Casablanca: Η θλιβερή αλήθεια πίσω από τις κάμερες – Εκτός ελέγχου η κατανάλωση αλκοόλ από τον Humphrey Bogart – “Ήταν κακός με όλους”

Η Casablanca, μία από τις θρυλικές ταινίες του κλασικού κινηματογράφου, αναμενόταν να είναι μεγάλη αποτυχία, λόγω των όσων συνέβαιναν πίσω από τις κάμερες. Και βασικός υπαίτιος για την αποτυχία θεωρείτο πως θα είναι ο πρωταγωνιστής της, Humphrey Bogart, η συνεργασία με τον οποίο μπορούσε να μετατραπεί σε εφιάλτη.

by Times Newsroom

Έλενα Αντωνίου

Έως το 1942, η κατανάλωση αλκοόλ από τον Humphrey Bogart ήταν εκτός ελέγχου και ο αλκοολισμός του είχε αρχίσει να απειλεί όλα όσα ήταν έτοιμος να πετύχει ως κορυφαίος σταρ του Χόλιγουντ.

Ο Bogie τσακωνόταν με όλους, εντός και εκτός πλατό“, θυμόταν ένας σκηνοθέτης. “Ερχόταν μεθυσμένος. Ήταν κακός με όλους”.

Η ηθοποιός Mary Astor τον περιέγραψε ως “θυμωμένο με τον κόσμο“, γι’ αυτό και ξεσπούσε βίαια και συχνά.

Όταν ήταν μεθυσμένος, είπε, ήταν πικρόχολος και εντελώς δυσάρεστος, ενώ χαμογελούσε σαρκαστικά. Και σίγουρα όλα αυτά δεν ήταν ευοίωνα σημάδια τη νέα ταινία στην οποία θα πρωταγωνιστούσε, την Casablanca.

Ο προβληματικός γάμος του Bogart

Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος ήταν ότι ο γάμος του, που κρατούσε τέσσερα χρόνια, ήταν ένα χάος. Στον Τύπο, αυτός και η Mayo Methot – μια ηθοποιός που είχε βάλει τη δική της καριέρα σε αναμονή για να γίνει η τρίτη σύζυγός του – ήταν γνωστοί ως οι “μαχόμενοι Bogarts” σαν να ήταν ο Punch και η Judy, με ατελείωτες ιστορίες για τους καβγάδες τους.

Ήταν το ίδιο μαχητικοί μεταξύ τους, ενώ συναγωνίζονταν στο ποιος από τους δύο θα πιει περισσότερο. “Το μπουκάλι ήταν το μεγαλύτερο κοινό τους σημείο”, είπε η ηθοποιός Gloria Stuart. Εκείνος δεν δίσταζε να τη χτυπάει και να την κακοποιεί, ιδίως αν ήταν μεθυσμένος.

Ένας δημοσιογράφος παρατήρησε έναν καβγά μεταξύ του ζευγαριού που αυξανόταν σε ένταση όσο περισσότερο έπιναν, μέχρι που η Mayo, ασταθής στα πόδια της, έπεσε προς τα πίσω, και βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα στον καναπέ και τον τοίχο. Καθώς βρισκόταν εκεί αβοήθητη, ο Bogie απλώς της φώναζε βρισιές, γράφει ο συγγραφέας William J. Mann στο βιβλίο του “Bogie & Bacall: The Surprising True Story Of Hollywood’s Greatest Love Affair.”

Ένας αυτόπτης, που τους συνάντησε κάποτε σε ένα καφέ, άκουσε ένα χαστούκι και υπέθεσε ότι ο Bogart είχε χτυπήσει τη γυναίκα του. Όταν όμως γύρισε να κοιτάξει, είδε ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο: Ο Bogie είχε πέσει από το σκαμπό του μπαρ και ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, ενώ η Mayo βρισκόταν από πάνω του.

Όλα αυτά ήταν μάλλον θλιβερά γιατί, αρχικά, ο καθένας τους πίστευε ότι είχε βρει τον τέλειο σύντροφο. Όμως, στη συνέχεια, η σχέση τους είχε χαλάσει και εκείνος την είχε απατήσει. Η σχέση ήταν εντελώς εκτός του χαρακτήρα της. Ποτέ δεν ήταν γυναικάς. Δεν ήταν σαν τον Errol Flynn, που την έπεφτε σε κάθε γυναίκα που περνούσε απο μπροστά του. “Το σεξ ήταν χαμηλά στη λίστα των χόμπι του“, σύμφωνα με τον συγγραφέα Nathaniel Benchley.

Το γεγονός ότι είχε ερωμένη έδειχνε πόσο απελπιστικά δυστυχισμένος ήταν την άνοιξη του 1942, σε κατάσταση οργής και σύγχυσης.

Η απογοήτευσή του από τη Warner Bros.

Σε όλο αυτό το προσωπικό δράμα στη ζωή του, προστέθηκε και η απογοήτευσή του από το γεγονός ότι, αν και ήταν πλέον ο μεγαλύτερος σταρ της Warner Bros, το συμβόλαιό του με το στούντιο δεν του έδινε την έγκριση σεναρίων.

Όταν του έστειλαν το προσχέδιο για την Casablanca, που βασιζόταν σε ένα θεατρικό έργο, που δεν είχε ανέβει, με τίτλο Everybody Comes To Rick’s, το θεώρησε ανάξια συνέχεια του The Maltese Falcon, της καλύτερης ταινίας του μέχρι τότε. Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να δεχτεί τον ρόλο παρά τους ενδοιασμούς του.

Η Casablanca ήταν μια πολύ επίκαιρη ταινία για να γυριστεί, βασισμένη σε όσα συνέβαιναν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.

Ο προβληματικός σκηνοθέτης “Iron Mike”

Υπήρχαν προβλήματα από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Ο σκηνοθέτης ήταν ο Michael Curtiz, γνωστός ως “Iron Mike.” Φορούσε βαριές μπότες ιππασίας και τριγυρνούσε στο πλατό, φωνάζοντας εντολές με την παχιά ουγγρική προφορά του. Σκεφτόταν ελάχιστα τους ηθοποιούς, τους έβλεπε σαν κάτι που δεν διέφερε πολύ από τα σκηνικά. Ήταν γνωστό ότι τους έβριζε μπροστά στα μάτια του θιάσου.

Το πρώτο πρωινό στο πλατό, οι ηθοποιοί μόλις είχαν μάθει τα λόγια τους για τη σκηνή που επρόκειτο να παίξουν. Οι σεναριογράφοι είχαν τελειώσει τα λόγια τους μόλις την προηγούμενη μέρα. Ακόμη και όταν ο Curtiz φώναζε “Action!”, οι ηθοποιοί δεν είχαν πλήρες σενάριο. Αυτό προκάλεσε ανησυχία και απαισιοδοξία στον θίασο.

Η σκηνή που γυριζόταν ήταν μια αναδρομή που θα παρεμβαλλόταν στη μέση της ταινίας. Σε ένα παριζιάνικο καφέ, ο Bogart στέκεται σε ένα μπαρ δίπλα σε ένα ασημένιο αντίγραφο του Πύργου του Άιφελ. Πίσω του, κάπως αφηρημένος, είναι ο Arthur “Dooley” Wilson, που παίζει στο πιάνο μερικά κομμάτια από το παλιό τραγούδι του Rudy Vallée, As Time Goes By. Η Σουηδή ηθοποιός Ingrid Bergman στέκεται δίπλα του και ακούει.

Πολύ λίγες σκηνοθετικές οδηγίες είχαν δοθεί στους ηθοποιούς. Ο Curtiz είπε στον Bogart να είναι ζωηρός και ασεβής και στην Bergman να είναι αφηρημένη και ανήσυχη. Οι Γερμανοί επρόκειτο να καταλάβουν το Παρίσι, εξήγησε ο Curtiz. Ο Bogart, ως ο Αμερικανός ομογενής Rick,, θα έπρεπε να είναι σίγουρος ότι θα έφευγε με ασφάλεια. Η Bergman, ως η Ευρωπαία Ilsa, θα έπρεπε να είναι αβέβαιη, παλεύοντας με ένα μυστικό.

Αυτά δεν ήταν πολλά για να δουλέψουν οι ηθοποιοί. Ο διάλογος, όπως παραδέχτηκε αργότερα ένας από τους σεναριογράφους, ο Casey Robinson, ήταν περίτεχνος, αλλά ήταν απαραίτητος για να περάσει στο κοινό μέσα σε μόλις 33 δευτερόλεπτα μια έντονη ερωτική σχέση μεταξύ των δύο τους.

Ο Bogie και η Bergman έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Ο Rick τσουγκρίζει το ποτήρι του με την Ilsa και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. “Με όλο τον κόσμο να καταρρέει” λέει, “διαλέγουμε αυτή τη στιγμή για να ερωτευτούμε.” Φιλιούνται, και αυτή είναι ουσιαστικά η έκταση της σκηνής.

Στη συνέχεια, τόσο ο Bogart όσο και η Bergman ήταν εξαιρετικά δυσαρεστημένοι. Το σενάριο έφτανε με το σταγονόμετρο, ο Curtiz δεν ήταν επικοινωνιακός και το στούντιο αρνιόταν να διαθέσει τον κατάλληλο προϋπολογισμό. Ο παραγωγός Hal B. Wallis εθεάθη να επιπλήττει τον διευθυντή φωτισμού επειδή αργούσε τόσο πολύ να στήσει τον εξοπλισμό, προειδοποιώντας τον ότι θα έπρεπε να θυσιάσει λίγο την ποιότητα αν χρειαζόταν.

Μεταξύ των ανώτατων στελεχών της Warner Bros, δεν υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην ταινία, μια στάση που είχε διαμορφωθεί από νωρίς όταν ο σεναριογράφος του στούντιο Robert Buckner είχε πει στον Wallis ότι το θεατρικό έργο στο οποίο βασίστηκε η ταινία ήταν “σκέτο μελόδραμα.”

H ανύπαρκτη χημεία των Bogart και Bergman

Ο Bogie είχε γνωρίσει τη συμπρωταγωνίστριά του Bergman μόλις λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη της παραγωγής. Η ηθοποιός Geraldine Fitzgerald, η οποία είχε περάσει από οντισιόν για τον ρόλο της Ilsa, θυμήθηκε μια συζήτηση που είχε κάνει με τους δύο τους στην καντίνα.

Θεωρούσαν ότι ο διάλογος ήταν γελοίος και οι καταστάσεις απίστευτες. Και οι δύο ήθελαν να φύγουν.

Ο Bogie δεν είχε σχεδόν καθόλου χημεία με την Bergman. Εκείνη ήταν εξίσου διστακτική. “Τον φίλησα, αλλά δεν τον ξέρω καθόλου“, σημείωσε αργότερα. Ο Bogie, ο οποίος ήταν ελαφρύς, με μικρούς, στρογγυλούς ώμους και μικροσκοπική μέση, μπορεί να είχε προσωπικούς λόγους που ένιωθε άβολα μαζί της.

Το ύψος του με το ζόρι έφθανε τα 1,73. Στις σκηνές μαζί της έπρεπε να δέσει ξύλινες πλατφόρμες 3 ιντσών στα παπούτσια του, καθώς η συμπρωταγωνίστριά του ξεπερνούσε τα 1,75 μ., δηλαδή ήταν τουλάχιστον δύο εκατοστά ψηλότερη από εκείνον.

Το κενό στο σενάριο

Καθώς τα γυρίσματα προχωρούσαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942, η διάθεση των ηθοποιών έπεφτε. Ακόμη και με το σενάριο πλέον έτοιμο, εξακολουθούσαν να μην πιστεύουν στην ιστορία. Τους έδιναν συχνά την τελευταία στιγμή νέα κείμενα.

Ο Bogie δεν πίστεψε ιδιαίτερα το τέλος, όπου ο Rick – μέχρι εκείνο το σημείο εντελώς ιδιοτελής, κυνικός και σαρκαστικός – κάνει το ευγενές πράγμα. Λέει στην Ilsa να πάει με τον άντρα της στην ελευθερία στην Αμερική, αντί να την κρατήσει μαζί του, όπως εκείνη επιθυμεί απεγνωσμένα.

Η Bergman ανησυχούσε, επίσης, νιώθοντας να μην γνωρίζει τον χαρακτήρα που υποδυόταν. Παραπονέθηκε στον σεναριογράφο Howard Koch: “Πώς μπορώ να παίξω την ερωτική σκηνή όταν δεν ξέρω με ποιον θα φύγω;”

Οι σεναριογράφοι γνώριζαν καλά πόσο σημαντικό ήταν να πετύχουν το σωστό τέλος. “Υπάρχει ο κίνδυνος η θυσία του Rick να φανεί θεατρική και ψεύτικη“, αναφέρεται σε μια εκτίμηση του Koch. Αν το κοινό το έβλεπε έτσι, αυτό θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη την ταινία και θα είχαν μια αποτυχία στα χέρια τους.

Για να ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο, κάποιος στο πλατό πρότεινε ο Rick να ρίξει αναίσθητη την Ilsa, ώστε να τη σύρουν στο αεροπλάνο που περίμενε. Άλλοι ήθελαν να εγκαταλείψουν εντελώς τη θυσία και να μείνει η Ilsa με τον Rick. Ο Curtiz και οι παραγωγοί απέρριψαν και τις δύο προσεγγίσεις ως χειρότερες από αυτό που είχαν τώρα.

Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα, ο σκηνοθέτης είχε έρθει σε ρήξη με τους ηθοποιούς του, των οποίων η απογοήτευση μαζί του μεγάλωνε και μεγάλωνε. “Ο Mike τους τρέλαινε“, είπε ο Lee Katz, βοηθός του Curtiz. ‘Ήταν από την ευρωπαϊκή σχολή, γεμάτη από dolly shots και περιστρεφόμενες κάμερες. Είχε την τάση να παρακολουθεί τις κάμερες αντί για τους ηθοποιούς.

Ο Bogart καυτηρίαζε τις σκηνοθετικές αποφάσεις του Curtiz , μέχρι που ξέσπασε ανοιχτός πόλεμος μεταξύ τους.

Ήδη μια βδομάδα πίσω από το χρονοδιάγραμμα, ήταν έτοιμοι να γυρίσουν την κορυφαία σκηνή του αεροδρομίου. Πριν αρχίσουν να γυρίζουν οι κάμερες, ο Bogart άρχισε να φωνάζει με τον Curtiz και αρνήθηκε να συνεχίσει. Ο Hal Wallis χρειάστηκε να παρέμβει για να τερματίσει την αντιπαράθεση.

Το πρόβλημα ήταν η σκηνή όπου ο Rick στέλνει την Ilsa μακριά. Πώς θα μπορούσαν να την κάνουν πειστική χωρίς να φανεί ότι είναι εκτός χαρακτήρα; Κανείς δεν μπορούσε να συμφωνήσει για το πώς να προχωρήσει.

Μια μερική απάντηση ήρθε από τον Koch, ο οποίος έκανε το σενάριο για αρκετές σκηνές που θα έρχονταν νωρίτερα στην ταινία και οι οποίες θα καθιέρωναν την έμφυτη αίσθηση τιμής και καθήκοντος του Rick και θα έκαναν πειστική την τελική του απόφαση να απελευθερώσει την Ilsa. Αλλά το καστ και το συνεργείο παρέμεναν ακόμη χωρίς τους διαλόγους για την τόσο σημαντική κλιμακωτή σκηνή. Ο σεναριογράφος Casey Robinson βρήκε την απάντηση (αν και δεν πήρε ποτέ τα εύσημα γι’ αυτό).

Ήταν μια καλή λύση, θεωρητικά. Αλλά σήμαινε ότι όλο το βάρος της ταινίας στηριζόταν πλέον στον Bogie και στην τελευταία του ομιλία προς την Bergman.

Η σκηνή γυρίστηκε κοντά στο τέλος της παραγωγής. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο σταρ και ο σκηνοθέτης συγκρούστηκαν ξανά και χάθηκαν κι άλλες ώρες καθώς διαφωνούσαν σε αυτό που οι σημειώσεις της ταινίας καταγράφουν ως “μια σύσκεψη για το σενάριο μεταξύ του κ. Curtiz και του κ. Bogart.” Τελικά κατέληξαν σε κάποια συνεννόηση και ο Curtiz έδωσε σήμα στις κάμερες να γυρίσουν. Όταν ο Curtiz είπε “Cut!” δεν είχαν ιδέα πόσο εμβληματική θα γινόταν αυτή η σκηνή.

Για τον Bogie, τα γυρίσματα της Casablanca ήταν μια άθλια εμπειρία. Παρέμεινε νευρικός καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων και δεν εμπιστεύτηκε ποτέ το υλικό. Οτιδήποτε μπορούσε να τον εκνευρίσει, και ήταν έτοιμος για καβγά.

Οι διαπληκτισμοί του με τον Curtiz αντανακλούσαν τους καβγάδες που είχε στο σπίτι του. Η σχέση του με τη Mayo γινόταν ακόμη πιο τεταμένη. Η Dorothy Parker θα αστειευόταν: “Οι γείτονές τους κοιμώνταν από τους ήχους της σπασμένης πορσελάνης και των γυαλιών που έσπαγαν.

Ο Bogart ήταν πλέον κορυφαίος σταρ του κινηματογράφου και στο μεταίχμιο των μεγαλύτερων επιτυχιών του. Κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο αξιοσέβαστος μεταξύ των συναδέλφων του, όμως, στο τέλος της Casablanca, δεν ήταν ευτυχισμένος, όπως αναφέρεται στο βιβλίο “Bogie & Bacall: The Surprising True Story Of Hollywood’s Greatest Love Affair.”

Η επιτυχία που διέψευσε τις ανησυχίες

Τα αφεντικά του στη Warner Bros, αντίθετα, ήταν ενθουσιασμένα. Και με καλό λόγο. Για την Casablanca αύξησαν τις τιμές εισόδου στους κινηματογράφους τους κατά σχεδόν 50%, περιμένοντας επιπλέον ενδιαφέρον επειδή οι στρατιώτες των ΗΠΑ είχαν μόλις πετύχει μια αξιοσημείωτη νίκη στη Βόρεια Αφρική.

Όπως ήλπιζε το στούντιο, τα πλήθη δεν πτοήθηκαν από το υψηλότερο κόστος όταν η ταινία άνοιξε στις 26 Νοεμβρίου 1942 στη Νέα Υόρκη. Την πρώτη εβδομάδα προβολής του στο Hollywood Theatre στο κέντρο του Μανχάταν, η Καζαμπλάνκα συγκέντρωσε 37.000 δολάρια – το υψηλότερο ποσό που είχε πάρει ποτέ ο κινηματογράφος. Σε άλλα σημεία της χώρας, οι αποδόσεις ήταν περισσότερες από ό,τι είχαν φανταστεί ποτέ οι εμπλεκόμενοι. Έγινε η έβδομη ταινία με τα υψηλότερα έσοδα του 1943.

Η κριτική αποδοχή ήταν εξίσου ενθουσιώδης. Οι New York Times θεώρησαν την ταινία μια “πλούσια, γλυκιά, συναρπαστική και συγκινητική ιστορία” και αναγνώρισαν τον Bogart “ως τον ψυχρό, κυνικό, αποτελεσματικό και σούπερ σοφό τύπο με έναν πυρήνα συναισθήματος και ιδεαλισμού μέσα του.”

Το κινηματογραφικό κοινό απολάμβανε την παρουσία του Bogart, που πλέον έμοιαζε με σταρ. Στο τελικό μοντάζ, ο Curtiz – παρ’ όλες τις συγκρούσεις στα γυρίσματα – του είχε δώσει τη μεγάλη είσοδο που επιφυλάσσεται για τους κορυφαίους σταρ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Bogart δεν ταράσσεται ποτέ, αλλά οι θεατές μπορούν να διακρίνουν την εσωτερική του σύγκρουση.

Στο τελικό, εμβληματικό διπλό πλάνο του Rick και της Ilsa, ο Bogart είναι σταθερός και αποφασισμένος, αλλά ολόκληρη η ύπαρξή του τρέμει από αμφιβολία, θλίψη και λύπη. Από εδώ και πέρα, όλοι οι χαρακτήρες του Bogie θα έχουν να αντιμετωπίσουν αγγέλους και διαβόλους, με τους αγγέλους του συνήθως να κερδίζουν. Θα υποδυόταν πλέον χαρακτήρες επιφυλακτικούς και σκεπτικιστές, ευάλωτους και δύσπιστους, και παράλληλα θα έμοιαζε κυνικός γεμάτος αυτοπεποίθηση. Τελικά με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους σταρ του κινηματογράφου, γράφει στο βιβλίο του “Bogie & Bacall: The Surprising True Story Of Hollywood’s Greatest Love Affair”, ο William J. Mann

Πηγή:  Instyle

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com