Ο Τέοντορ Λούντβιχ Βισενγκρούντ-Αντόρνο (Theodor W. Adorno, 11 Σεπτεμβρίου 1903 – 6 Αυγούστου 1969) ήταν Γερμανός, εβραϊκής καταγωγής, διεθνούς φήμης κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, μουσικολόγος, και συνθέτης. Ήταν μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης μαζί με τους Μαξ Χορκχάιμερ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Χέρμπερτ Μαρκούζε, Γιούργκεν Χάμπερμας και άλλους. Ήταν επίσης Μουσικός Διευθυντής στο «Ραδιοφωνικό Εγχείρημα» (Radio Project) από το 1937 μέχρι το 1941 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα πρώτα χρόνια στην Φραγκφούρτη
Ο Τέοντορ γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη ως το μοναδικό παιδί του πλούσιου εμπόρου κρασιών Oscar Alexander Wiesengrund (1870-1941), με Εβραϊκή καταγωγή, που ασπάστηκε τον Προτεσταντισμό, και της καθολικής τραγουδίστριας από την Κορσική, Maria Barbara, το γένος Calvelli-Adorno. Ήταν το δεύτερο μισό αυτού του ονόματος που υιοθέτησε ως επίθετό του ενόψει της πολιτογράφησής του ως Αμερικανού πολίτη το 1930 (ενώ το “Wiesengrund” συντομεύτηκε σε “W”). Η ταλαντούχος μουσικά θεία του Agathe ζούσε επίσης με την οικογένεια. Ο νεαρός Αντόρνο ασχολήθηκε με πάθος με το πιάνο. Του άρεσε ιδιαίτερα το παίξιμο με τέσσερα χέρια επειδή, όπως έγραψε αργότερα, η ανάγκη για συντονισμό αύξαινε την ικανότητά και την εκτίμηση. Η χαρά της παιδικής του ηλικίας αυξήθηκε από τη διαμονή της οικογένειάς του κάθε χρόνο στο Amorbach. Παρακολούθησε το γυμνάσιο Kaiser-Wilhelm όπου αποδείχτηκε ως ένας πολύ χαρισματικός μαθητής: στην εξαιρετικά νεαρή ηλικία των 17 ετών αποφοίτησε από το γυμνάσιο, κορυφαίος από την τάξη του. Στον ελεύθερο χρόνο του πήρε μαθήματα σύνθεσης με τον Bernhard Sekles και διάβαζε την Κριτική του Καθαρού Λόγου του Καντ μαζί με τον φίλο του Siegfried Kracauer — 14 χρόνια μεγαλύτερό του — τα απογεύματα του Σαββάτου. Αργότερα θα ισχυριζόταν ότι όφειλε περισσότερα σε αυτές τις αναγνώσεις παρά σε οποιονδήποτε από τους ακαδημαϊκούς του δασκάλους. Στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης (σημερινή ονομασία Johann Wolfgang Goethe Universität) μελέτησε φιλοσοφία, μουσικολογία, ψυχολογία και κοινωνιολογία. Εκεί έγραψε το πρώτο ακαδημαϊκό του έργο, μια κριτική για το μελόδραμα του Άρνολντ Σένμπεργκ Pierrot Lunaire. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του γρήγορα: στο τέλος του 1924 αποφοίτησε με μια διατριβή στον Χούσερλ. Πριν την αποφοίτησή του, ο Άντορνο είχε ήδη συναντηθεί με τους πιο σημαντικούς συνεργάτες του, τον Μαξ Χορκχάιμερ και τον Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Το ιντερμέδιο της Βιέννης
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Φραγκφούρτη ο Άντορνο είχε γράψει μια σειρά από μουσικές κριτικές. Πίστευε ότι η σύνθεση και η κριτική της μουσικής θα γινόταν το μελλοντικό του επάγγελμα. Έχοντας οραματιστεί τον σκοπό του, χρησιμοποίησε τη σχέση του με τον Άλμπαν Μπεργκ για να ακολουθήσει σπουδές στη Βιέννη αρχίζοντας τον Ιανουάριο του 1925. Δημιούργησε επίσης επαφές και με άλλους μεγάλους της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, τον Άντον Βέμπερν και τον Άρνολντ Σένμπεργκ.
Η ενδιάμεση περίοδος της Φραγκφούρτης
Μετά την επιστροφή του από τη Βιέννη, ο Αντόρνο βρέθηκε μπροστά σε μια ακόμα αναποδιά. Μετά τον εποπτεύοντα τη διδακτορική του εργασία Hans Cornelius και ο βοηθός του Μαξ Χορκχάιμερ είχε εκφράσει τις ανησυχίες του σχετικά με την καθηγητική διατριβή του Άντορνο —μια περιληπτική φιλοσοφικό-ψυχολογική πραγματεία—την οποία και απέσυρε στις αρχές του 1928. Του πήρε τρία χρόνια ακόμα μέχρι να πάρει τον τίτλο του Καθηγητή, αφού υπέβαλλε το χειρόγραφο Kierkegaard: Konstruktion des Ästhetischen (“Η κατασκευή της αισθητικής”) στον νέο εποπτεύοντα καθηγητή, Paul Tillich. Το θέμα της εναρκτήριας διάλεξης του Αντόρνο ήταν Η Σημερινή Αξία της Φιλοσοφίας, μια θέση που θεωρούσε προγραμματική σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Σε αυτήν, διερευνούσε την έννοια της ολότητας για πρώτη φορά, εισάγοντας την περίφημη φόρμουλα (που κατευθύνονταν ενάντια στον Χέγκελ) ότι το όλον είναι το μη αληθές (από τα Minima Moralia). Εντούτοις, ο τίτλος του Αντόρνο ανακλήθηκε από τους Ναζιστές, μαζί με όλους εκείνους τους καθηγητές που δεν είχαν Άρεια καταγωγή το 1933.
Μεταξύ των πρώτων μαθημάτων του Αντόρνο ήταν ένα σεμινάριο σχετικά με την πραγματεία του Μπένγιαμιν Η καταγωγή του Γερμανικού τραγικού δράματος. Το δοκίμιό του του 1932 Zur gesellschaftlichen Lage der Musik (“Για την κοινωνική θέση της μουσικής”) ήταν μια συνεισφορά του Αντόρνο για τα πρώτα θέματα της Zeitschrift für Sozialforschung (“Επιθεώρησης Κοινωνικών Ερευνών”) του Μαξ Χορκχάιμερ. Πριν το 1938 δεν είχε ενταχθεί ακόμα στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα.
Ταξιδεύοντας μεταξύ Βερολίνου και Οξφόρδης(1934-1937)
Ξεκινώντας στα τέλη του 1920s κατά τη διάρκεια επισκέψεών του στο Βερολίνο, ο Αντόρνο δημιούργησε στενές σχέσεις με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Ερνστ Μπλοχ. Ο Αντόρνο είχε εξοικειωθεί με το πρώτο μεγάλο έργο του Μπλοχ, Geist der Utopie, το 1921. Επιπλέον, η γερμανική πρωτεύουσα ήταν η πατρίδα της χημικού Margarethe (‘Gretel’) Karplus (1902-1993), την οποία ο Αντόρνο θα παντρευόταν στο Λονδίνο το 1937. Το 1934, δραπετεύοντας από το Ναζιστικό καθεστώς, μετανάστευσε στην Αγγλία, με ελπίδα να καταλάβει μια καθηγητική θέση στην Οξφόρδη. Και παρόλο που ο Αντόρνο δεν ήταν διορισμένος καθηγητής στην Οξφόρδη, αυτός ανέλαβε μια σε βάθος μελέτη της φιλοσοφίας του Χούσσερλ ως μεταπτυχιακός στο Merton College. Εντωμεταξύ περνούσε τις θερινές του διακοπές με την αρραβωνιαστικιά του στη Γερμανία κάθε χρόνο. Το 1936, η Zeitschrift δημοσίευσε ένα από πιο αμφιλεγόμενα κείμενά του Αντόρνο, “Για την Τζαζ” (“Über Jazz“). Ο όρος “τζαζ” χρησιμοποιούνταν συχνά για να αναφερθεί σε όλα τα είδη ποπ μουσικής την εποχή που έγραφε ο Αντόρνο. Το άρθρο αυτό ήταν το λιγότερο μια εμπλοκή με το είδος αυτό της μουσικής παρά μια πρώτη πολεμική ενάντια στην ανθούσα διασκέδαση και τη βιομηχανία της κουλτούρας. Ο Αντόρνο πίστευε ότι η βιομηχανία της κουλτούρας ήταν ένα σύστημα με το οποίο η κοινωνία ελέγχονταν μέσω μιας από τα πάνω δημιουργίας τυποποιημένης κουλτούρας που επέτεινε την εμπορευματοποίηση της καλλιτεχνικής έκφρασης. Μετά από εκτεταμένη αλληλογραφία με τον Χορκχάιμερ, που τότε ζούσε στην εξορία στις ΗΠΑ, οδήγησε στην προσφορά μιας θέσης εργασίας στην Αμερική.
Μετανάστης στις ΗΠΑ (1938-1949)
Μετά την επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη για πρώτη φορά το 1937, αποφάσισε να μετεγκατασταθεί εκεί. Στις Βρυξέλλες περίμενε τους γονείς του, που τον ακολούθησαν το 1939, ενώ αποχαιρέτησε τον Μπένγιαμιν στο Σανρέμο. Ο Μπένγιαμιν επέλεξε να παραμείνει στην Ευρώπη, περιορίζοντας έτσι αυστηρά την επικοινωνία τους στην αλληλογραφία. Η μετεγκατάσταση του Αντόρνο έγινε δυνατή κάτω από μια συμφωνία με την οποία προβλέπονταν ότι ένα μέρος του χρόνου θα είναι αφιερωμένο στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα, το οποίο τότε είχε μεταφερθεί στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, και το υπόλοιπο στην ενασχόλησή του ως μουσικού διευθυντή με το Radio Project (γνωστό επίσης και ως Lazarsfeld/Stanton Πρόγραμμα Ανάλυσης) που διευθύνονταν από τον Αυστριακό κοινωνιολόγο Paul Lazarsfeld στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Η συμφωνία αυτή κράτησε μέχρι το 1941. Πολύ σύντομα, εντούτοις, η προσοχή του μετατοπίστηκε στην άμεση συνεργασία με τον Χορκχάιμερ. Μετακόμισαν μαζί στο Λος Άντζελες, όπου ο ίδιος δίδαξε για τα επόμενα επτά χρόνια και υπηρέτησε ως συνδιευθυντής μιας μονάδας έρευνας στο University of California, Los Angeles. Η συλλογική δουλειά του βρήκε την πρώτη μείζονα έκφρασή της στην πρώτη έκδοση του βιβλίου τους Η διαλεκτική του Διαφωτισμού (Dialektik der Aufklärung) το 1947. Αντιμέτωπο με την εκτύλιξη των γεγονότων του Ολοκαυτώματος, το έργο αρχίζει με τις λέξεις:
Με την πιο γενική έννοια της προοδευτικής σκέψης, ο Διαφωτισμός επεδίωξε πάντοτε την απελευθέρωση του ανθρώπου από τον φόβο και την εγκαθίδρυσή του ως κυρίαρχου. Πλην όμως στην πλήρως διαφωτισμένη γη μας ακτινοβολεί ο θρίαμβος της καταστροφής.
Στο βιβλίο αυτό, το οποίο αγνοήθηκε εντυπωσιακά μέχρι την αναδημοσίευσή του το 1969, ο Αντόρνο και ο Χορκχάιμερ υποθέτουν ότι υπάρχει μια δυναμική μέσα στον πολιτισμό που τείνει προς την αυτοκαταστροφή. Υποστηρίζουν ότι η έννοια του λόγου μεταμορφώθηκε σε μια παράλογη δύναμη από τον Διαφωτισμό. Ως συνέπεια, ο Λόγος ήλθε να κυριαρχήσει όχι μόνο πάνω στη φύση, αλλά και πάνω στην ίδια την ανθρωπότητα. Και είναι αυτή η συνειδητοποίηση της ανθρωπότητας που ταυτοποιήθηκε ως η πρωταρχική αιτία του Φασισμού και άλλων ολοκληρωτικών καθεστώτων. Συνεπώς, ο Αντόρνο δεν θεωρούσε τον ορθολογισμό ως έναν δρόμο προς την απελευθέρωση του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό στράφηκε προς τις τέχνες.
Μετά το 1945 έπαψε να εργάζεται ως συνθέτης. Κάνοντας αυτό το βήμα συμμορφώθηκε ο ίδιος στο αξίωμά του: ‘Το να γράψεις έστω και ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο’. Αργότερα απέσυρε αυτήν τη δήλωσή του λέγοντας ότι: ‘Ο πολυετής πόνος έχει το δικαίωμα της έκφρασης όσο και ο βασανισμένος να φωνάξει… άρα θα μπορούσε να ήταν λάθος να πει κανείς ότι κανένα ποίημα δεν θα έπρεπε να γραφτεί μετά το Άουσβιτς.’ Ο Τόμας Μαν τον συμβουλεύθηκε σε μεγάλη έκταση για τις μουσικολογικές λεπτομέρειες για το μυθιστόρημά του Doktor Faustus. Εκτός από αυτό, εργάστηκε για την δική ‘φιλοσοφία της νέας μουσικής’ (Philosophie der neuen Musik) στη δεκαετία του 1940. Συνεισέφερε επίσης στην ‘ποιοτική έρευνα’ για τις Μελέτες για την προκατάληψη που έγιναν από πολλά ερευνητικά ινστιτούτα στις ΗΠΑ και που αποκάλυπταν τον αυταρχικό χαρακτήρα των ατόμων μέσα από τεστ προσωπικότητας με έμμεσες ερωτήσεις.
Ύστερα χρόνια στη Φρανκφούρτη (1949-1969)
Μετά τον πόλεμο, ο Αντόρνο, που νοσταλγούσε την πατρίδα του, δεν δίστασε για πολύ πριν επιστρέψει στη Γερμανία. Λόγω της επιρροής του Χορκχάιμερ του αποδόθηκε μια καθηγητική έδρα στη Φρανκφούρτη το 1949/1950, επιτρέποντάς του να συνεχίσει την ακαδημαϊκή του καριέρα μετά από παρατεταμένη απουσία. Αυτό κορυφώθηκε με την τοποθέτηση του διπλά ως Ordinarius (στη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία). Στο Ινστιτούτο, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με το Πανεπιστήμιο, η ηγετική θέση του Αντόρνο έγινε ολοένα και περισσότερο εμφανής, ενώ ο Χορκχάιμερ, που ήταν οκτώ έτη μεγαλύτερος, σταδιακά αποσύρθηκε, αφήνοντας στον νεότερο φίλο του την αποκλειστική διεύθυνση του Ινστιτούτου το 1958/1959. Η συλλογή του από αφορισμούς, στα Minima Moralia, οδήγησε σε μεγαλύτερη αναγνώρισή του στη μεταπολεμική Γερμανία όταν δημοσιεύθηκε από τον νεοϊδρυμένο εκδοτικό οίκο του Peter Suhrkamp. Το έργο εξύψωσε τον Αντόρνο στο επίπεδο μια θεμελιώδους μορφής διανοουμένου στη Δυτική Γερμανία, αφού η τελευταία προσπάθειά του να αναμιχθεί σε μια έρευνα στις ΗΠΑ το 1953, απέτυχε.
Τα τελευταία χρόνια (1967-1969)
Το 1966 η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση APO που σχηματίστηκε ενάντια στον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας που αποτελούσαν τα δύο μεγάλα κόμματα CDU/CSU και το SPD, στρεφόμενη κυρίως ενάντια στον Notstandgesetze (αναγκαστικοί νόμοι της Γερμανίας του 1968). Ο Αντόρνο υπήρξε φανερά κριτικός ενάντια σε αυτές τις πολιτικές, συμμετέχοντας σε μια εκδήλωση που διοργανώθηκε από την επιτροπή δράσης για την Demokratie im Notstand (“Δημοκρατία σε κατάσταση ανάγκης”). Όταν ο φοιτητής Benno Ohnesorg πυροβολήθηκε από έναν αστυνομικό σε μια διαδήλωση ενάντια σε μια επίσκεψη του Σάχη του Ιράν, η αριστερή οργάνωση APO ριζοσπαστικοποιήθηκε ολοένα και περισσότερο και τα πανεπιστήμια μετατράπηκαν σε έναν τόπο αναταραχής. Σε έναν μεγάλο βαθμό ήταν φοιτητές του Αντόρνο που ερμήνευσαν μια θεωρία της εξέγερσης, περνώντας με τον τρόπο αυτόν στην ‘πράξη’ από την ‘Κριτική θεωρία’. Έχει ειπωθεί ότι ο Αντόρνο ζήτησε τη βοήθεια της αστυνομίας για να διώξει τους φοιτητές που είχαν καταλάβει το Ινστιτούτο της Φρανκφούρτης υπό το φόβο των βανδαλισμών. Για τον λόγο αυτόν ειδικά ο Αντόρνο έγινε στόχος της δράσης των φοιτητών. Αυτός άσκησε σκληρή κριτική στην αντι-θεωρητική στάση της Αριστεράς του 1960, την οποία αποκαλούσε “ψευδο-δράση” επιχειρώντας να ξεπεράσει τη διάκριση θεωρίας και πράξης, αλλά όντας παγιδευμένη στην ίδια της τη δημοσιότητα. Επιχειρηματολόγησε αντιθέτως υπέρ της “ανοιχτής σκέψης”: “Πάνω από κάθε ειδικό και μερικό περιεχόμενο, η σκέψη είναι στην πραγματικότητα και πάνω απ’ όλα η δύναμη της αντίστασης”. Στην άλλη πλευρά του φάσματος, η Δεξιά τον κατηγόρησε ότι παρείχε τη θεωρητική βάση για τη βία των αριστεριστών. Το 1969 έγιναν ταραχές μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας του, με πιο γνωστό το περιστατικό όταν νεαρές φοιτήτριες κατέλαβαν την έδρα του επιδεικνύοντας γυμνά τα στήθη τους. Οι ταραχές αυξήθηκαν στον βαθμό που ανάγκασαν τον Αντόρνο να διακόψει τη σειρά των διαλέξεών του. Σε ένα γράμμα προς τον Σάμουελ Μπέκετ, έγραψε: “Το αίσθημα του να δέχεσαι ξαφνικά επίθεση ως αντιδραστικός τουλάχιστον περιέχει μια νότα έκπληξης.”
Ένας βιογράφος του Αντόρνο, ο Stefan-Müller Doohm, ισχυρίζεται ότι αυτός είχε πειστεί ότι οι επιθέσεις από τους φοιτητές κατευθύνονταν εναντίον των θεωριών του εξίσου όσο και εναντίον του προσώπου του και ότι φοβόταν ότι η τρέχουσα πολιτική κατάσταση μπορούσε να οδηγήσει σε ολοκληρωτισμό. Έφυγε με τη γυναίκα του για διακοπές στην Ελβετία. Παρά τις προειδοποιήσεις του γιατρού του, επιχείρησε να ανέβει σε ένα βουνό ύψους 3.000 μέτρων, με αποτέλεσμα να πάθει ταχυκαρδία. Την ίδια μέρα, μαζί με τη γυναίκα του οδήγησε στη γειτονική πόλη Βισπ, όπου υπέφερε από ταχυκαρδίες για άλλη μια φορά. Μεταφέρθηκε στην κλινική της πόλης του. Το πρωί της επόμενης μέρας, στις 6 Αυγούστου, πέθανε από καρδιακή ανακοπή.
Έργα του Τέοντορ Αντόρνο σε νεοελληνική απόδοση
- «Αναδρομική θεώρηση του υπερρεαλισμού». Μετάφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης. Ο πολίτης 72 (1986), 30-32.
- « Ἡ φιλοσοφία συμβάλλει στὴν ἀλλαγὴ παραμένοντας θεωρία», στό: Συνομιλίες μὲ σοσιαλιστές, Ἀθήνα, Αἰχμὴ, 1978, σσ. 132-140
- «Τζάζ, ἡ αἰώνια μόδα», Δεκαπενθήμερος πολίτης, 23 (1984), σσ. 32-35
- Διαλεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ, Ἀθήνα, Νῆσος, 1996
- «Εἶχε δίκιο ὁ Spengler;», Ἐποχές [τεύχη 36-48], 40 (1966), σσ. 133-136
- Σὲ τί χρησιμεύει ἀκόμη ἡ φιλοσοφία;, Ἀθήνα, Ἔρασμος, 1990
- Τ’ ἄστρα κάτω στὴ γῆ. Κοινωνιοψυχολογικὴ μελέτη τῆς λαϊκῆς ἀστρολογίας, Ἀθήνα, Πρίσμα, 1992
- Minima moralia. Στοχασμοὶ μέσα ἀπὸ τὴ φθαρμένη ζωή, Ἀθήνα, Ἀλεξάνδρεια, 1990, 392 + 6 (χ. α.) σ.
- «Ἀναδρομικὴ θεώρηση τοῦ ὑπερρεαλισμοῦ», Ὁ Πολίτης, 72 (1986), σσ. 30-32
- «Διαφάνειες σὲ φίλμ», Πλανόδιον, 5, 26 (1996), σσ. 296-303
- Τρεῖς μελέτες γιὰ τὸν Χέγκελ, Ἀθήνα, Κριτικὴ, 1992, 191 σ.
- «Μουσικὴ καὶ γλώσσα: ἕνα ἀπόσπασμα», Πλανόδιον, 5, 23 (1996), σσ. 289-295
- «Θεωρία τῆς κοινωνίας καὶ ἐμπειρικὴ ἔρευνα», στό: Ἐπιστημολογία, Ἀθήνα, Νῆσος, 1993, σσ. 539-547
- «Περὶ λυρικῆς ποιήσεως καὶ κοινωνίας», Πλανόδιον, 5, 23 (1996), σσ. 209-227
- «Σχετικὰ μὲ τὴ λογικὴ τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν», στό: Ἐπιστημολογία, Ἀθήνα, Νῆσος, 1993, σσ. 517-538
- «Αἰνιγματικὸς χαρακτήρας- Περιεχόμενο ἀλήθειας-Μεταφυσική. Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν “Αἰσθητικὴ Θεωρία”» , Πλανόδιον, 5, 23 (1996), σσ. 181-207
- Κοινωνιολογία. Εἰσαγωγικὰ δοκίμια, Ἀθήνα, Κριτικὴ, 1987, 246 σ.
- Σύνοψη τῆς πολιτιστικῆς βιομηχανίας, Ἀθήνα, Ἀλεξάνδρεια, 1989, 37 σ.
- Ἐπιστημονικὲς ἐμπειρίες ἑνὸς Εὐρωπαίου διανοουμένου στὴν Ἀμερική, Ἀθήνα, Ὕψιλον/βιβλία, 1987, 63 σ.
- Θεωρία τῆς ἡμιμόρφωσης, Ἀθήνα, Ἀλεξάνδρεια, 1989, 84 σ.
- «Ὁ Ἀντόρνο μιλᾶ μὲ τὸν Ἔκο. Ἄγνωστη τηλεοπτικὴ συνέντευξη τοῦ Γερμανοῦ Φιλοσόφου. Θέμα: οἱ πολιτιστικὲς δυνατότητες τῆς τηλεόρασης καὶ ὁ ρόλος τῶν διανοουμένων», Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 16/10/1994, σ. 28
- «Μπετόβεν καὶ Σαῖνμπεργκ», Δῶμα, 10 (1987), σσ. 42-52
- «Παρατηρήσεις πάνω στὴ φιλοσοφικὴ σκέψη», Δευκαλίων, 21 (1978), σσ. 289-299
- «Ἀρνητικὴ Διαλεκτική», Ἡ ἐποχή, 11/5/1997, σ. 14
- «Minima moralia», Τὸ Βῆμα τῆς Κυριακῆς. Νέες ἐποχές, 16/12/1990, σ. 36
- «Εἰσαγωγὴ στὴ φιλοσοφία τῆς νέας μουσικῆς», Λεβιάθαν, 3 (1989), σσ. 9-26
- «Adorno-Horkheimer: Διαλεκτικὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ: ἐπιστροφὴ τοῦ ἀντιδιαφωτισμοῦ ἢ κριτικὴ διερεύνηση τῶν ὁρίων τοῦ Διαφωτισμοῦ;», Σύναξη, 54 (1995), σσ. 77-80
- «Φρήντριχ Νίτσε. “Εἶμαι ἕνας δυναμίτης”», Τὰ Νέα. Πρόσωπα 21ος αἰώνας, 14/10/2000, σσ. 37-39