς οφείλονταν σε ανάλογες ικανότητες. Δεν άφηνε καμία γυναίκα παραπονεμένη. Όλες είχαν περάσει από τα χέρια του. Ανύπαντρες, παντρεμένες, χήρες και ζωντοχήρες, νέες, μεσόκοπες και γριές κι όλες είχαν να λένε μόνο καλά λόγια για τις επιδόσεις του. Ήρθε όμως η τελευταία Κυριακή της αποκριάς όπου σύμφωνα με τα έθιμα της Καρύστου φτιάχνουν ζυμαρικά (μακαρούνες). Ο «Μακαρούνας» έφαγε τόσο πολύ που έσκασε. Μέγας θρήνος ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό.

Κάθε Καθαρή Δευτέρα λοιπόν μια ομάδα από καρναβαλιστές φτιάχνει το πτώμα του «Μακαρούνα», ένα σκιάχτρο με παλιά ρούχα παραγεμισμένα με άχυρα ή κουρέλια πάνω σε ένα πρόχειρο φορείο. Αφού ετοιμάσουν τον νεκρό ετοιμάζονται και οι «γυναίκες» που θα τον μοιρολογήσουν. Ακολουθούν την πομπή στην οποία προηγείται ο παπάς και οι ψαλτάδες που ψέλνουν νεκρώσιμα μεν, αλλά παραλλαγμένα με πολύ καυστικό τρόπο, πίνοντας και οδυρόμενοι. Στη συνέχεια στήνεται τρικούβερτο γλέντι. Χορεύουν κρατώντας το «νεκρό» ψηλά και πίνοντας μέχρι τελικής πτώσεως.

Στη Μεθώνη αναβιώνει «του Κουτρούλη ο γάμος» ο οποίος, όπως λέγεται, διασώζει ανάμνηση παλιού, πραγματικού γάμου, που έγινε στην πόλη πριν από αιώνες. Γαμπρός ήταν ο ιππότης Ιωάννης Κουτρούλης, ο οποίος ύστερα από πολλών χρόνων αναμονή και υπομονή παντρεύτηκε τη γυναίκα, που αγαπούσε. Ο γάμος μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι και πραγματικά έμεινε παροιμιώδης. Στις μέρες μας, το ζευγάρι των νεονύμφων είναι δύο άντρες, που μαζί με τους συγγενείς πηγαίνουν στην πλατεία, όπου γίνεται ο γάμος με παπά και με κουμπάρο. Διαβάζεται το προικοσύμφωνο και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι.

Το πρωί κάθε Καθαρής Δευτέρας, στη θέση «Κρεμάλα» της Μεσσήνης , γίνεται η αναπαράσταση της εκτέλεσης μιας γερόντισσας της κωμόπολης , της γριάς Συκούς, που κατά την παράδοση κρεμάστηκε στη συγκεκριμένη τοποθεσία της πόλης με εντολή του Ιμπραήμ Πασά. Φημολογείται ότι όταν στρατοπέδευσε ο Ιμπραήμ στη Μεσσήνη -κατά την προσπάθειά του να καταπνίξει την εξέγερση των Ελλήνων- είδε ένα κακό όνειρο και ζήτησε να του φέρουν κάποιον να του το εξηγήσει. Έτσι τον επισκέφθηκε η Γριά Συκού και εξηγώντας το όνειρο του είπε ότι η εκστρατεία του και ο ίδιος θα είχαν οικτρό τέλος από την αντίδραση και το σθένος των επαναστατημένων Ελλήνων.

Στην Αμοργό αναβιώνει το έθιμο του «Καπετάνιου». Το πρωί της Τυρινής οι νέοι, ντυμένοι με βράκες με ζωνάρι στη μέση, με τραγιάσκες και παραδοσιακά γιλέκα διακοσμημένα χιαστί με χρωματιστές κορδέλες, παίρνουν τον δρόμο για την εκκλησία της Παναγίας την Επανοχωριανής. Οι νέοι αυτοί συνοδεύονται από οργανοπαίχτες που τραγουδούν μαντινάδες και τον «Αποκριανό»: «Πέρασαν οι αποκριές πάνε και οι τυρινάδες…»

Η επιλογή του «Καπετάνιου» γίνεται από τον παπά του χωριού, ο οποίος ρίχνει ψηλά στον αέρα τον «γιλεό» (είδος άμφιου) και αυτός που τον αρπάζει γίνεται ο «Καπετάνιος». Κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης ο νέος που επιλέγεται ή που επεδίωκε να γίνει «Καπετάνιος» μπορεί να φανερώσει τον πραγματικό του έρωτα ή να προδώσει μια κρυφή αγάπη τραγουδώντας: «Δεν έχει πιο βαρύ καημό, σεβντάς που δεν τελειώνει σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει».

Ένα αντίστοιχο έθιμο αναβιώνει και στη Σέριφο την Κυριακή της Τυρινής.

Στα χωριά της Νάξου επιβιώνουν ακόμη πανάρχαια στοιχεία της Διονυσιακής λατρείας. Την «Κρεατινή» Κυριακή εμφανίζονται στους δρόμους οι «Κουδουνάτοι», νέοι με προσωπίδες, οι οποίοι φορούν κάπα με κουκούλα και έχουν μια σειρά από κρεμασμένα κουδούνια γύρω από τη μέση και από το στήθος. Γυρνούν χορεύοντας το χωριό κάνοντας θόρυβο και προκαλούν με άσεμνες εκφράσεις. Την Καθαρά Δευτέρα βγαίνουν στους δρόμους οι «φουστανελλάτοι», νέοι χωρίς προσωπίδες και γιορτινά στολισμένοι οι οποίοι παίζουν βιολί.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στη Σκόπελο άντρες ντυμένοι με πρόχειρα ρούχα κρατούν στα χέρια τους ένα καΐκι κατασκευασμένο από καλάμια και ξύλα, την “Τράτα”. Οι τραταραίοι (το πλήρωμα) όλοι με ένα σταυρό από λουλάκι στο μέτωπο και στα μάγουλα γυρνούν όλη την πόλη χορεύοντας και τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια και μερικές φορές ρίχνουν και δίχτυα, στα οποία πιάνονται οι περαστικοί. Το γλέντι και οι χοροί θα συνεχίσουν στα σπίτια μέχρι τις πρωινές ώρες. Πρόκειται για έθιμο που αναπαριστά τους κουρσάρους που παλιότερα λυμαίνονταν τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και αποτελούσαν τον φόβο και τον τρόμο των κατοίκων.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στο χωριό Αγάπη, γιορτάζουν το έθιμο του “Μακαρονά”. Ένα αντίστοιχο έθιμο με αυτό της Καρύστου στην Νότια Εύβοια.

Αποκριάτικα η Κάρπαθος δικάζει τις ανήθικες πράξεις. Την Καθαρή Δευτέρα εκεί λειτουργεί το Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων. Ορισμένοι εκ των κατοίκων κάνουν άσχημες χειρονομίες σε κάποιους άλλους. Αμέσως, συλλαμβάνονται από τους Τζαφιέδες (χωροφύλακες) και οδηγούνται στο Δικαστήριο, που αποτελείται από τους σεβάσμιους του νησιού. Εκεί, τους απαγγέλλονται κατηγορίες αυτοσχέδιες, οι οποίες προκαλούν άφθονο γέλιο και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι.

Παλαιότερα στην Κεφαλονιά λαός κι αρχοντολόι μαζί εμφανίζονταν με κουδούνες, με προβατίσιες προσωπίδες, με δέρματα ζώων και κάθε λογής καρπούς, προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους θεούς της άνοιξης για να φέρουν καλή σοδειά. Αργότερα προστέθηκαν το γαϊτανάκι , οι καντρίλλιες και οι γκιόστρες για να θυμίζουν τα βενετσιάνικα χρόνια του νησιού. χρόνια. Νεώτερη θέση όμως έχουν και οι φουστανέλες, οι σκάρτσες, τα γιλέκο για να τονίζουν την Ελληνική καταγωγή. Στην Κεφαλλονίτικη διάλεκτο το Καρναβάλι λέγεται μάσκαρα. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς , ομάδες μασκαρεμένων από τα χωριά κατεβαίνουν στο Αργοστόλι για πολύ χορό και τραγούδι. Σε όλες αυτές τις καρναβαλικές χρονικά διαβαθμίσεις κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η ορχήστρα, τα όργανα: βιολί, κιθάρα, σκορτσάμπουνο, φλογέρα. Θέατρο, χοροί ελληνικοί- ντόπιοι και μη- και αργότερα ευρωπαϊκοί , μαντολινάτες, καντάδες και πάντα και πάνω απ’ όλα, κωμική διάθεση κι ευθυμία. Ο Καθηγητής Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος αναφέρει πως ακόμα και μετά το σεισμό του 1953 η Λειβαθώς, η Θηνιά, η Παλική, η Πύλαρος διοργάνωναν μάσκαρες ή μασκερίες όπου κυριαρχούσαν οι χαρακτηριστικοί τύποι του καρναβαλιού: Γιανιτσαραίοι, γύφτοι, ντοτόροι, διαόλοι, κουδουνάς.

Με ενετικές αλλά και αρχαιοελληνικές επιρροές, οι Απόκριες και τα αποκριάτικα έθιμα στην Κέρκυρα, έχουν τη δική τους ξεχωριστή φυσιογνωμία.

Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, λίγο πριν ολοκληρωθεί ο κύκλος των εκδηλώσεων, ο τελάλης βγαίνει στην πόλη με το «όρντινο» ανά χείρας και διαλαλεί την άφιξη του Σιορ Καρνάβαλου.

Αφού διαβαστεί μεγαλοφώνως και η διαθήκη του, πλέον όλα είναι έτοιμα για το κάψιμο του καρνάβαλου

Σε αρκετά χωριά της Κέρκυρας αναβιώνει το έθιμο του «κορφιάτικου γάμου», αλλά και ο «χορός των παπάδων».

Στη Ζάκυνθο παραδοσιακός ντελάλης γυρίζει το νησί και διαλαλεί το πρόγραμμα του καρναβαλιού. Σε όλη τη διάρκεια της Αποκριάς διοργανώνονται χοροί, παρελάσεις, μασκαράτες, ενώ θεατρικές ομάδες παίζουν στις πλατείες και στους δρόμους.

Τις Κυριακές των Απόκρεω και της Τυρινής γίνεται η περιφορά του Καρνάβαλου με τη συνοδεία αρμάτων από όλες τις περιοχές του νησιού.

Οι εκδηλώσεις κλείνουν με την πολύ διασκεδαστική «Κηδεία της Μάσκας». Μια αναπαράσταση – παρωδία κηδείας με πολύ γέλιο, όπου τη θέση του νεκρού παίρνει ο Καρνάβαλος, ενώ ακολουθούν οι θλιμμένοι συγγενείς, με απερίγραπτη εξέλιξη. Το καρναβάλι δεν περιορίζεται μόνο στην πόλη, αλλά μεταφέρεται και σ’ όλα τα χωριά του νησιού.

Στο Ρέθυμνο εκτός από το φημισμένο «Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι» θα συναντήσετε αρκετά έθιμα τις Απόκριες.

Οι κάτοικοι του χωριού Γέργερη, ντυμένοι με προβιές, ζωσμένοι με κουδούνια και με μουτζουρωμένα πρόσωπα και χέρια, βγαίνουν στους δρόμους και επιδίδονται σε έναν «αρκουδίστικο χορό».

Δεμένοι μεταξύ τους με σχοινιά, ο ένας ακολουθεί τον άλλο, τρέχουν, χορεύουν, σατιρίζουν, χειρονομούν, δημιουργώντας με τους ήχους και τις κραυγές τους ατμόσφαιρα έκστασης και μέθης.

Στο νομό Ρεθύμνου αναβιώνει ακόμη και το έθιμο της «Αρπαγής της νύφης».

Γαμπρός και νύφη, είναι μεταμφιεσμένοι άντρες, κρατούν μαζί τους μία κούκλα – μωρό, με ζωγραφισμένο ένα μουστάκι για να… μοιάζει στο γαμπρό.

Μερικά ακόμη δρώμενα είναι το «Όργωμα και η Σπορά», η «Κηδεία της Αποκριάς» και η «Καμήλα» φτιαγμένη από κρανίο ζώου και δύο ανθρώπους που τρέχουν σκυφτοί μέσα σε μεγάλα υφαντά υφάσματα, δημιουργώντας ένα αλλόκοτο τετράποδο, το οποίο οι υπόλοιποι μάταια προσπαθούν να τιθασεύσουν.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com