Ζωή Παπαδημητρίου: Το χαμένο καλοκαίρι

Στην άλλη πλευρά του βαγονιού μια παρέα ξένοιαστων “λουομένων” που γυρνάγανε από την Κυριακάτικη εξόρμησή τους στη θάλασσα, χάλαγε τον κόσμο, Κάποιος αστείος, μόλις είχε τελειώσει ένα χωρατό…

by Times Newsroom

ΖΩΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ΞΥΠΝΗΣΕ κι όπως ερχόταν σιγά-σιγά στην πραγματικότητα, για μια στιγμή γελάστηκε πως ήταν ξημέρωμα. Αναζήτησε τη μικρή αχτίνα του ήλιου που κάθε πρωί περνώντας μέσα απ’ τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα τρεμόπαιζε φωτίζοντας τα κυδώνια που κρεμόσαντε από τα πάτερα της οροφής.

Δεν είδε τίποτα. Σκοτάδι, κι όμως από κάτω ανεβαίνανε φωνές, ποδοβολητά, αλυχτίσματα σκυλιών, μια βουή που ’μοιαζε με κείνη που κάθε μέρα την ξύπναγε.

Πήδησε από την ψηλή, σιδερένια κουκέτα κι άνοιξε την πόρτα. Βγήκε στο πλατύσκαλο που οδηγούσε στη σοφίτα και κοίταξε κάτω, στ’ απλόχωρο χωριάτικο καθημερινό. Στο λιγοστό φως της λάμπας δεν ξεδιάκρινε καλά τα πρόσωπα, μα δε δυσκολεύτηκε να γνωρίσει τους δυο γιούς της Θειαγιανιάς. Τους πρόλαβε να κουβαλάνε μια σκάλα στους ώμους και ν’ αγκομαχάνε να την περάσουν απ’ τη στενή πορτούλα. Πάνω της ήταν ριγμένα ανάκατα τσουβάλια. Μπήκανε μέσα. Προσεχτικά την ακουμπήσανε στο χαμηλό καναπέ. Μεριάσανε μετά τα τσουβάλια, κι αυτό που φάνηκε πρέπει να ’ταν ανθρώπινο κορμί, δεν καλόβλεπε.

Ο Στέλιος με το Γιώργη είχαν πάει γι’ αλάτι πέρα κατά το Καρακονήσι και μέχρι που θυμότανε δεν είχαν επιστρέψει. Βέβαια, τα δυο αδέρφια δεν ήταν πια παιδιά και τη διαδρομή από το χτήμα ίσαμε την αχτή, που ’χανε αραγμένο το μονόξυλο, την κάνανε συχνά, όμως πάντα ήταν φερμένοι πίσω με το πρώτο πέσιμο του δειλινού,

Ανάκατες κουβέντες από τη χτεσινοβραδυνή συζήτηση των μεγάλων κάτω από την περγουλιά με τον κύριο από το διπλανό χτήμα τής ήρθαν στο νου: “η ύπαιθρος τρομοκρατείται”, “συμμορίες ενόπλων”. Η προσοχή της τραβήχτηκε από τη σκηνή στο δωμάτιο, γιατί εκείνη τη στιγμή απ’ τη μεσόπορτα ξεπρόβαλε η Θειαγιανιά. Βαστούσε μια λάμπα ακόμη, λουρίδες λευκούς χασέδες και το γνώριμο βάζο με τις αλοιφές από βότανα που κουβάλαγε πάντα σε κάθε ανημπόρια.

Την ακολούθαγε η μεγαλύτερη θυγατέρα της. Κι οι δυο ανήσυχες κι αναμαλλιασμένες με τις μακριές άσπρες νυχτικές τους.

Έφεξε απάνω στο κορμί με τη λάμπα. Μεμιάς, πισωπατήσανε κι αυτή και η κόρη της με φρίκη. Κατάφερε τότε να δει καλά. Ήταν ένα ανθρώπινο κορμί.

Οι σάρκες του κρεμόσαντε ξεφτίδια, ένα με τα κουρελιασμένα του ρούχα. Το πρόσωπό του, μια ματωμένη, άμορφη μάζα. Χαρακτηριστικά δεν ξεχωρίζανε. Πάγωσε. Ένιωσε να τουρτουρίζει από το φόβο.

Η Θειαγιανιά έμεινε μονάχη της δίπλα του να τον γιατροσοφέψει. Άρχισε ν’ απλώνει τις αλοιφές της, μαλάζοντας απαλά, πονετικά το σακατεμένο κορμί. Μονολόγαγε.

Μήτε τα τσακάλια του βουνού, μήτε τ’ αγρίμια, τα θερία, παιδάκι μου, τ’ ανήμερα.

Οι υπόλοιποι αποτραβηγμένοι κοντά στη σκάλα μιλάγανε, ξεχώριζε καθαρά τις κουβέντες τους.

Τι έτρεξε μωρέ; Πού τόνε βρήκατε; Ποιος είναι, ρώταγε η Θεώνη τ’ αδέρφια της.

Εκείνοι στέκανε ζαλισμένοι θαρρείς από την ξαφνική τούτη επίθεση. Αμάθητοι στην κουβέντα, δύσκολα τα φέρνανε βόλτα σαν ήταν να διηγηθούν κάτι. Ολημερίς στο χωράφι και στ’ αμπέλι οι δυο τους μόνοι, τους είχε δει να συνεννοούνται με λίγες κουβέντες σταράτες, μα πιο πολύ με τις χειρονομίες.

Είναι από την πόλη, είπε ο Γιώργης. Τον γιο του τον σκοτώσανε στις “καθαριστικές”.

Γέμισε ένα ρακοπότηρο από το ρακόγυαλο, το κατέβασε μονορούφι και ξανάβαλε. Το χέρι του σα να τρέμιζε λίγο.

Τα κουβεντιάζανε στο μαγαζί που σταθήκαμε λίγο πριν τραβήξουμε τον κατήφορο για τη θάλασσα. Μπουκάρανε λέει κλωτσώντας τις πόρτες και τις καρέκλες κάτι νταήδες, μαχαιροβγάλτες με αραβίδες στην πλάτη και τον τραβήξανε σουρτό από μέσα. Εμείς τον βρήκαμε μετά, άκρη στη θάλασσα απάνου στα φύκια, λίγο πιο πέρα από την τελευταία καλύβα. Είχε θάλασσα και μας τράβηξε κατά κείθε ο καιρός. Πώς δεν τσακίστηκε στα βράχια το μονόξυλο! Ήτανε θεοσκότεινα, το φεγγάρι στη χάση του, δε θα τον ξεκρίναμε. Είναι που ακούσαμε τους βόγγους. Τον ανεβάσαμε μετά τον ανήφορο στο μαγαζί. Κλειδαμπαρωμένο. Σκοτάδι, πίσσα. Τον κουβαλήσαμε μετά μέσ’ απ’ το λόγγο, μη μας πάρει κάνα μάτι.

Γύρισε και κοίταζε κατά το κουβαριασμένο κορμί.

Τον μισερώσανε το μαύρο, απόσωσε.

Κουκούβισε στο πάνω σκαλοπάτι, μάζεψε τα γόνατα σταυροπόδι κι ακούμπησε πάνω τους το κεφάλι της. Για μια στιγμή, έπεσε σιγαλιά στο δωμάτιο. Μόνο τα χέρια της Θειαγιανιάς αφήνανε ένα σούρσιμο καθώς απλώνανε πονετικά πάνω στ’ ασάλευτο κορμί την αλοιφή.

Στις καθαριστικές είπες; Παναπεί είναι από “κείνους;” Μιλάτε καλά μωρέ; Τι πάθατε;

Το ξέσπασμα της Θεώνης την τίναξε, όπως λαγοκοιμόταν. Τη μεγάλη κόρη της Θειαγιανιάς την ήξερε ήσυχη, λιγόλογη. Μέσα στο σπίτι ήταν το αντρίκιο χέρι σα λείπανε τ’ αδέλφια της στο χτήμα, να φέρει νερό απ’ το πηγάδι, να σφάξει τα κοκόρια, να τρέξει για τα ζωντανά…

Τούτη την ώρα την έβλεπε ν’ αντιπατάει μπροστά στους σερνικούς αγριεμένη σα ρήσα και ξάφνιαζε.

Και τι ’θελες, μωρή Θεώνη, να τον αφήναμε να ψυχομαχάει πάνω στα φύκια έρμος κι αβοήθητος; παραπονέθηκε ο μεγάλος.

Εγώ δεν θέλω τίποτε. Δεν γυρεύω να κάνω την έξυπνη. Εσείς μωρέ οι νταήδες που φέρατε τη φωτιά μέσα στο σπίτι μας!

Ούτε έξυπνοι ούτε νταήδες… Ούλος ο κόσμος ξέρει πως εμείς κοιτάμε τη δουλειά μας, έκανε πάλι ο μεγάλος σα να απολογιόταν σ’ ένα αόρατο ακροατήριο.

Αμ’ δεν κάνουν όλοι το ίδιο τρομάρα σας! Τούτοι μωρέ βγήκανε στα βουνά με τα ντουφέκια. Τι γυρεύουνε; Ψε τα ’λεγε πάλι ο παππούλης στον Άη Παντελεήμονα. Θε μου οι Αντίχριστοι!…

Πήρε να σταυροκοπιέται. Ξαφνικά πάλι σταμάτησε σα να τής ήρθε φώτιση στο μυαλό κι έκανε δυο βήματα προς τ’ αδέρφια της.

Γρήγορα, να τόνε πάτε πίσω!

Το χέρι της με τεντωμένο δάχτυλο έδειχνε κατά την πόρτα.

Ο μικρός γύρισε και την αντίκρισε έτσι μαύρη και απειλητική να τους προστάζει. Σκληρό καρύδι κι ο ίδιος δεν έδειχνε να το χωνεύει…

Το ’νιωσε φαίνεται και κείνη πως είχε φτάσει μακριά κι ημέρεψε.

Έτσι κι αλλιώς μάτι δεν σας είδε μέσα απ’ τις γράνες που τον κουβαλήσατε. Θα τόνε παρατήσετε κει που τόνε βρήκατε και μήτε γάτα, μήτε ζημιά. Μα πρέπει να κινήσετε σύντομα, τώρα που ’ναι σκοτάδι ακόμα. Θα μας βρει συφορά… Έχουμε το σπιτάκι μας, τα ζωντανά μας… Τι θέλουμε μεις με δαύτους;

Μίλαγε γρήγορα-γρήγορα, παρακαλετά τώρα, σα να φοβόταν να σταματήσει ή ν’ αφήσει κενό ανάμεσα στα λόγια της.

Σώνει πια! Ξερή, ακούστηκε η φωνή της γριάς και μεμιάς έγινε σιωπή.

Εσύ, σύρε να φέρεις θερμό και μη σε γνοιάζει για τα ρέστα.

Η Θεώνη γύρισε ν’ αντικρίσει τη μάνα της σα να ’θελε κάτι να πει, μα κόπηκε, έσκυψε το κεφάλι και χάθηκε κατά το μαγεριό.

Εσείς οι δυο κοπιάστε!

Χωρίς δεύτερη κουβέντα και οι δυο ζυγώσανε τη μάνα τους. Ο βαρεμένος ανάδευε και βόγγαγε σιγανά.

Μανούλα μου, μανούλα μου…

Η καμπουριαστή γριούλα τους κοίταξε λίγο σωπαίνοντας, σάματι να διάλεγε τα λόγια της, ύστερα γύρισε κατά την πόρτα της κουζίνας.

Πήρε τρομάρα η κακομοίρα, είπε. Μην την ξεσυνεριστείτε. Τόσο χρονώ κι είναι άπραγη ακόμη.

Κούνησε λίγο το κεφάλι… Το ’χε για βλαστήμια να σχολιάζει τις πράξεις των σερνικών μια κοπέλα, πόσο μάλλον να τους διατάζει κιόλας. Σταμάτησε λίγο να σκεφτεί και συνέχισε.

Εσύ Γιώργη σύρε να ζέψεις τ’ αμαξάκι.

Ο μικρός βιάστηκε να δρασκελίσει τη μπροστινή πόρτα, σα να χάρηκε που είχε επιτέλους να κάνει κάτι.

Μόλις έμειναν μονάχοι, η γριά ακούμπησε το χέρι της στην πλάτη του μεγάλου της γιού.

Μοιάζουνε και οι δυο στο μακαρίτη τον πατέρα σου, παιδάκι μου. Καλή καρδιά είχε, θεός σχωρέστονε, αλλά ήταν αψύς πολύ. Εσύ πρέπει να τους κουμαντάρεις άμα λείψω εγώ… Μην τους αφήνεις δίχως δουλειά. Ας είναι, στα ’χω πει κι άλλοτε. Τώρα, πάρε το μικρό και να φύγετε για τη σταφίδα του μπάρμπα σου του Πανάγου, να ξημερωθείτε στην καλύβα. Πάρτε μαζί κάνα δυο καρβέλια. Ψες ζύμωσα. Στην καλύβα έχει μπατανίες. Θα γυρίσετε την Κυριακή το βράδυ, ίσαμε τότε να δουλεύετε εκεί…

Ο Στέλιος την άκουγε με σκυφτό κεφάλι.

Κι αυτός ο καψερός, μωρή μάνα, τι θ’ απογίνει;

Σα να κατάλαβε ότι μιλούν γι’ αυτόν ο τραυματίας αναδεύτηκε πάλι.

Πάει η καρδιά σου; ξανάπε ο γιός, μα δε συνέχισε.

Αφέθηκε να κάτσει στην καρέκλα δίπλα στον ανήμπορο και σα ν’ αφαιρέθηκε λίγο. Η γριά φάνηκε να κατάλαβε.

Από τότε που ανανοήθηκα τον εαυτό μου, είπε σα να μονολογούσε, θυμάμαι τούτον εδώ τον κάμπο. Γράμματα τότες δεν μαθαίναμε. Παντρεύτηκα το μακαρίτη, δουλέψαμε βαριά κι αποσταμένα να σας αναστήσουμε. Είδαμε καλές μέρες όταν μας τα ’φερνε ο Θεός βολικά, άλλοτες πάλι η σοδειά δεν ήταν καλή, δυστυχήσαμε κιόλας. Μα ούλα τούτα τα χρόνια, μια ζωή, άλλο πράγμα δεν ξέρουμε από τη γη μας. Λιγοστή είναι, μα δε μας άφησε και ποτές να πεινάσουμε.

Σταμάτησε λίγο σα να κόμπιασε, ύστερα πάλι συνέχισε με τη μονότονη φωνή της.

Τώρα σου λέει θα μας τα πάρουνε! Σκιάζεται ο Δεμίρης που ’χει το μισό κάμπο κι ανάβει το ναργιλέ με τα κατοστάρικα, σκιαζόμαστε και μεις με μια φτυσιά τόπο. Ας είναι. Πως θα γκρεμίσουνε λέει τις εκκλησιές και θα μπάσουνε τους Βούργαρους, τους μπατσόχριστους.

Σταμάτησε σκεφτική.

Οι άλλοι πάλε τους λένε συνεργάτες των Γερμανών, πουλημένους, φονιάδες. Ενώ οι ίδιοι θέλουνε το καλό του κοσμάκη. Πως θα ’χουμε ούλοι το καθημερινό μας, ούλοι γράμματα, ούλοι νοσοκομεία… Πράματα και θάματα δηλαδή! Δεν ξέρω παιδάκι μου, είπε δισταχτική. Πού να ξέρω η καψερή; Μετά γύρισε κι απλώνοντας το ροζιασμένο χέρι της έπιασε το μπράτσο του αμίλητου γιού της.

Κείνο που ξέρω είναι πως βαστάνε ντουφέκια, για ζωή και για θάνατο. Κυνηγάνε αδερφός τον αδερφό… Σα φουντώσει η φωτιά, γιε μου, δε νογάει ξερά και χλωρά.

Τα ξέρω ρε μάνα, δε χρειάζομαι ορμήνειες. Σε ρώτηξα για τούτον εδώ, τι θ’ αποκάμουμε;

Είχε κουραστεί απ’ όλη τούτη την πολυλογία κι ήθελε να ξενοιάσει. Εκείνη πάλι δεν έδειξε ικανοποιημένη ακόμα.

Ένα θα σου πω μονάχα και μην το ξεχνάς…

Σταμάτησε λίγο για να δώσει έμφαση στα λόγια της.

– … εμείς από ντουφέκια δεν κατέχουμε, άς τους να τα βρούνε μονάχοι τους. Δηλαδής τι μονάχοι τους, μαζί και οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι τώρα…

Την έκοψε ο θόρυβος της μπροστινής θύρας που άνοιξε με φούρια και στ’ άνοιγμά της φάνηκε ο Γιώργης.

Έφερα τ’ αμαξάκι, είπε, και στάθηκε δίπλα στην πόρτα.

Η Θειαγιανιά σηκώθηκε απ’ την καρέκλα, είχε πάρει το συνηθισμένο, όλο ενεργητικότητα και έγνοια ύφος της.

Θεώνη! μωρή Θεώνη! Φώναξε.

Η κόρη της φάνηκε στην πόρτα της κουζίνας.

Μάνα το θερμό δεν πήρε χόχλο ακόμη.

Άς το θερμό τώρα! Έκανα δουλειά μου. Τράβα να πέσεις. Και πού ’σαι, δε χρειάζονται κουβέντες. Άντε, τράβα τώρα.

Χωρίς να μιλήσει, χάθηκε στη μεσόπορτα κατά το μεγάλο δωμάτιο που πλάγιαζε με τη μάνα της.

Η Θειαγιανιά είχε σκύψει στο μεταξύ πάνω απ’ το χτυπημένο.

Καψερούλη πώς σε καταντήσανε, σε λοχέψανε, και γυρνώντας στα παιδιά της είπε, πάρτε τον σιγά-σιγά, και στ’ αμαξάκι, πάνω στα σκουτιά.

Μη σκιάζεσαι και δε μου πάει η καρδιά να τον πετάξω, είπε του μεγάλου που την κοίταγε ερωτηματικά. Θα τόνε κρύψω στο παλιό τυροκομιό, χρόνια έχει να πατήσει άνθρωπος κει μέσα. Σα θα μπορέσει να περπατήσει, θα δει κατά πούθε θα τραβήξει… Άντε, τι με τηράτε, κουνηθείτε και θα φέξει.

Τράβηξε δυο μπατανίες από τον ψηλό της γιούκο. Οι δυο άντρες τον απιθώσανε προσεχτικά στη μπατανία, τον φορτώθηκαν και σιγά-σιγά τον βγάλαν έξω.

Η Θειαγιανιά έσβησε τη λάμπα και ξεπόρτισε από πίσω τους.

Η πόρτα κλείστηκε, σκοτάδι.

Ανέβηκε το σκαλοπάτι της καραβόσκαλας και ξαναβρέθηκε στ’ απάνω σπίτι. Έτρεξε στο παραθυράκι. Τ’ άνοιξε. Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη. Δεν ξεδιάκρινε τίποτα. Μόνο το σκοτεινό, κατάμαυρο όγκο του βουνού, απειλητικό τώρα. Άκουγε βήματα, φασαρία, μιλιές ανακατωμένες. Χανόσαντε κατά το στρατόνι, πέρα στις κυδωνιές. Σε λίγο όλα συχάσανε. Μοναχά το σκούξιμο του γκιόνη ακουγόταν κλαψιάρικο. Γκιόνη; Γκιόνη; αδερφέ μου, πού να ’σαι; ήρθε στο νου της το παλιό παραμύθι… Ανατρίχιασε. Ξαναγύρισε στη φαρδιά σιδερένια κρεβάτα. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Έτρεμε! Όλα την τρόμαζαν τώρα. Το φως της λάμπας σχημάτιζε, καθώς τρεμόσβηνε, κάτι παράξενα, τερατώδικα σχήματα. Πελώριους γίγαντες με γένια μακριά και μαγκούρες. Κουκουλώθηκε. Κρυφοκοίταζε κάτω απ’ τα ρούχα κι έβλεπε μαχαίρια να γυαλίζουνε, μορφές άγριες, απειλητικές να ζυγώνουνε. Τα χοντρά δοκάρια της οροφής φαντάζανε τρομερά, σα μπράτσα γιγάντων. Η πλέχτρα με τα κρεμμύδια που κρεμόταν πάνω τους, θύμιζε τεράστιο καμουτσίκι. Μ’ αυτό τον χτύπησαν, τον χτύπησαν ούρλιαζε μέσα της μια φωνή…

Ο ύπνος εκείνη τη νύχτα ήρθε αργά, δύσκολο να κλείσει τα μάτια της δίχως να λύσει καμιά από τις απορίες, κανένα από τα ρωτήματά της…

Καθισμένη πλάι στον πατέρα της κατά το παράθυρο παρακολουθούσε τους στύλους του ηλεκτρικού που ήταν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή. Όσο ήταν μακριά ακόμη φαίνονταν να πλησιάζουν αργά. Σαν έφτανε το τρένο κοντά τους αποχτούσανε μεγάλη ταχύτητα για να περάσουν δίπλα της, στο παράθυρο, σαν αστραπή και να χαθούν κατά πίσω.

Λογάριαζε τον εαυτό της πολύ δυστυχισμένο. Όσο σκεφτόταν το χαμένο καλοκαίρι της, τής ερχόταν να βάλει τα κλάματα. Ήταν σίγουρη πως για όλα έφταιγε κείνο το χτεσινοβραδυνό. Σαν όνειρο θυμόταν τη Θειαγιανιά να μαλάζει το ξένο κορμί. Στο απέναντι κάθισμα η μικρή, νανουρισμένη από το σταθερό λίκνισμα του παλιού, γνώριμου, αργοκίνητου συρμού κοιμόταν γερμένη στη μάνα της.

Αισθανόταν κάτι σαν αβεβαιότητα, σαν σύγχυση, βλέποντας τον πατέρα της φοβισμένο. Θυμόταν το αλαφιασμένο του ύφος όταν μάζευε βιαστικός τα πράγματα μέσα στη φτωχική τους βαλιτζούλα. Τις μάταιες διαμαρτυρίες και τα κλάματά τους. Το σιωπηλό τους περπάτημα ανάμεσα από τα χτήματα και τις κοκκινωπές αγρεπαύλεις. Το φωταγωγημένο τρένο που το ξεχώρισαν μες στο βραδυνό πούσι να ’ρχεται σιγά-σιγά. Το σταμάτημά του για να τους πάρει μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από τριξίματα, καμπανάκια, εξατμίσεις και σφυριχτά. Από την ώρα που μπήκανε στο τρένο, ο πατέρας σαν ήθελε να μιλήσει στη μάνα της έγερνε μπροστά και τής κουβέντιαζε σιγά. Να και τώρα-δα πάλι, κοίταξε πρώτα πίσω του με προφύλαξη κι έσκυψε…

Τέντωσε τ’ αυτιά της πασκίζοντας να ξεχωρίσει τί λένε χωρίς να πάρει τα μάτια της από το παράθυρο.

Μου λες γιατί τρομοκρατήθηκα. Δεν είδες μωρέ τι έγινε; Εδώ τον τραβήξανε σου λέει τον άνθρωπο σούρνοντας μέσα από το κέντρο μπροστά σε τόσους νοματαίους δίχως να κουνηθεί κανείς. Αυτοί τώρα θα ρωτήσουνε: Ποιος τον περιμάζεψε; ποιος τον γιατροσόφεψε; Σε ποιο σπίτι; Και μπορεί να μάθουν, όλα τα μαθαίνουνε…

Εμένα τι με νοιάζει, αλλά να, για τα παιδιά, πως θα χάσουνε τα μπάνια τους μεσοκαλόκαιρο, έκανε η μητέρα της.

Βρε, δεν άκουσες τα φορτηγά που βροντοχτυπάγανε το μεσημέρι στο χωματόδρομο φορτωμένα τα νοικοκυριά των παραθεριστών; Φύγανε όλοι, η αχτή ρήμωσε. Άσε να περάσει η μπόρα τώρα και θα δούμε, είπε ο πατέρας της κι ακούμπησε πάλι την πλάτη του στο ξύλινο κάθισμα.

Κάτι σα να έσταζε στο κεφάλι της. Κοίταξε κατά πάνω στο διχτυωτό που ακουμπούσαν τις αποσκευές. Ένα βρεγμένο μπανιερό στράγγιζε… Στην άλλη πλευρά του βαγονιού μια παρέα ξένοιαστων “λουομένων” που γυρνάγανε από την Κυριακάτικη εξόρμησή τους στη θάλασσα, χάλαγε τον κόσμο, Κάποιος αστείος, μόλις είχε τελειώσει ένα χωρατό…

Αφοσιώθηκε πάλι στις κολόνες του ηλεχτρικού που πέρναγαν και χάνονταν…

Η παρέα πίσω, πήρε να τραγουδάει: “Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου…”


  • Ζωή Παπαδημητρίου, Αναδρομές. Διηγήματα. Εκδόσεις Γνώση. Αθήνα 1982.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com