Οι μέρες του μύθου

Τα Χριστούγεννα. Η Πρωτοχρονιά. Τα Φώτα. Πόσος μύθος, πόσα θαύματα, πόση γοητεία.

by Times Newsroom
  • ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

Η ανθρωπότητα συνέλαβε την πιο ευτυχισμένη της οπτασία. Είδε την παντοδυναμία και την τελειότητα του Θεού μέσα στη χαμογελαζούμενη μορφή ενός παιδιού που γεννιέται σ’ ένα παχνί. Τα αγαθά ζώα ζεσταίνουν τα ποδαράκια του με τα χνώτα τους. Ένα αστέρι αφήνει την ουράνια τάξη του και κατεβαίνει πάνω από μια καλύβα για να οδηγήσει τους μάγους και τους ποιμένες. Ο αγέρας της θείας νύχτας είναι γεμάτος από πρωτάκουστους ήχους. Ασημοκούδουνα και άρπες. Φέγγει το σκοτάδι από τις χαρμόσυνες φτερούγες των αρχαγγέλων, που ψάλλουν τον ύμνο της Ειρήνης.

Καταπόδι έρχεται ο Άη Βασίλης από την Καισαρεία. Από την Ανατολή έρχεται, τη μητέρα του παραμυθιού. Δεν είναι παιδί. Ωστόσο, για το παιδί έρχεται κι αυτός. Δώρα κρατάει και σύμβολα πνευματικά. Γράμματα σπουδάγματα, του Θεού τα πράγματα. Και θαύματα. Το καλαμάρι του έγραφε και το χαρτί ωμίλει. Κρατεί κ’ ένα ξερό ραβδί κι ακουμπάει να πει την Άλφα-βήτα. Και το ξερό το ξύλο ρίζωσε και φούντωσε! Χλωρά βλαστάρια επέτα. Και πά΄ στα χλωροβλάσταρα, πέρδικες κελαηδούσαν. Όχι περδίκια μοναχά, παρά κι αηδόνια αντάμα. Και κάτω στη ριζίτσα του μια κρουσταλλένια βρύση. Να κατεβαίνουν πέρδικες, να βρέξουν τα φτερά τους…

Εν τω μεταξύ, τα παγανά, οι καλικαντζάροι, τα κακαθρωπιάσματα, ξαπολύθηκαν από τα τάρταρα, όπου όλο το χρόνο ρουκανίζουν με τα δόντια και με τα νύχια τους το στύλο της Γης. Να τον γκρεμίσουν, να χαλάσει η πλάση του Θεού. Παίρνουν δρόμο, ανεβαίνουν στα εγκόσμια και πειράζουν τους ανθρώπους. Είναι οι Σάτυροι και οι Αιγιπάνες και οι Φαύνοι, της παλιάς θρησκείας οι τρελοί θεοί, που παίρνουν μια μικρή άδεια για την Ελλάδα. Ο Βατρακούκος κι ο Καλοβελώνης κι η παλιοπαρέα τους. Στραβομούρηδες, στραβοχείληδες, γαϊδουροπόδαροι, τραγογένηδες.

Κι αυτοί για τα παιδιά έρχονται, και για όσους έσωσαν μέσα τους το παιδί και τη μεταφυσική σοφία του παιδιού.

Αυτή τη σοφία, που αντλεί το περιεχόμενό της μόνο από την αρχαιότατη και μαγική στέρνα της Φαντασίας, τη χαιρόμαστε αυτές τις μέρες του Δωδεκάμερου με κάποιον τρόπο στα λογοτεχνικά βιβλία και στα παιδιάτικα παιχνίδια. Τα βιβλία του Δωδεκάμερου, και όταν ακόμα δεν αποτείνονται στην παιδιάτικη ηλικία, θα ’πρεπε να μη βγαίνουν από τη γοητευτικήν ατμόσφαιρα του παραμυθιού. Ν’ αγγίξει η Μάγισσα η Τέχνη με το μικρό δαχτυλάκι της τα έργα και τις μορφές και τα φαινόμενα της καθημερινής ζωής και να τα μεταμορφώσει σε σύμβολα. Το ίδιο και τα παιγνίδια, που είναι προορισμένα για τα μικρά παιδιά, θα ’πρεπε να είναι έργα φαντασίας, και όχι αντίγραφα της ψυχρής και άσχημης ζωής των μεγάλων. Δυστυχώς ο πόλεμος, που θα ’τανε μια τίμια και φρόνιμη πράξη να τον κρύψουμε από τα μικρά παιδιά σαν το πιο φριχτό αμάρτημα της ηλικίας μας, έχει γεμίσει το παιδιάτικο δωμάτιο με τα έργα του. Κανόνια, τανκς, φρούρια, στρατιώτες που σκοτώνουν και σκοτώνονται. Νομίσαμε πως το παιδί δε θα ’χει αρκετόν καιρό, σα θ’ αποχτήσει “νου και γνώση”, για να δοκιμάσει από κοντά όλες αυτές τις φρικαλεότητες. Αρχίσαμε να τις βάζουμε πλάι στο κεφαλάκι του από τα χρόνια της κούνιας του ακόμα.

Ευτυχώς η ψυχή του παιδιού αντιδρά νικηφόρα, όπως αντιδρά σε κάθε δασκάλικη εισβολή, που γίνεται στον κόσμο της μαγείας που το τυλίγει. Τη χυδαιότητά μας την αντικρίζει με τη φαντασία του, που είναι η μεγάλη του δύναμη, η ανίκητη. Η παιδιάτικη φαντασία στολίζει με την ποίησή της τη μεταφυσική όλα τα κακά και ψυχρά παιχνίδια που παραδίνουμε στα μικρά. Τ’ αγγίζει με το μαγικό ραβδάκι της και τα μεταμορφώνει με την απίστευτη πλαστική της δύναμη σε γοητευτικά σύμβολα, σε δράκους και σε ήρωες, σε πεντάμορφες και σε βασιλόπουλα. Το θαύμα δεν εγκαταλείπει εύκολα το παιδί. Και το παιδιάτικο παιχνίδι είναι ένα όργανο του θαύματος.

Είδα τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς τούτο το θέαμα.

Ένας αράπης από λεπτό ντενεκεδάκι χόρευε τσάρλεστον πάνω σ’ ένα τραπέζι, κι ένα σμήνος από μικρούλια χελιδόνιζαν γύρω του. Τον κούρδιζαν, κι αυτός κουνούσε τα χέρια του, τα πόδια του και το κεφάλι. Είχε μεγάλα μάτια που άσπριζαν, άσπριζαν και τα δόντια του, κι όλο γελούσε με τα πλατιά του χείλη.

Χόρεψε έτσι μια ώρα. Χόρεψε δυο ώρες. Στην τρίτη πράξη, έχασε το κεφάλι του. Πώς έγινε και τι έγινε, κανένας δεν ήξερε να μας πει. Το ζήτησαν παντού, εδώ το κεφάλι του αράπη, εκεί το κεφάλι του αράπη, και πουθενά δε βρέθηκε.

Κάποιος μεγάλος, για να κάνει κέφι, ρώτησε τα παιδιά:

-Για θυμηθείτε καλά. Μήπως ο αράπης ήταν χωρίς κεφάλι από μιας αρχής;

Τα μικρά, που παίρνουν πάντα στα σοβαρά τους μεγάλους, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους στοχαστικά κι αποφάσισαν πως όχι, ο αράπης είχε κεφάλι. Θυμόντανε τους άσπρους βολβούς των ματιών του που γελούσαν, τα μεγάλα του χείλια, το καπέλο του. Όλο το πρόσωπό του γελούσε καλόκαρδα και φαινόταν ευχαριστημένο που διασκέδαζε τα παιδιά.

Όχι, σίγουρα, ο αράπης είχε και καλοείχε κεφάλι.

Τότες μια μικρούλα, που μόλις είχε μετρήσει έξι πρωτοχρονιές η ζωούλα της, πήρε στο χέρι τον ακέφαλο χορευτή, κούρδισε το ελατήριό του, και τον τοποθέτησε πάλι πάνω στο τραπέζι.

Μεμιάς έγινε το θαύμα.

Ο αράπης άρχισε να χορεύει κ’ έτσι, δίχως κεφάλι, να χορεύει με το ίδιο κέφι, να κουνά τα χέρια, να τινάζει τα πόδια, απαράλλαχτα όπως όταν είχε το κεφάλι του. Τα παιδιά τον τριγύριζαν πάλι ενθουσιασμένα. Φωνές και κακό, παλαμάκια, φασαρία.

-Δείτε! Χορεύει και δίχως κεφάλι!

Δέχτηκαν το θαύμα, γιατί το θαύμα ήταν μέσα τους. Ο αποκεφαλισμένος χορευτής τα διασκέδαζε το ίδιο, κι ακόμα καλύτερα, γιατί δεν υπήρχε ακόμα μέσα τους η ιδέα ενός αποκεφαλισμένου ανθρώπου. Για μας όμως τους μεγάλους, που είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια πολλούς χορευτάδες δίχως κεφάλι;

Ήταν μια μικρή τραγωδία πολύ συγκινητική εκεί μπροστά μας.

Ήταν η μοίρα του παιδιάτικου παιχνιδιού, η μεγάλη κι ωραία αποστολή του, να χαροποιήσει τα παιδιά και να κινήσει πλαστικά τη φαντασία τους. Ο ντενεκεδένιος αραπάκος την εκτελούσε ώς το τέλος, ηρωικά, όπως μόνο οι ιεραπόστολοι και οι μάρτυρες.

Ο μικρός μηχανικός χορευτής χόρευε τσάρλεστον δίχως κεφάλι, το ’κανε με το ίδιο μπρίο, και τα παιδάκια διασκέδαζαν, κι αυτός ήταν ευχαριστημένος. Θαρρώ πως αν είχε κάτω από το γαλάζιο γελέκο του μια μικρή ντενεκεδένια καρδούλα, και μπορούσαμε να διαβάσουμε μέσα, θα βλέπαμ’ εκεί πως αληθινά ήταν ολότελα ευχαριστημένος, που μπορούσε να χορέψει ακόμα λιγάκι για χάρη τους.

  • Πρώτη δημοσίευση: “Νέα Εστία”, έτος ΙΔ΄, τόμος 27ος, τεύχος 314, 15 Ιανουαρίου 1940

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com