Τα χρόνια που η γιαγιά μας μάς χόρευε στην ποδιά της!

Οι παππούδες να είναι πάντα χρήσιμοι αλλά να μην αισθάνονται απαραίτητοι με την έννοια ότι χωρίς αυτούς τι θα απογίνουν τα παιδιά τους, αλλά και οι γονείς να θυμούνται ότι η βοήθεια των παππούδων είναι προαιρετική, και να μην τους θεωρούν απόμακρους συγγενείς επιζητώντας μόνο την οικονομική τους στήριξη.

by ΛΟΥΗΣ ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ

Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο, ένας πίνακας ζωγραφικής του ζωγράφου Γιώργου Ιακωβίδη [1853-1932], που διακρίθηκε στην ηθογραφία και προσωπογραφία, και έγινε γνωστός ως ο ζωγράφος της παιδικής ηλικίας!

  • ΛΟΥΗΣ Γ.ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ

Όχι να το παινευτούμε, αλλά η Ελληνίδα γιαγιά είναι η καλύτερη γιαγιά του κόσμου, πρόθυμη να σταθεί δίπλα στα εγγόνια της αφού λέει με περηφάνια ότι «το παιδί του παιδιού μου είναι δυό φορές παιδί μου», βοηθώντας με αυτό τον τρόπο την οικογένεια του δικού της παιδιού! Όταν ήμασταν παιδιά και καμιά φορά μας ρωτούσαν «ποιον αγαπάς καλύτερα, τον πατέρα σου ή τη μάνα σου», αντί να απαντήσουμε «διπλωματικά» λέγοντας «και τους δύο», πολλές φορές απαντούσαμε «τη γιαγιά μου», αφού την θεωρούσαμε πιο μάνα κι από τη μάνα μας, στυλοβάτη της οικογένειας, σοφό άνθρωπο με τις ορμήνιες της, αλλά και ισορροπιστή στα δύσκολα, ένα σύμβολο πραότητας, καταλλαγής και ενότητας της οικογένειας! Ήταν η γιαγιά μου, η γιαγιά σου, η γιαγιά μας, με την ιδιαίτερη παρουσία της στο σπίτι που φρόντιζε για όλους και για όλα! Σεβάσμια μορφή, μαυροφορεμένη, με τη μαντήλα στο κεφάλι που έκρυβε τη μακριά πλεξίδα των μαλλιών της, πότε με την πρόχειρη και πότε με την καλή μπροστοποδιά, με τη μαύρη πλεχτή μάλλινη μπελαρίνα της που κάλυπτε χειμώνα καλοκαίρι το γυρτό κορμί της εξαιτίας ενός κρύου που είχε πάρει παλιά, και την αυτοσχέδια μαγκούρα από ξύλο αγριλιάς που της είχε φτιάξει ο παππούς!

Αυτές τις χειμωνιάτικες μέρες η κούραση έφερε στο μυαλό στιγμές που ζήσαμε με την γιαγιά μας όταν καθόταν στο φόκο και σκαρφαλώναμε πάνω της να θρονιαστούμε στα γόνατά της να μας τραγουδήσει και να μας χορέψει στην ποδιά της, δίνοντάς μας και καμιά καραμέλα! Πολλές φορές μας τραγούδησε και μας χόρεψε στα γόνατά της στο τζάκι, στον ίσκιο της μουριάς στην αυλή, στο μπαλκόνι, στη ρούγα! Οι γονείς και οι παππούδες από παλιά προσπαθούσανε να μεγαλώνουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους μεταδίδοντάς τους τις δικές τους αρχές και συνήθειες μέσα από παροιμίες, παραδείγματα, και διδακτικές ιστορίες, για να είναι ζωντανά και ενεργητικά από μικρά, να είναι γνώστες των υποχρεώσεων του σπιτιού, να είναι γνοιασμένα και έτοιμα για το δικό τους σπιτικό!

Πηγαίναμε από μικροί κι εμείς για ελιές στις διακοπές, και όταν ερχόμασταν το βράδυ η γιαγιά περίμενε να μάθει πόσο βοηθήσαμε στο χωράφι για να μας πει μπράβο! Ικανοποιημένη από τη βοήθεια που δώσαμε στους γονείς μας, έδινε σε όλους μας από ένα ρουφηχτό φιλί, και από μια καραμέλα σαν επιβράβευση λέγοντας «μικρή βοήθεια, μεγάλη σωτηρία», για να μας εξυψώσει το ηθικό από την κούραση και να δείξει πόσο πολύτιμη ήταν και η μικρή βοήθεια των παιδιών! Εκεί που μας χόρευε στην ποδιά της και αναρωτιόταν πόσο μεγαλώσαμε και βοηθάγαμε στο χωράφι, και καμάρωνε που αρχίζαμε σιγά σιγά να μπαίνουμε στο πνεύμα της παραγωγής, μας έλεγε «ρε καλόπαιδα, θα έρθει καιρός που θα πείτε πατέρα ξεκουράσου, τώρα θα δουλεύουνε για σένα τα παιδιά σου, ή θα το πάθει ο δόλιος σαν την γαϊδούρα με τα σαράντα πουλάρια της»;

Εμείς την ρωτούσαμε τι έπαθε η γαϊδούρα, και η γιαγιά άρχιζε την διήγηση με τη γνωστή φράση, «μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γαϊδούρα που δούλευε για χρόνια σε ένα αφεντικό, μόνη, κουραζόταν πολύ, την βάζανε να ζευγαρώσει να κάνει πουλάρια, και πίστευε η κακομοίρα πως όταν θα γεννήσει και όταν μεγαλώσει το πουλαράκι της, θα έπαιρνε το αφεντικό της το σαμάρι από εκείνη, θα το έδινε στο πουλάρι, και έτσι θα ξεκουραζόταν λίγο, και θα άραζε κάποια στιγμή! Γκαστρωνότανε, δούλευε αδιάκοπα, γένναγε σε ένα χρόνο, αλλά σε λίγο καιρό το αφεντικό το πούλαγε το πουλαράκι στην ζωοπανήγυρη για να πάρει κανά λεφτό να ζήσει η οικογένειά του! Μετά από λίγο καιρό, ξανά γκαστρωνόταν, και έλεγε η γαϊδούρα ότι φέτος οπωσδήποτε θα γίνει αυτό που έλπιζε με το πουλαράκι, αλλά πάλι το ίδιο γινόταν! Πέρασαν πολλά χρόνια, γέννησε πολλά πουλάρια, αλλά δεν αξιώθηκε να κρατήσει το αφεντικό της ένα για να της πάρει το σαμάρι και να το δώσει στο πουλάρι για να ξεκουραστεί! Κάποια στιγμή, και αφού δούλευε ως τα βαθιά γεράματα, μονολογούσε η κακομοίρα, τα είχε βάλει με την κακούργα την τύχη της, και ένα βράδυ έλεγε! «Ρε, σαράντα πουλάρια έκανα, και το σαμάρι δεν βγήκε από πάνω μου»! Την έλεγαν αυτήν την ιστορία γιατί μπορεί κάτι να τους έτρωγε μέσα ότι θα δουλεύανε μέχρι τα γεράματα, βοηθώντας παιδιά κι εγγόνια! Θυμάμαι σαν τώρα, όταν έφτανε η ώρα για να πέσουμε για ύπνο και ο πατέρας έλεγε τί δουλειές έχουμε να κάνουμε αύριο, πεταγόταν η γιαγιά και έκοβε την κουβέντα λέγοντας, «άσε πρώτα να ξημερωθούμε, και αν θέλει ο Θεός και η κυρά η Παναγιά, όλα θα γίνουν»! Σοφά λόγια, γιατί είχαν δει πολλά τα μάτια τους!

Αφορμή για αυτή την αναφορά στις γιαγιάδες στάθηκε ένα τυχαίο περιστατικό τώρα στις γιορτές, όταν σε μια παρέα μια ανύπαντρη κοπέλα αφού κατάλαβε ότι είχε μεγάλο ακροατήριο, άρχισε να λέει πως αν παντρευτεί και κάνει παιδιά, οι γιαγιάδες θα κάθονται στο σπίτι τους και μακριά από αυτά, επειδή τάχα δεν ξέρουν να φροντίζουν τα παιδιά της νέας εποχής, έχουν απαρχαιωμένες ιδέες στην υγιεινή και στην διατροφή, πιστεύουν σε προλήψεις, μεταχειρίζονται γιατροσόφια, και τα κακομαθαίνουν με τα πάρα πολλά χατίρια που τους κάνουν, γι αυτό θέλει να κρατήσει τις γιαγιάδες μακριά από τα πόδια της. Στην παρέα που άκουγε την κοπέλα υπήρχαν μανάδες που είχαν εμπιστευθεί τις γιαγιάδες στη φροντίδα των παιδιών τους, είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη εξ αιτίας των χαμηλών μισθών και του μικρού οικογενειακού προϋπολογισμού που τους έκαναν να προτιμήσουν τους παππούδες, παρά τις ξένες γυναίκες με διαφορετική κουλτούρα. Στο τέλος λοιπόν αυτοί οι γονείς ήσαν πιο ήρεμοι, απαλλαγμένοι από πρόσθετα οικονομικά βάρη, τα παιδιά πιο ευτυχισμένα και πιο σοφά αφού κουβέντιαζαν με τους παππούδες τους, το ίδιο και οι παππούδες που φαίνονταν ότι τους έδωσε ζωή η επαφή και η σχέση που απόχτησαν με τα εγγόνια τους!

Στα παλιά τα χρόνια λοιπόν που στο ίδιο σπίτι ζούσαν ταυτόχρονα τρεις γενιές, οι παππούδες και οι γιαγιάδες λόγω ηλικίας και πείρας χαρακτηριζόντουσαν ως οι «σοφοί» του σπιτιού που μετέδιδαν όσα ήξεραν στην επόμενη γενιά. Σήμερα οι παππούδες έρχονται να καλύψουν ένα συναισθηματικό κενό που αισθάνονται τα παιδιά λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής που κρατάει τους γονείς πολλές ώρες μακριά από το σπίτι, συνδράμοντας παράλληλα οικονομικά και ψυχολογικά το ζευγάρι. Αυτή η σύνδεση ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, και η ζωντανή επαφή των παιδιών με την πρώτη γενιά, συμβάλλει στο να γνωρίσουν τα παιδιά την παράδοση μέσα από παραμύθια και διδακτικές ιστορίες, και να μάθουν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου που γεννήθηκαν. Με αυτή την σχέση οι παππούδες και οι γιαγιάδες αισθάνονται χρήσιμοι έχοντας διακριτική και διακριτή παρουσία μέσα στην οικογένεια των παιδιών τους, μοιράζονται τον ελεύθερο χρόνο τους δημιουργικά με τα εγγόνια τους χωρίς να έχουν την απόλυτη ευθύνη για την ανατροφή τους. Σκοπός είναι να υπάρχει η έγνοια και η φροντίδα, αλλά να έχει ο καθένας το δικό του διακριτό ρόλο. Οι παππούδες να είναι πάντα χρήσιμοι αλλά να μην αισθάνονται απαραίτητοι με την έννοια ότι χωρίς αυτούς τι θα απογίνουν τα παιδιά τους, αλλά και οι γονείς να θυμούνται ότι η βοήθεια των παππούδων είναι προαιρετική, και να μην τους θεωρούν απόμακρους συγγενείς επιζητώντας μόνο την οικονομική τους στήριξη.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com