20 Απριλίου γιορτάζουν…

Αγίου Ζακχαίου του αρχιτελώνου και αποστόλου, Αγίων μαρτύρων Ακινδύνου, Αντωνίνου, Βίκτωρος, Ζήνωνος, Ζωτικού, Θεωνά, Καισαρίου, Σεβηριανού και Χριστοφόρου, Οσίου πατρός ημών Θεοδώρου του Τριχινά, Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Θεοτίμου, επισκόπου Τόμεως της Ρουμανίας, Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Αναστασίου, επισκόπου Αντιοχείας, του Σιναίτου, Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του Παλαιολαυρίτου, Οσίου πατρός ημών Αθανασίου του Μετεωρίτου, Οσίου πατρός ημών Ιωάσαφ του Μετεωρίτου, Οσίου πατρός ημών Αλεξάνδρου, του εκ Ρωσίας, Αγίου μάρτυρος Γαβριήλ, του εκ Πολωνίας, Η Μετακομιδή των ιερών λειψάνων του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, επισκόπου Αχρίδος και Ζίτσης

by Times Newsroom
  • Όσιος Θεόδωρος ο Τριχινάς
  • Άγιος Ζακχαίος ο Απόστολος
  • Όσιος Αθανάσιος κτήτωρ Μονής Μετεώρου
  • Άγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ακίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστόφορος, Ζήνων, Θεωνάς και Αντωνίνος
  • Όσιος Ιωάννης ο Παλαιολαυρίτης
  • Άγιος Αναστάσιος Ιερομάρτυρας, επίσκοπος Αντιοχείας
  • Όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης
  • Άγιος Γαβριήλ ο Μάρτυρας
  • Όσιος Αλέξανδρος εκ Ρωσίας
  • Άγιος Θεότιμος Επίσκοπος Ρουμανίας
  • Μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Αχρίδος και Ζίτσης

*****************************************************************************************************

  • Όσιος Θεόδωρος ο Τριχινάς. 

Ο Όσιος Θεόδωρος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχικό βίο γενόμενος μοναχός στη μονή που γι’ αυτόν καλείτο μονή του Τριχινά. Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη διακονία των φτωχών και των άρρωστων. Ονομάστηκε Τριχινάς, διότι είχε τρίχινα φορέματα. Η ζωή του ήταν λιτή και με πολλή εγκράτεια, προκειμένου να δίνει όσο γινόταν περισσότερα αγαθά στους πάσχοντες. Τη νύχτα ο Θεόδωρος πάντα έβρισκε χρόνο για προσευχή και μελέτη. Ζούσε μέσα σε μια κοινωνία στερημένων ανθρώπων, που οι ανάγκες τους ήταν μεγάλες. Γι’ αυτό παρακινούσε πολλούς πλουσίους να διαθέτουν όσα αγαθά μπορούσαν. Πολλοί άπ’ αυτούς του έδιναν αρκετά χρήματα και είδη πρώτης ανάγκης, τα όποια ο Θεόδωρος διέθετε με πολλή διάκριση. Πρώτα σ’ εκείνους που είχαν περισσότερη ανάγκη, όπως ορφανά, φτωχές χήρες και άρρωστους οικογενειάρχες. Ευεργετούσε μέχρι και την τελευταία ήμερα της ζωής του. Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη και έλαβε τη Χάρη από τον Θεό, ο τάφος του να αναβλύζει μύρο που ευωδίαζε. Έτσι, όσοι προσέτρεχαν εκεί με πίστη και ευλάβεια, λάμβαναν την υγεία της ψυχής και του σώματος.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, τῆς ἐγκρατείας, σκεῦος ἔμψυχον, τῆς ἀπαθείας, ἀνεδείχθης θεοφόρε Θεόδωρε, τὸν γὰρ Θεὸν θεραπεύσας τοὶς ἔργοις σου, τῶν παρ’ αὐτῶν δωρημάτων ἠξίωσαι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Θεόδωρε τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Φωτός καταστολήν, ἱερῶς ἐξυφαίνων, τριχίνῳ σεαυτόν, περιέστελλες ῥάκει, Θεόδωρε πανόσιε, Παρακλήτου κειμήλιον· ὅθεν χάριτος ὑπερφυοῦς ἠξιώθης, μύρον εὔοσμον, ἀπό τοῦ τάφου βλυστάνων, ψυχῶν καθαρτήριον.
  • Άγιος Ζακχαίος ο Απόστολος. 

Η Ιστορία του Ζακχαίου βρίσκεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο κεφάλαιο ΙΘ 1-10. Είναι ο γνωστός αρχιτελώνης της Ιεριχούς, που ανέβηκε στη συκομουριά (επειδή δεν τον ευνοούσε το ύψος του) για να δει τον διερχόμενο Ιησού. Ο Κύριος θαύμασε την πίστη του, διέταξε να κατεβεί από το δένδρο και να μεταβούν μαζί στο σπίτι του, αφού συγχώρησε όλα τα αμαρτήματα που είχε διαπράξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Λέγεται, ότι μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Ζακχαίος ακολούθησε τον Απόστολο Πέτρο, από τον όποιο και χειροτονήθηκε αργότερα Επίσκοπος Καισαρείας.

  • Όσιος Αθανάσιος κτήτωρ Μονής Μετεώρου. 

Ο Όσιος Αθανάσιος, κατά κόσμον Ανδρόνικος, γεννήθηκε στη Νέα Πάτρα, τη σημερινή Υπάτη, κοντά στο όρος Μολύβιον, το 1305 μ.Χ. (ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1303 μ.Χ.) από γονείς επιφανείς και πλούσιους. Μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και παραδόθηκε στην επιμέλεια του θείου του. Αλλά όταν κατέλαβαν την πατρίδα του οι Φράγκοι το 1319 μ.Χ., αναχώρησε στη Θεσσαλονίκη και από ‘κει στο Άγιο Όρος.
Στην μεγάλη μοναχική μητρόπολη όμως, τηρούσαν μια ευλαβή συνήθεια, και δεν δέχονταν αγένειους νέους, προς αποφυγήν του σκανδαλισμού των πατέρων και βέβαια για την πλήρη ωρίμανσή των. Με απογοήτευση τότε αναχώρησε ο Αθανάσιος και περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη. Πήγε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον περίφημο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, κι αργότερα μετέβηκε στην Κρήτη, κι όταν απέκτησε ηλικία, στα 30 του χρόνια, ξαναγύρισε για να μείνει στο Όρος. Διέμεινε σε μια περιοχή που ανήκει στην Μονή Ιβήρων. Από εκεί, τον κάλεσαν οι πατέρες Γρηγόριος ο Πολίτης και Μωυσής, και του μετέδωσαν το μοναχικό και αγγελικό σχήμα.
Την εποχή εκείνη έκαμαν πολλές επιδρομές στο Άγιον Όρος οι Τούρκοι. Πολλοί μοναχοί αισθάνθηκαν ανασφάλεια και κατέφυγαν στα ενδότερα της ηπειρωτικής χώρας για προστασία. Το ίδιο συνέβη την ίδια περίπου εποχή με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ανάμεσα στους μοναχούς που αποφάσισαν να αυτοεξοριστούν υπήρξαν κι ο Γρηγόριος ο Πολίτης με μαθητές του τον Άγιο Αθανάσιο και τον Γαβριήλ. Έτσι η σεπτή αυτή τριάδα με ιδιάζουσα πνευματικότητα κατευθύνθηκαν δυτικά, πέρασαν την Θεσσαλονίκη και την Βέροια κι ανέβηκαν ευλαβικά για προσκύνημα στη Σκήτη.
Το ακριβές μέρος της παραμονής τους δεν είναι γνωστό. Σκήτη Βεροίας ονομάζεται όλη η κοιλάδα του Αλιάκμονα, η οποία αριθμούσε πολλές μονές. Καταχρηστικώς βεβαίως αναφέρεται ως τόπος διαμονής η Μονή του Προδρόμου, η οποία εκείνη την εποχή ίσως να μην υφίστατο ακόμη.
Κατά την μαρτυρία του Γέροντα του Αγίου, του Γρηγορίου του Πολίτου, ο Αγιος Αθανάσιος λάτρευε την ησυχία κι αποστρέφονταν την ταραχή της πόλεως. Έτσι αν και πάρα πολλοί τους κατέτρεχαν για να τους κρατήσουν στην διακονία της πόλης, αυτοί έψαχναν μέρη να ησυχάσουν. Στη Σκήτη έφθασαν το 1340, τέσσερα-πέντε χρόνια μετά την αναχώρηση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η παράδοση μας διασώζει πως εδώ, διέτριψαν τρία χρόνια. Αλλά η καρδιά του Αγίου Αθανασίου ετρώθη και εστερεώθη ακραιφνώς πλέον στην αναζήτηση της ησυχίας. Όχι της απλής ησυχίας, αλλά της απόλυτης μόνωσης και ανύψωσης στους πνευματικούς ουρανούς. Για τον λόγο αυτό σκίρτησε η καρδιά του Αγίου όταν άκουσε από τα χείλη του Επισκόπου Σερβίων Ιακώβου πως νοτιότερα υπήρχαν βράχια πανύψηλα που ούτε αετοί δεν φώλιαζαν. Εκεί είχε δει ασκητές να μην μιλούν σε κανένα και να κρύβονται όσο πιο απόμερα γίνεται.
Σχεδόν αμέσως ο Άγιος έβαλε μετάνοια στους αδελφούς, άφησε τη Σκήτη Βεροίας και κατέφυγε στους Σταγούς (Καλαμπάκα). Εκεί επάνω στα πανύψηλα βράχια και συγκεκριμένα επάνω σε μια πέτρα την λεγόμενη Στύλο, κατοίκησε με δύο μαθητές του και έκτισε ναό. Την πέτρα εκείνη ονόμασε Μετέωρο. Επειδή όμως οι προσερχόμενοι για άσκηση πολλαπλασιάσθηκαν, ίδρυσε κοινόβιο με Ναό στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Χριστού.
Εκεί λοιπόν πέρασε ασκητικά τα χρόνια του, και αφού έζησε 78 ετών, απεβίωσε ειρηνικά το 1383 μ.Χ. (κατά άλλους το 1373 μ.Χ.).

  • Άγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ακίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστόφορος, Ζήνων, Θεωνάς και Αντωνίνος.

Όλοι μαρτύρησαν στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.), και αίτια του ενδόξου μαρτυρίου τους, ο μεγαλομάρτυς και τροπαιοφόρος Γεώργιος. Και οι μεν Άγιοι Βίκτωρ, Ακίνδυνος, Ζωτικός, Ζήνων και Σεβηριανός, όταν είδαν τον Άγιο Γεώργιο να μένει άθικτος επάνω στο βασανίστηκα όργανο του τροχού, με μια φωνή και οι πέντε ομολόγησαν τον Χριστό Θεό αληθινό. Ο αποκεφαλισμός τους ήταν άμεσος και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου. Οι δε Χριστόφορος, Θεωνάς, Καισάριος και Αντωνίνος ήταν δορυφόροι του βασιλιά. Όταν λοιπόν και αυτοί είδαν τον Άγιο Γεώργιο, δια της προσευχής, να έχει αναστήσει κάποιον νεκρό Έλληνα, πέταξαν τα διάσημα του αξιώματος τους και μπροστά στο βασιλιά και το πλήθος, ομολόγησαν τον Χριστό Θεό αληθινό. Η φυλάκιση τους ήταν άμεση. Μετά μερικές ήμερες οδηγήθηκαν μπροστά στον Διοκλητιανό και αφού τους κρέμασαν, τους ξέσχισαν και τους έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες. Τελικά τους έριξαν μέσα στο καμίνι της φωτιάς και έτσι πήραν το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου. Ήταν το έτος 303 μ.Χ.

  • Όσιος Ιωάννης ο Παλαιολαυρίτης. 

Ο Όσιος Ιωάννης μέσα στην οικογένεια του φύλαξε όλες τις αρετές, που η Αγία Γραφή παραγγέλει στα παιδιά. Τίμησε τον πατέρα και τη μητέρα του, υπάκουσε στα θελήματα τους έδειξε σ’ αυτούς τη μεγαλύτερη τρυφερή στοργή, πρόθυμος στο να προλαβαίνει τις επιθυμίες τους, τύπος της αγάπης και της αλληλοβοήθειας μεταξύ των άλλων αδελφών του. Αργότερα γύρισε πολλούς τόπους, προσπαθώντας να καταρτίζει τον εαυτό του πνευματικότερα και κατατάχθηκε στο μοναχικό βίο. Και εδώ, τήρησε με ακρίβεια τις υποχρεώσεις του σχήματος του. Κατόπιν Ιερός πόθος τον έφερε στην Ιερουσαλήμ, όπου προσκύνησε τους Άγιους Τόπους. Τελευταία τον δέχτηκε η μονή του οσίου Χαρίτωνα, και αυτή είδε τους μεγάλους πνευματικούς αγώνες του. Έφυγε από τη ζωή αυτή προς τον Κύριο, γεμάτος πίστη και ελπίδα, αφού χρησιμοποίησε τη ζωή του για τη δόξα της Εκκλησίας και την αγάπη των αδελφών του.

  • Άγιος Αναστάσιος Ιερομάρτυρας, επίσκοπος Αντιοχείας. 

Δυστυχώς για τον Άγιο Αναστάσιο έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες για τη ζωή του. Ασκήτευσε στο όρος Σινά, στις αρχές του 6ου αιώνα και από το Σινά πήγε στην Αντιόχεια, όπου έγινε αποκρισιάριος της Εκκλησίας Αλεξανδρείας. Όταν πέθανε ο επίσκοπος Αντιοχείας Δόμνος, λαός και κλήρος τον ανέβασαν στον επισκοπικό θρόνο Αντιοχείας (559). Ο αυτοκράτορας Ιουστίνος, με πρόφαση ότι δήθεν κατασπατάλησε την εκκλησιαστική περιουσία, τον εξόρισε το 570 στα Ιεροσόλυμα, όπου παρέμεινε μελετώντας και συγγράφοντας μέχρι το 593, όταν επανήλθε στον θρόνο του, και πέθανε κατά το 599. Τώρα όσον άφορα το τέλος του, που οι Συναξαριστές σημειώνουν μαρτυρικό, ότι δηλαδή μαρτύρησε δια ξίφους, θετικές πληροφορίες δεν έχουμε.

  • Όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης. 

Δεύτερος κτήτορας της μονής του Μεγάλου Μετεώρου και διάδοχος του Οσίου Αθανασίου υπήρξε ο «Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθεῖς Ἰωάσαφ μοναχός». Δυστυχώς δεν ευρέθηκε βιογραφία του Αγίου Ιωάσαφ του Μετεωρίτου και όλες οι πληροφορίες που έχουμε γι αυτόν τις αντλούμε από την βιογραφία του Οσίου Αθανασίου και από διάφορα επίσημα έγγραφα.

Ο Ιωάννης – Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης ήταν υιός του Ελληνο-σέρβου βασιλέως Ηπείρου και Μεγάλης Βλαχίας, δηλαδή Θεσσαλίας, με έδρα τα Τρίκαλα, Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου (1359 – 1370 μ.Χ.). Η μητέρα του, Θωμαΐς, ήταν θυγατέρα του Δεσπότου της Ηπείρου Ιωάννου Β’ Ορσίνη (1323 – 1335 μ.Χ.) και αδελφή του μετέπειτα δεσπότου της Ηπείρου Νικηφόρου Β’ Ορσίνη.

Ο Ιωάννης γεννήθηκε κατά το 1349 – 1350 μ.Χ. Από την μητέρα του συγγένευε με τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, εκ των οποίων διατήρησε και το επώνυμο. Η γιαγιά του, η Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη του βυζαντινού αυτοκράτορος Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.) από τον πατέρα της Ιωάννη Παλαιολόγο, και εγγονή από την μητέρα της Ειρήνη, του υψηλού αξιωματούχου Θεόδωρου Μετοχίτη, κτίτορος της περιώνυμης μονής της Χώρας της Κωνσταντινουπόλεως, είχε νυμφευθεί τον παππού του Ιωάννου – Ιωάσαφ, το Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γ’ Ούρεση (1321 – 1331 μ.Χ.).

Το 1359 – 1360 μ.Χ. ο Ιωάννης Παλαιολόγος αναγορεύθηκε στην Καστοριά συναυτοκράτορας του πατέρα του, σε ηλικία μόλις 10 ετών. Περί το 1370 μ.Χ. πέθανε ο πατέρας του, ο Συμεών Ούρεσης, και ο Ιωάννης τον διαδέχθηκε στην εξουσία. Δεν κυβέρνησε όμως για πολύ. Σύντομα εγκατέλειψε τα ανώτατα κοσμικά αξιώματα, ανταλλάσσοντας την βασιλική πορφύρα με τον τρίχινο σάκκο του μοναχού. Αρνήθηκε το βασιλικό στέμμα για την αγάπη του ακανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστού, παραδίδοντας τη διοίκηση της Θεσσαλίας στον Καίσαρα Αλέξιο Αγγελο Φιλανθρωπηνό. Έτσι λοιπόν, το Νοέμβριο του 1372 μ.Χ. και πριν από τον Ιούνιο του 1373 μ.Χ., ο Ιωάννης Ούρεσης ο Παλαιολόγος, σε ηλικία περίπου είκοσι δύο ετών, κατέφυγε στη μονή Μεταμορφώσεως του Μετεώρου, όπου δέχθηκε το μοναχικό σχήμα και μετονομάσθηκε Ιωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στον Όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη.

Ο Όσιος Αθανάσιος λίγο πριν από την κοίμησή του, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο βίο του, εκτιμώντας την προσωπικότητα του Οσίου Ιωάσαφ, και έχοντας σύμφωνους τους υπόλοιπους, του παρεχώρησε κάθε εξουσία και δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα ο Όσιος Ιωάσαφ για άγνωστους λόγους εγκατέλειψε το μοναστήρι μεταναστεύοντας στην Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό πρέπει να συνέβη περί το 1379 – 1380 μ.Χ.

Λίγο μετά την κοίμηση του Οσίου Αθανασίου ξαναγύρισε στη μονή του Μετεώρου, όπου ανέλαβε τα καθήκοντα ως διάδοχός του, σύμφωνα με την επιθυμία του Οσίου πνευματικού του πατέρα, ο οποίος στις τελευταίες του παραγγελίες και υποθήκες προς τους αδελφούς της μονής συμπλήρωσε για τον Όσιο Ιωάσαφ, που τότε απουσίαζε: «Ἐπειδὴ διὰ τὴν ἡμετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κύρις Ἰωάσαφ καὶ οὐκ ἐνέμεινε μεθ’ ἠμῶν καθὰ συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψη ἐνταύθα καὶ στέρξη τὰ συνταγέντα, ἶνα πολιτεύηται κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἂς εἶναι, ἐλπίζω γὰρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καὶ ἂς ἄρχῃ γοῦν καὶ ἀποδότε αὐτῶ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν».

Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1384 μ.Χ. και στις αρχές Ιανουρίου του 1385 μ.Χ. ο Όσιος Ιωάσαφ για οικογενειακούς λόγους πήγε στα Ιωάννινα. Μετά τη δολοφονία του Θωμά Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384 μ.Χ.), του δεσπότου της πόλεως αυτής, οι υπήκοοι του δεσποτάτου ανακήρυξαν κυβερνήτρια της δεσποτείας της Ηπείρου τη σύζυγο του και αδελφή του Ιωάσαφ, Μαρία Αγγελίνα. Έτσι, κατόπιν προσκλήσεως ο Όσιος Ιωάσαφ μετέβη στα Ιωάννινα προκειμένου να στηρίξει την αδελφή του στην διακυβέρνηση του κράτους. Με βάση τις πληροφορίες που μας παρέχει η βιογραφία του Οσίου Αθανασίου, επεξέτεινε σε μήκος και σε ύψος και ανοικοδόμησε λαμπρότερο τον αρχικό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που είχε ανεγείρει ο Όσιος Αθανάσιος.

Στα τέλη του 1393 μ.Χ., αρχές του 1394 μ.Χ. έγινε η εισβολή των Τούρκων στη Θεσσαλία και η κατάληψή της από τον Σουλτάνο Βαγιαζίτ Α’. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο Όσιος Ιωάσαφ μαζί με τον ιερομόναχο Σεραπίωνα και τους μοναχούς Φιλόθεο και Γεράσιμο κατέφυγαν στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκαν στη μονή Βατοπαιδίου. Εκεί, σύμφωνα με επίσημο έγγραφο της μονής του Μεγάλου Μετεώρου, στις 17 Οκτωβρίου 1394 μ.Χ., συγκρότησε αδελφότητες και του παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, ενώ του δόθηκε μάλιστα ως αντάλλαγμα και ένας χρυσός σταυρός. Ο Όσιος Ιωάσαφ εκοιμήθηκε με ειρήνη κατά το 1423 μ.Χ.

  • Άγιος Γαβριήλ ο Μάρτυρας. 

Ο Άγιος Μάρτυς Γαβριήλ γεννήθηκε το έτος 1684 μ.Χ. στο χωριό Ζβιέρκιυ, που βρίσκεται νότια της πόλεως Μπιαλιστόκ της επαρχίας Ζαμπλουντόου, κατά την εποχή που γίνονταν διωγμοί και διακρίσεις κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τους Ουνίτες στην Πολωνία. Όταν ο Άγιος ήταν σε ηλικία 6 ετών, απήχθηκε και οδηγήθηκε στην πόλη Μπιαλιστόκ, όπου και μαρτύρησε, το έτος 1690, από τους εχθρούς της Εκκλησίας. Όταν τον 18ο αιώνα μ.Χ. οι Χριστιανοί άνοιξαν τον τάφο του, βρήκαν το ιερό λείψανό του άφθορο. Το άγιο σκήνωμα μεταφέρθηκε στην πόλη Μπιαλιστόκ της Πολωνίας, όπου παρέμεινε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε μεταφέρθηκε στη Ρωσία, στο ναό της Υπεραγίας Σκέπης του Γκρόντνο. Με την ευλογία του Ρώσου Μητροπολίτου Φιλαρέτου, στις 21 Σεπτεμβρίου του έτους 1992, το ιερό λείψανο μετακομίσθηκε με τιμές και ευλάβεια στην πόλη του Μπιαλιστόκ.

  • Όσιος Αλέξανδρος εκ Ρωσίας.

Ο Όσιος Αλέξανδρος του Όσεβεν, κατά κόσμον Αλέξιος, γεννήθηκε στις 17 Μαρτίου 1427 μ.Χ. στην περιοχή Βυζεοζέρο της Ρωσίας από την οικογένεια του Νικηφόρου και της Φωτεινής Όσεβεν.
Ο Αλέξιος ήταν το τελευταίο από τα πέντε παιδιά και ήλθε στον κόσμο χάρη στις διακαείς προσευχές των γονέων του. Η Παναγία Παρθένος και ο Άγιος Κύριλλος της Λευκής Λίμνης (βλέπε 9 Ιουνίου) είχαν εμφανιστεί στην μητέρα του και της είχαν υποσχεθεί την γέννηση ενός παιδιού. Αν και ο Αλέξιος ήταν ο μικρότερος υιός, οι γονείς του ήλπιζαν ότι αυτός θα τους συμπαραστεκόταν στα γηρατειά τους. Φθάνοντας στην εφηβεία ο Αλέξιος έμαθε να διαβάζει και να γράφει, προετοιμαζόμενος να γίνει ένας πολυμήχανος κτηματίας. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών οι γονείς του επιχείρησαν να τον παντρέψουν, διαλέγοντας μία πλούσια υποψήφια σύζυγο, αλλά ο Αλέξιος απέσπασε την υπόσχεσή τους να πάει να προσευχηθεί στο μοναστήρι του Αγίου Κυρίλλου πριν νυμφευθεί. Εκεί πλέον έμεινε.Έχοντας παρατηρήσει την ταπείνωση του νεαρού δόκιμου, ο ηγούμενος του πρότεινε να γίνει μοναχός. Ο Αλέξιος όμως αρνήθηκε, θέλοντας προηγουμένως να δοκιμάσει ο ίδιος τον εαυτό του. Έτσι έζησε έξι χρόνια σε υπακοή και σε διακονία της μοναστικής κοινότητας, μελετώντας τις Γραφές και τα έργα των Αγίων Πατέρων. Μετά από αυτή την μακρά περίοδο εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Αλέξανδρος.Στο μεταξύ οι γονείς του είχαν μεταφερθεί στο χωριό του Βολόσοβο, τριάντα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη Καργκοπόλ, στα περίχωρα του ποταμού Ονέγκα. Ο πατέρας του Οσίου, Νικηφόρος, με την άδεια του άρχοντος του Νόβγκοροντ Ιωάννου, είχε ιδρύσει στις όχθες του ποταμού Κουργιούγκα ένα χωριό, το οποίο στη συνέχεια ονόμασε Όσεβεν.Ο μοναχός Αλέξανδρος ζήτησε από τον ηγούμενο την άδεια να συναντήσει τους γονείς του, επιθυμώντας να τους ζητήσει την συγχώρεση και την ευλογία τους για τον αναχωρητικό βίο που επέλεξε. Ο ηγούμενος δεν έδωσε αμέσως την άδεια στο νεαρό μοναχό, επισημαίνοντάς του τους κινδύνους της μοναχικής ζωής, αλλά ο Αλέξανδρος ζήτησε να τον αφήσει να φύγει. Φοβόταν πράγματι μήπως εκπέσει στην αμαρτία της αλαζονείας, αφού ήδη απελάμβανε φήμη ασκητού ανάμεσα στους αδελφούς. Τελικά ο Όσιος Αλέξανδρος έλαβε την ευλογία.Ευτυχισμένος από την συνάντηση με τον υιό του, ο πατέρας του Νικηφόρος του πρότεινε να εγκατασταθεί κατά μήκος του ποταμού Κουργιούγκα και του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει στην κατασκευή μιας μονής μέσα στην έρημο. Ο Όσιος Αλέξανδρος δέχθηκε και έστησε σε ένα τόπο σταυρό ως σημείο ιδρύσεως του μελλοντικού μοναστηριού και υποσχέθηκε να παραμείνει σε αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του.Όμως επέστρεψε στη μονή του Αγίου Κυρίλλου, όπου διακόνησε για λίγο καιρό στην κουζίνα, στο αρτοποιείο και στη χορωδία, ενώ στην συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Τότε ο Όσιος Αλέξανδρος πήγε στον ηγούμενο και του διηγήθηκε ότι τρεις φορές είχε ακούσει μια μυστηριώδη φωνή που τον καλούσε να χτίσει ένα μοναστήρι και ότι είχε υποσχεθεί να ζήσει σε αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο ηγούμενος τον άφησε να φύγει, αφού τον ευλόγησε με τις εικόνες τις Παναγίας της Οδηγήτριας και του Αγίου Νικολάου.Ο Όσιος Αλέξανδρος καθαγίασε τον τόπο με την ευλογία των εικόνων, άφησε τον πατέρα του να επιβλέπει τις εργασίες οικοδομήσεως του ναού και πήγε στον Επίσκοπο του Νόβγκοροντ (1459 – 1470 μ.Χ.), από τον οποίο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε ηγούμενος του νέου μοναστηριού.

Οι ιδιοκτήτες των γειτονικών κτημάτων ήταν πρόθυμοι να δωρίσουν στο μοναστήρι όλα τα όμορα κτήματα, αλλά ο Όσιος δέχθηκε μόνο τα απαραίτητα για τις ανάγκες της κοινότητος. Όταν περατώθηκε ο ναός, καθαγιάσθηκε προς τιμήν του Αγίου Νικολάου.

Με την πάροδο του χρόνου, γύρω από τον Όσιο συγκεντρώθηκε μια κοινότητα μοναχών. Ο Όσιος εισήγαγε αυστηρούς κανόνες μοναστικής βιοτής και πολιτείας, που συμπεριελάμβαναν απόλυτη ησυχία στο ναό, στην τράπεζα και κατά την διάρκεια της αναγνώσεως των Βίων των Αγίων. Απαγόρευαν επίσης, να μένει κάποιος στο κελλί του δίχως να κάνει τίποτα και καθόριζαν την ανάγνωση Ψαλμών και τη συνεχή επανάληψη της προσευχής του Ιησού Χριστού κατά την διάρκεια της εκτελέσεως των διακονημάτων.

«Αδελφοί», έλεγε συχνά ο Όσιος στους μοναχούς του, «μην αφήνετε να σας τρομάζουν οι δυσκολίες και οι κόποι της ερήμου. Εσείς γνωρίζετε ότι ο δρόμος για να εισέλθετε στην Βασιλεία των Ουρανών διέρχεται μέσα από αγώνες. Ενισχύσατε την αμοιβαία αγάπη και την ταπείνωση. Ο Θεός είναι αγάπη και αγαπά τους ταπεινούς».

Όμως οι ασκητικοί αγώνες κλόνισαν την υγεία του Οσίου. Όταν ο Όσιος Αλέξανδρος αρρώστησε, επικαλέσθηκε τον Άγιο Κύριλλο, τον προστάτη του. Αυτός του παρουσιάσθηκε με λευκό ένδυμα και αφού τον σταύρωσε του είπε: «Μη θλίβεσαι αδελφέ, εγώ θα προσευχηθώ για σένα και η υγεία σου θα αποκατασταθεί. Αλλά μην αθετείς την υπόσχεσή σου, μην εγκαταλείπεις το μοναστήρι. Εγώ θα σε βοηθήσω». Ξυπνώντας ο Όσιος Αλέξανδρος διαπίστωσε ότι είχε θεραπευθεί. Το επόμενο πρωινό, έλαβε μέρος στη Θεία Λειτουργία και στο τέλος διηγήθηκε στην κοινότητα των μοναχών τη θαυματουργική εμφάνιση του Αγίου Κυρίλλου.

Ο Όσιος Αλέξανδρος έζησε ακόμα είκοσι επτά χρόνια στο μοναστήρι που ίδρυσε και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1479 μ.Χ.

Μετά την κοίμηση του Οσίου το μοναστήρι άρχισε να παρακμάζει, παρόλο που ο Όσιος δεν έπαψε να το προστατεύει. Μια ημέρα ένας υπηρέτης του μοναστηριού, ο Μάρκος, είδε στον ύπνο του ένα όραμα: το μοναστήρι έσφυζε από ζωή. Ένας στάρετς με άσπρα μαλλιά, που ήταν Επίσκοπος, ευλογούσε με ένα σταυρό όσους εργάζονταν σε μια κατασκευή.

Ένας άλλος στάρετς με μακριά γενειάδα ράντιζε με αγιασμό και ένας τρίτος, μετρίου αναστήματος και με μαλλιά ανοιχτά καστανά, θυμιάτιζε. Τους παρακολουθούσε από μακριά ένας τέταρτος στάρετς νεαρής ηλικίας. Ο τρίτος από αυτούς ήταν ο Όσιος Αλέξανδρος, που εξήγησε ότι οι στάρετς που βοηθούσαν, ήταν ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Κύριλλος, ενώ ο νεαρός που στεκόταν χωριστά ήταν ο σκευοφύλακας του μοναστηριού, ο Μάξιμος, που πριν λίγο χρονικό διάστημα είχε γίνει μοναχός και ο οποίος στην συνέχεια, μετά από προφητεία του Οσίου Αλεξάνδρου, θα γινόταν ηγούμενος μέχρι το έτος 1525 μ.Χ. και θα καλλιεργούσε στο μοναστήρι την παλαιά του πνευματικότητα.

  • Άγιος Θεότιμος Επίσκοπος Ρουμανίας. 

Ο Άγιος Θεότιμος ήταν Επίσκοπος Τόμεως ή Τόμων της Μικράς Σκυθίας κατά τα τέλη του 4ου αιώνος μ.Χ. Οι περί τον Δούναβη κατοικούντες βάρβαροι Ούννοι, θαυμάζοντας την αρετή του Αγίου, τον ονόμαζαν θεό των Ρωμαίων. Ο Άγιος, κατά τον Άγιο Ιερώνυμο, συνέγραψε σε διαλόγους «Ομιλίας βραχείας και κομματικάς», των οποίων αποσπάσματα σώζονται στα Παράλληλα του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Ο Άγιος Θεότιμος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 407 μ.Χ.

  • Μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Νικολάου Επισκόπου Αχρίδος και Ζίτσης. 

Ο Άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς) γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 μ.Χ. στο χωριό Λέλιτς της κεντροδυτικής Σερβίας. Ήταν το πρώτο από τα εννέα τέκνα των ευσεβών αγροτών Δραγομίρου και Αικατερίνης. Ασθενικός στην σωματική του διαπλαση και κράση, επέδειξε από μικρός την ευφυΐα του, τη μεγάλη του αγάπη προς τον Θεό και την Εκκλησία και την κλίση προς τον μοναχικό βίο. Σπούδασε, παρά το γεγονός της μεγάλης πτωχείας της οικογένειάς του, στη θεολογική σχολή Βελιγραδίου, ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Θεολογίας στη Βέρνη της Ελβετίας (1908 μ.Χ.), διδάκτωρ στην Οξφόρδη της Αγγλίας (1909 μ.Χ.) και το Χάλλε της Γερμανίας (1911 μ.Χ.). Γνώριζε επτά γλώσσες, μεταξύ των οποίων και την ελληνική.

Ο Νικόλαος λάτρευε τον Θεό εξ όλης της καρδίας, ισχύος και διανοίας αυτού, και ο Θεός του έδωσε στόμα και σοφία ασυναγώνιστο και ακαταγώνιστο. Εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη μονή Ρακόβιτσα, κοντά στο Βελιγράδι, τον Δεκέμβριο του έτους 1909 μ.Χ. Είχε αρρωστήσει βαριά από δυσεντερία και έταξε, εάν ο Κύριος τον θεραπεύσει, να Του αφιερωθεί διά βίου με όλη του την ύπαρξη, όπως και έγινε.Κατά την περίοδο 1915 – 1919 μ.Χ. απεστάλη στην Αμερική και στην Αγγλία, για να συντρέξει και να ενισχύσει τον πολύπαθο Σερβικό λαό. Το έτος 1919 μ.Χ. εξελέγη Επίσκοπος Ζίτσης στην κεντρική Σερβία και το έτος 1920 μ.Χ. μεταφέρθηκε στην Αχρίδα, όπου ανέπτυξε ένα τεράστιο ιεραποστολικό, ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο.Ο Επίσκοπος Νικόλαος, παρά την τεράστια μόρφωσή του και τα πολλά του χαρίσματα, διακρινόταν για την απλότητα του ήθους του, την καλοσύνη και την αγάπη του. Η αρετή, η οποία κατ’ εξοχήν τον στόλιζε, ήταν η ταπείνωση. Η μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας και η συναναστροφή του με Αγιορείτες Πατέρες πλούτιζαν την πνευματικότητά του. Με τα συγγράμματά του και την πνευματική του καθοδήγηση ο λαός αναγεννιέται πνευματικά και ο μοναχισμός ανθίζει.Το 1941 μ.Χ. οι αρχές κατοχής της χώρας του, οι Γερμανοί, τον συλλαμβάνουν, τον περιορίζουν και το 1944 μ.Χ. τον στέλνουν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Νταχάου στη Γερμανία, όπου υπέστη πάνδεινα βασανιστήρια. Ο δούλος του Κυρίου βάσταζε τα στίγματα του μαρτυρίου στο σώμα του, που όλο είχε γίνει μια πληγή. Μάλιστα δέρμα στην πλάτη και στα πέλματα δεν υπήρχε.Μετά την απελευθέρωσή του, το Μάιο του 1945 μ.Χ., δεν θέλησε πλέον να επιστρέψει στην πατρίδα του. Το τότε καθεστώς τον θεωρούσε ανεπιθύμητο πρόσωπο. Πήγε, λοιπόν, στην Αμερική και παρά την κλονισμένη υγεία του συνέχισε το φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο του Χριστού. Δίδαξε στην ιερατική σχολή της μονής του Αγίου Σάββα στο Λίμπερτβιλ του Ιλλινόις και από το 1951 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στη Ρωσική μονή του Αγίου Τύχωνος στην Πενσυλβάνια, όπου καθοδηγούσε τους μοναχούς και διηύθυνε το θεολογικό σεμινάριο της μονής. Οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν τον αποθάρρυναν ποτέ. Αισθανόταν έντονα την παρουσία της Θείας Πρόνοιας στο βίο του και αυτό του έδινε δύναμη, ανδρεία και χαρά. Η προσευχή του ήταν αδιάλειπτη και έρεε ως ποταμός του παραδείσου. Πενθούσε αβίαστα και έχυνε δάκρυα μετάνοιας, παρακλήσεως, μεσιτείας και δοξολογίας. Προσευχόμενος το πρωί της Κυριακής του έτους 1956 μ.Χ. στο ταπεινό κελί του και προετοιμαζόμενος να λειτουργήσει, κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό του σκήνωμα επέστρεψε στην Σερβία το 1991 μ.Χ.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com