Αούνγκ Σαν Σου Κι (γενν. 1945) Νομπελίστρια, ακτιβίστρια και πολιτικός

Υπηρέτησε ως Κρατική Σύμβουλος της Μιανμάρ (πρώην Βιρμανία) από το 2016 ως το 2021, οπότε ανατράπηκε σε πραξικόπημα του στρατού

by Times Newsroom

Η Αούνγκ Σαν Σου Κι (προφερόμενο και ως Αούν Σαν Σου Τσι, είναι νομπελίστρια, ακτιβίστρια και πολιτικός. Υπηρέτησε ως Κρατική Σύμβουλος της Μιανμάρ από το 2016 ως το 2021, οπότε ανατράπηκε σε πραξικόπημα του στρατού.

Το Αούνγκ Σαν Σου Κι, όπως και άλλα Βιρμανικά ονόματα, δεν περιλαμβάνει επώνυμο, αλλά είναι μόνο προσωπικό όνομα, στην περίπτωση της προερχόμενο από τρεις συγγενείς: το “Αούνγκ Σαν” από τον πατέρα της, το “Σου” από την πατρική γιαγιά της, και το “Κι” από την μητέρα της Χιν Κι.

Οι Βιρμανοί αναφέρονται σε αυτήν ως Ντάου Αούνγκ Σαν Σου Κι. Το Ντάου σημαίνει “θεία”, και δεν είναι μέρος του ονόματός της αλλά ένα τιμητικό για μια μεγαλύτερη και σεβαστή γυναίκα, αντίστοιχο του “Μαντάμ”. Μερικές φορές οι Βιρμανοί την προσφωνούν ως Ντάου Σου ή Αμάι Σου (“Μητέρα Σου”).

Η Αούνγκ Σαν Σου Κι.
(17 Νοεμβρίου 2011)

Γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1945 στη Ρανγκούν της Μιανμάρ και ήταν κόρη του στρατηγού και εθνικού ήρωα Αούνγκ Σαν. Φοίτησε σε αγγλικό καθολικό σχολείο και το 1960 ακολούθησε την μητέρα της στην Ινδία όταν αυτή διορίστηκε πρέσβης της Μιανμάρ εκεί. Σπούδασε φιλοσοφία και οικονομικά σε διάφορα πανεπιστήμια του Λονδίνου και της Οξφόρδης.

Πολιτική δράση

Το 1988 επέστρεψε στη Μιανμάρ (Βιρμανία) και συμμετείχε ενεργά στις λαϊκές εξεγέρσεις του 1988. Σύντομα αναδείχθηκε σε ηγέτιδα υπέρ της δημοκρατίας. Στις 20 Ιουλίου 1989 της επιβλήθηκε κατ’ οίκον περιορισμός. Της προσφέρθηκε η ελευθερία στην περίπτωση που θα εγκατέλειπε τη χώρα αλλά αρνήθηκε.

Στις γενικές εκλογές του 1990 η Αούνγκ Σαν Σου Κι εξελέγη Πρωθυπουργός της Βιρμανίας, ηγούμενη του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία, το στρατιωτικό καθεστώς όμως αρνήθηκε να παραδώσει την εξουσία θέτοντας εκτός νόμου το κόμμα της Σαν Σου Κι. Τον ίδιο χρόνο της απονεμήθηκε και το βραβείο Ράφτο. Κατά τη διάρκεια της σύλληψής της τιμήθηκε με το Βραβείο Ζαχάρωφ για την Ελευθερία της Σκέψης για την ελευθερία της σκέψης και το 1991 με το βραβείο Νόμπελ ειρήνης. Και τα δύο βραβεία τα παρέλαβαν οι δύο γιοι της ενώ τα χρηματικά έπαθλα χρησιμοποιήθηκαν στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης. Το 1995 το στρατιωτικό καθεστώς απελευθέρωσε την Σαν Σου Κι διαμηνύοντάς της ότι αν εγκατέλειπε τη χώρα δεν θα της επέτρεπε να επιστρέψει. Το 1997 διαγνώστηκε ότι ο σύζυγός της, Michael Aris, Άγγλος πολίτης, έπασχε από καρκίνο του προστάτη. Παρόλα αυτά δεν του επιτράπηκε να επισκεφθεί την σύζυγό του και έτσι τον Μάρτιο του 1999 απεβίωσε στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς να τον επισκεφθεί.

Τον Σεπτέμβριο του 2000 της επιβλήθηκε ξανά κατ’ οίκον περιορισμός και δύο χρόνια αργότερα αφέθηκε ελεύθερη. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε τότε ότι την άφησαν επειδή ήταν πεπεισμένοι ότι οι δύο πλευρές μπορούν να έχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη ενώ η Σαν Σου Κι δήλωσε ότι μια νέα αυγή για τη χώρα ξεκινάει. Όμως στις 30 Μαΐου του 2003 ένας χρηματοδοτούμενος από τη δικτατορική κυβέρνηση όχλος επιτέθηκε στην αυτοκινητοπομπή της Σαν Σου Κι στο Βόρειο Μιανμάρ σκοτώνοντας πολλούς υποστηρικτές της ενώ αυτή μόλις που διασώθηκε. Αμέσως μετά η κυβέρνηση συνέλαβε την Σαν Σου Κι και την φυλάκισε. Αφού υποβλήθηκε για ιατρικούς λόγους σε υστερεκτομή, δηλαδή σε αφαίρεση της μήτρας της, τέθηκε και πάλι σε κατ’ οίκον περιορισμό. Με απόφαση των Ηνωμένων Εθνών η κράτησή της θεωρήθηκε παράνομη και αδικαιολόγητη, παρόλα αυτά η κυβέρνηση της Μιανμάρ δεν έλαβε αυτή την απόφαση υπόψιν της. Στις μεγάλες διαδηλώσεις το Σεπτέμβριο του 2007 οι Βουδιστές Μοναχοί πλησίασαν συμβολικά πολλές φορές το σπίτι όπου κρατείται. Τον Μάϊο του 2008 Αμερικανός ακτιβιστής κατάφερε να εισέλθει στο σπίτι της και να φιλοξενηθεί σε αυτό για 48ώρες παραβιάζοντας έτσι τους όρους κράτησής της σε κατ’οίκον περιορισμό με αποτέλεσμα να προσαχθεί σε δίκη. Ύστερα από διεθνείς πιέσεις, το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ δέχθηκε να διεξαχθεί ανοιχτή δίκη. Στις 13 Νοεμβρίου 2010 αφέθηκε εκ νέου ελεύθερη.

Στις επαναληπτικές εκλογές του Απριλίου 2012 εξελέγη βουλευτής. Το κόμμα της Κι, ο Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία, κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στις ιστορικές γενικές εκλογές του 2015, κάτι που μεταφράζεται σε ποσοστό άνω του 70% των εδρών του κοινοβουλίου.

Ανέλαβε η πρώτη Κρατική Σύμβουλος της Μιανμάρ στις 6 Απριλίου 2016 και υπηρέτησε στη θέση ως την ανατροπή της σε στρατιωτικό πραξικόπημα την 1η Φεβρουαρίου 2021. Ο στρατός ακύρωσε τα αποτελέσματα των εκλογών του Νοεμβρίου του 2020 και η Αούνγκ συνελήφθη.

Προσωπική ζωή

Το 2011 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία “The Lady” η οποία στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωής της Αούνγκ Σαν Σου Κι. Η σεναριογράφος για να δομήσει την ταινία, συνέλεξε στοιχεία από συντρόφους και συγγενείς της Αούνγκ Σαν Σου Κι, τα ονόματα των οποίων δεν παρουσιάζονται στους συντελεστές της ταινίας για λόγους ασφαλείας. Η ταινία ξεκινά με το θάνατο του Αούνγκ Σαν και ολοκληρώνεται με την πορεία των Θιβετιανών μοναχών.

Έχει επηρεαστεί πολύ από τη φιλοσοφία μη βίας του Μαχάτμα Γκάντι. Ένας από τους διασημότερους λόγους της είναι ο λόγος “Ελευθερία από το Φοβο”, ο οποίος ξεκινά έτσι: “Δεν είναι η εξουσία που διαφθείρει,αλλά ο φόβος. Ο φόβος να χάσουν την εξουσία διαφθείρει αυτούς που την ασκούν, εξίσου με αυτούς, που υποταγμένοι φοβούνται και υποκύπτουν στην ωμή βία της εξουσίας”.

Ήταν παντρεμένη με τον Michael Aris, μελετητή του θιβετιανού πολιτισμού, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο και τον Κιμ.

Κριτική

Μετά την ανάδειξη της ως η φυσική ηγέτης της χώρας, το 2017 δέχτηκε αιχμηρή παγκόσμια κριτική ακόμα και από σημαντικές διεθνείς φυσιογνωμίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι οποίοι υπήρξαν θαυμαστές της όπως ο Ντέσμοντ Τούτου, για την σιωπηρή στάση της ως προς την καταδίωξη της εθνοτικής ομάδας των μουσουλμάνων Ροχίνγκυα (Rohingya) και την διεξαγωγή εθνοκάθαρσης της πληθυσμιακής αυτής ομάδας από τις κυβερνητικές δυνάμεις, κάτι που φάνηκε να υποστηρίζει ενώ και αρνήθηκε να τους παραχωρηθεί υπηκοότητα παρότι αποτελούν κατοίκους της χώρας. Παράλληλα αρνήθηκε να παραστεί στην συνάντηση του γενικού συμβουλίου του ΟΗΕ σχετικά το ζήτημα επικαλούμενη υποχρεώσεις για την αντιμετώπιση των τρομοκρατών (Ροχίνγκυα) στην Μιανμάρ. Συνέπεια των παραπάνω εξελίξεων ήταν μέσω της συλλογής εκατοντάδων χιλιάδων διαδικτυακών υπογραφών στον ιστότοπο Change.org να τεθεί θέμα πρότασης αφαίρεσης του Νόμπελ Ειρήνης που έλαβε το 1991.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com