Τα εφόδια

Τα μελιχρά δειλινά φευγαλέα τώρα σκορπάνε,
ενώ, πολύ πιο επίμονα, διαρκούν τα μύρα·
κι ενώ τα πρώτα δεν αντέχουν τις εφόδους
της νύχτας, όμως τα μύρα, λες και φουντώνουν
περισσότερο κάτω απ’ των άστρων τα χρυσά
τα σκιαγραφήματα: οι κήποι, ω, οι κήποι,
αυτοί κρεμνούνε στα σκοτάδια τις χλιδές,
ενώ τα περιστέρια έχουν κουρνιάσει
εδώ κι ώρα πολλή στις τετραγωνισμένες
φωλιές τους κι ησυχάσαν τις αγάπες.
Τέτοια διαγράφεται της παννυχίδας μας
η φύση· τέτοια όλα τα προδραμόντα – όλες οι επάλληλες
στιγμές, που μέχρι εδώ μας οδηγήσαν
κι οι επαγγελίες τους. Και τώρα εμείς;
Και τώρα, όλο το μυρωμένο τούτο πλούτος,
όλη η συμπύκνωση των ιδεατών μας λουλουδιών,
όλα τα κρεμάμενα περιδέραια, όλοι οι μύθοι,
τα κροσσωτά στολίδια, τα πλουμιστά
στα βαθυπράσινα σκοτάδια του θόλου,
– η αγωνία γεννιέται τώρα, πώς ναν τα χαρούμε.
Στη βαριά νύχτα, εμείς κι αυτά γρηγορούμε,
(τα περιστέρια κοιμηθήκανε και τα ορνίθια),
εμείς κι αυτά στροβιλιζόμαστε (μια καρδιά
στο σκοτεινό μας βάθος αναβλύζει
πίδακες ζωής, σκοτείνια της πορφύρας της,
πίδακες και κινούν να φτάσουν τ’ άστρα
κι έναν αναπαλμόν, αχ, Θεέ μου, τον καλεστικό
για τους θαμμένους κάτω απ’ τα εφτάπεπλα πόθους).
Εντείνομε όλη μας τη δραστηριότητα
ν’ αντλήσουμε, όσο γρήγορα επιτρέπει η ώρα,
διδάγματα απ’ τους μύθους, που με το χρυσό
κοντύλι και με ψήγματα διδάσκει ο θόλος:
ο Γανυμήδης με τη Φομαλχώ κι η Άρτεμη
το Ρόπαλο, το Ιππάριον, ο Οφιούχος,
ο Κέρβερος κι η σκοτεινή υλακή του,
τα Ψάρια και τα υδάτια κι οι Δίδυμοι,
και τα Θερία, ο Λέοντας με το Φίδι,
ο Σκορπιός ο παμπόνηρος κι η Αλώπηξ,
ένα κυνηγητό όλα τους για αγάπες. Κι όλα τις μάχονται
τ’ άγρια ξένα στοιχειά τις αγάπες. Ο καιρός
διαβαίνει εντούτοις και νύχτες παρόμοιες
δε στήνονται πολλές, με τόσα φίλτρα συνταιριασμένες.
Το καταπέτασμα σε λίγο θα σχισθεί. Το σφουγγάρι
σε λίγο ενού εχθρικού φωτός θα μας ξεγράψει
απ’ το θεσπέσιο πίνακα όλες μας τις Αναλογίες.
Και το Τρίγωνο ακόμη του Νόμου,
που κρέμεται έξω μύθου, κέντρισμα, του Κριού,
διδαχή τρεμοσβήνουσα του λανθάνοντα Λόγου,
κι αυτό θα ξεγραφτεί, δ τη γλυτώνει.
Τι πια προφθαίνομε; Όλων τάφος ήρθε η άσπρη Αυγή.
Στεγνή φωνή του νεκρικού Κοκόρου
της απιστίας και των δακρύων, που χύνομε πικρά
έξω εξελθόντες, τώρα μας διώχνει, μια και λακτίσαμε,
οι αναποφάσιστοι, γόησσα ευκαιρία. Δε θα μας ξαναρθεί!
Ήρθε η σειρά των άλλων τώρα να κληθούν. Κακεντρεχείς
ας μη σταθούμε, αλλά τα όμοια θα υποφέρουνε.

Γόησσα παγίδα, νύχτα, πλανεύτρα της ζωής,
γόησσα παγίδα της ζωής, όμως στο χρωστώ χάρη
μονάχη που μου ‘δόθης, άπραγα, έτσι,
έστω και που ‘βαλα το δάχτυλό μου και προγεύθηκα
τη μάγα ουσία σου, Χορέ και Μουσική μου,
μελλοντικιά μου υπόσταση, ω Επίγνωση
πονετικιά κι ελεήμων, της φθοράς μου,
τα Εφόδια και τα Ευχέλαια της εξόδου μου

(“Εκλογή Β΄”, 1962)

If only

Ω, αν μόνο κάποτε έρθει ο καιρός,
η μόνωση πλησίον μιας παραλίας μακρινής
να πληροί όλα τα φοβερά κενά της ζωής
και των νυχτών της, όλους τους αγώνες
με το Aγνωστο και το Μαύρο, – τούτο μόνο
θ’ αρκούσε, όλα να ’ταν λυμένα
τα μυστήρια τ’ αγωνιώδη.

Αν μόνο η θέα ολοσκέπαστου ουρανού
του φθινοπώρου, που δίνει νέα διαφάνεια
στα βότσαλα της θαλάσσης,
(εκείνη την ανοιχτή πράσινη των ματιών της Νεράιδας)
έφθανε να καλύψει τη ζωή στο σύνολό της,
– ετούτο μόνο, θα ’ταν κιόλας ευτυχία.

Όταν μια σου στιγμή,
άνθρωπε, που ’χεις ξεφύγει το πλέγμα των θορύβων,
αισθανθείς άυλος πια και κατασταλαγμένος,
– τούτο, αν ήσουν βέβαιος πως θα ’ταν και το διαρκές.
πώς σε μιαν ώρα μέσα, στο πλευρό σου
δεν θα βρισκόταν η Σειρήνα, να σου ταράξει
τη διαφάνεια των βοτσάλων, – και τούτο μόνο
θα ’ταν κιόλας η ευτυχία.

Αλλά έρχεται ήδη η φωνή της, από Βορρά, από Νότου,
από Ανατολικά κι από Δυσμών. Βουάνε
όλοι οι ορίζοντες από δαύτη. Έρχεται ολούθε
με την ουσία της βροχής ή των ανέμων. Με τους αφρούς
των κυμάτων. Το σύμπαν, κι η ψυχή του ανθρώπου,
είναι γεμάτα απ’ αυτή τη φωνή. Ας έρθει. Δεν είναι ακόμη
ερχόμενος ο καιρός του Θανάτου.

(περ. “Πρωτοπορία“, τ. 1, χρ. Β΄, Ιαν. 1930)

 

Τ.Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (1895-1976). Ο Τ[άκης] Παπατσώνης γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Κωνσταντίνου Παπατσώνη και της Αικατερίνης το γένος Πρασσά. Μαθήτευσε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και το 1913 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στην εφημερίδα Ακρόπολις. Σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως το 1920 και το 1927 παρακολούθησε μαθήματα οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Από το 1914 και για σαράντα χρόνια εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών φτάνοντας ως τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Το 1928 έμεινε για μήνες στο Άγιο Όρος. Το 1932 παντρεύτηκε την Ευανθία Εμπεδοκλή με την οποία απέκτησε μια κόρη. Ταξίδεψε πολύ σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και λόγω της εργασίας του και από προσωπικό πάθος (ενδεικτικά αναφέρονται εδώ τα ταξίδια του στο Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη, την Ιταλία, την Πράγα, την Ελβετία, τη Γαλλία, το Βερολίνο, τη Δρέσδη, την Αγγλία, την Ισπανία, το Βουκουρέστι, τη Βέρνη, τα Καρπάθια, τη Νέα Υόρκη, την Κούβα, το Σικάγο, το Σαν Ντιέγο). Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εμπορικής Τράπεζας (1941), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-1964), Αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου (1955-1964), Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής (1963 και 1966 αντίστοιχα). Τιμήθηκε με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1920) και με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963). Το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα. Η πρώτη έκδοση ποιημάτων του Παπατσώνη πραγματοποιήθηκε το 1934 με την “Εκλογή Α΄”. Είχε προηγηθεί η δημοσίευση της πρώτης ελληνικής μετάφρασης της “Έρημης Χώρας” του Τόμας Έλλιοτ από τον Παπατσώνη στο περιοδικό “Κύκλος” και με τίτλο “Ερημότοπος’. Από το 1935 και για πέντε χρόνια συνεργάστηκε με την εφημερίδα “Καθημερινή”, όπου δημοσίευσε κριτικά δοκίμια. Το 1944 εξέδωσε την “Ursa Minor” . Ακολούθησαν η “Εκλογή Β΄” (1962), το οδοιπορικό ” Άσκηση στον Άθω” (1963), το ταξιδιωτικό κείμενο “Μολδοβαλαχικά του Μύθου”, οι μελέτες “Friedrich Holderlin, 1970-1843-1970” και “Εθνεγερσία: Σολωμός, Κάλβος”, και οι συλλογές δοκιμίων “Ο Τετραπέρατος κόσμος” (δυο τόμοι) και ” Όπου ην κήπος”. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελλάς, Οι Νέοι, Λόγος, Λύρα, Μούσα, Πειθαρχία, Πρωτοπορία, Ρυθμός, Νέα Γράμματα, Νέα Εστία, Ελεύθερα Γράμματα, Χρονικά Αισθητικής κ.α. Ο Τάκης Παπατσώνης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στην ποιητική γενιά του τριάντα, ως μια ιδιαίτερη όμως περίπτωση που υπερβαίνει τις όποιες κατηγοριοποιήσεις. Υπήρξε ένας από τους εισηγητές του ελεύθερου στίχου στη μοντέρνα ελληνική ποίηση. Το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζουν ποικίλες δημιουργικά αφομοιωμένες επιδράσεις και έντονα προσωπικό ύφος στα πλαίσια του μυστικιστικού και θεολογικού στοχασμού του.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάκη Παπατσώνη βλ. Άγρας Τέλλος, «Παπατσώνης Τάκης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Γιάκος Δημήτρης, «Παπατσώνης Τάκης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μουντές Μ., «Μικρό βιογραφικό διάγραμμα του Τάκη Παπατσώνη», Νέα Εστία100, ετ.Ν΄, 15/11/1976, αρ.1185, σ.1484-1485, Φραντζή Άντεια, «Παπατσώνης Τάκης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, και Τετράδια Ευθύνης1. (Πηγή: www.ekebi.gr)