1 Σεπτεμβρίου γιορτάζουν…

Γιορτάζουν: Αδαμαντίνη, Αδαμάντιος, Αδαμαντία, Διαμαντής, Διαμάντω, Αθηνά, Ακριβή, Ακριβός, Αντιγόνη, Αντίγονος, Αρηβοία, Ασπασία, Ασπάσιος, Αφροδίτη, Διώνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Εράσμιος, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπιος, Ευτέρπη, Θαλής, Θάλεια, Θεανώ, Θεονόη, Θεονύμφη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεόπατρος, Κλεοπάτρα, Κοραλία, Μαργαρίτης, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχος, Μόσχω, Ουράνιος, Ουρανία, Πανδώρα, Παρθένα, Παρθενόπη, Πηνελόπη, Πολύμνιος, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Συμεών, Συμεωνία, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάιδος, Χάιδω, Χαϊδεμένη, Χαρικλής, Χαρίκλεια.

by Times Newsroom
  • Αρχή της Ινδίκτου
  • Αγίες Τεσσαράκοντα Παρθένες και Ασκήτριες και Αμμούν ο διδάσκαλος αυτών
  • Όσιος Συμεών ο Στυλίτης
  • Όσιος Μελέτιος ο νέος που ασκήτευσε στο όρος της Μυουπόλεως
  • Οσία Μάρθα μητέρα του οσίου Συμεών, που ασκήτευσε στο όρος Θαυμαστόν
  • Δίκαιος Ιησούς γιος του Ναυή
  • Άγιοι Εύοδος, Καλλίστη, Αγαθόκλεια και Ερμογένης
  • Μνήμη του μεγάλου εμπρησμού στην Κωνσταντινούπολη
  • Ανάμνηση Θαύματος της Θεοτόκου στη Μονή των Μιασηνών
  • Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη
  • Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης
  • Οσία Χάιδω εκ Στανού Χαλκιδικής
  • Όσιος Συμεών, ο Λέσβιος, Στυλίτης
  • Σύναξη της Παναγίας της Καταπολιανής στην Τήνο
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γεθσημανή εν Ρωσία
  • Σύναξη της Παναγίας της Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη
************************************************************************************************************
  • Αρχή της Ινδίκτου 
Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την Αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή αρχή του νέου Εκκλησιαστικού έτους. Για την περίπτωση αυτή, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στον Συναξαριστή του: «Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι).
Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Kαι ούτω να τύχωμεν των εν Oυρανοίς αιωνίων αγαθών».
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ἦχος β’.
Ὁ πάσης δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς Βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ ἀρρήτῳ σύμπαντα, δημιουργήσας σοφίᾳ, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας· ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τάς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖόν σου θέλημα.
(Ποιηθὲν τῶ 1813 ἔτει ὑπὸ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινοπόλεως, Κυρίλλου ς´).
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὁ καιροὺς καρποφόρους καὶ ὑετούς, οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ νῦν προσδεχόμενος, τὰς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπὸ πάσης λύτρωσαι, ἀνάγκης τὴν πόλιν σου, οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ γάρ σου, εἰς πάντα τὰ ἔργα σου. Ὅθεν τὰς εἰσόδους, εὐλογῶν καὶ ἐξόδους, τὰ ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν, καὶ πταισμάτων τὴν ἄφεσιν, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεός· σὺ γὰρ ἐξ οὐκ ὄντων τὰ σύμπαντα, ὡς δυνατὸς εἰς τὸ εἶναι παρήγαγες.
Μεγαλυνάριον
Ἄναρχε τρσήλιε Βασιλεῦ, ὁ καιρῶν καὶ χρόνων, τὰς ἑλίξεις περισκοπῶν, εὐλόγησον τὸν κύκλον, τῆς νέας περιόδου, τὰς ἀγαθάς σου δόσεις πᾶσι δωρούμενος.
  • Αγίες Τεσσαράκοντα Παρθένες και Ασκήτριες και Αμμούν ο διδάσκαλος αυτών 
Άγιοι που εορτάζουν: Αγιος Αμμουν Ο Διδασκαλος, Αγια Αδαμαντινη , Αγια Καλλιροη , Αγια Χαρικλεια , Αγια Πηνελοπη , Αγια Κλειω , Αγια Θαλεια , Αγια Μαριανθη , Αγια Ευτερπη , Αγια Τερψιχορη , Αγια Ουρανια , Αγια Κλεονικη , Αγια Σαπφω , Αγια Ερατω , Αγια Πολυμνια , Αγια Δωδωνη , Αγια Αθηνα , Αγια Τρωαδα , Αγια Κλεοπατρα , Αγια Κοραλια , Αγια Καλλιστη , Αγια Θεονοη , Αγια Θεανω , Αγια Ασπασια , Αγια Πολυνικη , Αγια Διονη , Αγια Θεοφανη , Αγια Ερασμια , Αγια Ερμηνεια , Αγια Αφροδιτη , Αγια Μαργαριτα , Αγια Αντιγονη , Αγια Πανδωρα , Αγια Χαϊδω , Αγια Λαμπρω , Αγια Μοσχω , Αγια Αρηβοϊα , Αγια Θεονυμφη , Αγια Ακριβη , Αγια Μελπομενη , Αγια Ελπινικη
Οι Άγιες αυτές γυναίκες έζησαν την εποχή του βασιλέως Λικινίου στην Αδριανούπολη της Θράκης. Ο ηγεμών της περιοχής Βάβδος (περί το 305 μ.Χ.) τις συνέλαβε ως χριστιανές και τις προέτρεπε να προσκυνήσουν τα είδωλα. Η Κελσίνα, μία εξ αυτών και η πρώτη της πόλεως, μετά τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς της τις εσύναξε όλες στην οικία της μαζί με τον διδάσκαλό τους, διάκονο Άγιο Αμμούν, για να ενισχυθούν προς το μαρτύριο. Ο Αμμούν πήρε το χαρτί με τα ονόματά τους και τα διάβασε δυνατά ένα-ένα. Ύστερα είπε: «Αγωνισθήτε υπέρ του Χριστού δια του μαρτυρίου, διότι έτσι θα καθίσει και ο Δεσπότης Χριστός στην πύλη της ουρανίου βασιλείας και θα σας προσκαλεί μία-μία κατ’ όνομα, για να σας αποδώσει τον στέφανο της αιωνίου ζωής».
Όταν και πάλι τις ανέκρινε ο ηγεμών, ομολόγησαν όλες σταθερά την πίστη τους. Με την προσευχή τους συνέτριψαν τα είδωλα και ο ιερεύς των ειδώλων ανυψώθηκε στον αέρα, μέχρις ότου, βασανιζόμενος από πύρινους αγγέλους, έπεσε νεκρός στη γη. Τότε ο Βάβδος πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο Αμμούν, να του ξύσουν τις πλευρές, να κάψουν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες και να του φορέσουν στο κεφάλι χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία.
Επειδή ο Άγιος διαφυλάχθηκε αβλαβής από τα μαρτύρια, οδηγήθηκε μαζί με τις μαθήτριές του από τη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας) στην Ηράκλεια, στον βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ οδόν εμφανίσθηκε ο Κύριος και τους ενεθάρρυνε. Φθάνοντας στην πόλη πήγαν στον τόπο, όπου είχαν κατατεθεί τα τίμια λείψανα της Αγίας μάρτυρος Γλυκερίας (βλέπε 13 Μαΐου). Ενώ διανυκτέρευαν εκεί προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε η Αγία λέγοντας: «Καλώς ήλθατε, άγιες δούλες του Θεού! Προ πολλού περίμενα την λαμπρή εν Χριστώ συνοδεία σας, για να χορεύσωμε στεφανωμένες όλες μαζί με τους αγίους αγγέλους στην βασιλεία του Χριστού, τον οποίο μέχρις αίματος ομολογήσαμε».
Στην Ηράκλεια τους έριξαν στα θηρία. Οι άγιες γυναίκες μαζί με τον διδάσκαλό τους προσευχήθηκαν όρθιες με υψωμένα τα χέρια, τα δε θηρία κατελήφθησαν από ύπνο και δεν τους άγγιξαν. Την ώρα που οι στρατιώτες άναβαν φωτιά για να τις ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στον ασεβή Λικίνιο την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη νίκη του χριστιανισμού και την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν με το σημείο του σταυρού και δέκα από αυτές πήδησαν αγαλλόμενες μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό, ο οποίος εδρόσισε το πυρ. Έτσι, αυτές μεν ετελειώθησαν εν ειρήνη στην πυρά, οκτώ δε αποκεφαλίστηκαν μαζί με τον διδάσκαλό τους Αμμούν. Από τις υπόλοιπες οι δήμιοι άλλες κατέσφαξαν και σε άλλες έβαλαν στο στόμα πυρακτωμένα σίδερα.
Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).
Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῶν ἁγίων Γυναικῶν
Ἀμνάδες λογικαί, τῷ ἀμνῷ καὶ ποιμένι, προσήχθητε πιστῶς, διὰ τοῦ μαρτυρίου, τὸν δρόμον τελέσασαι, καὶ τὴν πίστιν τηρήσασαι· ὅθεν σήμερον, περιχαρῶς εὐφημοῦμεν, Ἀξιάγαστοι, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
  • Όσιος Συμεών ο Στυλίτης 
Έζησε στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ., επί αυτοκράτορας Λέοντος του Μεγάλου και Πατριάρχου Αντιοχείας Μαρτυρίου. Ο Συμεών γεννήθηκε στο χωριό Σισάν της Κιλικίας το 389 μ.Χ., από γονείς βοσκούς. Βοσκός ήταν και αυτός στα νεανικά του χρόνια. Από μικρός ήταν αφοσιωμένος με όλη του την ψυχή στα θεία. Τόσο θερμές ήταν οι προσευχές του προς το Θεό, ώστε πολλές φορές λουζόταν από δάκρυα. Κάποια μέρα, του έκαναν μεγάλη εντύπωση τα λόγια του Χριστού, «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθαίου, ε’ 4,8). Δηλαδή, μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από το Θεό. Μακάριοι, επίσης, είναι εκείνοι που έχουν την καρδιά τους καθαρή από κάθε μολυσμό αμαρτίας, διότι αυτοί θα δουν το Θεό. Ποθώντας, λοιπόν, και ο Συμεών να κάνει τέτοια ζωή, πήγε κοντά στον όσιο Ηλιόδωρο, όπου έμεινε 10 χρόνια, και έγινε μοναχός. Επιθυμώντας, όμως, περισσότερη ησυχαστική ζωή, αποσύρθηκε σε ένα κελί στο χωριό Τελανισό, όπου ασκήτεψε τρία χρόνια. Η φήμη της αγίας του ζωής έκανε να συρρέουν πλήθη λάου κοντά του. Αλλά ο Συμεών, αποφεύγοντας την ακατάπαυστη εκείνη κοινωνικότητα και θέλοντας ακόμα περισσότερη ασκητική ζωή, εγκαταστάθηκε επάνω σ’ ένα στυλό 36 πήχεων! Με τον ιδιόρρυθμο αυτό τρόπο ασκήτεψε 37 χρόνια. Αλλά και με τη χάρη του Θεού έκανε τελικά τη ζωή που επιθυμούσε και που μακαρίζει ο Κύριος. Κοιμήθηκε το 459 μ.Χ. και κηδεύτηκε από τον πατριάρχη Αντιόχειας Μαρτύριο στη μεγάλη εκκλησία της Αντιόχειας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλειπες τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι, Συμεὼν Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στύλον ἐργασάμενος, δι᾽ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὑπερζέσας τῇ πίστει Πάτερ σοφέ, καὶ προσκαίρων ἁπάντων ὑπεριδών, Χριστῷ ἠκολούθησας, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, ἐγκρατείᾳ τήξας, τὸ σῶμά σου Ὅσιε, οὐρανῶν τὴν δόξαν, ἀεὶ προορώμενος· ὅθεν καὶ ἐφεῦρες, πρὸς ἀνάβασιν θείαν, τοῦ στύλου τὴν κλίμακα, τῷ σῷ πόθῳ κατάλληλον, Συμεὼν ἱερώτατε. Πρέσβευε Χριστῷ τῶ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ Συμεὼν τὸν ἄμεμπτον βίον, ποία γλῶσσα ἀνθρώπων ἐξαρκέσει ποτέ, πρὸς ἔπαινον ἐξηγήσασθαι; ὅμως ὑμνήσω Θεοῦ σοφία, τὰ τοῦ ἥρωος ἆθλα καὶ τοὺς ἀγῶνας, τοῦ ἐν τῇ γῇ ὡς φωστῆρος φανέντος τοῖς πᾶσι βροτοῖς, καὶ μεγάλως τῇ καρτερίᾳ τῷ χορῷ τῶν Ἀγγέλων ἐκλάμψαντος· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλων ἀπαύστως Χριστῷ, πρεσβεύων οὐ παύει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
  • Όσιος Μελέτιος ο νέος που ασκήτευσε στο όρος της Μυουπόλεως 
Ο Όσιος Μελέτιος γεννήθηκε κατά το έτος 1035 μ.Χ. στο χωριό Μουταλάσκη της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν πολύ ενάρετοι και ονομάζονταν Ιωάννης και Σοφία. Φυσικά, σύμφωνα με τα Ιερά πιστεύω τους μεγάλωσαν και το παιδί τους τον Μελέτιο. Έφυγε από το πατρικό του σπίτι έχοντας μοναχικό πόθο και πορεύθηκε για την Κωνσταντινούπολη, αργότερα στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στην Θήβα στη Μονή του Αγ. Γεωργίου (σημ. Ενορ. Ναός). Στη συνέχεια τον συναντάμε στην Μονή Σαγματά και αργότερα στον Κιθαιρώνα όπου ανεγείρει Ιερά Μονή. Ο Όσιος Μελέτιος αφού έλαμψε δια της πνευματικής του ασκήσεως, απεβίωσε ειρηνικά το 1105 μ.Χ. σε ηλικία εβδομήντα ετών. Η Τιμία Του Κάρα βρίσκεται στην ομώνυμη Ι. Μονή στον Κιθαιρώνα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Ὡς ἔνσαρκος Ἄγγελος, καὶ ὑπηρέτης Χριστοῦ, ὡς ἔνθεος ἄνθρωπος καὶ ἀσκητῶν καλλονή, Μελέτιε Ὅσιε, χάριτας θεοδότους, ἐκομίσω διώκειν, πνεύματα πονηρίας, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσθαι, δι’ ὅ καὶ ἡ σεπτή σου σορὸς βρύει ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἠ Παρθένος σήμερον.
Ἐξ ἐῴας ἔνδοξε, πρὸς τὴν ἑσπέραν φοιτήσας, ὥσπερ ἄλλος ἥλιος, τῶν ἀρετῶν τὰς ἀκτῖνας, ἥπλωσας, καὶ συνηγάγω πρὸς τὴν σὴν θάλψιν, ἅπαντας, τοὺς ἐν ψύχει παθῶν χειμαζομένους, ὅθεν νῦν σε συνελθόντες, ἀνευφημοῦμεν, Μελέτιε Ὅσιε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Συνελθόντες τὰ πλήθη τῶν μοναστῶν, τῆς ἡμῶν ξυναυλίας τὸν ἀρχηγόν, ὑμνήσωμεν σήμερον, ἱεροῖς μελωδήμασι. Τὸ τῶν Ἁγίων κλέος, τὸν νοῦν τὸν οὐράνιον, τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸ ἅγιον τέμενος τὸν ἀσκήσει λάμψαντα, λαμπρότατον ἥλιον καὶ τὸ ζοφῶδες νέφον τῆς πλάνης ἐλάσαντα. Οὗ καὶ τῶν λειψάνων, τὴν σορὸν προσκυνοῦντες, καὶ κατασπαζόμενοι, ὁμοφρόνως βοήσωμεν· Θεοφόρε Μελέτιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μελέτῃ καλῶς ἐμμελετῶν τοῦ κτίσαντος, ὡς αὐτοῦ μαθητὴς ἐκγυμνασθεὶς μακάριε, δωρεῶν ἀύλων Πνεύματος κατηξιώθης· ὅθεν εἵλκυσας πολλοὺς πρὸς τὴν σὴν μίμησιν, καταλιπόντας βίου τὸν τάραχον, καὶ ἀσκητικὴν ἀνθελομένους ζωήν· ὦν παιδοτρίβης ὑπῆρξας θεῖος, καὶ πρακτικὸς ὑφηγητής, εἰ πολὺ μέρος αὐξήσας, οἱ καὶ πίστει κροτοῦσι τὴν σὴν μνήμην γηθοσύνως, ἀνευφημοῦντες Μελέτιε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε νῦν τιμήσωμεν οἱ πιστοί, ἀσκητῶν τὸ κλέος, μοναζόντων τὴν καλλονήν, τὸν ὑπὲρ Κυρίου, θανόντα ἐν ἀσκήσει, συζῶντα δ’ ἐν Ἀγγέλοις, Χριστοῦ Μελέτιον.
  • Οσία Μάρθα μητέρα του οσίου Συμεών, που ασκήτευσε στο όρος Θαυμαστόν 
Η Οσία Μάρθα ήταν στολισμένη με πολλές χριστιανικές αρετές και γέννησε τον Άγιο Συμεών κατόπιν επαγγελίας του ιδίου του Θεού. Υπήρξε σε μεγάλο βαθμό φιλάνθρωπη και βοήθησε τον πλησίον απεριόριστα. Όταν απεβίωσε ειρηνικά, ενταφιάστηκε στη Δάφνη της Αντιοχείας. Αργότερα, λέγεται, ο γιος της μετέφερε το άγιο λείψανο της κοντά στον στύλο όπου ασκήτευε. Εκεί με τις προσευχές του Άγιου γιου της, ο τάφος της θαυματουργούσε.
  • Δίκαιος Ιησούς γιος του Ναυή

Ο Δίκαιος Ιησούς ήταν Εβραίος, γιος του Ναυή, από τη φυλή Εφραίμ και διάδοχος του Μωϋσή του προφήτη. Ο Ιησούς, ονομαζόταν πρώτα Αυσής. Στάλθηκε από τον Μωϋσή να κατασκοπεύσει τη γη Χαναάν και όταν επέστρεψε ανέλαβε μετά τον θάνατο του Μωϋσή την αρχηγία του λαού, που τον οδήγησε μαζί με την κιβωτό στην Παλαιστίνη, αφού πέρασε τον Ιορδάνη και συνέτριψε τους αλλόφυλους στα τείχη της Ιεριχώ (Ιησ. ι’, 12). Όταν κατέλαβε την Παλαιστίνη και τη μοίρασε στους Ισραηλίτες, τους οποίους κυβέρνησε 27 χρόνια, απεβίωσε ειρηνικά 110 χρονών.

  • Άγιοι Εύοδος, Καλλίστη, Αγαθόκλεια και Ερμογένης

Οι Άγιοι αυτοί ήταν αδέλφια, και η ανεύρεση της αλήθειας ήταν ο μεγάλος τους πόθος. Και ο Θεός τους ελέησε, αξιώνοντας τους να ακούσουν το κήρυγμα των αποστόλων, από το όποιο ελκύστηκαν στο φως και τη ζωή του Χριστού. Από τότε ή ζωή τους, στάθηκε ζηλευτή πίστεως και αγαθοεργίας. Έδιναν άφθονη βοήθεια σε χήρες, ορφανά, και ανέπτυξαν μεταξύ τους ευγενή και ιερή άμιλλα, ποιος να φέρει περισσότερες ψυχές μέσα ατό ψυχοσωτήριο λιμάνι της χριστιανικής Εκκλησίας. Και κατόρθωσαν πολλά. Την πίστη τους αυτή, επισφράγισαν και δια του μαρτυρίου. Όταν συνελήφθησαν, ομολόγησαν ότι άνηκαν στη χριστιανική Εκκλησία και ότι αυτό αποτελούσε καύχημα τους περισσότερο και από το αν είχαν κάποιο στέμμα στο κεφάλι τους. Μάταια ζήτησαν να τους δελεάσουν με υποσχέσεις και να τους εκβιάσουν με απειλές. Τα αδέλφια ενθαρρύνονταν μεταξύ τους, με ανώτερα πνευματικά λόγια. Έτσι και των τριών τα κεφάλια, κόπηκαν με το ξίφος. Και τα αδέλφια κατά σάρκα, στάθηκαν αδέλφια δια της πνευματικής αναγεννήσεως και στο μαρτυρικό θάνατο και στην κληρονομιά των αιωνίων αγαθών.

  • Μνήμη του μεγάλου εμπρησμού στην Κωνσταντινούπολη 
Ο εμπρησμός αυτός έγινε στα χρόνια του βασιλιά Λέοντα του μεγάλου του επονομαζόμενου Μακέλλη και συγκεκριμένα το έτος 450 μ.Χ. Τότε πυρπολήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Κωνσταντινούπολης για επτά ήμερες.
  • Ανάμνηση Θαύματος της Θεοτόκου στη Μονή των Μιασηνών 
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Μονής των Μιασηνών, ρίχτηκε στη λίμνη Ζαγουρού για να μη τη σπιλώσουν οι Εικονομάχοι. Μετά από πολλά χρόνια, ανεφάνη άσπιλη από τα νερά της λίμνης με θαυματουργικό τρόπο.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος βαρύς.
Χαίρε Κεχαριτωμένη, Θεοτόκε Παρθένε, λιμήν και προστασία του γένους των ανθρώπων εκ σου γαρ εσαρκώθη ο Λυτρωτής του κόσμου. Όθεν και χαρίτων ηγλάϊσας τω φέγγει, την σήν λαμπράν Εικόνα Μιασηνών τη Μάνδρα· ταύτην γαρ θαυμασίως, εξ υδάτων βυθού και αύθις ημιν δεδώρησαι.
  • Άγιος Αγγελής ο Νεομάρτυρας που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη 
Ο Άγιος Αγγελής ήταν χρυσοχόος στο επάγγελμα. Κάποτε διασκέδαζε στην Κωνσταντινούπολη με γνώριμους εξωμότες χριστιανούς. Και χάριν αστείου, φόρεσε στο κεφάλι του τούρκικο σαρίκι. Οι Τούρκοι, θεώρησαν αυτή την ενέργεια του σαν άρνηση της χριστιανικής θρησκείας και αποδοχή του μουσουλμανισμού. Γι’ αυτό και τον πίεζαν να εξισλαμιστεί. Ο μάρτυρας απέκρουσε με αποστροφή τις δελεαστικές προτάσεις των Τούρκων και δέχτηκε για την αγάπη του Χριστού το μαρτύριο, χωρίς να υπολογίσει τη γυναίκα του και τα έξι παιδιά του. Είπε μάλιστα στον Βεζίρη· «Ό,τι θέλεις κάμε, δέρνε, κόβε, σφάζε, κάψε με στη φωτιά, ρίξε με στα θηρία, πνίξε με στη θάλασσα, και ό,τι μπορείς κάμε σ’ αυτό το πήλινο σώμα μου, εγώ τον Χριστό μου δεν αρνούμαι, εγώ την πίστη μου δεν αλλάζω, εγώ Τούρκος δεν γίνομαι». Έτσι στις 1 Σεπτεμβρίου 1680 μ.Χ. μπροστά στο παλάτι, κοντά στην Αγία Σοφία, τον αποκεφάλισαν και δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το λείψανο του αγοράστηκε από τους χριστιανούς, αντί 300 γροσιών, που το ενταφίασαν στο Μοναστήρι της νήσου Πρώτης.
  • Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης
Ο Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης ήταν προικισμένος με εξαιρετικό θαυματουργικό χάρισμα και ασκήτευσε στη νότια και κεντρική Κρήτη κατά τα μέσα ή το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα μ.Χ. Η κοίμησή του τοποθετείται γύρω στο 1670 μ.Χ.
Πληροφορίες για τη ζωή του διασώζονται μόνο στην προφορική παράδοση του νησιού και ιδιαίτερα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Εκεί βρίσκεται το λεγόμενο Κουρταλιώτικο Φαράγγι, από το οποίο περνά ο ποταμός Κουρταλιώτης και εκβάλλει στο Λιβυκό Πέλαγος. Στο μέσον του φαραγγιού, κοντά στον πυθμένα του, βρίσκεται ο μικρός ναΐσκος του οσίου, στον οποίο οι προσκυνητές κατεβαίνουν από σκάλα με μεγάλο αριθμό πέτρινων σκαλοπατιών. Εκεί κοντά, κατά την παράδοση, βρίσκεται και ο τάφος του, που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί.
Το λαϊκό προφορικό συναξάρι του οσίου διασώζει ότι από παιδί εμφάνισε τα πρώτα σημάδια της αγιότητάς του, κυρίως κατά την άσκηση του χαρίσματος της ελεημοσύνης, όταν έδινε σε πτωχούς τα αποθέματα τροφίμων του πατρικού του σπιτιού (αναφέρονται κουκιά και λάδι) κι όμως, παρά τις ανησυχίες του πατέρα του, τα πιθάρια βρίσκονταν πάντα γεμάτα. Γι’ αυτό έλαβε ευλογία από τον πατέρα του να ακολουθήσει, αν ήθελε, τον ασκητικό βίο.
Έφυγε στα όρη, δάση και φαράγγια της Κρήτης σε παιδική ή εφηβική ηλικία και, ζώντας ασκητικά, έφθασε σε μεγάλο ύψος αγιότητας. Μέρος της ζωής του το έζησε στην πεδιάδα της Μεσσαράς, στο νομό Ηρακλείου. Λίγο πριν κοιμηθεί επέστρεψε στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, όπου βρισκόταν και η γενέτειρά του (πιθανόν το χωριό Ασώματος, του σημερινού δήμου Φοίνικα). Ερχόμενος έφερε μαζί του κάποιον Μεσσαρίτη, που, σύμφωνα με μία εκδοχή του βίου του, τον είχε πληγώσει θανάσιμα, από λάθος, κυνηγώντας με το τόξο του και, σύμφωνα με την επιθυμία του αγίου, τον είχε μεταφέρει εκεί. Κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται ο ναΐσκος, ο Μεσσαρίτης δίψασε και ο άγιος, εκτείνοντας το χέρι, εποίησε «σημεῖον μέγα ἀπὸ Θεοῦ»: πέντε πηγές με άφθονο νερό, που ακολουθούν τη σειρά και την αναλογία των δακτύλων του χεριού, ξεπήδησαν από το τοίχωμα του φαραγγιού, απ’ όπου αναβλύζουν μέχρι σήμερα.
Η παράδοση επίσης διασώζει ότι κτίτορας του ναΐσκου είναι κάποιος Οθωμανός, την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο οποίος λοιδορούσε τη μνήμη του οσίου, τιμωρήθηκε παιδαγωγικά απ’ αυτόν και αποκαταστάθηκε δια θαύματος. Σήμερα ο ναός αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και αγαπητά προσκυνήματα της περιοχής και υπάγεται στην ενορία Ασωμάτου.
Αν και ο άγιος δεν είναι αναγνωρισμένος με επίσημη απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, περιλαμβάνεται στο Κρητικό Αγιολόγιο και η μνήμη του τιμάται με εξαιρετική λαμπρότητα την 1η Σεπτεμβρίου. Ακολουθία του Οσίου εκδόθηκε στην Αθήνα το 1879 μ.Χ.
  • Οσία Χάιδω εκ Στανού Χαλκιδικής
Η Οσία Χάιδω κατήγετο από το χωριό Στανό της Χαλκιδικής και έζησε τον 19ο αιώνα μ.Χ. Μετά την επανάσταση του 1821 μ.Χ., για να αποφύγη τις ανήθικες ενοχλήσεις του Τούρκου διοικητού, αναγκάσθηκε να φύγη από το χωριό με την μητέρα της και να εγκατασταθούν στην Θάσο.
Εκεί εισήλθε σε ένα μετόχι της μονής Παντοκράτορος της Καλλιρράχης, όπου υπηρετούσε στον ναό και ζούσε βίο παρθενικό, αφιερωμένο στον Θεό. Μετά την κοίμηση της μητέρας της αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στην προσευχή και στην νηστεία και έφθασε σε πνευματική θεωρία.
Κατά την τοπική παράδοση, όταν οι Τούρκοι επέδραμαν στο μετόχι, άγγελοι άρπαξαν και διέσωσαν την οσία από την μανία των αλλοθρήσκων. Δύο ημέρες αργότερα επέστρεφε στο μετόχι και διηγήθηκε την ιστορία της στον ιερομόναχο Γεράσιμο.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η οσία βασανίσθηκε σκληρά από τους Τούρκους. Κατά την κοίμηση της το ιερό της σκήνωμα ευωδίαζε εις ένδειξη της αγιότητος της.
Στη συνείδηση των χριστιανών του Στανού ήταν πάντοτε ζωντανή η μνήμη και η ζωή της Οσίας. Γι’ αυτό και αφιέρωσαν ιερά εικόνα, την οποίαν εναπέθεσαν εντός του ενοριακού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η εικόνα ιστορήθηκε από την αδελφότητα των Κυριλλαίων εις την Νέαν Σκήτην Αγίου Όρους το 1960 μ.Χ. Παριστάνεται η Αγία με την τοπικήν ενδυμασίαν της Χαλκιδικής της εποχής εκείνης.
Από το 1988 μ.Χ., ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως η ημέρα μνήμης και εορτασμού της Οσίας. Δε γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της κοιμήσεώς της. Γι’ αυτό ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου κατά την οποία εορτάζει και η παλαιοτέρα Αγία Χάιδω, ανάμεσα στο χορό των 40 μαρτύρων γυναικών των εν Θράκη. Συνηθίζεται, όταν δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία αθλήσεως ή κοιμήσεώς, να τιμούμε τον άγιο στη μνήμη ομώνυμου παλαιότερου αγίου.
Εκκλησία κτίστηκε τα τελευταία χρόνια προς τιμήν της Οσίας, με πρωτοβουλία του εφημέριου Χαλκιά Νικολάου και τη συνδρομή των Στανιωτών.
  • Όσιος Συμεών, ο Λέσβιος, Στυλίτης
Στις αρχές του ογδόου αιώνος ζούσε στη Μυτιλήνη ο Αδριανός και η Κωνσταντώ, που απέκτησαν επτά παιδιά, από τα όποια τα πέντε έγιναν μοναχοί. Τρία από αυτά ήταν ο Δαβίδ, ο Συμεών και ο Γεώργιος.
Πρωτότοκος ήταν ο Δαβίδ, που γεννήθηκε το έτος 717 ή 718 μ.Χ. Έμαθε λίγα γράμματα και σε ηλικία 16 ετών, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του, σε ώρα μεγάλης καταιγίδας, είδε σε όραμα τον άγιο Αντώνιο να τον καλεί στο μοναχικό βίο και συγκεκριμένα να του δίνει εντολή να μεταβεί στη Μικρά Ασία στο όρος Ίδη, που είναι αντίκρυ στη Λέσβο και λίγο βορειότερα, για να μονάσει εκεί. Ο Δαβίδ με μεγάλη προθυμία και χαρά δέχτηκε τη συμβουλή του Μέγα Αντωνίου, ήλθε στη Μικρά Ασία, όπου έζησε στο όρος Ίδη μέσα σε μια σπηλιά με μεγάλη άσκηση, τρώγοντας άγρια χόρτα. Εκεί έζησε τριάντα χρόνια. Πάλι με όραμα πήρε την εντολή να έλθει στον επίσκοπο Γάργαρων για να χειροτονηθεί από αυτόν διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Επέστρεψε και πάλι στο όρος Ίδη, όπου με υπόδειξη ενός αγγέλου, που είδε σε όραμα, χτίζει ναό των αγίων Κηρύκων και Ιουλίττης και μοναστήρι στο όποιο πολύ σύντομα μαζεύτηκαν πολλοί μοναχοί.Έπειτα από δέκα χρόνια και αφού πέθανε ο πατέρας του, ήρθε η μητέρα του να τον ιδεί έχοντας μαζί της το μικρότερο από τα παιδιά της, τον Συμεών, που ήταν τότε οκτώ χρονών. Είχε γεννηθεί το 765 ή 766 μ.Χ. Ο Συμεών έμεινε κοντά στον αδελφό του, η μητέρα του δε, έπειτα από λίγες ήμερες, επέστρεψε στη Μυτιλήνη και σε λίγο απέθανε.Ο Συμεών έμαθε γράμματα παραμένοντας στο μοναστήρι του αδελφού του όπου σε ηλικία είκοσι δύο ετών έγινε μοναχός και σε ηλικία 28 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Γάργαρων Ιερεύς. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε ο Δαβίδ σε ηλικία εξήντα εξ ετών, αφού προείδε το θάνατο του και συνέστησε στον αδελφό του Συμεών να επιστρέψει στη Μυτιλήνη. Ο Συμεών συμμορφώθηκε με την εντολή του αδελφού του και επέστρεψε στη Μυτιλήνη της Παναγίας, που ήταν στο νότιο λιμάνι της πόλεως, στο «Μόλο». Εκεί για να μιμηθεί την άθληση του παλαιού αγίου Συμεών του Στυλίτη, ανέβηκε σε στύλο και έζησε με φοβερή άσκηση, νηστεία, σκληραγωγία και προσευχή.
Στη συνέχεια πήρε κοντά του και τον αδελφό του Γεώργιο, μοναχό και αυτόν, που γεννήθηκε το έτος 763 μ.Χ. Χειροτονήθηκε και αυτός Ιερεύς και μαζί με τον αδελφό τους και την αδελφή τους, μοναχή και αυτή, Ιλαρία και άλλους μοναχούς έχτισαν μοναστήρι στο όποιο κατέφθαναν πλήθη χριστιανών πού διψούσαν να ακούσουν λόγο Θεού και να ζητήσουν την ευλογία των αγίων μοναχών.
Όμως την ησυχία του μοναστηριού και της Εκκλησίας, γενικότερα, τάραξε και πάλι η μανία των εικονομάχων. Ο Αυτοκράτων Λέων Ε’ ο Αρμένιος (813-820 μ.Χ.) κήρυξε πάλι διωγμούς κατά των χριστιανών. Ο επίσκοπος της Μυτιλήνης Γεώργιος εξορίζεται και τοποθετείται επίσκοπος Μυτιλήνης κάποιος Λέων εικονομάχος, ο οποίος αμέσως στράφηκε κατά του Συμεών και των μοναχών του Μοναστηριού του.
Με τις ενέργειες του εικονομάχου αυτού επισκόπου καταδικάζεται σε θάνατο δια πυρός ο Συμεών, αλλά με θαύμα διασώζεται και παραμένει για ένα διάστημα ανενόχλητος πάνω στο στύλο του, μέχρι που αναγκάζεται πάλι από τον είκονομάχο επίσκοπο να εγκαταλείψει τη Μυτιλήνη και να αποσυρθεί, μαζί με τους μοναχούς, στο μικρό νησάκι, το γνωστό με το όνομα Άγιος Ισίδωρος, που βρίσκεται στον κόλπο Γέρας προς το μέρος της Κουντουρουδιάς, των Λουτρών.Αργότερα, ο εικονομάχος επίσκοπος κατόρθωσε να αποσπάσει από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ τον Τραυλό (820 – 829 μ.Χ.) διαταγή, με την οποία εξορίζεται ο Συμεών στη «Λαγούσα», νησί ακατοίκητο απέναντι από τα μέρη της Τροίας. Εκεί πήγε ο Συμεών με τη συνοδεία επτά μαθητών του και παρέμεινε και εκεί πάνω σε στύλο 10 μέτρων, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος παρέμεινε στη Μυτιλήνη, φροντίζοντας το μοναστήρι.
Αργότερα έφυγε ο Άγιος Συμεών στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατάλαβε ότι θα προσέφερε απαραίτητες στην Εκκλησία υπηρεσίες και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Νικήτου του Μηδικίου. Με κέντρο το μοναστήρι αυτό περιώδευε από τον Ελλήσποντο μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στηρίζοντας με το λόγο του τους χριστιανούς και παρηγορώντας τους διωκόμενους πατέρες, που βρισκότανε εξόριστοι σε διάφορα μέρη από τους εικονομάχους. Στις περιοδείες του αυτές εργαζόταν σαν ψαράς, όπου στάθμευε, για να εξοικονομεί ό,τι χρειαζότανε όχι τόσο για τον εαυτό του αλλά για να βοηθά όσους είχανε ανάγκη βοηθείας. Περιοδεύοντας δεν δίδασκε μόνο, αλλά με τη χάρη του Θεού θεράπευε αρρώστους και ίδρυσε και γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο μαζεύτηκαν πολλές μοναχές.
Μετά το θάνατο του Μιχαήλ του Τραυλού, ο εικονομάχος διάδοχος του Θεόφιλος κήρυξε πάλι άγριο κατά της Εκκλησίας διωγμό, κατά τον όποιο συνέλαβε τον Συμεών και τη συνοδεία του με σκοπό να τους κλείσει σε φυλακή και να τους εξαφανίσει. Σώθηκε και από αυτόν τον κίνδυνο με την επέμβαση της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, αλλά δεν απέφυγε την τιμωρία εκατόν πενήντα ραβδισμών που διέταξε ο Αυτοκράτωρ, αλλά και την εξορία στην Αφουσία νήσο της Προποντίδος, όπου πήγε μαζί με άλλους διακεκριμένους κήρυκες της Ορθοδοξίας, όπως ήταν ο Θεοφάνης και Θεόδωρος, οι λεγόμενοι Γραπτοί, και άλλοι πατέρες. Και σ’ αυτόν τον τόπο της εξορίας ο Συμεών έχτισε ναό της Παναγίας και μοναστήρι μαζεύοντας σ’ αυτό όλους τους καταδιωγμένους από τους εικονομάχους πατέρες.
Ό Γεώργιος που παρέμεινε στη Μυτιλήνη είχε και αυτός αρκετές ταλαιπωρίες. Ο εικονομάχος επίσκοπος Λέων τον καταπίεζε με διάφορους τρόπους και τελικά τον έδιωξε από τη Μυτιλήνη, αφού κατέλαβε παρανόμως και πούλησε το μοναστήρι και ό,τι άνηκε σ’ αυτό. Ο Γεώργιος αναγκάζεται να φύγει με τους μοναχούς του μοναστηριού σε ένα «ευτελές και βραχύτατον χωρίον» που το έλεγαν «Μυρσίνα». Αλλά και εκεί ερχότανε και τους εύρισκαν χριστιανοί, κι εκεί δίδασκε ο Γεώργιος και έκαμε πολλά θαύματα.
Όταν πέθανε ο εικονομάχος αυτοκράτωρ Θεόφιλος (842 μ.Χ.) η Βασίλισσα Θεοδώρα ανακάλεσε από την εξορία όλους τους εξόριστους πατέρες, όπως και τους Συμεών και Γεώργιο. Οι δύο αυτοί μαζί με τον μετέπειτα Πατριάρχη Μεθόδιο τον ομολογητή, έγιναν οι πιο έμπιστοι σύμβουλοι της Θεοδώρας. Όταν κατά το έτος 843 μ.Χ. με την υπόδειξη του Συμεών έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μεθόδιος, ο Συμεών μαζί με τους μαθητάς του εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι των αγίων Σεργίου και Βάκχου.
Ο Γεώργιος προτείνεται από τη Βασίλισσα να γίνει επίσκοπος Εφέσου, θέση όμως που δεν δέχτηκε ο Γεώργιος, με πρόφαση την ηλικία του. Ήταν τότε ογδόντα χρόνων. Τέλος, έπειτα από πολλές πιέσεις, δέχτηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος για τη Μητρόπολη Μυτιλήνης. Σύντομα χειροτονήθηκε και αφού πήρε και από τη Βασίλισσα και από τον Πέτρωνα και Βάρδα πολλά δώρα για τους φτωχούς του νησιού έρχεται με βασιλικό καράβι -δρόμωνα- στη Μυτιλήνη συνοδευόμενος από στρατηγούς και αυλικούς της Θεοδώρας.
Η Μυτιλήνη τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χαρά μεγάλη. Ξαναπήρανε τότε στα χέρια τους το μοναστήρι τους οι άγιοι και γιόρτασαν σ’ αυτό, υστέρα από τόσα χρόνια διωγμών, τη γιορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου 843 μ.Χ.) και έπειτα από λίγες μέρες έγινε η ενθρόνιση του Γεωργίου στο ναό της Αγίας Θεοδώρας, που ήταν ο Μητροπολιτικός ναός, την 14η Σεπτεμβρίου, εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Ένα χρόνο αργότερα (844 μ.Χ.) πέθανε ο Συμεών και τον έθαψαν στο μοναστήρι της Παναγίας. Τον χειμώνα, τον ίδιο χρόνο, ο Γεώργιος ταξίδευσε στη Γοτθογραικία για να επισκεφθεί άρρωστο φίλο του, τον όποιον με τη δύναμη του Θεού θεράπευσε, προφητεύοντας ότι θα αποθάνει έπειτα από επτά χρόνια, όπως και έγινε. Επέστρεψε στη Μυτιλήνη και συνέχισε με ελεημοσύνες, διδασκαλίες, θαύματα το έργο του καλού ποιμένος.
Αποφασίζει, και μάλιστα χειμώνα καιρό, ένα ταξίδι για τη Σμύρνη, όπου ήθελε να ιδεί πνευματικά του παιδιά και μοναστήρια, που εκείνος ίδρυσε σε οικόπεδα που του είχαν χαρίσει μαθητές του. Στη Σμύρνη όμως παρέμεινε λίγες ήμερες, γιατί εμφανίζεται Άγγελος Θεού μπροστά του και προλέγει το θάνατο του. Επιστρέφει σύντομα στη Μυτιλήνη, όπου περνά όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κάνοντας και τη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης. Καταλαβαίνει ότι ήρθε το τέλος του. Δίνει με συγκίνηση τις τελευταίες συμβουλές και ευχές στα πνευματικά του παιδιά και παραδίνει το πνεύμα του στον Κύριο το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 845 ή 846 μ.Χ.. Τον ενταφίασαν με μεγάλες τιμές στον τάφο του αδελφού του Συμεών.
Ἀπολυτίκιον(Κατέβασμα)
Ηχος α’. Της ερήμου πολίτης.
Γριάς ή των Όσιων, τα της Λέσβου βλαστήματα Δαβίδ ο θεοφόρος, Συμεών και Γεώργιος, οι ζήσαντες ισάγγελον ζωήν, και δόξης μετάσχοντες θεϊκής, πασι δοτέ αιτημάτων τάς δωρεάς τοις πίστει άνακρόζουσί’ Δόξα τω ένισχύσαντι υμάς, δόξα τω θαυμαστώσαντι, δόξα τω ένεργοϋντι δι’ υμών πασιν ίάματα.
  • Σύναξη της Παναγίας της Καταπολιανής στην Τήνο

Το γυναικείο μοναστήρι της Παναγίας της Καταπολιανής, που πλέον δεν λειτουργεί, οικοδομήθηκε αρχικά στα 1708 μ.Χ., από την Εξωμερίτισσα μοναχή Θεοδούλη, κόρη Φραγκίσκου Κουκουλά. Τη συντρόφευσαν σ’ αυτή την προσπάθεια και οι μοναχές Θεοδοσία κόρη του Φραγκίσκου Γιαννακάκη, Μακαρία κόρη του Γιάννη Κολάρου, Μαγδαληνή κόρη του Γιώργη Δαρβή και η Θεονύφη κόρη του Νικόλα Γκίζη. Οι συγκεκριμένες μοναχές κατέθεσαν αίτηση (2 Μαΐου 1708 μ.Χ.) στον Βενετό προβλεπτή Francesco Beregan για να αποκτήσουν την κρατική άδεια ίδρυσης της μονής και την οποία απέκτησαν λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Μαΐου. Τον Φεβρουάριο 1709 μ.Χ. ο επίσκοπος της Τήνου Πέτρος Μάρτυρας Ιουστινιάνης έδωσε την άδεια για εποικισμό της μονής από άλλες μοναχές, οι οποίες θα έπρεπε να ζουν στη μονή σύμφωνα με τους Κανονισμούς που ακολουθούσε και η Γυναικεία μονή της Βάνης. Ονόμαζε ηγουμένη τη Θεοδούλη, η οποία και θα έπρεπε να διοικεί τη μονή κατά την κρίση της. Οι μοναχές είχαν αποκτήσει την ιδιοκτησία των ακινήτων και είχαν επαρκή μέσα για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους εκεί.

Η μονή, μετά τον θάνατο των παραπάνω μοναχών μάλλον έμεινε έρημη και εγκαταλειμμένη τη βρήκε η μοναχή Μελανθία.

Η Μελανθία που καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Κρήτης, αποφάσισε να αφήσει τον τόπο της και να μονάσει στις Κυκλάδες. Γίνεται μοναχή στην Πάρο, στο Μοναστήρι της Εκατονταπυλιανής, και αργότερα αποφασίζει να συνεχίσει τη μοναστική της ζωή στη Μονή Κεχροβουνίου στην Τήνο. Μέσα της πάντα υπήρχε η θέληση να χτίσει Μονή αφιερωμένη στην Παναγία και έτσι όταν αντικρίζει το ερειπωμένο ξωκλήσι των Εισοδίων της Θεοτόκου, κοντά στα Υστέρνια, ξέρει ότι έχει βρει την ιδανική τοποθεσία.

Καταθέτοντας την προσωπική της περιουσία, αλλά και με εράνους που πραγματοποιεί στην Κωνσταντινούπολη, καταφέρνει να χτίσει το μοναστήρι περί το 1783 μ.Χ. Η Μελανθία κατόρθωσε επίσης, να αποκτήσει και την πατριαρχική αναγνώριση ως σταυροπηγιακού από το οικουμενικό πατριάρχη Γαβριήλ Δ’ (1780 – 1785 μ.Χ.) και αργότερα από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ (Νοέμβριος 1806 μ.Χ.).

Η μονή λειτούργησε πάντα με λιγοστές μοναχές και η κάθε ηγουμένη κληρονομούσε στην διάδοχό της την ιδιοκτησία της μονής, έστω και αν η Μελανθία είχε κληροδοτήσει τη μονή ως μετόχι στη μονή Σινά, όπως προκύπτει από κατοπινές μαρτυρίες. Τέλος, στα 1925 μ.Χ. οι δυο μοναχές Κασσιανή Ρενιέρη και Θεοφανώ Ρενιέρη δώρισαν τη μονή στον ενοριακό ναό της Αγίας Παρασκευής Υστερνίων Τήνου.

Το όνομα της μονής προέρχεται από την Παναγία την Εκατονταπυλιανή της Πάρου, όπου η μοναχή Μελανθία ξεκίνησε τη μοναστική της ζωή.

  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γεθσημανή εν Ρωσία 
Η ιερά εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας, αποτελεί αντίγραφο της εκόνας της Παναγίας του Τσέρνιγκωφ, η οποία αγιογραφήθηκε το έτος 1685 μ.Χ. από τον Γρηγόριο Ντουμπένσυ, που αργότερα έγινε μοναχός με το όνομα Γεννάδιος. Έγινε ονομαστή το έτος 1869 μ.Χ., όταν βρισκόταν στη σκήτη Γεθσημανή της Λαύρας της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Σεργίου στη Μόσχα. Ένα από τα θαύματα της ιερής εικόνας είναι η θεραπεία ενός παραλυτικού από την περιοχή Τόλγκα, μετά από την ολόθερμη ικεσία του προς την Θεοτόκο.
  • Σύναξη της Παναγίας της Παμμακάριστου στην Κωνσταντινούπολη 

Η ιστορία της Μονής της Παμμακαρίστου ξεκινά τον 11ο αιώνα μ.Χ., όταν ο Μέγας Δομέστικος και Κουροπαλάτης Ιωάννης Κομνηνός, έχτισε επάνω στον πέμπτο λόφο, πολύ κοντά σήμερα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και δίπλα σχεδόν από την Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, ένα αντρικό Μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία.

Το 1296 μ.Χ., ο εξ αγχιστείας ανιψιός του Μιχαήλ του Η’ Παλαιολόγου, πρωτοστράτωρ Μιχαήλ Ταρχανιώτης, προσθέτει στο Καθολικό της Μονής ένα βόρειο κλίτος μαζί με Νάρθηκα. Το 1315 μ.Χ. η Μαρία, σύζυγος του Ταρχανιώτη, η οποία έγινε μοναχή με το όνομα Μάρθα, χτίζει ένα παρεκκλήσιο δίπλα στον Ναό, με σκοπό την ταφή του συζύγου της. Η τελευταία προσθήκη που έγινε στον Ναό, ήταν επί Αυτοκράτορος Ανδρονίκου του Γ’ του Παλαιολόγου (1326 – 1341 μ.Χ.), όπου χτίζει ένα ακόμα Νάρθηκα. Εδώ εναποτέθηκαν τα οστά του Αυτοκράτορος Αλεξίου του Α’ του Κομνηνού και αργότερα της κόρης του Άννης.

Η Μονή της Παμμακαρίστου ιδρύθηκε ως αντρική. Το 1400 μ.Χ. μετατρέπεται σε γυναίκεια. Με αυτήν την μορφή την βρίσκει η Άλωση της Πόλεως το 1453 μ.Χ. Στην Μονή της Παμμακαρίστου θα μεταφερθεί η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, μετά τον Ναό των Αγίων Αποστόλων, ενώ οι Μοναχές μεταφέρθηκαν στο Μοναστήρι του Τρούλλου.

Το Καθολικό της Μονής ήταν πλούσιο σε διάκοσμο κυρίως σε ψηφιδωτά. Σήμερα σώζονται ελάχιστα και αυτά είναι στο Παρεκκλήσι, όπως του Παντοκράτορος μαζί με προφήτες ορθίους, η Δέηση, η Βάπτιση, ένα τμήμα της προσκυνήσεως των Μάγων και αρκετοί άγιοι με το όνομα Γρηγόριος.

Ο Ιστορικός της Αλώσεως Μιχαήλ Κριτόβουλος, μας διασώσει στο χρονικό του, την συνάντηση του Πατριάρχου Γενναδίου με τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Β’ τον Πορθητή στην Παμμακάριστο. Γράφει πως ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ το 1455 μ.Χ., έφιππος περνώντας από την Παμμακάριστο, ρώτησε να μάθει τι είναι εδώ. Όταν του είπαν ότι είναι το Πατριαρχείο, ξεπέζεψε και προχώρησε προς την Εκκλησία. Εκεί μαθαίνοντας ο Πατριάρχης για την επίσκεψη του Σουλτάνου, συναντήθηκαν και οι δύο στο παρεκκλήσι «όπου ηρώτησε πολλά δι’ ερμηνέως τον Πατριάρχην περί πίστεως πάντα τα των χριστιανών, και έδωκεν αυτώ άδειαν και όρκον και θάρρος λέγειν και διαλέγεσθαι φόβου χωρίς. [Μετά την συνομιλία ο Κριτόβουλος καταλήγει]. Και άλλα μυστήρια της πίστεως είπε και διεσαφήνισεν αυτώ όθεν ου μόνον απεδέξατο ευλαβώς, αλλ’ έκτοτε ηγάπα αυτόν τε τον Πατριάρχην πολλά και σεβάσμιον είχε και έπαυσε και της κακίας ήν είχε κατά το Γένος των Γραικών, και ηγάπα έκτοτε ως εν πολλοίς εφάνει. Έχαιρε δε ως είπε προς πολλούς μεθ’ ών συνελάλει ότι σπουδαίον και σοφόν Πατριάρχην εποίησαν έτοιμον αποκρίνεσθαι». (Κριτοβούλου Ιστορία Πολιτική Κωνσταντινουπόλεως από ατσα’ έως του αφοη’ έτους Χριστού. Βόννη 1859 μ.Χ.).

Η Μονή της Παμμακαρίστου θα μπορούσε να παραμείνει η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εν τούτοις όμως αυτό δεν έγινε. Ο λόγος ήταν ότι το 1587 μ.Χ. επί Σουλτάνου Μουράτ του Γ’ (1595 – 1603 μ.Χ.) η Μονή μετατράπηκε σε Τζαμί, όταν ο Μουράτ ο Γ’ γύρισε νικητής ύστερα από ένα πόλεμο στο Αζερμπαϊτζάν. Και όπως διασώζεται «ο Σουλτάνος αποστείλας εν τω δυστυχεί Πατριαρχείω εκείνω, εξέβαλε τους εν αυτώ όντας κληρικούς τε και μοναχούς….». Ο Αρχιδιάκονος του Πατριαρχείου Νικηφόρος, εγκατέστησε το Πατριαρχείο στο Ναό της Παναγίας της Παραμαυθίας, ενώ Πατριαρχικός Οίκος έγιναν τα «οσπίτια των Βλάχων» των Ηγεμόνων δηλαδή της Μολδαβίας και Βλαχίας. Για την μεταφορά του Πατριαρχείου, ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης γράφει: «Ούτως ούν οι Ρωμαίοι έχασαν και την Παμμακάριστον τελευταίον και έχασαν τοσαύτα εν Κωνσταντινουπόλει ιερά κειμήλεια. Εγλύτωσε ούν ο Νικηφόρος βιβλία, εικόνας, λείψανα και άλλα όσα ήσαν μέσα».

Τα ιερά κειμήλια της Παμμακαρίστου, ακολούθησαν την πορεία της Μεγάλης Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα οι ψηφιδωτές Εικόνες της Παναγίας της Παμμακαρίστου και του Τιμίου Προδρόμου, μαζί με τα Ιερά Λείψανα βρίσκονται και διαφυλάσσονται στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου.

Σχετικά με την εικόνα της Παναγίας της Παμμακαρίστου

Ο περίφημος Βυζαντινός Ναός Παναγίας της Παμμακαρίστου είχε το μεγάλο προνόμιο να κατέχει μία από τις σπουδαιότερες ψηφιδωτές φορητές εικόνες, την πασίγνωστη Παναγία την Παμμακάριστο. Αναφορά της εικόνας γίνεται από τον Στέφανο Gerlach, ο οποίος το 1578 μ.Χ. επισκέφθηκε το Πατριαρχείο, το οποίο στεγαζόταν τότε στον ναό της Παμμακαρίστου και άφησε περιγραφή του στην Τurcograecia του Μαρτίνου Κρουσίου, καθώς επίσης και από τον Μανουὴλ Μαλαξό, ο οποίος στην ιστορική έκδοση «Πατριαρχικὴν ἱστορίαν μέχρι τὸ 1581» γράφει: «…καὶ ἐν τῷ δεξιῷ μέρει (τοῦ τέμπλου) ἡ εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παμμακαρίστου, ὡραιοτάτη καὶ λαμπρή». Όταν ο ναός της Παμμακαρίστου μετετράπηκε σε τέμενος – το Φετχιγιέ τζαμί – μαζί με τα κειμήλια που μετεφέρθηκαν στις περιπλανήσεις του Πατριαρχείου προς αναζήτηση στέγης – «τὰ θησαυρίσματα τοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ Ναοῦ εἰς Ναὸν μεταφερόμενα» κατά Γεδεών – ήταν και η ιστορικὴ εικόνα.

Με την τελική εγκατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι η εικόνα της Παμμακαρίστου τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση του τέμπλου του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού στο νότιο κλίτος. Πολύ αργότερα (το 1798 μ.Χ.) ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ μετέτρεψε το νότιο αυτό κλίτος σε παρεκκλήσιο προς τιμή της Θεοτόκου για χάρη της εικόνας της Παμμακαρίστου, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κοσμεί τον Πατριαρχικό Ναό στο σημείο αυτό.

Επί Πατριαρχείας του λόγιου και φιλόκαλου Φωτίου Β’ (1929 – 36 μ.Χ.) και κατά το έτος 1933 μ.Χ., έφθασε στην Πόλη ο μέγας καθηγητής της Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Γεώργιος Σωτηρίου, ο οποίος κατόπιν εντολής του Πατριάρχη κατέγραψε «ἑκατὸν τριάκοντα πέντε παλαιὰς φορητὰς εἰκόνας ναῶν καὶ μονῶν Κωνσταντινουπόλεως, περιχώρων καὶ τῶν νήσων, ὧν πολλαὶ ἀξιολογώτατοι διά τε τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν τέχνην των, ἐλάχισται ἀτυχῶς μετεφέρθησαν εἰς τὰ Πατριαρχεῖα…». Η εικόνα της Παμμακαρίστου, μαζί με την ψηφιδωτή εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, στερεώθηκε, καθαρίσθηκε και συμπληρώθηκε ύστερα από τολμηρές και καθοριστικές επεμβάσεις του καλλιτέχνη Κ. Βασματζίδη καθώς ανακοίνωσε στην Ακαδημία Αθηνών ο Γ. Σωτηρίου το 1933 μ.Χ. Η Παναγία ιστορείται κατά τον τύπο της Οδηγήτριας. Φέρει σκούρο ερυθρόμαυρο μαφόριο με χρυσές παρυφές και άστρα στην κεφαλή και τον ώμο. Θυμίζει μεταεικονομαχική περίοδο και μάλιστα Μακεδονική Σχολή. Με την δεξιά της χείρα η Θεοτόκος «δεικνύει» τον υιό της, κρατούσα Αυτόν εξ ευωνύμων. Ο δε Κύριος φέρει κλειστό ειλητάριο ευλογών Αυτήν με την Δεξιάν Του.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή