Νίκος Τσιφόρος: Ο Μποκατσιάμπης ζωγράφιζε θάλασσες

Ωραία είναι η ζωή, χρυσή η μπύρα, παχαίνει η γαστέρα των ανθρώπων, λένε οι γιατροί “προσέχετε τη δίαιτά σας”, λένε οι δικηγόροι “θα την κερδίσωμεν την δίκην” μια μέρα ακριβώς πριν τη χάσουνε...

by Times Newsroom

ΕΡΧΟΤΑΝΕ το κύμα έξω φρενών, θεόρατο, οχτώ ποδάρια ψηλό και βαρούσε μ’ αφρισμένη μανία πάνω στον βράχο. Στεκόταν ο βράχος, σκοτούρα που τον έφαγε, κι έσπαγε κέφι σαν να του ‘λεγε, πιο ψηλά, κύριε κυματάκι, πάρτε τα μου και μια ψιλή κόντρα, παρακαλώ.

Κάτω στα ποδάρια του γαντζώνανε οι πεταλίδες, βγάζανε δειλά το κεφαλάκι τους τα όστρακα, “τι γίνεται, ρε, και λύσσαξε τούτο το κύμα;” και τα καβούρια περπατάγανε πισώκωλα και κοιτάγανε να μαγκώσουνε κανένα ζουζούνι να το λιανίσουνε κι άμα παραγριεύανε τα πράματα να και χωνόντουσαν στις ραγάδες του βράχου, του πατέρα τους. Ωραία πράματα όλα, χώρια τα γλαρόπουλα που το φέρνανε βολ-πλανέ να ανακαλύψουν κάνα ξεστρατισμένο ασημόψαρο και να το μεζεδιάσουνε κατά πως έχει ορίσει η μαμά φύση, “το λεύκωμα συμπληρούμενο εκ λευκώματος”, μέχρι που όλα να πεθάνουνε και να πέσουνε οι γλάροι ψόφιοι στο κύμα και να βάλουνε τους ανθρώπους μέσα κείνες τις αποθήκες χλωριούχου ασβεστίου, που τις λένε νεκροταφεία.

Πέρα στο βάθος γραφότανε κι ένα καράβι. Δεν φαινότανε να κουνιέται, μόνο γραφότανε μεσα στ’ άσπρα σύννεφα, όλα έτσι ήταν με λαδομπογιά και στην άκρη είχε επιγραφή: “Μποκατσιάμπης”. Καλός ζωγράφος, γεροντάκος, τα ζωγράφιζε οδός Ζαΐμη, τα πούλαγε οδός Ζαΐμη κι ήτανε αψηλός, ομορφάνθρωπος και λιγάκι κουφός. Να αρτηριοσκλήρωση στο κορμί του, να ρευματικά στα ποδάρια του, βλέπεις όλο θάλασσα να ζωγραφίζει του την έδωσε η υγρασία κι έπαθε θααλασσινές αρρώστιες οδός Ζαΐμη, μέσα στην Αθήνα, χωρίς κανείς να του φταίει, έξω από τα σωληνάρια με τα λάδια του,, μπλου σκούρα και μπλου ανοιχτά και άσπρα κι ό,τι άλλο βάνει ο νους σου, μέχρι πορφύρα σε μόδα παραμυθιού και ηλιοβασιλέματος.

Τώρα, πώς βρέθηκε ο Φίλιππας να ‘χει ένα Μποκατσιάμπη στο σαλόνι του μυστήριο μέγα και ανεξιχνίαστο. Διότι τότε Αραχώβης του το ‘σκασε ένας νοικάρης τρία νοίκια, φορτωμένος έφυγε νύχτα, ξεσήκωσε όλα τα σέα του κι έμεινε μονάχα το κάντρο κρεμασμένο στον τοίχο κι ο Φίλιππας, ιδιοκτήτης άνθρωπος, το ‘χε προικώο από τη Ρίκα, πήρε το κάδρο και βλαστήμαγε.

Βρίσκεται τώρα ένας άλλος που κάτι ήξερε από δαύτα, κοιτάει τον Μποκατσιάμπη και κάνει του Φίλιππα:

– Σώθηκες αδερφούλη.

-Τι, με τα καβούρια σώθηκα; είπε ο Φίλιππας.

-Είναι Μποκατσιάμπης, κύριε, έκανε ο άλλος και πιάνει όχι τρία, σαράντα νοίκια, κι ό,τι γουστάρεις.

Κούνησε το κεφάλι ο Φίλιππας, “ρε, άντε από κει, με τις μουτζούρες πιάνουνται τα λεφτά;”

Διότι ελόγου του δεν ήξερε τέτοια πράματα. Να πουλήσεις κάμποτο μάλιστα, να πουλήσεις ρύζι Καρολίνα το καταλαβαίνω, κοκ και πυρήνα, ωραία δουλειά, τη μουτζούρα ποιος πάει να την πλερώσει; Και σκοτίστηκε ο άλλος αν το κύμα βαράει τον βράχο, άσ’ το και ας βαράει.

Η κυρία Ρίκα όμως πολύ την άρεσε κι επειδής στο σαλόνι είχανε τον παππού της με μπαμ τυριλέμ, και τον θείο της, τον Βλάση, με φυσεκλίκι του Μακεδονικού αγώνος. Κι είχανε και μια θεία της, Κανέλλω τ’ όνομα, κοτζαμπάσαινα κατά Νεράτζα μεριά, ήθελε να βάλουνε κι ένα χρωματιστό να σπάσει τη μονοτονία, κι επιτέλους αν δεν το γουστάρανε ας πέφτανε στο κύμα, στο γιαλό, οι πρόγονοι να τους φάνε τα καβούρια να ησυχάσουμε.

Κρεμάσανε, λοιπόν, τον Μποκατσιάμπη κι έλεγε η κυρία Ρίκα με πολύ καμάρι “καλέ είναι Μποκατσιάμπης. Όχι Μποκαμπιάσης, ούτε Μπομπακιάσης, τέτοιο πράμα τέλος πάντων είναι, το ‘χουμε οικογενειακό μας, καθόσον ο πατέρας μου πολύ τα μάζευε τα κάδρα κι έχουμε , να σας δείξω στην αποθήκη, “ο πωλών τοις μετρητοίς” και “η ηλικία του ανθρώπου”, μγάλης αξίας πράματα, αλλά δεν θέλω να τα εκθέσω”.

Ο Φίλιππας σημασία δεν έδινε και μάλιστα στο κάδρο είχανε μείνει κάτι μυγοχέσματα, αλλά ούτε που γύριζε να τα δει, μόνο θυμότανε εκείνα τα τρία νοίκια και του ‘ρχότανε το αίμα στο κεφάλι. Διότι στο μαγαζί του όλα πηγαίνανε καλά, “πωλούνται υφάσματα” και άλλα είδη, σινδόνια λινά και πετσέτες, αποθήκης ήτανε, μπαίνανε παίρνανε χονδρικώς, παίρνανε λιανικώς και βολευότανε ως τίμιος και συνετός έμπορας.

Τώρα ποιος του ‘ρθε και του σφύριξε του Φίλιππα το μυστικό, άγνωστο πράμα, αλλά του το είπε.

-Το  γερό νόμισμα είναι το δολάριο.

-Σώπα, είπε ο Φίλιππας.

-Η σωστή οικονομική βάση.

-Άντε, είπε ο Φίλιππας.

-Δεν βλέπεις μέχρι που και η ΔΕΗ δανείζεται με ρήτρα δολαρίου;

Αυτό το σκέφτηκε ο Φίλιππας.

-Και λοιπόν;

-Ό,τι σου περισσεύει να το κάνεις δολάρια.

Δυο νύχτες δεν κοιμήθηκε ο Φίλιππας και σκεφτότανε τώρα πώς να τα κάνει δολάρια που απαγορεύεται.

Είχε όμως ένα φίλο. Μεμά τον λέγανε, και τα κουβεντιάσανε “τα πλερώνεις 31 μισό;” Πολλά ήτανε, αλλά στο τέλος το ‘κανε απόφαση.

-Καρύδια ν’ αγοράσεις θα πετάξεις τα φλούδια. Πατάτα ν’ αγοράσεις θα έχεις 10% φύρα. Παντελόνι ν’ αγοάσεις θα σου φαγωθεί ο καβάλος. Όλα έτσι είναι σε τούτο τον κόσμο. Το λοιπόν 31 μισό, αλλά να του τα φέρει κατοστάρικο, άντε ένα τη μια μέρα, άντε δυο τη μέρα, να ‘χει ο άνθρωπος τη σωστή βάση, την πράσινη, να ξέρει τι του γίνεται.

Κι ως έδωσε κι εκείνο το προικώο οδός Αραχώβης να γίνει πολυκατοικία και δεν ήθελε αντιπαροχές και αηδίες, μετρητά ήθελε, βρεθήκανε μέχρι πεντακοσάρικα, παρακαλώ. Πεντακοσάρικα δολάρια. Τα πήρε, λοιπόν, ούλα και τα ‘κρυβε σπίτι του και δεν το ‘λεγε σε κανένα, ούτε στη μαντάμ Ρίκα, αλλά ως καλός έμπορος όλο κλαιγότανε, “δεν περπατάνε οι δουλειές, έχουμε σφίξη, έχουμε κρίση, έχουμε έλλειψη”, να μη λέει ο κόσμος, γιαττί το μάτι είναι άτιμο πράμα κι έτσι σε βασκάνουνε άντε ύστερα να βρεις άκρη, πέφτει ο σκόρος και σου τρώει μέχρι το χνούδι από τις πετσέτες.

Ωραία είναι η ζωή, χρυσή η μπύρα, παχαίνει η γαστέρα των ανθρώπων, λένε οι γιατροί “προσέχετε τη δίαιτά σας”, λένε οι δικηγόροι “θα την κερδίσωμεν την δίκην” μια μέρα ακριβώς πριν τη χάσουνε, κάνουνε σχέδια οι μεγάλοι, θα και θα, κι οι φουκαράδες την Κυρακή παίρνουνε την κυρά τους ρεμούλκα, βγαίνουνε στη λιακάδα, γαντζώνεται η μαντάμ απάνω στον μεσιέ, σα να λέει “με βλέπετε, κόσμε; Εγώ αυτό το πράμα το ‘χω δικό μου και το κουμαντάρω” κι άμα ανταμώσουνε τούτοι με κείνους στον δρόμο λένε “καλημέρα σας, αχ, πώς είσθε”, δεκαράκι τσακιστό δεν δίνουνε πώς είναι τούτοι και πώς είναι εκείνοι, αλλά δήθεν ότι ενδιαφέρονται, και μετά λένε “καλέ, να τηλεφωνηθούμε καμιά μέρα” και μόλις χωρίσουνε  κάνει ομεσιέ “άει στο διάολο, που θα σας τηλεφωνήσω εγώ. Τον ξέρεις τι κάθαρμα είναι;” κι η μαντάμ απορεί “αλήθεια;” κι ύστερα κάθονται κι οι δυο σε κάνα ζαχαροπλαστείο, τρώνε το παγωτό τους, βαστάει η μαντάμ το κουταλάκι με το μικρό δάχτυλο ψηλά κι άμα το φάνε σκυλοβαριούνται ο ένας τον άλλον, δεν έχουνε τι να πούνε, αλλά παίζουνε τους χαρούμενους και γυρίζυνε σπίτι, ξαναζεσταίνουνε τα μεσημεριάτικα ξίγκια, τρώνε μια μπουκιά, εκείνη βάζει τα μαλλιά της στα μπικουτιά και πασαλείβεται λίγδες που σιχαίνεσαι να τη δεις, εκείνος σέρνει τις παντούφλες του και μυρίζει η πιτζάμα του κατρουλίλα, μέχρι που πέφτουνε να ξεραθούνε και δόξα σοι ο Θεός, καλά περάσαμε σήμερα.

Τις Δευτέρες τα πρωινά βάραγε το τηλέφωνο κι ήτανε, ας πούμε, η κυρία Σούλη κι έλεγε στην κυρία Ρίκα “αχ, που πήγαμε χτες στου Τσουρδέα το σπίτι, καλέ τι σπίτι είναι αυτό; Παλάτι, και είχε πια απ’ όλα, και να δεις, Ρίκα μου, επίπλωση και να δεις μπουφέδες και να δεις κόσμο, καλέ ξέρουνε και ζούνε όχι σαν και μας πια, που κρυβόμαστε από τον Θεό”.

Ζήλευε η Ρίκα, όχι που ζούσαν οι άλλοι, αλλά που πήγανε στου Τσουρδέα και αυτή δεν πήγε, και την Πέμπτη που ανταμώσανε τα λέγανε με το νι και με το σίγμα. “Ανώτεροι άνθρωποι, αριστοκρατικοί, από πάππου προς πάππου αφέντες”. Και μια μέρα λέει η κυρία Ρίκα μόνη της, μέσα της, “καλέ, γιατί να μη φτιάσω κι εγώ το σπίτι μου, παιδιά σκυλιά δεν έχουμε,, να ζήσουυμε κι εμείς ως ανθρώποι, που ο Φίλιππας πια μ’ έχει βάλει στη ναφθαλίνη. Πόσα χρόνια έχουμε ακόμα; Να, βίος είναι, έρχεται και παρέρχεται”.

Ακούσας όμως ο Φίλιππας περί έξοδα και περί έπιπλα βγήκε από τα ρούχα του: “Είσαι με τα καλά σου; Και γιατί δηλαδή, μια χαρά δεν περνάμε; Και το φαϊ σου το ‘χεις και το ρούχο σου το ‘χεις και τη ζέστη σου την έχεις, χώρια που πας και το καλοκαίρι 15 μέρες στα Μέθανα”.

Το λοιπόν εμαλώσασι πάρα πολύ, ως γίνεται μεταξύ ανδρογύνων, και πεεισμώσας η κυρία Ρίκα είπε: “Εγώ θα το φτιάσω και λογαριασμό δεν σου δίνω και χρηματα δεν θέλω: Θα βρω μόνη μου και από τας οικονομίας μου”.

Έφυγε ο Φίλιππας και την ώρα που ‘κλεινε την πόρτα ψιθύριζε: “Άει στο διάολο, θεόμουρλη, σάμπως κι είχες ποτέ το μυλό σου, αλλά δεν φταις, εγώ φταίω που πήγα και σε πήρα, στραβομάρα είχα, κακός μου και μαύρος και μένα”, κι έφυγε και ξαναμαλώσασι κι έγινε πια τροπάρι να μαλώνουσι και να χαίρουνται οι χτροί τους.

Όπου ένα μεσημέρι πάει να μπει ο Φίλιππας και βλέπει στην πόρτα τους ένα αυτοκίνητο και ξεφόρτωνε έπιπλα. “Τι είναι αυτά, μετά συγχωρήσεως;” ρώτησε. Και του είπανε οι εργάτες: “Απάνου στου κυρίου Φίλιππα τα πάμε, τα παράγγειλε η κυρία του, ωραία πράματα, καρυδόξυλα και πιτς πάιν και τέτοια”.

Ανέβαινε ο Φίλιππας και τ’ ανέβαινε και το αίμα στο κεφάλι, διότι αυτά φαινόντουσαν, ήτανε ακριβά πράματα, δεν ήτανε πάφυλλα και γυαλάδες. Κι είχε φρακάρει η πόρτα, να κι από τούτα, να κι από κείνα, πολύ πράμα.

Και κάνει έτσι, τι να δει; Όλα τα παλιά λείπανε.

-Τι κάνεις εκεί; έβαλε τις φωνές.

-Αυτό που σου είπα.

-Εγώ λεφτά δεν δίνω.

-Πριτς, ούτε και που θέλω, ειπε η κυρία Ρίκα. Είχαμε κι ανάγκη πια τα λεφτά σου, και τα λεφτά σου. Τα πλέρωσα, δόξη και τιμή, με τις οικονομίες μου.

Ανέπνευσε ο Φίλιππας, κάτι ήτανε κι αυτό, και μπήκε στο σαλόνι και καμάρωνε, “να, είδες η Ρίκα, το περίμενες από τη Ρίκα, τα κατάφερε η Ρίκα”, κι ύτερα κοίταξε τον τοίχο και σάμπως σα να του φάνηκε κάτι να έλειπε.

-Τι έγινε εκείνο το κάδρο του Μποκατσιάμπη; ρώτησε.

Η μαντάμ χαμογέλασε.

-Να το, έδειξε όλα τα έπειπλα.

-Δηλαδή;

-Αμ’ πώς τ’ αγόρασα όλα αυτά; Το πούλησα. Μάλιστα. Εκατόν τριάντα χιλιάδες.

Ο Φίλιππας ζαλίστηκρ.

-Το ‘δωσες το κάδρο;…

-Αμ’ τι να το κάνεις; Ένα κάδρο ήτανε. Για δες που μας γέμισε το σπίτι.

Ο Φίλιππας κάθισε σε μια πολυθρόνα, ζήτησε νερό, ζήτησε λεμονάδα, ζήτησε αιθέρα και πέθανε.

Γιατί κανείς δεν ήξερε, κι ούτε κι η Ρίκα ποτέ έμαθε, ότι μέσα στο κάδρο είχε κρύψει όλα εκείνα τα κατοστοδόλαρα, προς 31 και πενηντα το δολάριο, παρακαλώ.

  • Πηγή: Νίκος Τσιφόρος, Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα, τόμος Α΄. Τα Νέα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Νίκος Τσιφόρος (1909 – 1970), δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος αλλά και σκηνοθέτης

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή