Του Άϊ Νικόλα η κολοκυθόπιτα, η πιο γλυκιά συνήθεια της γιορτής !

Κολοκύθια δόξα τω Θεό μπόλικα, και η κολοκυθόπιτα είναι ένα από τα καλύτερα γλυκά της εποχής! Και αφού χορτάσουμε, θα περιμένουμε ν ακούσουμε καμιά καλή είδηση και τον καιρό από την τηλεόραση, για να πάμε να κουκουλωθούμε!

by ΛΟΥΗΣ ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ
  • Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης

Παραμονή του Αγίου Νικολάου, και μετά από μια καλοσυνάτη μέρα και την κούραση στις ελιές, ο καιρός χαλάει ξανά. Αποσπερού δυο «γεροκούτσουρα» θα πάρουν θέση γύρω από το τζάκι, όπως έπαιρναν παλιά τη θέση τους στην αγκωνή ο παππούς και η γιαγιά! Το μενού λιτό, ψωμί καψαλιστό με φρέσκο λάδι, και φρεσκοψημένη στην κουζίνα πατροπαράδοτη «κολοκυθόπιτα του Άϊ Νικόλα» από το κολοκύθι μας που είχαμε τρίψει μια βροχερή μέρα. Παραμονή του Άϊ Νικόλα, πολιούχου του χωριού μας, η γιαγιά άναβε τον φούρνο για το φρέσκο ψωμί, και μετά έψηνε στο μεγάλο χαλκοματένιο τεψί την παραδοσιακή γλυκιά κολοκυθόπιτα, με φύλο που άνοιγε στον σοφρά, με γέμιση τριμμένο κολοκύθι με ρύζι και τα μυρωδικά που ετοίμαζε από το προηγούμενο βράδυ, και από πάνω αντί για φύλο άπλωνε τη γνωστή χυλάδα της, και αμέσως μετά το ψήσιμο από πάνω έριχνε μέλι! Νιώθουμε εν μέρει τυχεροί που τηρούμε το πατροπαράδοτο έθιμο της κολοκυθόπιτας του Αϊ Νικολάου! Κολοκύθια δόξα τω Θεό μπόλικα, και η κολοκυθόπιτα είναι ένα από τα καλύτερα γλυκά της εποχής! Και αφού χορτάσουμε, θα περιμένουμε ν ακούσουμε καμιά καλή είδηση και τον καιρό από την τηλεόραση, για να πάμε να κουκουλωθούμε!

Διαφορές ανάμεσα στην σημερινή και στην εποχή του παππού και της γιαγιάς υπάρχουν αρκετές, αλλά η βασικότερη είναι ότι δεν υπάρχει «ακροατήριο» γύρω από το τζάκι για παραμύθια και ιστορίες όπως τότε! Ο χειμώνας για τα παιδιά ανέκαθεν ήταν μια εποχή με ιδιαίτερη μαγεία λόγω των πολλών και μεγάλων γιορτών, του περιορισμού λόγω του κλειστού καιρού, και λόγω των διακοπών του σχολείου! Όταν ήμασταν παιδιά δεν είχαμε τηλεόραση, ούτε κινητά, και η οικογένεια βρισκόταν και κουβέντιαζε τα πάντα μεσημέρι και βράδυ γύρω από το τραπέζι την ώρα του φαγητού, ή στο τζάκι! Τότε ο κόσμος γύρευε την επαφή με συγγενείς και φίλους με τακτικές επισκέψεις στα σπίτια, και στις ρούγες !Γύρω από το τζάκι οι γέροι πιάνανε την κουβέντα για τα παλιά και τον στρατό, και οι γριές έπλεκαν κανένα σκουφί και μάλωναν με τα γατιά που έπαιζαν με τα κουβάρια και μπλέκανε τα νήματα! Οι κοπέλες όταν είχαν χρόνο κεντούσαν, και οι υπόλοιποι μαζευόμαστε πρώτη θέση μαζί με τα γατιά που γουργούριζαν από την ζέστα, γιατί μας άρεσε να ακούμε ιστορίες, και να ενδιαφερόμαστε να μαθαίνουμε τα νέα του σπιτιού, αλλά έπρεπε « ό,τι κουβεντιάζουμε στο φόκο να μην τα λέμε παρά έξω»! Όταν κάποιος μαρτύραγε τι λεγόταν στο σπίτι, τον λέγανε «τρούπιο ασκί», ή λέγανε «οι γνωστικοί στο φόκο, και οι ζουρλοί στο φόρο», στη φόρα δηλαδή! Όταν ήθελαν να κουβεντιάσουνε κάτι εμπιστευτικά, μας έκαναν νόημα με την ματιά να απομακρυνθούμε!

Τέτοιες βραδιές γύρω από το τζάκι ακούσαμε ιστορίες και μαρτυρίες από τους γονείς και τους παππούδες μας όπως αυτοί τις άκουσαν, τις έχησαν, και όπως τις κατάλαβαν. Ακούσαμε για τις ιστορικές στιγμές της πολύπαθης πατρίδας που δεν πρέπει να λησμονούμε, μάθαμε από πρώτο χέρι προσωπικές μαρτυρίες για τον πόλεμο της Μικράς Ασίας, τους Παγκόσμιους πολέμους, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τον διχασμό, την χούντα! Αναστέναζαν όταν μελετάγανε λάθη και πάθη που κόστισαν στον τόπο, για να διδασκόμαστε απ’ αυτά, λέγοντας ότι είναι ανάγκη να ξεχνάμε που και που αλλά να μην λησμονούμε, να μην «ξύνουμε πληγές», να αφήσουμε στην άκρη ό,τι μας δίχασε, και να μην παρασυρθούμε από τίποτα και επαναληφθούν τα ολέθρια λάθη! Είχε «μαλλιάσει γλώσσα τους» να μας λένε ότι ζωή δεν είναι μόνο σπίτι δουλειά, ότι υπάρχουν και άλλα ενδιαφέροντα, να αγαπάμε και να προσφέρουμε στο χωριό που γεννηθήκαμε ακόμα και όταν φύγουμε για άλλον τόπο κάποια στιγμή.

Να δουλεύουμε τίμια και να κάνουμε οικονομία όταν έχουμε λεφτά για τα γεράματα, για να μην φτάσουμε στο σημείο όταν πια δεν θα έχουμε λεφτά να κάνουμε οικονομία στην αξιοπρέπεια! Να μην είμαστε αδιάφοροι για όσα συμβαίνουν δίπλα μας, να μη δεχόμαστε το άδικο, να μην σιωπάμε από φόβο, να μην διστάζουμε να ζητήσουμε συγνώμη αν φταίμε, αλλά και να δίνουμε συγχώρεση, να μην νοιαζόμαστε μόνο για όσους κλείνει η πόρτα μας!

Άλλοτε βαριόμαστε γιατί τα είχαμε ακούσει πολλές φορές και μας έπιανε χασμουρητό, και άλλοτε είμαστε αφηρημένοι γιατί μετράγαμε και τις μέρες για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές! Κάθε φορά που έλεγαν την ίδια ιστορία, πρόσθεταν ή αφαιρούσαν πράγματα για να γίνει πιο συναρπαστική, και αυτό εξαρτιόνταν από τη φαντασία του αφηγητή.

Από την κούραση όλη μέρα στο χωράφι τους πόναγε το κορμί τους και μας έλεγαν να τους τρίψουμε «δυνατά», και βαθιά με όση δύναμη είχαμε, να τους ζουπήσουμε με τα δύο χέρια στο κορμί να φύγει η κούραση! Αν δεν είχαμε άλλη δύναμη ζητούσαν να τους πατήσουνε στο κορμί με τα πόδια «μέχρι να τρίξει η σφοντυλική στήλη» να ντώσουν, και τότε κούναγαν απότομα το κορμί, πέφταμε, και όλοι γελούσαμε! Γέλαγε η μικρή μας η Μαρία, και το θυμάται ακόμα, όταν ξαπλωμένος ο παππούς της ζητούσε να τον τρίψει για να φύγει η κούραση, και του έλεγε ότι η «η κούραση δε θέλει τρίψιμο αλλά ξεκούραση»!

Απόψε λοιπόν ο νους θα γυρίσει όχι μόνο σε αυτά, αλλά και στις γιορτές που γίνονταν όταν γιόρταζε κάποιος στην παλιά χρυσή εποχή, την αυθεντική και ανθρώπινη, των απλών και ειλικρινών σχέσεων και αισθημάτων! Τότε που τα σπίτια ήταν πάντα ανοιχτά χωρίς ραντεβού, που στις γιορτές άνοιγαν διάπλατα με ό,τι είχαν και δεν είχαν οι νοικοκυρές, και γίνονταν γλέντια τρικούβερτα! Οι νοικοκυρές και οι κοπέλες που προσφερόντουσαν να βοηθήσουν στο σερβίρισμα, γύριζαν με μια απλάδα και ένα πιρούνι στο χέρι, και περνώντας από όλους τους επισκέπτες έδιναν στο στόμα στον καθέναν, σαν τον παπά με την κοινωνιά, και από έναν εκλεκτό μεζέ, κεφτεδάκια, γλίνα, λουκάνικο, μια πατάτα ψητή στο φούρνο, τυρί, και από μισή τσίχλα παστωμένη στο λάδι! Οι άντρες με ένα κρασοπότηρο στο χέρι πάντα άδειο, λέγοντας «εβίβα, καλή καρδιά, και του χρόνου να είμαστε καλά»!

Οι χοροί έδιναν και έπαιρναν, Ελληνικοί και Ευρωπαϊκοί, μέχρι πού έτριζαν τα πατώματα, και στα μωσαϊκά άκουγες τα τακουνάκια των κοριτσιών όταν χόρευαν ξενικούς χορούς! Οι μεγαλύτεροι είχαν το βλέμμα τους τις αποστάσεις αγοριών και κοριτσιών όταν χόρευαν κανένα ταγκό, ή βάλς, και με αυστηρότητα επέβαλαν την αποδεκτή γι αυτούς απόσταση! Οι γυναίκες και τα κορίτσια έπιναν καμιά μαστιχούλα, τριαντάφυλλο ή κανά λικεράκι, λίγο κρασάκι για το καλό, κι εμείς τα αγόρια πίναμε εκτός από κρασί, και βερμούτ που ήταν της μόδας! Μας έδινε βερμούτ τότε ο μπάρμπα Σωκράτης, Θεός σχωρέστον , άλλη μια εμβληματική φυσιογνωμία του χωριού, χασάπης στο χωριό, άνθρωπος του κεφιού και του καλαμπουριού! Κάποια φορά που του έκανε την παρατήρηση καμιά γριά να μην μας δίνει να πίνουμε γιατί είμαστε μικροί και «θα μας κάψει το οινόπνευμα το σκώτι», και καθώς τα είχε τσούξει και δεν έλεγε το «ρο» καθαρό, της αποκρίθηκε: «Ξέδεις τι είναι αυτό; Είναι βεδομούτ, και το πίνουμε εμείς τα αγόδια! Εβίβα λοιπόν»! Τότε γυρνούσαν οι μπεκρήδες από σπίτι σε σπίτι να χαιρετίσουν τους συγγενείς και φίλους, και γρήγορα γινόντουσαν τύφλα στο μεθύσι! Μια φορά ο μπάρμπα Μήτσος δεν θυμόταν ποιος και τί γιόρταζαν, πήγε παρέα με άλλους να χαιρετήσει τον μπάρμπα του τον Νίκο, και λέει στη θειά Νίκαινα! «Χρόνια πολλά θεια Νίκαινα, να χαίρεσαι το μπάρμπα μου τον Σταύρο»! Αξέχαστες εποχές!

«Δε γυρνάνε λέμε, πίσω ποτέ,
τα καλά παιδιά σ’ εκείνα τα χρόνια ….»
 λέει ένα νοσταλγικό τραγούδι για εκείνες τις ανεπανάληπτες στιγμές! Καλή αυριανή, χρόνια πολλά και με υγεία σε όλους μας, χρόνια πολλά στον Νικόλαο, στην Νικολέτα, στην Νίκη, στον Νικόλα και στην Νικόλαινα, στον Νίκο και την Νίκαινα, και του χρόνου!

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com