Η ετυμολογική ερμηνεία τού μιμιδίου μου για το βενζινάδικο σαν (όχι ως) «βενζίνη + άδικο» είναι μια εύστροφη επιτυχημένη σατιρική παρετυμολογία τής λέξης κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα (παρετυμολογίες είναι λ.χ. παντελόνι από το “πάντα λειώνει” !…, ομπρέλα από το “όμβρε έλα” !…)
Τώρα φταίω, όμως, εγώ να σάς «τρελάνω» ετυμολογικά ―αλλά επιστημονικά πλέον, όχι παρετυμολογικά― λέγοντας ότι η βενζίνη πήρε το όνομά της από το «λιβάνι τής Ιάβας (Ινδονησία)», μέσω τού αραβικού bᾱn ğᾱwῑ που έδωσε το καταλανικό benjuí, απ’ όπου το Benzoe «βενζόη», το οποίο στην πλήρη του μορφή είναι το γερμανικό Benzoe-Säure «βενζοϊκό οξύ».
Τελικά, τη λ. Benzin «βενζίνη» έπλασε το 1833 ο Γερμανός χημικός E. Mitscherlich (1794-1863), κατονομάζοντας έτσι το προϊόν που παρασκεύασε με απόσταξη βενζοϊκού οξέος, τού οποίου η πρώτη ύλη (ρητίνη) προερχόταν από την Ιάβα.