Τιμώντας την επέτειο των διακοσίων χρόνων από τη συγγραφή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν»

Η Επανάσταση του ’21 ήταν και μια μάχη για τη γλώσσα και τις φιλελεύθερες ιδέες που θα αναγεννούσαν το έθνος. Αυτό το ιδεώδες υπηρετούσαν ο Σολωμός με την ποίησή του και ο Μάντζαρος με τη μουσική του.

  • Από την Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου

Διακόσια χρόνια πέρασαν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, 200 χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το ποιητικό κείμενο ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στο οποίο εκφράζονται με μοναδικό τρόπο οι διαχρονικές αξίες της ελευθερίας και της πίστης στον άνθρωπο.

Όσο η Ελλάδα σφάδαζε στο πεδίο των μαχών και από τον εμφύλιο σπαραγμό, τα υπό βρετανική κυριαρχία Επτάνησα ήταν ένας άλλος κόσμος που εμπνεόταν από τα ιδανικά των επαναστατημένων. Η Επανάσταση του ’21 ήταν και μια μάχη για τη γλώσσα και τις φιλελεύθερες ιδέες που θα αναγεννούσαν το έθνος. Αυτό το ιδεώδες υπηρετούσαν ο Σολωμός με την ποίησή του και ο Μάντζαρος με τη μουσική του.

Ο Σολωμός γράφει τον «Ύμνο στην Ελευθερία» το 1823 στη Ζάκυνθο .Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1825 στο Παρίσι από τον Claude Fauriel, στον δεύτερο τόμο των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, μαζί με μετάφραση στα γαλλικά από τον Stanislas Julien. Την ίδια χρονιά μεταφράζεται στα αγγλικά από τον Charles Brinsley Sheridan και δημοσιεύεται στο Λονδίνο, καθώς και στα ιταλικά από τον Gaetano Grassetti, σε έκδοση που τυπώνεται στο πολιορκημένο Μεσολόγγι το 1825, αλλά είχε αρχίζει νωρίτερα να γίνεται γνωστός, ακόμα και να τραγουδιέται.

Ο Μάντζαρος επιθυμεί να γράψει μουσική πάνω σε σοβαρή ποίηση. Ο Δρ. Μουσικολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Κώστας Ζερβόπουλος αναφέρει σχετικά:

«Όταν γνωρίζει τον Σολωμό μελοποιεί τον Ύμνο. Αυτό που θέλει είναι –με όχημα τη μουσική– να γίνουν γνωστοί οι στίχοι του Σολωμού, να διαδοθεί η ποίηση. Και το πετυχαίνει. Οι στροφές του Ύμνου αρχίζουν να τραγουδιούνται στις παρέες της Κέρκυρας, στις ταβέρνες, τα βράδια στις πλατείες, στις μαζώξεις σε σπίτια και στις εθνικές εορτές. Έτσι, όταν έρχεται ο βασιλιάς ο Γεώργιος Α΄ στην Κέρκυρα για την τελετή της ενσωμάτωσης των Επτανήσων, το 1865, οι Κερκυραίοι τον υποδέχονται με αυτό που θεωρούσαν δικό τους τραγούδι, οι 8 πρώτες στροφές είχαν καθιερωθεί άτυπα σαν εθνικός ύμνος στο στόμα των ανθρώπων. Στην υποδοχή του βασιλιά τραγουδούν τις δύο πρώτες στροφές του Ύμνου, βγαίνει λοιπόν βασιλικό διάταγμα που λέει ότι αυτό που ακούσαμε εκεί θα το κάνουμε εθνικό ύμνο. (Ο παρά του εθνικού Μουσικοδιδασκάλου Κυρίου Μαντζάρου τονισθείς ύμνος εις την ελευθερίαν του αοιδίμου ποιητού Σολομού, θέλει παιανίζεσθαι κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις, ήτοι ανύψωσιν και χαιρετισμόν σημαίας κτλ. θεωρούμενος ως επίσημον εθνικόν άσμα). Αν τραγουδούσαν κάτι άλλο οι άνθρωποι στην Κέρκυρα πιθανότατα θα είχαμε άλλον ύμνο, καταλάβατε;»

Σολωμός- Μάντζαρος δίδυμες τέχνες για την ελευθερία

Τον Δεκέμβριο του 1828 ο Σολωμός έφτασε στην Κέρκυρα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα μέχρι τον θάνατό του το 1857.

Σχεδόν αμέσως συνδέθηκε στενά με τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο (1795-1872), τον μόνον άνθρωπο που μπορούσε με ευκολία να διαπεράσει τον παροιμιώδη απομονωτισμό του Σολωμού. Άλλωστε ποίηση και μουσική μπορούσαν εύκολα να βρουν κοινά σημεία επαφής, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία θεωρούνταν οι «δίδυμες τέχνες».

«Ο Μάντζαρος καθόταν στο πιάνο και από δίπλα ο Σολωμός απήγγειλε στίχους που τους μελοποιούσε, και μέσα από την αλληλεπίδρασή τους ο καθένας βάθαινε στην Τέχνη του» γράφει ο Κώστας Ζερβόπουλος.

Ο συνθέτης ήταν πολύ καλλιεργημένος, γόνος οικογένειας αριστοκρατών. Τα πρώτα του μαθήματα τα παίρνει στην Κέρκυρα με μουσικοδιδάσκαλους, κυρίως Ιταλούς που εργαζόταν στην ορχήστρα του θεάτρου της πόλης, όπου δινόνταν παραστάσεις όπερας, και μετά στο περίφημο ωδείο της Νάπολης που διευθύνει ο Νικολό Τσιγγαρέλι, ένας πολύ σπουδαίος παιδαγωγός της εποχής, δάσκαλος του Ροσίνι και του Μπελίνι, ο οποίος του προτείνει να αναλάβει τη διεύθυνση του Ωδείου με τη συνταξιοδότησή του, πρόταση εξόχως τιμητική την οποία ο Μάντζαρος απορρίπτει.

Η επιθυμία του είναι να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα και να συμβάλει στη μουσική καλλιέργεια του τόπου του, συνθέτοντας μουσική για την ελληνική γλώσσα. «Ήταν ένας άνθρωπος με τρομερή παιδεία και αναγνώριζε αυτό το κενό. Ασχολήθηκε όλη του τη ζωή με τη διδασκαλία της μουσικής και δημιούργησε έφτιαξε τις βάσεις για τις επόμενες γενιές των Επτανήσιων συνθετών. Το ποίημα του Σολωμού το γνώρισε από την έκδοση του 1825».

Ο πρώτος καρπός της άμεσης συνεργασίας ήταν η λεγόμενη «πρώτη μελοποίηση» του συνόλου των στίχων του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», η οποία ολοκληρώθηκε μεταξύ 1829 και 1830. Θα ακολουθούσαν και άλλες μελοποιήσεις του ίδιου ποιήματος, αλλά και πλειάδας άλλων ελληνόγλωσσων στιχουργημάτων του Σολωμού, καθώς και πολλών άλλων Ελλήνων ποιητών.

Η «πρώτη μελοποίηση» του «Ύμνου» αποτελείται από 24 μέρη, το πρώτο από τα οποία θα καθιερωνόταν αρχικά άτυπα και από το 1865 επίσημα ως «ο ελληνικός ύμνος». Ο Μάντζαρος και ο Σολωμός είδαν στην πρώιμη αυτή μελοποίηση μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαδώσουν τα πανανθρώπινα μηνύματα της ποίησης. Σε αυτό κεντρικό ρόλο έπαιξε η χρήση της δημοτικής γλώσσας από τον Σολωμό. Εξίσου σημαντικό

Όσο ζούσε ο Μάντζαρος, η αξία του ως συνθέτης δεν αμφισβητούνταν, θεωρούνταν, βέβαια, ένας «συντηρητικός» συνθέτης. Ωστόσο, όπως εξηγεί ο κ. Ζερβόπουλος, η εκτίμηση προς το πρόσωπό του ήταν περισσότερο μεγάλη ως Δασκάλου, ως «Μουσικού Επιστήμονος» παρά ως «Δημιουργού». Αυτή η σκόπιμη υποτίμηση της καλλιτεχνικής του αξίας σε όφελος αυτής του «Μουσικού παιδαγωγού» έγινε ακόμη πιο έντονη αμέσως μετά το θάνατό του και ενισχύθηκε ακόμη πιο έντονα από τους συνθέτες και μουσικούς ιστορικούς ή μουσικούς κριτικούς του περιβάλλοντος της «Εθνικής Σχολής», με κύριο εκπρόσωπο τον συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη.

Ο Μάντζαρος πρέπει να θεωρηθεί ο εθνικός μας σύνθετης όχι μόνο γιατί είναι ο συνθέτης του εθνικού μας ύμνου, όχι μόνο γιατί μελοποίησε τον Ύμνο στην Ελευθερία, αλλά και γιατί μελοποίησε σπουδαία ποίηση που τραγουδήθηκε από το λαό

Οι τρεις μελοποιήσεις του Ύμνου

Ο Μάντζαρος συνθέτει την Πρώτη μελοποίηση, από την οποία προήλθε ο εθνικός μας ύμνος, στα 1828-29 για τετράφωνη χορωδία και πιάνο σε απλό λαϊκό ύφος με στόχο να διαδοθεί το σολωμικό ποίημα. Το ποίημα των 158 στροφών χωρίζεται σε 24 ευκολοτραγούδιστες μελωδίες και ο κόσμος μαθαίνει να τραγουδάει τον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία. Μόλις τελειώνει, αρχίζει αυτό που είχε σαν ιδανική μουσική στο μυαλό του, την περίφημη Πολυφωνική μελοποίηση, την οποία δουλεύει για περισσότερο από 30 χρόνια ξετυλίγοντας, όσο ωριμάζει, τη δεινότητά του ως συνθέτης.

«Εκείνη την εποχή τα μεγάλα μουσικά έργα», όπως είναι γνωστός, «κορυφώνονταν με μια φούγκα, αυτή η πολυφωνική μορφή σύνθεσης θεωρούνταν το κορυφαίο είδος με το οποίο θα καταπιανόταν ένας συνθέτης. Ο Μπαχ έχει γράψει εξαιρετικές φούγκες, ο Μπετόβεν στις κορυφώσεις των έργων του βάζει φούγκες (ο Μάντζαρος γεννιέται 12 χρόνια πριν τον θάνατο του Μπετόβεν). Χωρίζει λοιπόν το έργο σε 46 μέρη και το δουλεύει σε αυτή την ανώτατη μορφή μουσικής σύνθεσης, διορθώνει, σβήνει, σκίζει, συμπληρώνει και, ταυτόχρονα, σε ένα τετράδιο καθαρογράφει τα μέρη που κρατάει τα οποία από ένα σημείο επίσης αναθεωρεί ξανά και ξανά. Το έργο που ακούσαμε στο Μέγαρο Μουσικής είναι η τελική φάση της πολυφωνικής γραφής (ακούστηκαν, συνολικά 22, από τα 46 μέρη της) η οποία καταγράφεται στο χειρόγραφο που υπάρχει στο Δημαρχείο της Κέρκυρας».

Ο τόμος με την Ενδιάμεση μελοποίηση που ο Μάντζαρος αφιέρωσε στον Βασιλιά της Ελλάδας, Όθωνα

Κι ενώ δεν έχει καταλήξει στην τελική μορφή της πολυφωνικής μελοποίησης, το 1844 συνθέτει και μια Ενδιάμεση μελοποίηση με 39 μέρη σε μεικτό ύφος, ένας συνδυασμός της πολυφωνικής και της πρώτης. «Το χειρόγραφο αυτό το δένει σε έναν κόκκινο δερμάτινο τόμο και το αφιερώνει στον Όθωνα, ο οποίος ως ανταμοιβή τού απονέμει τον αργυρό σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένας γερμανός αυλικός ονόματι Γιόσεφ Μίντλερ, ο οποίος εισήγαγε το στενογραφικό σύστημα που και σήμερα χρησιμοποιείται στη Βουλή των Ελλήνων, μετέγραψε τη μουσική δημιουργώντας ένα αντίγραφο για να σταλεί στη Γερμανία, ίσως για να εξακριβωθεί η αξία του. Τις νότες συνοδεύει με τους ελληνικούς στίχους, με μια γερμανική μετάφραση εξαιρετικής φιλολογικής αξίας, αλλά και με τη φωνηματική απόδοση των στίχων στη στενογραφική γραφή». Το χειρόγραφο του Όθωνα και το γερμανικό χειρόγραφο φυλάσσονται στο Μουσείο και στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη αντίστοιχα.

Μετά από αυτό το διάλειμμα επιστρέφει στο έργο ζωής για εκείνον που ήταν η Πολυφωνική μελοποίηση του Ύμνου, την οποία ολοκληρώνει, πιθανότατα, στα 1865 μετά από πολλές φάσεις επεξεργασίας, όπως αποτυπώνονται στο περίφημο χειρόγραφο που βρίσκεται στο Δημαρχείο της Κέρκυρας.

 

Το χειρόγραφο του Δημαρχείου

 

Ο Κώστας Ζερβόπουλος συγκεντρώνει και φέρνει στο φως όλο το διασωζόμενο υλικό που σχετίζεται με τον Ύμνο, τυπωμένα, χειρόγραφα και αντίγραφα. Αυτό σημαίνει έναν τεράστιο όγκο δουλειάς που απαιτούσε όχι μόνο την αποκατάσταση της μουσικής γραφής αλλά και των ιστορικών διαδρομών. Είναι χαρακτηριστική η παρακάτω ιστορία.

«Όσο ζούσε ο Μάντζαρος δεν δέχθηκε ποτέ χρήματα για τις δουλειές που έκανε, ως ευγενής ζούσε από τα εισοδήματα από τα κτήματα. Ο πατέρας του όμως τον είχε φορτώσει με χρέη, και όταν πέθανε τα παιδιά του κληρονόμησαν μόνο χαρτιά και χρέη. Το 1879, ο γιος του Δημήτριος, που είναι δικηγόρος, πηγαίνει σε μια παγκόσμια εμπορική έκθεση στο Παρίσι για να πουλήσει τα χειρόγραφα του πατέρα του σε εκδοτικούς οίκους ή και σε ιδιώτες. Κάποια από αυτά, ενδεχομένως, πουλιούνται, ευτυχώς όμως όχι και το πολυτιμότερο εξ αυτών, μια που η τιμή του, 25.000 γαλλικά φράγκα, περίπου 110.000 ευρώ, δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Το χειρόγραφο του Δημαρχείου επέστρεψε στην Κέρκυρα και κάποια στιγμή, προπολεμικά, το αγόρασε ο Γεώργιος Παπανδρέου (ως υπουργός Παιδείας, εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης), το χάρισε στο Μουσείο Κέρκυρας (ίσως, το παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας) και περιήλθε στην ιδιοκτησία του Δήμου. Όταν το αναζήτησα το είχαν κλειδωμένο στο Δημαρχείο σε ένα παλιό χρηματοκιβώτιο, χωρίς να γνωρίζουν την αξία του».

10 Ιουλίου 1865: Ο «Ύμνος των Επτανήσων» καθιερώνεται ως «Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος»

Ύμνος εις την Ελευθερίαν: 10.7.1865, 156 χρόνια Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας

Η φετινή επέτειος των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, καίτοι πραγματοποιείται υπό πρωτοφανείς συνθήκες, έχει προσφέρει και πολλές ευκαιρίες για επαναπροσεγγίσεις δεδομένων συμβόλων. Ένα από τα σύμβολα αυτά που αδιαλείπτως συνοδεύει σταθερά και καθημερινά το σύνολο σχεδόν των τελευταίων 200 ετών είναι μελωδικό. Ο λόγος φυσικά για τον Εθνικό Ύμνο μας, ο οποίος καθιερωμένος μια μέρα σαν και αυτή πριν από 156 χρόνια (1865) είχε ευρύτερη κοινωνική και πατριωτική αποδοχή ήδη από το 1830 (την ώρα που ο απελευθερωτικός αγώνας βρισκόταν σε εξέλιξη και δεν είχε ξεκάθαρη ευόδωση). Ευκαιρία είναι λοιπόν λόγω της πολλαπλής συγκυρίας να γίνει μια σύντομη υπενθύμιση της πορείας του Ύμνου μας και της σημασίας της Παλαιάς Φιλαρμονικής της Κέρκυρας στη διάδοσή του.

Από την Κέρκυρα στο Πανελλήνιο

Στις 10.7.1865 (28.6.1865 με το παλαιό ημερολόγιο) εκδιδόταν στην Κέρκυρα βασιλικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οριζόταν «ως επίσημον εθνικόν άσμα ο παρά του Μουσικοδιδασκάλου Κυρίου Μαντζάρου τονισθείς Ύμνος εις την Ελευθερίαν του αοιδίμου εθνικού ποιητού Σολωμού. Με αυτή την κάπως στεγνή γλώσσα καθιερωνόταν την ημέρα εκείνη ο νέος (και μέχρι σήμερα γνωστός) Ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Το 1865, όμως, η συγκεκριμένη μουσική σύνθεση είχε ήδη πίσω της πολυετή πορεία, η οποία την είχε ήδη καθιερώσει ως το πλέον αναγνωρίσιμο «εθνικό άσμα» στην κοινή συνείδηση των Επτανήσων, αλλά και της κυρίως Ελλάδας.

Ρόλο, όμως, είχε και η μουσική του Μάντζαρου, η οποία συνδύαζε στοιχεία της χορωδιακής πρακτικής του λαού των επτανησιακών πόλεων και των μελοδραματικών ακουσμάτων, καθώς και ενθυμήματα των ρεπουμπλικανικών και των πατριωτικών μελωδιών της εποχής. Οι τελευταίες ήταν γενικευμένα διαδεδομένες σε όλη την Ευρώπη, η οποία μετά την Γαλλική Επανάσταση κόχλαζε. Ειδικά κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης ο αγώνας των Ελλήνων είχε λάβει πανευρωπαϊκή συμβολική σημασία και για πολλούς προοικονομούσε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές επαναστάσεις που επρόκειτο να ακολουθήσουν.

Μια μελωδία δημοφιλής, αλλά όχι λαϊκίστικη

Η επιτυχημένη μίξη από τον Μάντζαρο των λαϊκότροπων ακουσμάτων με τις επίκαιρες πατριωτικές μελωδίες και τη γλώσσα του λαού έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της μελοποίησης του «Ύμνου». Το ποιητικό νόημα με τη μουσική ως όχημα συντάρασσε τους κατοίκους των Ιονίων, οι οποίοι βίωναν με τον τρόπο τους αρχικά τις ανησυχίες για την κατάληξη της Ελληνικής Επανάστασης και στη συνέχεια την επισημοποίηση του αιτήματος για την ένωση με το νεόκοπο ελλαδικό βασίλειο. Το αρχικό μέρος της μαντζαρικής μελοποίησης του 1829 ακουγόταν παντού στο Ιόνιο και η διάδοσή του είχε γίνει τόσο από στόμα σε στόμα όσο και μέσω μουσικών χειρογράφων (συχνά απλοποιημένων). Έτσι, η πασίγνωστη σήμερα μελωδία, σε πείσμα των απαγορεύσεων του καθεστώτος, είχε θέση στα επτανησιακά σαλόνια, στους δρόμους, στις εθνικές επετείους, στις ταβέρνες, σε «αυθόρμητες» μουσικές εκδηλώσεις, ακόμα και μέσα στο ίδιο το Παλάτι του Βρετανού Αρμοστή. Έτσι η μελοποίηση του Μάντζαρου ήδη από τη δεκαετία του 1840 είχε αναδειχθεί ως ο άτυπος ύμνος των Επτανήσων. Είχε, όμως, γίνει γνωστός και στον κυρίως ελλαδικό χώρο: Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με μαρτυρίες εποχής η μουσική του Μάντζαρου βρισκόταν ακόμη και στα χείλη του εξεγερμένου λαού των Αθηνών το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.

Ο «Ύμνος» και η Παλαιά Φιλαρμονική

Η Παλαιά Φιλαρμονική φυσικά δεν έμεινε αμέτοχη σε αυτό το κλίμα. Από την πρώτη χρονιά της επίσημης λειτουργίας της (Σεπτέμβριος 1840) αποφάσισε ο εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου να είναι ο ένας από τους δύο επίσημους εορτασμούς του ιδρύματος (ο άλλος θα ήταν η επέτειος της ίδρυσής του). Και πράγματι τον Μάρτιο του 1841 (τρία μόλις έτη μετά την επίσημη καθιέρωση του εορτασμού τής ως άνω επετείου από τον Όθωνα) η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας εόρτασε με πανηγυρική συναυλία την Παλιγγενεσία. Ο εορτασμός αυτός θα κατείχε κεντρική θέση στις εκδηλώσεις του ιδρύματος για πάρα πολλές δεκαετίες και από την πρώτη στιγμή θα χαρακτηριζόταν από την ανάκρουση, όχι μόνο επί τούτου δημιουργημένων πατριωτικών συνθέσεων, αλλά και του «Ελληνικού Ύμνου», του μέχρι σήμερα δηλαδή γνωστού μας των Σολωμού και Μάντζαρου. Αυτό φυσικά δεν επρόκειτο μόνο για αναγνώριση των ίδιων των δημιουργών του, εκ των οποίων ο Μάντζαρος ήταν μέχρι τον θάνατό του (1872) Ισόβιος Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Παλαιάς Φιλαρμονικής, αλλά και για απτή απόδειξη της διάδοσης και της συμβολικής σημασίας του «Ύμνου» σε μια κοινωνία που βίωνε την πολιτική και εθνική κινητοποίησή της.

Η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει έτι περισσότερο τη σημασία της παρουσίας του «ελληνικού ύμνου» στις συναυλίες της Παλαιάς Φιλαρμονικής κατά την κρίσιμη προενωτική περίοδο. Μάλιστα, τον «Ύμνο» αυτό ανέκρουσε η μπάντα της Παλαιάς και κατά το γεύμα που παρέθεσε η Αναγνωστική Εταιρεία Κερκύρας τον Απρίλιο του 1848 με την ευκαιρία της καθιέρωσης της ελευθεροτυπίας στα Επτάνησα. Το Οκτώβριο του 1863 το ίδιο μουσικό σύνολο απέδωσε μέσα στον χώρο της Ιονίου Βουλής τον «Ελληνικό Ύμνο» στο τέλος της συνεδρίασης, στην οποία αποφασίστηκε και επισήμως η Ένωση του Ιονίου Κράτους με το Βασίλειο της Ελλάδος.

Τον Ιούνιο του 1864 η πασίγνωστη σήμερα μελωδία του Μάντζαρου παιγμένη από την μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας καλωσόριζε στην Κέρκυρα, στην προκυμαία του Αγίου Νικολάου των Λουτρών, τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄, βάζοντας και μουσικά τέλος στην περίοδο της «Αγγλικής Προστασίας». Ο νέος μονάρχης του Ελληνικού Βασιλείου και εξ αγχιστείας συγγενής της βασίλισσας Βικτωρίας υιοθέτησε τον άτυπο αυτό ύμνο των Επτανήσων και λίγο αργότερα ζήτησε να καθιερωθεί «ως Βασιλικός Ύμνος και του Έθνους». Η ιδιαίτερη εκτίμηση του Γεωργίου στο πρόσωπο του εβδομηντάρη πλέον Μάντζαρου και σε όσα αυτός συμβόλιζε ήταν, άλλωστε, πασίγνωστη και απόλυτα δικαιολογημένη. Πέρα και πάνω από όλα, όμως, η καθιέρωση του Εθνικού Ύμνου το καλοκαίρι του 1865 ήρθε απλώς να επισημοποιήσει την από δεκαετίες διάδοσή του στην κοινή ελληνική συνείδηση. Αυτό γίνεται ακόμη σαφέστερο, αν σκεφτεί κανείς ότι η πρωιμότερη έκδοση και των 24 μερών της μελοποίησης του 1829 πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μόλις το 1873 (εκτίθεται στο Μουσείο Μουσικής της Παλαιάς Φιλαρμονικής). Ο άμεσα σχετιζόμενος με την Ελληνική Παλιγγενεσία «Ύμνος των Επτανήσων», λοιπόν, καθιερωνόταν προ 156 ετών ως ο «Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος».

Μια αποτίμηση

Η μαντζαρική μελοποίηση, λοιπόν, είναι γνήσιο τέκνο της εποχής των επαναστάσεων και απέχει πολύ από την «ελαφρότητα» που κατά καιρούς ορισμένοι προσπαθούν να της αποδώσουν. Αντιθέτως, ο Ελληνικός Ύμνος πρωτοπορεί πανευρωπαϊκά σε διάφορα επίπεδα, με ουσιαστικότερο να είναι το ότι οι Έλληνες απέκτησαν «εθνικόν άσμα» στη δημοτική τους γλώσσα, το οποίο εξυμνούσε την Ελευθερία σε όλες τις εκφάνσεις της. Να σημειωθεί, ότι ο σημερινός ιταλικός ύμνος (που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με τον ελληνικό) συντέθηκε το 1847, αλλά επισημοποιήθηκε μόλις το 1946, ενώ ακόμη και η περίφημη «Μασσαλιώτιδα», παρότι πρωτακούστηκε το 1792 (και έλαβε και ελληνόφωνη εκδοχή), καθιερώθηκε ως γαλλικός ύμνος μόλις το 1879.

Παράλληλα, ο ελληνικός ύμνος είναι ο πρώτος μιας σειράς ύμνων χωρών, οι οποίες πέτυχαν την ανεξαρτησία τους ή την κοινωνική αναγέννησή τους μέσα από πολεμικές συγκρούσεις. Είναι ενδιαφέρον, ότι εκτός του ιταλικού και του γαλλικού ύμνου, χαρακτηριστικά παρόμοια με τον ελληνικό έχουν και μια πλειάδα ύμνων της λεγόμενης Λατινικής Αμερικής. Η Ελλάδα, λοιπόν, πρωτοπόρησε διεθνώς, ίσως ανέλπιστα, στη μουσική έκφραση του συλλογικού υποσυνείδητου στον αγώνα για την Ελευθερία με «μουσικά υλικά» που ήταν πανευρωπαϊκά κοινώς αποδεκτά. Αυτό συνέβη ακριβώς στην αρχή της περιόδου, η οποία έμελλε να σημαδευτεί από τις επαναστάσεις του 1831 και ου 1848, αλλά και της παρισινής Κομμούνας του 1871.

Πηγές

  • Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας
  • Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας
  • Mothers blog
  • Αφιέρωμα Podcast Πώς γεννήθηκε η Ελλάδα;

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com