Γκούσταβ Στρέζεμαν (1878 – 1929) Φιλελεύθερος Γερμανός πολιτικός

Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ηγέτες και ένθερμος υποστηρικτής της  Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κατά τη διάρκεια του εύθραυστου αυτού καθεστώτος. Θεωρείται, επίσης, ένας από τους πρώτους οραματιστές της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης

by Times Newsroom

Ο Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann, 10 Μαΐου 1878 – 3 Οκτωβρίου 1929) ήταν φιλελεύθερος Γερμανός πολιτικός, ο οποίος διατέλεσε Υπουργός Εξωτερικών και Καγκελάριος κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς ηγέτες και ένθερμος υποστηρικτής της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του εύθραυστου αυτού καθεστώτος. Θεωρείται, επίσης, ένας από τους πρώτους οραματιστές της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Το μεγαλύτερο επίτευγμα κατά τη διάρκεια της θητείας του στα δημόσια πράγματα ήταν η συμφιλίωση της Γερμανίας με τη Γαλλία. Γι’ αυτό του το επίτευγμα τιμήθηκε, μαζί με τον Γάλλο ομόλογό του Αριστίντ Μπριάν με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1926.

Ο Στρέζεμαν γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1878 στο Βερολίνο, γιος ενός ευκατάστατου ιδιοκτήτη εστιατορίου. Στην παιδική του ηλικία υπήρξε επιμελής μαθητής, ενώ παράλληλα βοηθούσε στην οικογενειακή επιχείρηση. Ολοκληρώνοντας την εγκύκλια εκπαίδευσή του στο «Andreas Real Gymnasium» σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και πολιτική οικονομία στο Βερολίνο και στη Λειψία. Το θέμα της διδακτορικής του διατριβής, σχετικά με το εμπόριο της εμφιαλωμένης μπύρας στο Βερολίνο ήταν τόσο θεωρητικό όσο και πρακτικό, αποτιμώντας τις πιέσεις του καπιταλισμού των μεγάλων επιχειρήσεων στην ανεξάρτητη μεσαία τάξη του Βερολίνου. Παράλληλα συνέγραψε κριτικά δοκίμια σχετικά με την «Ουτοπία» του Τόμας Μορ, τους στίχους του Ντ. Φ. Στράους και ιστορικά δοκίμια σχετικά με τον Ναπολέοντα και τον Βίσμαρκ.

Σε ηλικία 22 ετών ο Στρέζεμαν μπήκε στον κόσμο του εμπορίου: Το 1901 προσλήφθηκε ως υπάλληλος της Ένωσης των Γερμανών παραγωγών σοκολάτας στη Δρέσδη και το επόμενο έτος (1902) ανέλαβε ως μάνατζερ του τοπικού υποκαταστήματος του Συνασπισμού Κατασκευαστών. Οι οργανωτικές του ικανότητες και η πειθώ του ανέβασαν τον αριθμό των μελών στο συνασπισμό από 180 το 1902 σε 1.000 το 1904 και σε 5.000 το 1912. Αν και εκπροσωπούσε ασφαλώς το Κεφάλαιο, ο Στρέζεμαν υποστήριζε ότι οι διοικήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων έπρεπε να αποδεχτούν το δικαίωμα οργάνωσης των εργατών σε συνδικάτα και ότι οι εκπρόσωποί τους θα έπρεπε να γίνονται δεκτοί ως επίσημοι διαπραγματευτές.

Ενώ βρισκόταν στη Δρέσδη, γνώρισε και νυμφεύτηκε την Κέτε Κλέεφελντ (Käthe Kleefeld), με την οποία απέκτησαν δύο γιους. Ο Στρέζεμαν, έχοντας πειστεί πως η οικονομία και η πολιτική βρίσκονται σε στενή σχέση, αποφάσισε να διεκδικήσει δημόσια αξιώματα. Το 1906 εκλέγεται μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Δρέσδης, διατηρούμενος εκεί μέχρι το 1912. Το 1907 εκλέγεται επίσης μέλος του Ράιχσταγκ, ενώ το 1917 εκλέγεται στη θέση του επικεφαλής του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος (Nationalliberale Partei). Από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής ο Στρέζεμαν θα μπορούσε να θεωρηθεί εθνικιστής πολιτικός, καθώς υποστήριζε με πάθος τις γερμανικές θέσεις στην εξωτερική πολιτική τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πίστευε τόσο στη στρατιωτική ισχύ όσο και στην πειθαρχία στην εξουσία. Υποστήριζε ήδη από το 1907 τη δημιουργία ενός ισχυρού Ναυτικού, το οποίο διέβλεπε ως μέσο επέκτασης και προστασίας του γερμανικού εξωτερικού εμπορίου. Το 1916 υποστήριξε τον καθολικό υποβρύχιο πόλεμο και ήταν αντίθετος στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ήταν, συνεπώς, θαυμαστής της πολιτικής της «Τρίτης Ανώτατης Διοίκησης», της στρατιωτικής δικτατορίας που είχαν επιβάλει οι Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και ο Έριχ Λούντεντορφ. Υποστήριξε και τους δύο στις μηχανορραφίες για την απομάκρυνση του τότε Καγκελάριου Τέομπαλντ φον Μπέρτμαν-Χόλβεγκ (Theobald von Bethmann-Hollweg) και την επακόλουθη εγκατάσταση Καγκελαρίων – ανδρεικέλων, τους οποίους κατεύθυνε η στρατιωτική ανώτατη διοίκηση.

Τον Ιανουάριο του 1918 το Κόμμα του Στρέζεμαν διαφώνησε με το σοσιαλιστικό λόγω της υποστήριξης του τελευταίου στις διαδηλώσεις στο Βερολίνο. Στο τέλος του ίδιου έτους το Κόμμα διαλύθηκε κι έτσι ο Στρέζεμαν επέστρεψε στο Ράιχσταγκ το 1919 επικεφαλής του Κόμματος του Γερμανικού Λαού, που είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Αντίθετος με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, πίστευε ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις που είχαν επιβληθεί στη χώρα του ήταν αναίτιες. Ασχολήθηκε, επίσης, με την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από το γερμανικό έδαφος και συνηγορούσε υπέρ της πολιτικής ένωσης με την Αυστρία και της αποκατάστασης των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας.

Το 1923 ανέλαβε Καγκελάριος σε κυβέρνηση συνασπισμού – για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (13 Αυγούστου – 23 Νοεμβρίου), καταφέρνοντας να αποκαταστήσει την τάξη στη Βαυαρία ύστερα από το αποτυχημένο Πραξικόπημα της μπιραρίας του Χίτλερ. Ο διάδοχός του τού ανέθεσε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, στην οποία παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1929.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργού υπεγράφησαν οι Συνθήκες του Λοκάρνο (Οκτώβριος 1925), στις οποίες υπέγραψε ως εκπρόσωπος της Γερμανίας, μαζί με τους Αριστίντ Μπριάν (Aristide Briand, Γαλλία) και Όστεν Τσάμπερλεν (Austen Chamberlain, Ην. Βασίλειο). Κύριο μέλημά του, μετά την υπογραφή των συνθηκών, ήταν η υποστήριξή τους από το Γερμανικό λαό, στον οποίο απευθύνθηκε με ραδιοφωνικό διάγγελμα για υποστήριξη, δηλώνοντας: «Το Λοκάρνο μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη ότι τα Ευρωπαϊκά κράτη επιτέλους αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να πολεμούν το ένα το άλλο πριν απολήξουν όλα σε ερείπια».

Σε μια ακόμη ειρηνευτική του προσπάθεια, ο Στρέζεμαν υπέγραψε την αποκαλούμενη «Συνθήκη του Βερολίνου» με τη Σοβιετική Ένωση τον Απρίλιο του 1926. Ζήτησε την ένταξη της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών και, ύστερα από άρνηση και αποτυχημένη μετάβασή του στη Γενεύη για το σκοπό αυτό, τελικά το πέτυχε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1926.

Η υγεία του Στρέζεμαν άρχισε να κλονίζεται προς το τέλος του 1927. Η συμβουλή των γιατρών του ήταν να σταματήσει τις δραστηριότητές του, οι οποίες τον καταπονούσαν σημαντικά. Ο Στρέζεμαν την αγνόησε και διατήρησε τη θέση του υπουργού εξωτερικών. Στη διάσκεψη της Χάγης το 1929 αποδέχτηκε το Σχέδιο Γιανγκ (Young Plan) που καθόριζε την 30ή Ιουνίου 1930 ως τελική ημερομηνία της εκκένωσης του Ρουρ. Ο ίδιος όμως δεν έζησε για να δει την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού. Απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1929 ύστερα από έμφραγμα του μυοκαρδίου στο Βερολίνο.

Βιβλιογραφία

  • Jonathan Wright, Gustav Stresemann: Weimar’s Greatest Statesman, New York and Oxford: Oxford University Press, 2002 ISBN 0-19-927329-4
  • Stephen J. Lee, The Weimar Republic, New York, Routledge, 1998

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή