Θεοφράστου Χαρακτήρες… (18)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by Times Newsroom

18. [Απιστίας[1]] Καχυποψία – Καχύποπτος

Η σφαλερή η άποψη πως μ’ απατεωνία
όλοι συμπεριφέρονται, είν’ η φιλυποψία.
Όποιος είναι φιλύποπτος τον δούλο του σαν στέλνει
για ψώνια, από ξοπίσω του και άλλον ξαποστέλνει,
να μάθει πόσα πλήρωσε – το τι λεφτά ’χει δώσει!
Τα χρήματα οπού κρατεί –πάνω του– καιτσεπώσει,
όταν στον δρόμο περπατά, στέκεται, τα μετράει[2],
αν είναι πάντοτε σωστά· και τα ξαναμετράει!…
Σαν πέσει για να κοιμηθεί τη σύζυγο ρωτάει,
Αν το μπαούλο κλείδωσε – κι αν τα λεφτά φυλάει,
αν το κελλάρι ασφάλισε όπως πάντα και τώρα,
και αν τον σύρτη έβαλε εις της αυλής την πόρτα.
Όταν αυτή του απαντά πως τα ’χει όλα ασφαλίσει,
σηκώνεται ο φιλύποπτος αμέσως απ’ την κλίνη,
και πάει γυμνός, ξυπόλητος, και το λυχνάρι ανάβει,
και γυροφέρνει ψάχνοντας μην κάπου κάτι θα ’βρει,
κι έτσι με τούτα και μ’ αυτά ως και τον ύπνο χάνει.
Και κάτι ακόμα: μάρτυρες παντού τριγύρω ψάχνει,
από τους οφειλέτες του μπροστά τόκο ζητάει,
να μη μπορούν αυτοί ποτέ το χρέος ν’ αρνηθούνε.
Όταν δε τα ενδύματα θέλει να καθαρίσει,
άξιος είναι στον καλό βαφιά μην τ’ ακουμπήσει,
αλλά μόνο σ’ εκείνονε που κάτι θα κομίσει,
τον άξιο εγγυητή – που δεν θα του τη στήσει!
Αν κάποιος τα ποτήρια[3] του πάει και του ζητήσει,
αυτός ποτέ με τίποτα δεν θα του τα δανείσει·
αν είναι, όμως, συγγενής ή κάποιο φιλαράκι,
τότε τα δίνει, βέβαια, σαν το σκεφτεί λιγάκι·
και φαίνεται ότι αυτό πριν το αποτολμήσει,
θα ήθελε εγγυητή και πάλι να ζητήσει.
Τότε τον υπηρέτη του, που τα ποτήρια έχει,
διατάζει να προπορευτεί, ώστε να τον προσέχει,
μη και τυχόν στη διαδρομή φύγει – την κοπανήσει,
και μες στα κρύα του λουτρού σύξυλο τον αφήσει.
Όποιος απ’ τον φιλύποπτο πάει ν’ αγοράσει κάτι,
και τον ρωτήσει ύστερα: «Μετά, πού να πληρώσω
γιατί τώρα δεν ευκαιρώ…» Με γουρλωμένο μάτι,
θα δώσει αυτός απάντηση: «Κάτσε και μη κοπιάζεις·
θα ’μαι εγώ ξοπίσω σου, όπου εσύ κι αν φτάσεις.»

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

 


[1] «Ὁ Ἀριστοτέλης χαρακτηρίζει τὴν ἀπιστίαν ὡς ἐλάττωμα τῶν γερό-ντων· “λέγεται περὶ τῶν πρεσβυτέρων ὅτι καὶ κακοήθεις εἰσί· ἔστι δὲ κακοήθεια τὸ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνειν πάντα· ἔτι δὲ καχύποπτοι εἰσι διὰ τὴν ἀπιστίαν, ἄπιστοι δὲ δι’ ἐμπειρίαν, (Ρητ. Β, 13).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[2] «Οι αρχαίοι, για να μη τους βαραίνουν τα χρήματα, δεν τα κρατούσαν οι ίδιοι, αλλά τα παράδιναν στο δούλο που τους ακολου­θούσε.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[3] «Τα ποτήρια ήσαν συνήθως χρυσά ή αργυρά. Ο Αριστοφάνης αναφέρει και γυάλινα.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939). – «Ὑπῆρχε ἡ συνήθεια νὰ δανείζωνται ἀπὸ φίλους καὶ γείτονας ποτήρια (χρυσᾶ ἢ ἀργυρᾶ) ὅσοι δὲν
εἶχον τοιαῦτα καὶ ἔδιδον ἐπίσημον γεῦμα.
» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com