Η υπόθεση αυτή είναι ένα παράδειγμα της ανόδου της μνησίκακης αντιμετώπισης των πολιτικών στη χώρα, σχολίασε ο υπουργός που είχε μπει στο στόχαστρο, ο Καρλ Λάουτερμπαχ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel.
Η δίκη αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον στη Γερμανία, όπου ο ακροδεξιός εξτρεμισμός κατατάσσεται στην πρώτη γραμμή των απειλών που αντιμετωπίζει η χώρα. Η ιδεολογία των «Reichsbürger», των «Πολιτών του Ράιχ» που αντιτίθενται στις δημοκρατικές αξίες, γνωρίζει σημαντική άνοδο κυρίως μετά τις απαγορεύσεις που εφαρμόστηκαν την περίοδο της πανδημίας της Covid-19.
Τέσσερις άνδρες και μία γυναίκα δικάζονται επειδή σχεδίαζαν «να δημιουργήσουν με βία συνθήκες εμφυλίου πολέμου στη Γερμανία», σύμφωνα με την ομοσπονδιακή εισαγγελία που είναι αρμόδια για υποθέσεις τρομοκρατίας. Το σχέδιο περιλάμβανε την απαγωγή του υπουργού Υγείας της κυβέρνησης του Όλαφ Σολτς, ο οποίος ήταν αντιδημοφιλής στους κύκλους που διαμαρτύρονταν για τα περιοριστικά μέτρα τα οποία είχαν επιβληθεί λόγω της πανδημίας. Η ομάδα ήθελε «να προκαλέσει την ανατροπή της κυβέρνησης και της γερμανικής δημοκρατίας», σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Το σχέδιο περιλάμβανε τρεις φάσεις. Στην πρώτη, θα έκαναν σαμποτάζ σε υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας για να προκαλέσουν μπλακάουτ σε όλη τη χώρα. Θα ακολουθούσε η απαγωγή του υπουργού, αφού προηγουμένως θα σκότωναν τους σωματοφύλακές του. Με τις πράξεις τους αυτές θα δημιουργούσαν συνθήκες «εμφυλίου πολέμου» και θα διόριζαν έναν νέο ηγέτη, γύρω από τον οποίο θα αναλάμβαναν οι ίδιοι «κεντρικό ρόλο» στην εκτελεστική εξουσία.
Η μοναδική γυναίκα, η 75χρονη Ελίζαμπετ Ρ., είχε τον ρόλο του «πνευματικού καθοδηγητή» της ομάδας, όπως είπε σήμερα ο γενικός εισαγγελέας Βόλφγκανγκ Μπάροτ. Με τα χρόνια είχε αναπτύξει «έναν τρόπο σκέψης που βασιζόταν στον αντισημιτισμό», πρόσθεσε. Η συνταξιούχος εκπαιδευτικός και οι συνεργοί της αμφισβητούσαν τη νομιμότητα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και ονειρεύονταν την επιστροφή στο Β΄ Ράιχ του 1871, όταν είχε στεφθεί αυτοκράτορας ο βασιλιάς της Πρωσίας Γουλιέλμος Α΄.
Πάντως, θα έκαναν κάποιες «προσαρμογές» στο καθεστώς αυτό, δίνοντας για παράδειγμα δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.
Η ομάδα επιχείρησε να κερδίσει την εύνοια του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του έστειλε μια επιστολή που είχε γράψει η Ελίζαμπετ Ρ. Σχεδίαζαν επίσης να προσεγγίσουν τον Πολωνό πρόεδρο Αντρέι Ντούντα, με τον ίδιο σκοπό.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του κατηγορητηρίου η Ελιζαμπέτ Ρ. είχε σχεδόν συνεχώς σκυμμένο το κεφάλι πάνω από έναν κάδο απορριμμάτων. «Φοβάμαι ότι θα κάνω εμετό», είπε με τρεμάμενη φωνή στο δικαστήριο, ενώ οι συγκατηγορούμενοί της άκουγαν απαθείς.
Λίγους μήνες μετά τη σύλληψη των πέντε, οι γερμανικές αρχές εξάρθρωσαν μια άλλη, ένοπλη ομάδα συνωμοτών στην οποία συμμετείχαν ένας αριστοκράτης και πρώην στρατιωτικοί που σχεδίαζαν να ανατρέψουν τους θεσμούς και να επιτεθούν στην Μπούντεσταγκ.