Θεοφράστου Χαρακτήρες… (5)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by Times Newsroom

5. [Αρεσκείας[1]] Φιλαρέσκεια – Φιλάρεσκος

Να πούμε, η φιλαρέσκεια είναι σαν μια παρέα,
όχι στ’ αλήθεια ωφέλιμη, μα ευχάριστη κι ωραία.
Αν ξάφνου δει ο φιλάρεσκος κάποιονε γνώριμό του,
σπεύδει και τόνε χαιρετά, τον λέει άνθρωπό του·
τον επαινεί υπερβολικά, τα δυο του χέρια πιάνει,
δεν τον αφήνει ούτε στιγμή, και συντροφιά τού κάνει,
έστω για λίγο, και του λέει ότι θα ξανασμίξουν,
του πλέκει το εγκώμιο, κι ευθύς τότε χωρίζουν.
Όταν αυτός επιλεγεί να κάνει διαιτησία[2],
φέρεται πάντα άψογα, να μη δώσει αιτία,
και θέλει να ’ναι αρεστός –κι όλο φροντίζει τάχα–,
σ’ εκείνον που τον διάλεξε, κι όχι σ’ αυτόν μονάχα,
αλλά και στον αντίδικο – και δίνει σημασία,
να μη φανεί διαιτητής που ’χει μεροληψία.
Όταν με ξένους συζητά, ξεκάθαρα δηλώνει,
πως έχουν δίκαιο αυτοί κι όχι ο λαός στην πόλη.
Όταν τον προσκαλέσουνε σε δείπνο – σε τραπέζι,
ζητά να φέρουν τα παιδιά[3], όχι μ’ αυτά να παίζει,
μα στον πατέρα τους να πει, ότι μέσα στον οίκο
του μοιάζουν τα παιδόπουλα σαν σύκο μ’ άλλο σύκο.
Μετά, τα πιάνει τα φιλά, κοντά του τα καθίζει,
και με κουβέντες έξυπνες αυτός τα παιχνιδίζει·
τους λέει τσεκούρι και γελούν, μετά τους λέει τομάρι[4],
και στην κοιλιά του αφήνονται ο ύπνος να τα πάρει,
παρ’ όλο που κοιμώμενα τόνε στενοχωρούνε,
όμως απ’ το παιχνίδισμα θα αποκοιμηθούνε.
Πλειστάκις ο φιλάρεσκος πηγαίνει στον κουρέα,
φροντίζει τα δοντάκια του να τα ’χει άσπρα κι ωραία,
και πριν φθαρούν τα ρούχα του τα ’χει αντικαταστήσει,
αλείφεται μ’ αρώματα όμορφα να μυρίζει.
Όταν βρεθεί στην αγορά, μόνιμα προσεγγίζει
κάθε σαράφη που απ’ αυτόν χρήματα θα κερδίζει.
Συχνάζει στα γυμνάσια[5], που ασκείται η νεολαία,
πηγαίνει δε στα θέατρα με στρατηγούς παρέα.
Αν δεν ψωνίζει τίποτα, για πάρτη του – για κείνον,
πάει πάλι στην αγορά – θυμάται κάθε φίλον,
και αν βρεθεί σ’ αλλοδαπή –στα όποια ξένα μέρη–,
για κάθε φίλο του, αυτός πάντα κάτι θα φέρει.
Και στέλνει στο Βυζάντιο ελιές – όπως και λάδι,
στην Κύζικο λακωνικούς σκύλους[6] από τη Σπάρτη,
και στέλνει μέλι Υμηττού στη Ρόδο -*[κι όπως είπε]*-
όλες αυτές τις πράξεις του στην πόλη διηγείται.
Και ανατρέφει πίθηκο[7] και τίτυρο[8] αγοράζει,
σικελικές περιστερές, και κότσια[9] από ζαρκάδι,
αλλά και ολοστρόγγυλες Θουριακές[10] ληκύθους[11],
κι από την Λακεδαίμονα γυρτά ραβδιά[12] και λύγους[13],
μα και παραπετάσματα με εικόνες υφασμένα,
από τη χώρα των Περσών και απ’ αυτόν φερμένα.
Έχει και μια μικρότατη παλαίστρα με τραμπάλα,
μα και με σφαιριστήριο· και μέσα σ’ όλα τ’ άλλα,
παντού γυρνά και προσκαλεί σοφιστές κι οπλομάχους,
της αρμονίας ειδικούς -*[σ’ ομάδες και μονάχους]*-,
την τέχνη τους να δείξουνε, να συναγωνιστούνε,
και τελευταίος μπαίνει αυτός, οι θεατές να πούνε:
«Αυτός που μπήκε, τωραδά, σε τούτη την φιέστα,
αυτός είναι ο άνθρωπος που έχει την παλαίστρα.»

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Ὁ ὁρισμὸς της ἀρεσκείας εἶναι ἐλλιπής· ὁ ἄρεσκος (= ὑποχρεωτικός, περιποιητικὸς) σχετίζεται μὲ τὸν κόλακα, ὡς φαίνεται εἰς τὸν ὁρισμὸν τῆς κολακείας.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[2] Πρόκειται για «ιδιωτική δίκη», γνωστή στην αρχαιότητα ως δίαιτα: «Δημόσιοι και ιδιωτικοί διαιτητές είχαν το ίδιο όνομα και η απόφαση που εξέδιδαν ονομαζόταν και στις δύο περιπτώσεις «δίαιτα». Στον ιδιωτικό διαιτητή, δηλ. σ’ έναν αμερόληπτο τρίτο, κατέφευγαν συνήθως δύο πρόσωπα προκειμένου να επιλύσουν μια ιδιωτική τους διαφορά. Οι δημόσιοι όμως διαιτητές αποτελούσαν ένα δημόσιο θεσμό και είχαν δικαιοδοσία για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Οι ιδιωτικοί διαιτητές επιλέγονταν ελεύθερα από τους ενδιαφερόμενους, συνήθως από το φιλικό και συγγενικό κύκλο, και μπορούσαν να είναι Αθηναίοι πολίτες, μέτοικοι ή ξένοι.» (Σοφία Αδάμ-Μαγνήσαλη, Η απονομή της δικαιοσύνης στην Αρχαία Αθήνα).

[3] Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν επέτρεπαν στα δείπνα την παρουσία γυναικών και παιδιών.

[4] «Εἶναι ἀκόμη ἄλυτον πρόβλημα τί σημαίνουν ἐδῶ αἱ λέξεις ἀσκὸς — πέλεκυς. Ἀπὸ τὰς πολλὰς διορθώσεις καὶ ἑρμηνείας παραθέτω τὰς κυριωτέρας. Ὁ Casaubon, τὸν ὁποῖον ἀκολουθεῖ καὶ ὁ Fischer, ὑποθέτει ὅτι πρόκειται περὶ μικροσκοπικῶν ἀθυρμάτων τὰ ὁποῖα οἱ ἀρχαῖοι συνήθιζον, ὡς καὶ σήμερον συμβαίνει, νὰ κρεμοῦν ὡς περιδέραιον εἰς τὸν λαιμὸν τῶν μικρὼν παιδίων, καὶ ἐκ τῶν ὁποίων μερικὰ εἶχον τὸ σχῆμα ἀσκοῦ ἢ πελέκεως· Ὁ Groningen νομίζει ὅτι πρόκειται περὶ ὑποκοριστικῶν τῶν λέξεων ἄρτος καὶ πέλιξ (= ποτήριον), τὰς ὁποίας τὰ μικρὰ παιδιὰ εἰς τὴν γλῶσσάν των προφέρουν μὲ φθορὰν (ἄρτος – ἀρτίσκος – ἀσκὸς – ἄσκος) μεταχειρίζεται δὲ αὐτὰς καὶ ὁ ἄρεσκος παίζων μαζί των. Ὁ Σ. Κουγέας (Hermes XLI, 1906, p. 248) ἔχων ὑπ’ ὅψιν τὰς φράσεις τῆς νέας Ἑλληνικῆς “πλέει σὰν ἀσκί” καὶ εἰρωνικῶς “πλέει σὰν τὸ τσικοῦρι” ἑρμηνεύει τὰς λέξεις ὡς ἑξῆς· ὁ ἄρεσκος σηκώνει τὸ παιδὶ ὑψηλὰ καὶ ὑποκρινόμενος ὅτι τὸ εὑρίσκει ἐλαφρὸν λέγει “ἀσκός”, ἔπειτα τὸ καταβιβάζει καὶ ὑποκρινόμενος πάλιν ὅτι τὸ εὑρίσκει βαρὺ προσθέτει “πέλεκυς”. Τὸ πιθανώτερον εἶναι ὅτι πρόκειται περὶ παιδιᾶς ποὺ ἔπαιζον τὰ μικρὰ παιδία μὲ τὰ χέρια, ὡς συμβαίνει καὶ σήμερον, μιμεῖται δὲ αὐτὴν καὶ ὁ ἄρεσκος.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[5] Τα γυμνάσια ήταν μεγάλες αίθουσες με καθίσματα για τους θεατές, και σε αυτά σύχναζαν φιλόσοφοι, ρήτορες (πολιτικοί), σοφιστές με τους μαθητές τους.

[6] «Τα λακωνικά σκυλιά της στάνης και του κυνηγιού ήταν νόθο γένος από σκύλο και αλεπού. Φαίνεται δε πως είχαν διατη­ρηθεί και στα νεώτερα χρόνια, γιατί ο Σατωμπριάν τα περιγράφει στην περιήγησή του.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[7] Οι πλούσιες οικογένειες των Αθηνών στην αρχαιότητα συνήθιζαν να έχουν στα σπίτια τους πιθήκους για διασκέδαση, συνήθεια την οποία αντέγραψαν αργότερα και οι Ρωμαίοι μεγιστάνες.

[8] τίτυρος: 1. βραχύουρος πίθηκος· 2. (στη Λακωνία) τιτυρίς*· 3. ως κύριο όνομα Τίτυρος· α) Σάτυρος («οι συγχορευταί Διονύσου Σάτυροι … Τίτυροι ονομαζόμενοι», Αιλ.)· β) σύνηθες όνομα ποιμένων.

[9] κότσια ή αστράγαλοι: οι αρχαίοι έπαιζαν με αυτά τυχερά παιχνίδια· όμως βασικά ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια τόσο από αγόρια όσο και από τα κορίτσια, δηλ. ήταν παιχνίδια με οστέινους αστραγάλους αμνών, εριφίων, ελαφιών, παιχνίδια που επιβίωσαν έως και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με πιο γνωστά τα «κότσια» και τον «βεζύρη».

[10] Θουρία: η αρχαία Θουρία υπήρξε η σημαντικότερη πόλη της δυτικής Μεσσηνίας· η θάλασσα από την Αβία και τις Φαρές μέχρι τις εκβολές του Παμίσου ποταμού ονομαζόταν Θουριάτης κόλπος· τα ερείπια της αρχαίας Θουρίας εντοπίζονται σε πλαγιά περίπου 10 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας, βόρεια από τη σημερινή κωμόπολη Θουρία.

[11] λήκυθος: είναι τύπος αγγειοπλαστικής που χρησίμευε για την τοποθέτηση ελαιόλαδου· αποτελείται από ένα στενό σώμα, ένα λεπτό και μακρύ λαιμό και μια λαβή, που συνδέει τον λαιμό με το σώμα· χρησίμευε για την τοποθέτηση ελαιόλαδου στον τάφο ανύπαντρων νεκρών.

[12] «Τα γυρτά ραβδιά συνήθιζαν οι Σπαρτιάτες να τα κρατούν στις συνελεύσεις. Τα εμπόδισαν όταν ο Άλκανδρος πλήγωσε τον Λυκούργο στο μάτι. Στην Αθήνα πολλοί νέοι, μιμητές των σπαρτιατικών τρό­πων, συνήθιζαν να κρατούν γυρτά ραβδιά.» (Σημ. του Μ. Σιγούρου, 1939)

[13] λύγος: ποιμενικό ραβδί· ελληνιστί καρ ή κηρ: ψυχή, ζωή (από όπου και η καρδιά)· βλαχιστί κâρλίγκου = ποιμενική ράβδος, γκλίτσα, αγκλίτσα, λέξη παραγόμενη από τις αρχαιοελληνικές λέξει καρ και λύγος = καρλύγος (ζώων ραβδί, ποιμενικό ραβδί), και βλαχιστί κâρλίγκου!

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com