Στις 8 Αυγούστου του 1900, στα Χανιά της Κρήτης γεννήθηκε ο Αλέξανδρος Μινωτάκης, ο οποίος πέρασε στην ιστορία σαν ένας από τους κορυφαίους δραματικούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου.
Ο Μινωτής, όπως μετονομάστηκε, ευτύχησε να έχει μια μυθιστορηματική ζωή, μια διεθνή καριέρα και ξεχωριστές συνεργασίες, που ο μύθος τους έχει φτάσει στις μέρες μας, όπως η συνεργασία του με τη Μαρία Κάλλας στη Μήδεια του Luigi Cherubini.
Το έργο είναι βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη Μήδεια, καθώς και στο θεατρικό έργο Μήδεια του Pierre Corneille (1635) και παρουσιάστηκε πρώτη φορά στις 17 Μαρτίου 1797 στο Παρίσι. Η όπερα, που στην πρωτότυπη εκδοχή ήταν στα γαλλικά και συμπεριελάμβανε διαλόγους δίχως συνοδεία μουσικής, έγινε γνωστή τον περασμένο αιώνα με την ιταλική εκδοχή του λιμπρέτου του François-Benoît Hoffman το 1797 και των ρετσιτατίβι που συνέθεσε το 1855 ο Franz Lachner.
Αυτή την εκδοχή της Μήδειας, σε μετάφραση στα ιταλικά του Carlo Zangarini, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Σκάλα το 1909, ερμήνευσε η Μαρία Κάλλας από το 1953 και σχεδόν για δέκα ακόμη χρόνια, παρουσιάζοντάς τη στο κοινό 31 φορές.
Η αγάπη της Κάλλας για τις ξεχασμένες όπερες bel canto υπήρξε το πιο σημαντικό και αποφασιστικό στοιχείο στην αποκατάσταση της μουσικής τέχνης των αρχών του 19ου αιώνα και αναδείχθηκε μέσα από την συναρπαστικά δραματική ερμηνεία της στη Μήδεια του Cherubini. Αρχικά την πρωτοτραγούδησε το 1953 στη Φλωρεντία με μαέστρο τον Vittorio Gui και αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά στη Σκάλα με μαέστρο τον Leonard Bernstein.
Όμως όταν το 1958 θα παρακολουθήσει τη Μήδεια του Ευριπίδη, στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή, που παρουσιάστηκε στο θέατρο Sarah Bernhard στο Παρίσι, θα του ζητήσει επίμονα να συνεργαστούν για την παράσταση που θα ανέβαινε στο Λυρικό Θέατρο του Dallas, στο Texas.
Η πρότασή της εξέπληξε τον Μινωτή που το θεώρησε μεν μεγάλη τιμή, αλλά αρνήθηκε μια που θεωρούσε ότι δεν είχε τις γνώσεις που χρειάζονταν γύρω από την όπερα και επίσης πρόσθεσε πως «να με συγχωρείτε κυρία Κάλλας αλλά δε μου αρέσει κιόλας καθόλου». Επίσης, ο Μινωτής δυσανασχετούσε και με το λιμπρέτο καθώς είχε διαφορές από το έργο του Ευριπίδη.
Η Κάλλας με τη σειρά της, του εξήγησε πως δεν ήθελε καθόλου να βρει ένα σκηνοθέτη όπερας: επιθυμούσε διακαώς να συνεργαστεί με έναν σκηνοθέτη «που η καρδιά του να είναι δοσμένη στο δράμα όπως ο Visconti, o Jean Villar και ο Zeffirelli».
Ο Μινωτής, ο οποίος όπως και η Κάλλας αγαπούσε τις αναβιώσεις ξεχασμένων έργων, αλλά και με την πίεση και της Κατίνας Παξινού, τελικά δέχθηκε, έχοντας την υπόσχεση της Κάλλας πως θα έχει πλήρη ελευθερία, πως θα μπορεί να αλλάξει ό,τι δεν τον έβρισκε σύμφωνο, πως θα σκηνοθετούσε μια μουσική τραγωδία και όχι μία όπερα, πως θα του έστελνε ακόμα στην Αθήνα τον μαέστρο Nicola Rescigno για να τον κατατοπίσει.
Όταν πλέον ανακοινώθηκε η συνεργασία της Κάλλας με τον Μινωτή για τη Μήδεια του Cherubini, ο Γιάννης Τσαρούχης ζήτησε εμφατικά να συνεργαστεί μαζί τους, πράγμα αρκετά δύσκολο και περίπλοκο, λόγω των φόβων των παραγωγών πως κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν δεκτό από τα τεχνικά συνδικάτα της Αμερικής. Όμως ο Μινωτής κατάφερε και τους έπεισε για το πόσο απαραίτητη ήταν η συνεργασία με τον Τσαρούχη και για το ότι τα σκηνικά και τα κοστούμια έπρεπε να γίνουν στη Ελλάδα και στη συνέχεια να σταλούν στο Dallas. Δημιουργήθηκαν 130 κοστούμια και αξίζει να αναφερθεί πως ένα από τα κοστούμια της Κάλλας ήταν «ένα φουστάνι γκρι, μωβ κεντητό με αληθινό χρυσάφι υφασμένο στον αργαλειό από την Άννα Σικελιανού».
Όπως αναφέρουν και ο Μινωτής και ο Τσαρούχης η εργατικότητα της Κάλλας ήταν απαράμιλλη και η μεταξύ τους συνεργασία άψογη, με την Κάλλας να ακολουθεί απόλυτα τις συμβουλές τους.
Η παράσταση στο Ντάλλας ήταν ένας θρίαμβος! Όπως άλλωστε δήλωσε και ο Τσαρούχης σε προφορική συνέντευξή του στο περιοδικό «Ταχυδρόμος», στις 24 Ιανουαρίου του 1959, «είναι μια πανηγυρική αναγνώριση του μεγάλου μόχθου που έκαναν όλοι οι τεχνίτες της σκηνής για να δημιουργηθεί το νεοελληνικό θέατρο», είναι «ακόμα μία αναγνώριση της ελληνικής φυλής σαν της μόνης που μπορεί να δώσει μια αυθεντική ερμηνεία του αρχαίου μύθου» και «είναι μια αποθέωση της Κάλλας που εκφράζει την ελληνική ιδιοφυία εξ αφορμής οποιασδήποτε μουσικής… Η Κάλλας ενσαρκώνει το δαιμόνιο μιας ιστορικής σοφής φυλής». Βέβαια σημειώνει, πως η όπερα του Cherubini δεν είναι μια αρχαία τραγωδία και για αυτό τόσο εκείνος όσο και ο Μινωτής απέφυγαν την αναβίωση της αρχαιότητας και προσπάθησαν να «ερμηνεύσουν τον Ευριπίδη όπως τον καταλαβαίνει ο Cherubini».
Η παράσταση έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό, η αυλαία έπεσε δώδεκα φορές και οι θεατές την αποθέωναν για 20’. Ο Lawrence Kelly, ο θρυλικός συνιδρυτής της όπερας του Dallas και πρώτος Γενικός Διευθυντής της, θα γράψει αργότερα τα ακόλουθα: «Ήταν η ίδια η Κάλλας που έδωσε μια νέα πνοή στο έργο. Μισή θεά, μισή περιφρονημένη γυναίκα, ο χαρακτήρας της ηρωίδας έδωσε στη σπουδαιότερη ερμηνεύτρια του λυρικού θεάτρου τη δυνατότητα να εκφράσει ένα καλειδοσκόπιο συναισθημάτων… Αλλά και αυτό που είναι επίσης σημαντικό είναι η φωνή της. Κανένας άλλος καλλιτέχνης της εποχής μας δεν κατάφερε να υπηρετήσει με τη φωνή του τη μουσική και την αναπαράσταση των διαθέσεων και συναισθημάτων». Θα καταλήξει λέγοντας πως η Μήδεια ήταν ο σπουδαιότερος ρόλος που ερμήνευσε ποτέ η Κάλλας.
Στη συνέχεια η Κάλλας ερμήνευσε τη Μήδεια στο Λονδίνο στις 17 Ιουνίου 1959: ήταν η πρώτη φορά μετά το 1870 που η Μήδεια του Cherubini παιζόταν ξανά στο Λονδίνο. Η Κάλλας σε συνέντευξή της στους Times του Λονδίνου θα εξηγήσει πως σε κάθε ερμηνεία της υπηρετεί τον συνθέτη, την περίοδο και το είδος της μουσικής και οι βρετανοί μουσικοκριτικοί θα την αποθεώσουν και μαζί και τη σκηνοθεσία του Μινωτή την οποία θεώρησαν ότι στάθηκε πιο κοντά στις αρχές της αρχαίας τραγωδίας.
Τον Νοέμβρη του 1959 η Κάλλας επέστρεψε στην Όπερα του Ντάλλας για την τελευταία της εμφάνιση ως Μήδεια εκεί και το κοινό την χειροκροτούσε όρθιο για ώρα.
Το καλοκαίρι του 1961, η Κάλλας εμφανίστηκε για τρίτη φορά στο Θέατρο της Επιδαύρου, στις 6 και στις 13 Αυγούστου, για δύο παραστάσεις με τη Μήδεια της παραγωγής του Ντάλλας, που τις παρακολούθησαν πάνω από 16.000 θεατές κάθε φορά. Είχε προηγηθεί μια πολύ μεγάλη προσπάθεια από τον Κωστή Μπαστιά ώστε να πειστεί η ελληνική κυβέρνηση να παραχωρήσει τον ιερό χώρο της Επιδαύρου για μια όπερα και η Κάλλας να δεχτεί να έρθει ξανά στην Ελλάδα να τραγουδήσει (είχε προηγηθεί το σκάνδαλο για την πληρωμή της στο κονσέρτο που έδωσε στο Ηρώδειο το 1957). Και οι δύο αυτές παραστάσεις ενθουσίασαν το κοινό και τον τύπο. Ο μουσικοκριτικός Δ.Α. Χαμουδόπουλος γράφει στη στήλη του στην εφημερίδα Ελευθερία στις 8/8/61: «Σήμερα, η Μαρία Κάλλας επανάφερε στην όπερα αυτό που είχε απαρνηθεί: την πραγματική της δύναμη και περιεχόμενο. Για αυτό και η Μαρία Κάλλας είναι μεγάλη στην ιστορία της όπερας».
Στα τέλη του 1961 επέστρεψε για τελευταία φορά στη Σκάλα με συνολικά πέντε παραστάσεις Μήδειας· τρεις τον Δεκέμβρη του 1961, μία τον Μάιο και μία τον Ιούνιο του 1962. Οι παραστάσεις αυτές αποτέλεσαν τρόπον τινά αποχαιρετισμό της Κάλλας στο κοινό του Μιλάνου και ολόκληρης της Ιταλίας, καθώς και στον ρόλο της Μήδειας, αφού ήταν η τελευταία φορά που τον ερμήνευσε.
Τον Δεκέμβριο του 1961, η Κάλλας άρχισε να έχει προβλήματα με τη φωνή της και αυτό φάνηκε στην ερμηνεία της και προκάλεσε κάποιες επικριτικές αντιδράσεις του κοινού. Τότε η Κάλλας, μετά το πρώτο “crudel” (άσπλαχνος) που απηύθυνε στον Ιάσονα στην άρια, στράφηκε προς το κοινό και απηύθυνε το δεύτερο σε αυτό. Στη συνέχεια όταν ήρθε η στιγμή να ερμηνεύσει τη φράση “Ho datto tutto a te!” (έχω δώσει τα πάντα σε σένα), αντί να την απευθύνει στον Ιάσονα, γύρισε προς τους θεατές κοιτώντας τους στα μάτια. Το κοινό ανταποκρίθηκε και την αποθέωσε για άλλη μια φορά καθ’ όλη τη διάρκεια και μέχρι το τέλος της παράστασης φωνάζοντας συνεχώς “Bravo”.
Αργότερα ο Pierre-Jean Rémy, διπλωμάτης, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και συγγραφέας θα γράψει πως η Κάλλας χρειαζόταν για να σώσει τη μουσική του Cherubini από ενάμισι αιώνα μελαγχολίας, αλλά πως στις δύο τελευταίες παραστάσεις της Μήδειας στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 29 Μαΐου και στις 3 Ιουνίου το 1962, είχε μείνει μόνο το φάντασμα της φωνής της.
Σύμφωνα με τους ειδικούς καμμία άλλη όπερα δεν συνδέθηκε τόσο πολύ με το όνομα ενός καλλιτέχνη όσο η Μήδεια του Cherubini με την Κάλλας και κανείς άλλος δε απέδωσε τη φράση “E Che? Io Son Medea!” με τόσο τραγικό και απόλυτο τρόπο. Πολλοί πιστεύουν πως η ερμηνεία της Κάλλας στο ρόλο αυτό, οδήγησε στην αναγέννηση της συγκεκριμένης όπερας στα μέσα του περασμένου αιώνα και το αποτύπωμά της εξακολουθεί να υπάρχει και να μαγεύει μέχρι σήμερα.
Σοφία Ε. Πελοποννησίου
Υπεύθυνη των Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του ΜΙΕΤ -Υπεύθυνη του Μουσείου Μινωτή-Παξινού
Πηγές:
• Μινωτής, Α. (1981), Μακρινές Φιλίες, εκδ. Κάκτος, Αθήνα.
• Τσαρούχης, Γ. (1959), περιοδικό Ταχυδρόμος, Αθήνα.
• Bastias, J. (2015), Maria Callas Magazine, Maria Callas and Alexis Minotis, Part I.
• Bastias, J. (2016), Maria Callas Magazine, Maria Callas and Alexis Minotis, Part II.
• Υλικό από το Αρχείο Κατίνας Παξινού και Αλέξη Μινωτή.