Γιώργος Σκιάνης: Στο μώλο

Ο μικρός Γιωργάκης δεν ήθελε να τελειώσει το ψάρεμα, ακόμη κι όταν έπαψε να τσιμπάει , η γιαγιά δεν ήθελε να του χαλάσει χατίρι αλλά ο παππούς ανυπομονούσε να κάτσει κάτω από τη μουριά, δίπλα στο πηγάδι, να πιει το ουζάκι του και να στήσει το καβαλέτο με το τελάρο του.

by Times Newsroom

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

ΣΤΟ ΜΩΛΟ

Χίλια εννιακόσια εξηντακατιλίγο. Καλοκαίρι. Παλούκια Σαλαμίνας. Πρωί-πρωί. Παππούς, γιαγιά και ο μικρός Γιωργάκης τραβάνε κατά το μώλο με καρεκλάκια, πετονιές, δολώματα και κουβά. Ο μώλος δίπλα στο ναύσταθμο. Στο νάσταθμο που τον λέγανε παππούς και γιαγιά, με το δίκιο τους, καθόσον αυτό το ύψιλον που προφέρεται φι μπερδεύει την γλώσσα.

Παππούς και γιαγιά δεν ξεκίνησαν καλά τη μέρα. Κάτι που έψελνε η γιαγιά τον παππού, κάτι που της αντιμίλησε ο παππούς και είπε το στόμα της μαγαρισμένο. Αυτό το μαγαρισμένο μου κακοφάνηκε γιατί ήμουνα μικρός και το μπέρδεψα με το μαλακισμένο που για κείνη τη γενιά ήταν λέξη βαριά και ανείπωτη. Τουλάχιστον στη δικιά μας οικογένεια. Πιο πολύ όμως τρόμαξα μήπως η σύρραξη αυτή φέρει  τη ματαίωση της αγαπημένης μου δραστηριότητας. Δραστηριότητες τις λένε σήμερα, τότε τα λέγανε όλα με το όνομά τους. Το ειδικό υπερτερούσε του γενικού. Το ψάρεμα ήταν αυτό το ειδικό που αποτελούσε την πεμπτουσία των διακοπών με παππού και γιαγιά.

Γύλοι, χάνοι, πέρκες, σπάροι, σαυρίδια, κοκκάλια, κολιοί, σαρδέλες, γόπες. Κοκοβιοί  ήταν το ευκολάκι, το ψάρεμα από τα αγκυροβολημένα φερι-μποτ. Ανέβαιναν τα καημένα τα ψαράκια δυο-δυο. Η ξαδέρφη μου έκανε προσευχές, η γιαγιά δόλωνε κι εγώ έριχνα πετονιά. Για τους κοκοβιούς δε χρειαζόμαστε τη συνδρομή του παππού.

Τέλος πάντων, τη μέρα εκείνη της μικρής αλλά επικίνδυνης στο μυαλό μου σύρραξης η εξέλιξη ήταν θετική. Φτάσαμε στο μώλο, απλώσαμε εφημερίδες, βάλαμε απάνω  δολώματα και σύνεργα, ανοίξαμε τα σκαμνάκια και πήραμε θέση. Έλειπε η ξαδέρφη και οι προσευχές της αλλά ψαρέψαμε. Ο μικρός Γιωργάκης δεν ήθελε να τελειώσει το ψάρεμα, ακόμη κι όταν έπαψε να τσιμπάει , η γιαγιά δεν ήθελε να του χαλάσει χατίρι αλλά ο παππούς ανυπομονούσε να κάτσει κάτω από τη μουριά, δίπλα στο πηγάδι, να πιει το ουζάκι του και να στήσει το καβαλέτο με το τελάρο του. Γιατί ο παππούς είχε τελειώσει μόνο την πρώτη δημοτικού αλλά ήταν καλλιτέχνης.

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com