Διεθνείς αναλυτές επιχειρούν να σκιαγραφήσουν το προφίλ και τη στρατηγική του Τούρκου προέδρου, την ώρα που ο Ερντογάν με απαξιωτικό ύφος προς την ελληνική πλευρά συντηρεί το κλίμα επιθετικότητας. Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού «όλοι σχημάτισαν άποψη για το ποιος προκαλεί» σχετικά με το λεκτικό επεισόδιο που υπήρξε μεταξύ τους στο δείπνο της Άτυπης Συνόδου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στην Πράγα.
Ωστόσο, παρά τον έντονο διάλογο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν θέλησε να σηκώσει πολύ τους τόνους στη συνέντευξη Τύπου. Το ύφος του ήταν υπεροπτικό και όταν ρωτήθηκε τι εννοούσε με τη φράση «θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ», απέφυγε να πει ευθέως ότι εννοούσε την Ελλάδα.
Πού το πάει ο Ερντογάν
Το σίγουρο πάντως είναι ότι η Αθήνα βρίσκεται σε εγρήγορση σκιαγραφώντας τις επόμενες κινήσεις του Ερντογάν προς την Ελλάδα και κυρίως τα επόμενα βήματα όσον αφορά το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Στο μεταξύ, ειδικοί αναλύουν το ενδεχόμενο ενός «θερμού επεισοδίου», με τον πρώην υπουργό Εθνικής Άμυνας και πρώην Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, Ευάγγελο Αποστολάκη, μιλώντας στον ΑΝΤ1 και τον Νίκο Χατζηνικολάου, να εκτιμά πως «ο Ερντογάν κινείται μεθοδικά στην παγκόσμια προπαγάνδα. Αν φτάσει στο σημείο να πρέπει να κάνει κάτι εναντίον της Ελλάδας, τότε ενδεχομένως να το κάνει».
Από την πλευρά του, ο αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1, καθηγητής Κωνσταντίνος Φίλης σχολίασε το πρωτοφανές «μπρα ντε φέρ», ανάμεσα σε Μητσοτάκη και Ερντογάν και στο πού αποσκοπεί ο Τούρκος Πρόεδρος με αυτή την τακτική, σημειώνοντας πως «η Τουρκία προσπαθεί να παρασύρει την Ελλάδα στο λάθος».
Aντίστοιχα, ο Λάμπρος Τζούμης, αντιστράτηγος ε.α. για το ζήτημα των αυξανόμενων παραβιάσεων τόνισε στο Mega, ότι «εάν συνεχιστεί αυτό το πράγμα, επειδή η κρίση έρχεται, θα το βρούμε μπροστά μας», σημειώνοντας πως «ο Ερντογάν θα μας προκαλέσει για να κάνουμε την πρώτη κίνηση».
Ο διεθνολόγος Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, από την πλευρά του, για το ενδεχόμενο ενός «θερμού» επεισοδίου εκτίμησε ότι «η Τουρκία δεν θέλει μία ολική αντιπαράθεση μα την Ελλάδα, διότι γνωρίζει ότι θα έχει ένα αβέβαιο τέλος. Ο Ερντογάν προσπαθεί να δημιουργεί ένταση με υπερπτήσεις, εργαλειοποιεί τους μετανάστες, μπορεί να βγάλει και κάποιο ερευνητικό σκάφος, γιατί θέλει να μας οδηγήσει σε ένα διάλογο εφ’ όλης της ύλης».
Όσον αφορά το επιχειρησιακό επίπεδο, ο Νικόλας Χρυσοχόος, εκπρόσωπος Εφέδρων Αξιωματικών Δωδεκανήσων στην Κάρπαθο σχολίασε πώς βλέπουν οι εθνοφύλακες της Καρπάθου τις απειλές του Ερντογάν: «Είμαστε ψύχραιμοι, δεν μας ανησυχεί. Παραμένουμε ως εθνοφυλακή κι έφεδροι αξιωματικοί εν αναμονή. Από την στιγμή που θα δοθεί σήμα σε δέκα λεπτά είμαστε έτοιμοι κι είμαστε στην πρώτη γραμμή».
Τι εκτιμούν ξένοι αναλυτές
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι να αμφισβητεί κανείς τη σοβαρότητα των απειλών του Ερντογάν. Μια ισχνή πλειοψηφία των Τούρκων ψηφοφόρων σύμφωνα με δημοσκόπηση, παραμένουν πεπεισμένοι ότι τα λόγια του αποτελούν απλώς μια εκλογική στρατηγική για τη «δημιουργία μιας ατζέντας» ενόψει των εκλογών του ερχόμενου χρόνου. Ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό, 64% δεν πιστεύουν ότι υπάρχει «εχθρότητα μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού λαού», σημειώνει σε άρθρο του o Ryan Gingeras, καθηγητής της Naval Postgraduate School του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού στην Καλιφόρνια, ειδικός στην ιστορία της ύστερης οθωμανικής αυτοκρατορίας και συγγραφέας πέντε βιβλίων για την Τουρκία, του οποίου άρθρα έχουν φιλοξενηθεί μεταξύ άλλων και στους New York Times.
Οι λόγοι που ο Ερντογάν θα επέλεγε μια σύρραξη
Σύμφωνα με τον Gingeras, οι κίνδυνοι μιας ελληνο-τουρκικής σύρραξης δεν φαίνεται να αποθαρρύνουν πλήρως τον Ερντογάν ή τους συμμάχους του, όπως ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί και τους πολιτικούς του αντιπάλους, που δεν θέλουν να υστερήσουν σε «πατριωτισμό».
«Ίσως η προσωπική απογοήτευση του Ερντογάν με την ενισχυθείσα ισχύ και ”ορατότητα” της Ελλάδας στην διεθνή αρένα, να τον ωθήσει σε κλιμάκωση».
«Η επιθυμία για μια εκλογική ώθηση, ή ακόμη και η δυνατότητα που του παρέχει το τουρκικό Σύνταγμα να αναβάλει τις εκλογές υπό την απειλή ενός πολέμου θα μπορούσε επίσης να παίξει έναν ρόλο».
«Την ίδια ώρα, φαίνεται ότι υπάρχει ένα γενικό κλίμα αυτοπεποίθησης στην Τουρκία αναφορικά με την έκβαση μιας αντιπαράθεσης με την Ελλάδα. Υπ’ αυτή την έννοια το πολιτικό κλίμα στην Τουρκία παρουσιάζει ισχυρή ομοιότητα με εκείνο στις ΗΠΑ πριν την εισβολή του 2003 στο Ιράκ. Όπως πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν τότε το Ιράκ ως μια υπερώριμη απειλή για την ασφάλεια της Μέσης Ανατολής, υπάρχει μια παρόμοια απτή αίσθηση τουρκικής έξαρσης και ανυπομονησίας όταν πρόκειται για ελληνικά θέματα. Όπως και με την προσέγγιση της Ουάσιγκτον έναντι του Σαντάμ Χουσεΐν το 2002, υπάρχει μια έντονη αίσθηση αισιοδοξίας στην Άγκυρα ότι οποιαδήποτε σύγκρουση με την Ελλάδα θα ήταν σύντομη, αποφασιστική και νικηφόρα», εκτιμά ο Αμερικανός καθηγητής.
«Οι σχολιαστές στην Τουρκία συμμερίζονται γενικώς την πεποίθηση του Ερντογάν ότι οι επεμβάσεις στη Συρία, το Ναγκόρνο Καραμπάχ, το Ιράκ και τη Λιβύη έχουν δείξει τη στρατιωτική ικανότητα της Τουρκίας. Και όπως με τους υπαινιγμούς φανατισμού στην αμερικανική κάλυψη ειδήσεων του πολέμου το 2003, εξέχοντες Τούρκοι σχολιαστές περιγράφουν επίσης τους Έλληνες ανταγωνιστές τους ως εγγενώς αδύναμους και εκθηλυσμένους. Εν ολίγοις, αν ο Ερντογάν όντως επιλέξει τον πόλεμο, μπορεί να οφείλεται στο ότι, όπως πολλοί άλλοι, πιστεύει ότι η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη», καταλήγει ο Gingeras.