Τόμας Μπίτσαμ (1879 – 1961) Άγγλος μαέστρος και ιμπρεσάριος…

...περισσότερο γνωστός για την συνεργασία του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου και τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα. Συνεργάστηκε επίσης με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λίβερπουλ

by Times Newsroom

Ο σερ Τόμας Μπίτσαμ (Thomas Beecham, 29 Απριλίου 1879 – 8 Μαρτίου 1961) ήταν Άγγλος μαέστρος και ιμπρεσάριος, περισσότερο γνωστός για την συνεργασία του με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου και τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα. Συνεργάστηκε επίσης με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λίβερπουλ. Από τις αρχές του 20ου αιώνα έως το θάνατό του, ο Μπίτσαμ είχε σημαντική επιρροή στη μουσική ζωή της Μεγάλης Βρετανίας και, σύμφωνα με το BBC, ήταν ο πρώτος διεθνής μαέστρος της Βρετανίας.

Γεννημένος σε πλούσια οικογένεια βιομηχάνων, ο Μπίτσαμ ξεκίνησε την καριέρα του ως μαέστρος το 1899. Χρησιμοποίησε την πρόσβασή του στην οικογενειακή περιουσία για να χρηματοδοτήσει όπερες από τη δεκαετία του 1910 μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με διεθνείς αστέρες, δική του ορχήστρα και ένα ευρύ ρεπερτόριο.

Ίδρυσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου και διεύθυνε την πρώτη της εμφάνιση το 1932, ενώ στη συνέχεια περιόδευσε μαζί της στο εξωτερικό. Τη δεκαετία του 1940, εργάστηκε για τρία χρόνια στις Η.Π.Α., όπου διετέλεσε μουσικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σιάτλ. Μετά την επιστροφή του στη Μεγάλη Βρετανία, ίδρυσε τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα το 1946, την οποία και διεύθυνε μέχρι το θάνατό του το 1961.

Το ρεπερτόριο του Μπίτσαμ ήταν εκλεκτικό και μερικές φορές ευνοούσε λιγότερο γνωστούς συνθέτες έναντι άλλων διασήμων. Το πρόγραμμά του συχνά περιελάμβανε συνθέτες των οποίων τα έργα είχαν παραμεληθεί στη Μεγάλη Βρετανία πριν γίνει ο υπέρμαχός τους, όπως π.χ. του Εκτόρ Μπερλιόζ. Άλλοι συνθέτες με των οποίων τη μουσική συνδέθηκε συχνά είναι οι Φραντς Γιόζεφ Χάυντν, Φραντς Σούμπερτ και Γιαν Σιμπέλιους, ενώ ο συνθέτης που σεβόταν περισσότερο απ’ όλους ήταν ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.

exterior of nineteenth century industrial building

Το εργοστάσιο Μπίτσαμ στην Αγία Ελένη

Ο Τόμας Μπίτσαμ γεννήθηκε στην Αγία Ελένη του Λάνκαστερ, σε ένα σπίτι που γειτνίαζε με το εργοστάσιο καθαρτικών χαπιών Beecham’s Pill, που ίδρυσε ο συνονόματος παππούς του. Σπούδασε σύνθεση κατ’ ιδίαν με τον Φρέντερικ Όστιν στο Λίβερπουλ, τον Τσαρλς Γουντ στο Λονδίνο και τον Μόριτς Μοσκόφσκι στο Παρίσι. Ως διευθυντής ορχήστρας ήταν αυτοδίδακτος.

Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως μαέστρος την πραγματοποίησε στην Αγία Ελένη τον Οκτώβριο του 1899 με ένα σύνολο αποτελούμενο από τοπικούς μουσικούς αλλά και μουσικούς από άλλες ορχήστρες.

Το 1906 ο Μπίτσαμ κλήθηκε να διευθύνει τη Νέα Συμφωνική Ορχήστρα, ένα πρόσφατα διαμορφωμένο σύνολο 46 μουσικών, για μία σειρά συναυλιών στο Λονδίνο. Σε όλη την καριέρα του, ο Μπίτσαμ επέλεγε συχνά έργα ανάλογα με τις δικές του προτιμήσεις και όχι με του κοινού. Στις πρώτες του συζητήσεις με τη νέα του ορχήστρα, πρότεινε έργα από μία μεγάλη λίστα ελάχιστα γνωστών συνθετών, όπως των Ετιέν Μεΐλ, Νικολά Νταλεράκ και Φερντινάντο Παέρ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μπίτσαμ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική του Φρέντερικ Ντίλιους, με τον οποίο αμέσως συνδέθηκε με στενή φιλία για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ως αποτέλεσμα της αποξένωσης από τον πατέρα του, μεταξύ του 1899 και του 1909, η πρόσβαση του Τόμας Μπίτσαμ στην οικογενειακή περιουσία ήταν αυστηρά περιορισμένη. Από το 1907 είχε ένα ετήσιο έσοδο ύψους 700£, που του άφησε κληρονομιά ο παππούς του με τη διαθήκη του, ενώ η μητέρα του επιδότησε μερικές από τις ζημιογόνες συναυλίες του. Με την συμφιλίωση πατέρα και γιου το 1909, ο Μπίτσαμ ήταν πλέον σε θέση να αντλήσει χρήματα από την οικογενειακή περιουσία για να προωθήσει όπερες. Την ίδια χρονιά ίδρυσε την Συμφωνική Ορχήστρα Μπίτσαμ.

Ο Μπίτσαμ περίπου το 1910

Το 1910, ο Μπίτσαμ είτε διεύθυνε ορχήστρα είτε ήταν υπεύθυνος ως ιμπρεσάριος για 190 παραστάσεις στο Κόβεντ Γκάρντεν και στο Θέατρο της Αυτού Μεγαλειότητος.

Το 1911 και το 1912, η Συμφωνική Ορχήστρα Μπίτσαμ έπαιξε για τα Ρώσικα Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ τόσο στο Κόβεντ Γκάρντεν όσο και στο Βερολίνο.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπίτσαμ προσπάθησε, συχνά χωρίς αμοιβή, να κρατήσει ζωντανή τη μουσική στο Λονδίνο, το Λίβερπουλ, το Μάντσεστερ και άλλες βρετανικές πόλεις. Διεύθυνε αλλά και στήριξε οικονομικά ορχήστρες με τις οποίες είχε συνδεθεί σε διάφορες χρονικές στιγμές. Το 1915 ίδρυσε την Εταιρία Όπερας Μπίτσαμ, κυρίως με Βρετανούς τραγουδιστές, δίνοντας συναυλίες στο Λονδίνο και σε όλη τη χώρα.

Μετά τον πόλεμο συνέχισε να δίνει παραστάσεις στο Κόβεντ Γκάρντεν. Μετά τη σεζόν του 1920, ο Μπίτσαμ αποσύρθηκε προσωρινά από τη διεύθυνση ορχήστρας για να ασχοληθεί με το οικονομικό πρόβλημα το οποίο περιέγραψε ως “την πιο δύσκολη και δυσάρεστη εμπειρία της ζωής μου”.

Ο Τόμας Μπίτσαμ σε πρόβα το 1948

Μετά το θάνατο του πατέρα του και αφού τακτοποίησε όλες τις οικονομικές του εκκρεμότητες, ο Τόμας Μπίτσαμ ίδρυσε το 1932 τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, αποτελούμενη από 106 μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων μερικών νέων μουσικών που μόλις είχαν ολοκληρώσει τις μουσικές σπουδές τους αλλά και πολλών καταξιωμένων μουσικών από επαρχιακές ορχήστρες και 17 ηγετικών μελών.

Επιθυμώντας να επικεντρωθεί στη δημιουργία μουσικής και όχι στη διοίκηση, ο Τόμας Μπίτσαμ ανέλαβε στο Κόβεντ Γκάρντεν καλλιτεχνικός διευθυντής.

Την άνοιξη του 1940 άφησε τη Μεγάλη Βρετανία, πηγαίνοντας πρώτα στην Αυστραλία και στη συνέχεια στη Βόρεια Αμερική. Το 1944 επέστρεψε στη Μεγάλη Βρετανία.

Το 1946 ίδρυσε τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα, μία από τις γνωστότερες ορχήστρες του κόσμου, εξασφαλίζοντας συμφωνία με τη Βασιλική Φιλαρμονική Εταιρία ότι η νέα ορχήστρα θα αντικαθιστούσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου σε όλες τις συναυλίες της Εταιρίας.

Το 1950 ο Μπίτσαμ, τον οποίο το BBC αποκάλεσε ως τον “πρώτο διεθνή μαέστρο της Βρετανίας”, έκανε με τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα μία εντατική περιοδεία στις Η.Π.Α., τον Καναδά και τη Νότια Αφρική. Μέχρι το θάνατό του, ο Μπίτσαμ διηύθυνε δεκάδες παραστάσεις, έπαιξε μπροστά στα πιο απαιτητικά κοινά, κέρδισε παγκόσμια φήμη, δόξα, πλούτη, αναγνώριση.

Πέθανε στις 8 Μαρτίου 1961 από θρόμβωση της στεφανιαίας, στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο, σε ηλικία 82 ετών.

Ο Μπίτσαμ νυμφεύθηκε τρεις φορές. Με την πρώτη του σύζυγο απέκτησαν δύο γιους. Ο πρώτος γεννήθηκε το 1904 και ο δεύτερος το 1909. Ο τρίτος γιος γεννήθηκε το Μάρτιο του 1933 εκτός γάμου, κατά το διάστημα που ο Τόμας Μπίτσαμ είχε σχέση με μία σοπράνο.

Ο Τόμας Μπίτσαμ πραγματοποίησε πάρα πολλές ηχογραφήσεις. Ανάμεσα στα έργα που ηχογράφησε είναι και οι Εραστές του Τερουέλ του Μίκη Θεοδωράκη. Επιπλέον, έκανε την ενορχήστρωση της μουσικής του μπαλέτου στην ταινία Τα Κόκκινα Παπούτσια (The Red Shoes, 1948).

Στην ταινία Κουαρτέτο (Quartet, 2013), ο οίκος ευγηρίας μουσικών ονομάζεται «Σερ Τόμας Μπίτσαμ».

Αποφθέγματα

  • Όταν τον ρώτησαν αν έχει ακούσει κάποιο έργο του Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, αυτός απάντησε: «Όχι, αλλά νομίζω ότι έχω πατήσει τον κάλο κάποιου».
  • Για τους μουσικολόγους είπε: «Πρόκειται για ανθρώπους ικανούς να διαβάσουν τη μουσική αλλά παντελώς ανίκανους να την ακούσουν».

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com