Από το θείο Πάθος στην Ανάσταση των λογοτεχνών μες στις ανθισμένες Πασχαλιές

«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».

  • Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση ενός ιερωμένου που μας δίνει το μήνυμα της άγιας ημέρας:

« Κέντρο της πίστης και της ζωής της Εκκλησίας είναι η Ανάσταση του Χριστού. Σε έναν από τους πιο ωραίους ύμνους της γιορτής αναφωνούμε, προτρέποντας ο ένας τον άλλον «συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει».

Ας δώσουμε χαρά στην ύπαρξή μας, όχι κρύβοντας, αλλά ζητώντας την διαγραφή των λογισμών που μας κάνουν να πονούμε. Αν δεν πάρεις στους ώμους σου τα λάθη σου και τα λάθη των όλων, αν δεν τα αφήσεις να πεθάνουν, να σβήσουν επειδή διαλέγεις να αγαπάς, αν δεν θάψεις τους λογισμούς στον τάφο του παρελθόντος και δεν ζητήσεις από τον Χριστό να συγχωρέσει κι εσένα και όλους εκείνους με τους οποίους θύμωσες και λύγισες, τότε το μήνυμα της Ανάστασης δεν μεταμορφώνει ουσιαστικά την καρδιά μας .»

Ο Οδυσσέας Ελύτης γοητευτικά περιγράφει, ανατρέχοντας στις παιδικές του επισκέψεις σε απόμακρα, γραφικά Αιγαιοπελαγίτικα ξωκκλήσια, «από τότε η μέθεξη του αρώματος από θυμάρι και λιβάνι κατάληξε να συμβολίζει μέσα μου την ένωση του φυσικού με το μεταφυσικό» και θυμάται:

«Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…) Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε.» (Απόσπασμα απο το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Ο ζωγράφος Θεόφιλος», Εκδ. Γνώση).

Ο Γιώργος Σεφέρης στο “Μέρες Β΄” (Εκδόσεις Ίκαρος 1975) εξομολογείται εκ βαθέων:

«Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο. Ο χτεσινός πλούτισε τη συλλογή μου. Ήταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. ‘Ασπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid. Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο…»

( Το κείμενο είναι απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο του ποιητή- αντιστοιχεί στον Απρίλιο του 1932 – περίοδο κατά την οποία εργαζόταν στο Λονδίνο ως διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου)

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο μυθιστόρημά του μυθιστορήμά του : «Εξοχική Λαμπρή» γράφει:

«Καλά το έλεγεν ο μπαρμπα- Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίτες, την ημέραν του Πάσχα αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να πληρωθή, όσον αυτή’ διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ’ ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το κόκκινο αυγό…»

Και στην «Παιδική Πασχαλιά» μας γυρίζει πίσω στα πρώτα μας όμορφα χρόνια:

«…Μια παιδίσκη και εις παις πενταετής ήρχισαν να φιλονικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφωτέρα.

Όχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη.

Όχι, η δική μου.

Εμένα ο πατέρας μ’ την εδιάλεξε και είναι πιο καλή.

Εμένα η μάνα μ’ την εστόλισε μοναχή της.

Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ’;

Τέτοια παλιολαμπάδα!

Ναι, παλιολαμπάδα; …να!…

Να κι εσύ!

Να κι άλλη μια! Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάματα και οι δύο».

Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, ο Κωστής Παλαμάς εμπνεύστηκε από την Ανάσταση του Κυρίου κι έκανε στίχους το συναίσθημά του::

«Ανάσταση κι αγάπη λαμπερή,

κάθε καμπάνα χαρωπά σημαίνει

και ξημερώνει μέρα και φορεί

στολή μ’ αστέρια κ’ άνθια κεντημένη…

και μέσα στην καρδιά μου μυστικά

νιώθω να ξημερώνει μια ημέρα,

με κάλλη πλέον μαγικά,

απ’ όσα είναι στη γη και στον αιθέρα»

Στο «Μετέπειτα» ο Καβάφης αναγνωρίζει την εκ νεκρών ανάσταση και την «αθάνατον ζωήν», οικτίροντας την καθαυτό ζωή:

«Πιστεύω το Μετέπειτα. Δεν με πλανούν ορέξεις / της ύλης ή του θετικού αγάπη. Δεν είν’ έξις / αλλ΄ ένστικτον. Θα προστεθή η ουρανία λέξις // εις της ζωής την ατελή την άλλως άνουν φράσιν. / Ανάπαυσις και αμοιβή θέλουν δεχθή την δράσιν. / Οτε διά παντός κλεισθή το βλέμμα εις την Πλάσιν // θα ανοιχθή ο οφθαλμός ενώπιον του Πλάστου. / / Κύμα αθάνατον ζωής θα ρεύση εξ εκάστου / Ευαγγελίου του Χριστού – ζωής αδιασπάστου».

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης» ξετυλίγει μία ακόμα Πασχαλινή ιστορία:

«…- Χρόνια πολλά κύριοι!… Χρόνια πολλά παιδιά μου!…

ευχήθηκε άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες κι έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.

Χρόνια πολλά, καπετάνιε! Χρόνια πολλά!… απάντησαν εκείνοι ομόφωνοι.

Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά! Ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι φάνηκε στην άκρη των ματιών του.

Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε!

Έπειτα πέρασε ένας- ένας, πρώτα οι επιβάτες έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αβγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα:

Χριστός Ανέστη.

Αληθινός ο Κύριος.

Και του χρόνου σπίτια μας…»

«Ένα μικρό λάθος» του Ιάκωβου Πολυλά μας γεμίζει θλίψη για το δράμα που περιγράφει:

«Η δράση εξελίσσεται στις αγροτικές περιοχές της Κέρκυρας και ήρωες είναι η Μαρία και ο σύζυγός της ο Πέτρος. Η οικογένεια είναι φτωχή και οι ήρωες έχουν δύο κορίτσια παντρεμένα και ένα γιο που υπηρετεί τη θητεία του ως στρατιώτης. Η κακή τους οικονομική κατάσταση τους έχει αναγκάσει να δώσουν στο ενεχυροδανειστήριο τα χρυσαφικά της Μαρίας, τα μοναδικά της προικώα κειμήλια, μιας και η οικογένειά της ήταν φτωχή και δεν μπορούσαν να της δώσουν προίκα. Το μεγάλο Σάββατο το πρωί ο σύζυγός της πήγε στη χώρα να πουλήσει το τελευταίο μέρος της σοδειάς και έφερε πίσω στη γυναίκα του τα χρυσαφικά της. Η Μαρία όμως βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Η κόρη της, Ελένη, χρειαζόταν χρήματα για την ασθένεια του μικρού της παιδιού και ζήτησε τα χρυσαφικά από τη Μαρία. Η Μαρία δέχτηκε να της τα δώσει, όμως δεν αποκάλυψε τίποτα στο σύζυγό της. Αυτό, δυστυχώς, ήταν το μικρό της λάθος. Γιατί οι πιστωτές του συζύγου της κατάσχεσαν το άλογό τους και αν δεν πάει ξανά τα χρυσαφικά στο ενεχυροδανειστήριο κινδυνεύει να φυλακιστεί. Η Μαρία δε συγχωρεί στον εαυτό της το λάθος να πληγώσει τους αγαπημένους της, φεύγει από το σπίτι και δίνει τραγικό τέλος στη ζωή της.»

Ο σατιρικός ποιητής και πεζογράφος Ανδρέας Λασκαράτος αφηγείται το «Όνειρό» του και μας συγκινεί:

«Ήτανε να ξημερώσει Μεγάλο Σάββατο, που είδα στον ύπνο μου πως επέθανα!

Επέθανα, και, ως στρίψη ματιών, ευρέθηκα εις τον άλλον κόσμο. Εκεί, ως από ενστίγματος, έτρεξα ευθύς για τον Παράδεισο’ κι έλαβα την τόσον καλήν τύχη να φθάσω εις την στιγμή που ο Θεός έβγαινε να πάει σε περίπατο…

«Μα τι τους έκαμες, μου είπε, που σε αφορέσανε; Τον ρώτησε ο μεγαλοδύναμος:

  • Ω γλυκύτατέ μου Ιησού! του είπα εγώ, με αφορέσανε, επειδή τους έλεγξα τες ανοσιουργίες τους. Πρέπει να ξέρης, Ιησού μου, ότι η θρησκεία την οποίαν εδίδαξες εις τον Κόσμο, δεν υπάρχει πλέον εκεί κάτου· επειδή από καιρό σε καιρό, και από λίγο σε λίγο, την αλλάξαν· όλην· ώστε τώρα δεν έμεινε παρά τ’ όνομά σου απάνου σε μια σωρεία θρησκευτικών εθίμων, οπού τα λένε θρησκεία σου…»

Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης στην «Πασχαλιά της λευτεριάς» δίνει μια άλλη εικόνα με το χαρμόσυνο άγγελμα της Ανάστασης:

«Ετέλειωσε η εκκλησιά. Ο παπάς στεκότανε μπροστά στην Ωραία Πύλη κι αντί δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών… έλεγε Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω…

Όλο το χωριό σταυροκοπιόταν και διπλή χαρά ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του. Τέτοιαν χαρούμενη Λαμπρή δε θυμόνταν κανείς να έχει δει εκεί- πέρα.

Τελειώνοντας ο παπάς το τελευταίο του Χριστός ανέστη είπε:

Χριστός ανέστη, χωριανοί! Και του χρόνου να είμαστε καλά. Κι ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρει καλά τ’ αδέλφια μας που πολεμάνε στο γεφύρι της Πλάκας, στο Λούρο, στην Πρέβεζα και στα Πέντε Πηγάδια..»

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης αναρωτιέται, αν η νέα γυναίκα

«Αμάρτησε;»:

«…Της έριξε μια ματιά κι άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, που κατά το συνήθιο ήταν πολύς αυτή την ημέρα. Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες, και τέλος οι γυναίκες. Κι ανάμεσά τους ήταν εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας ν’ αφήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της. Τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή, ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και μ’ αγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει, ατάραχος, τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνία στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά:

Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον».

«Η Κεροδοσιά της Λαμπρής» του Στρατή Μυριβήλη αναφέρεται στο Πάσχα κάποιων στρατιωτών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο:

«Ο τομέας ήταν ήσυχος σαν αδειανή εκκλησία. Πάνε δυο βδομάδες που δεν ακούσαμε κανόνι γιά πολυβόλο. Καθόμασταν, λοιπόν, κι εμείς κουλουριασμένοι μες στ’ αμπριά και σκοτώναμε πάνω στο κοντάκι του τουφεκιού τις ψείρες μας κι ανιστορούσαμε πράγματα γλυκά κι αλλοτινά: τον ήλιο, τα νησιά, τη θάλασσα και τις γυναίκες….Λοιπόν, θα μας έλεγε ο Τζανής όλη την Ακολουθία του Πάσχα, και θα ψέλναμε όλοι μαζί το Χριστός ανέστη. Θ’ ανάβαμε και τα σπαρματσέτα, να κάμουμε την κεροδοσιά να φεγγοβολήσει τ’ αμπρί.

Δεύτε λάβετε φως εκ του ανέσπερου φωτός!…»

«Μια Λαμπρή στην Καραμουραταριά» του Σπύρου Μελά που έμεινε βαθιά χαραγμένη στην ψυχή των ηρώων του διηγήματος:

«… Ετούτη την Ανάσταση την ώρα που βγαίνει ο Κύριος απ’ τον τάφο κι ανεβαίνει στη δόξα του, έπρεπε να τους σηκώσει κι αυτούς απ’ το δικό τους. Το πώς, δεν ήτανε δικός τους λογαριασμός. Ο Θεός έχει δρόμους, που σαστίζει ο νους τ’ ανθρώπου…»

Την ηρωϊκή έξοδο των αγωνιστών του Μεσολογγίου το Πάσχα του 1826 περιγράφει ο Θανάσης Πετσάλης Διομήδης «Τη νύχτα της Εξόδου»:

«Ένα χρόνο βαστούσε κιόλας η πολιορκία. Σε λίγες μέρες κλείνει ο χρόνος. Απρίλης μήνας πάλι…Ξημέρωσε Σάββατο του Λαζάρου. Τι να δεις; Όλες οι γυναίκες φορτωμένες τραβούσαν κατά τις ντάπιες…

– Καλή ψυχή, παιδιά!

Καλή ψυχή! Αποκρίθηκαν όλοι.

Να ζει το Μεσολόγγι! Έμπηξε κάποιος μια κραυγή.

Να ζει το Μεσολόγγι! Απάντησαν όλοι.

Ο γερο- Καψάλης έβαλε φωτιά στο φιτίλι».

Ένα «Τραγικό Πάσχα» μέσα στην Επανάσταση περιγράφει ο Κώστας Καιροφύλλας :

«Το Πάσχα του 1827 δεν ήταν χαρούμενη για τους πολεμιστές μας. Πολλές ατυχίες, πολλά λάθη των, και ιδίως η καταραμένη διχόνοια, που είχε σταματήσει την ορμή των παλικαριών, δεν προμηνούσε τίποτε το ευχάριστο για το μέλλον. Έπειτα από έξι χρόνων αγώνες και θυσίες, οι Έλληνες με πόνο έβλεπαν ότι η ελευθερία δεν ξαναγύριζε στα ελληνικά χώματα…».

Ενώ η ακολουθία του Νυμφίου είναι σε εξέλιξη εμφανίζεται «Η αδελφή του νυμφίου» από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου να μας πει:

«… Λένε πως αυτός πέρασε κάποια Μεγάλη Τρίτη κι έρριξε μια ματιά προς το μέρος που η γυναίκα στηθοκοπιόταν, χωρίς να διακρίνη καλά τίποτε άλλο από ένα μαύρο ίσκιο που η τύψη τον ανέμιζε μπροστά στις εικόνες. Κάπου το είχε μάθει κ’ η περιέργεια μόνο τον έφερε. Δε στάθηκε παρά λίγα λεπτά. Δε λυπήθηκε, δε μετάνοιωσε. Κουτσαίνοντας λίγο- επειδή τώρα τελευταία το ένα του πόδι βάρυνε- παραμέρισε τον κόσμο κι έφυγε, πιστεύοντας πάντα πως αυτό που έγινεν ήταν καλά γινωμένο».

Για τα ευτράπελα που συμβαίνουν στον Επιτάφιο έγραψε ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στο «Άρατε πύλας…»

«Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κ’ ευώδες Πάσχα. Όλα εγελούσαν ως μικρά παιδία…»

Η «Μακρινή Ανάσταση» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου μας γεμίζει νοσταλγία :

«… Για όλα τούτα, και για άλλα δε θυμούμαι καλά αυτή τη στιγμή, καμάρωνα κι όλο καμάρωνα στο λαμπριάτικο τραπέζι. Κι ήταν η γλυκύτερη αμοιβή της αγρύπνιας μου ο στοργικός λόγος που έπεσε από τα χείλη της μητέρας, καθώς κοίταζε τα μικρότερα αδέλφια, που είχανε σχεδόν αποκοιμηθεί στα καθίσματά τους:

Και του χρόνου, παιδί μου. Εσύ μεγάλωσες πια!

Ναι, είχα μεγαλώσει μέσα σε μια νύχτα. Κι ήταν η νύχτα της Λαμπρής».

Ο Φώτης Κόντογλου στο «Ανέστη Χριστός: η δοκιμασία του Λογικού» (Εκδ. «Αρμός») μας συνιστά την καθαρή καρδία:

«Ο Χριστός ανάστησε τον Λάζαρο πριν να σταυρωθή, για να πιστέψουνε στη δύναμη του οι Ιουδαίοι και για να στερεωθή η πίστη στους μαθητές του, όπως πρωτήτερα είχε μεταμορφωθή στο όρος Θωβώρ για την ίδια αιτία…Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του.

Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.

Χριστός Ανέστη !»

Ο Μένης Κουμανταρέας σε μια νουβέλα με τίτλο «Τα καημένα»(Κέδρος, 1972), αναπλάθει μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα ένα πραγματικό γεγονός ,όταν δύο φτωχαλήτες καίγονται υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες σε μια αραγμένη ψαρόβαρκα.

«Η ιστορία εξελίσσεται στο Λαύριο με τα μεταλλεία, τα κλωστήρια, τα καμινάδικα, το σπιρτάδικο και τους λιμανίσιους: ψαράδες, βαρκάρηδες, χαμάληδες για όλες τις δουλειές. Τα «καημένα», ο Παρασκευάς και ο Τσιχλιάς, βολοδέρνουν όλη την βδομάδα, κάνουν σκανταλιές, πίνουν, καπνίζουν, ερωτεύονται και ονειρεύονται. Η ωραιότερη σκηνή είναι όταν διηγούνται τα όνειρα τους, όπου και στα δύο πρωταγωνιστεί ένας Χριστός. Βράδυ Μ.Τετάρτης προς Μ. Πέμπτη αποφασίζουν να κοιμηθούν μέσα σε μια βάρκα πίνοντας και καπνίζοντας. Ένα τσιγάρο θα γίνει αιτία να πάρει φωτιά η βάρκα και να καούν τα δύο παιδιά. Ο συγγραφέας βρίσκει ευκαιρία να σκιαγραφήσει τις φτωχικές ζωές των εργατών της Λαυρεωτικής και παράλληλα να μιλήσει για πάθη που σιγοκαίουν κάτω από τις σάρκες των μικρών διαβόλων, μέχρι που θα καούν ολοκληρωτικά.»

«Το Πάσχα της Αννούλας» της Άννας Κωστάκου Μαρίνη μόνο ευχάριστα αισθητικά ερεθίσματα μας γεμίζει:

. «…Λάβετε, φάγετε… όλοι πλησιάζαμε με χαρά και σεβασμό να κοινωνήσουμε το αναστημέΑπό τα πάθηνο σώμα και αίμα του Χριστού. Μετά το αντίδωρο φεύγαμε παρέες παρέες με αναμένες λαμπάδες για να μεταφέρουμε το άγιο φως στο σπίτι, ν’ ανάψουμε το καντήλι στις εικόνες. Η Καλαμάτα στην αναστάσιμη δόξα της. Άνοιξη, ανοιχτές οι καρδιές. Παιδικό ή νεανικό Πάσχα με κρύο, ή βροχή δεν θυμάμαι’ ούτε λύπη σ’ αυτή την πιο μακριά μέρα του χρόνου, που άρχιζε στις 12 της προηγούμενης νύχτας. Στην πλατεία χωρίζαμε με την Ελένη, για να ξανασυναντηθούμε τα’ απόγευμα στον εσπερινό της αγάπης».

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com