- ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗΣ
Ευλογημένη η στιγμή που γνώρισα την Αίγινα!… Πήρα το πλοίο στην τύχη έν’ απομεσήμερο, ποτέ δε με ξεγελάσανε οι ξαφνικές αποφάσεις. Η θάλασσα ήταν σεντόνι γαλανό, στο κατάστρωμα είχε ήλιο Αφρικανό, καθάριζα και μασούσα ένα στυφό μήλο. Περάσαμε νησιά που θα ’ταν ακατοίκητα, βουνοκορφές που βγήκανε απ’ το βυθό να δούνε ουρανό, βράχους απότομους που κατεβαίνουνε κοφτά στη θάλασσα, πλαγιές με λιγοστούς μαυροπράσινους θάμνους. Έπειτα φάνηκε η Αίγινα, λουρίδα γης με ραβδώσεις πράσινες, την πήραμε ακρογιαλιά αναζητώντας λιμάνι, ένα παιδί του τόπου στήλωσε το δάχτυλο κατά πέρα και μου ’δειξε ένα ξεμοναχιασμένο σπίτι.
– Εκεί έμενε ο Καζαντζάκης.
Πλευρίσαμε στο λιμάνι, βγήκα στη στεριά, ένα μεγάλο χωριό άπλωνε γραμμή τη σειρά των καφενέδων του. Κάθισα τότες να ξαποστάσω, έπρεπε πρώτα να τα θυμηθώ, να σμίξω τα παλιά με το Σήμερα, ν’ αδράξω το νόημα της Αίγινας, γης Αττικής, που την έζωνε η θάλασσα.
Παίρνω το βιβλίο και φυλλομετρώ. Το βιβλίο είναι του ταξιδευτή αχώριστος σύντροφος, ένας συμβουλάτορας που μιλάει για τα περασμένα. Βασίλεψαν εδώ ο Αιακός, ο γιος του Διός και της νύμφης Αίγινας, παππούς των ηρώων που αφήσανε εποχή,του Αχιλλέα, του Τεύκρου και του Αίαντα. Έπειτα ήρθανε οι Δωριείς, αρχόντοι σκληροί, περάσανε χρόνια να σηκώσουν οι ντόπιοι κεφάλι. Γίνηκαν δύναμη ναυτική, τα βάλανε και με την Αθήνα, πληρώσανε σκληρά ετούτο το θάρρος τους. Όμως η Ζωή δεν είναι κάτι το σταθερό, γυρίζει ο τροχός, αλλάζ’ η μοίρα. Η Αίγινα βρέθηκε παντοδύναμη πάλι, πλούτισε πολύ, γίνηκε ξέγνοιαστη, τόπος να βουλιάξεις στην Ηδονή, να χορτάσεις τον Έρωτα και τούτη τη Σάρκα, το μέγα δώρο, που οι άνθρωποι τη θελήσανε εχτρό τους. Οι Αθηναίοι τα βλέπανε και καραδοκούσανε, βρήκανε κάποτες αφορμή και την τσακίσανε μια για πάντα. Από τότες η Αίγινα γίνηκε παιγνίδι των ισχυρών, ο ένας τύραννος την περνούσε του άλλου. Βενετσιάνοι και Τούρκοι την εβασάνισαν. Ήτανε χρόνος 1829, όταν επάτησε ο Κυβερνήτης εδώ, το νησί στάθηκε πρωτεύουσα της νέας Ελλάδας, πριν απ’ τ’ Ανάπλι, το μέγα χτίριο της φυλακής, το ’χτισε ο Καποδίστριας, – εκείνος το ’θελε ορφανοτροφείο.
Πήρα το δρόμο σαν εξαπόστασα, τραβούσα για το ναό της Αφροδίτης. Ο ναός της Αφροδίτης έβλεπε τη θάλασσα, θύμιζε την εύθυμη Αίγινα των εταιρών και του Βάκχου, ένας σωρός ερείπια χορταριασμένα, θεμέλια πανάρχαια που φυτρώνουν αγκάθια. Στη μέση, ύστατο σύμβολο, μια κολώνα κατάμονη σημαδεύει τον τόπο, φαντάζει πελώριος φαλλός στο γύρω τοπίο. Πέρα μακριά, τον ορίζοντα κλείνουν βουνά, η Αίγινα απλώνεται ναρκωμένη στον ήλιο. Άνθρωποι από τόπους μακρινούς περιδιαβάζουνε τα ερείπια σιωπηλοί, ένα ζευγάρι κοιτάζεται στα μάτια, ο ναός της Αφροδίτης χρειάζεται αυτές τις σπονδές, ετούτος ανυμνεί μονάχα τους Δύο, αρχή και τέλος της Δημιουργίας.
Στην άκρη του δρόμου τ’ ατέλειωτου, μετά το φάρο, περιφέρω την πλήξη μου. Εκεί ’ναι το σπίτι του, ο Καζαντζάκης διάλεξε το τελευταίο σπίτι ν’ ασκητέψει. Το σπίτι τώρα είναι κατάκλειστο. Σημασία δεν έχει. Εκείνος είναι κει, στοιχειώνουνε πάντα αυτά τα σπίτια. Βάζει το κλειδί και τ’ ανοίγει ο Ζορμπάς, στο τραπέζει κάθεται ο καπετάν Μιχάλης με το Φτωχούλη τον άγιο, ακούνε το Μανολιό να τους ανιστορεί τα περασμένα, σιωπηλός στήνει τ’ αυτί σε μια γωνιά ο Χριστός, – η Μαγδαληνή θα ’ναι στο ναό της Αφροδίτης να ρεμβάζει. Αναλογίζομαι το χειμώνα εδώ, όταν η θάλασσα θα χυμάει φουρτουνιασμένη στους βράχους, όταν ο άνεμος θα βουίζει ατέλειωτα κ’ η Αίγινα θα ριγά κάτω από σύννεφα βαριά, μαύρα.
Γύρις’ αργά, τα φώτα ανάψανε, η Αίγινα ζούσε τη νυχτερινή της ζωή στα καπηλειά, ψήνανε ψάρια παντού, στα ρουθούνια μου χτύπησε καλόδεχτη τσίκνα. Ήπια κρασί Αιγινίτικο αρετσίνωτο, ήμουνα κουρασμένος, ήθελα ύπνο. Το ρολόι χτύπησε στο ναό τις εννιά, κοιμήθηκα μ’ αλαφριά την καρδιά σε σεντόνια άσπρα. Όταν εξύπνησα ο ήλιος ήτανε ψηλά, ένιωθα καλά, είχ’ αποδιώξει τις έγνοιες. Βγήκα και πήγα στο λιμάνι και κάθισα, άνθρωποι σιάζανε τα δίχτυα τους σιωπηλοί, μπενζίνες φεύγανε για τα πέρα, όλα αποπνέανε γαλήνη και ομορφιά, ο Χρόνος κυλούσε κι αδιαφορούσα για το ρολόι. Η Αθήνα ήτανε κοντά κ’ ήταν μακριά , τίποτα δε μιλούσε εδώ για τη νευρικότητα της μεγάλης πόλης, εκείνους τους δρόμους που πήζουν οι άνθρωποι, τον πυρετό της απληστίας και το πάθος του κέρδους. Αυτό ήταν. Ησύχασα. Η Αίγινα με πήρε και με τύλιξε στη γαλήνη της. Οι ξένοι που περιδιάβαζαν ξυπόλητοι, οι ξένες με τα πανταλόνια και τις άγνωστες γλώσσες, κι αυτοί μ’ αρέσανε, ήτανε πρόσκληση γι’ άλλα ταξίδια. Η Αίγινα θρονιάστηκε καταμεσής του Σαρωνικού, όαση στην ερημιά που γιομίζει την ψυχή η βουή της Αθήνας. Δεν ήθελ’ άλλο, δεν ονειρεύτηκα άλλο απ’ αυτό: ένα σπιτάκι στην Αίγινα, χαρτιά, βιβλία, πολλά βιβλία και τη στοργή της. Μισώ ό,τι με δένει με ωράρια και λόγια μεγάλα. Ξέρω πως σε τούτη τη γης θα τελειώσουνε όλα…
Γίνηκα απλός, κουβέντιαζα με όλους και για τον Άγιο Νεκτάριο, τον άγιο της Αίγινας με περιέργεια. Στο μοναστήρι του πήγα μια Κυριακή, το κατοικούνε καλόγριες ασπροκίτρινες, κάτι θηλυκά στρουμπουλά που αγιάσανε, έχουνε κ’ ένα καλόγερο “να μπαίνει στο ιερό”.
Έπαιρνα βόλτα τα μαγαζιά, κοίταζα τα κανάτια τα Αιγινίτικα, έβλεπα τα παιδιά που σχολούσαν, έμπαινα στις εκκλησιές, ήμουνα λεύτερος, τριγύριζα χωρίς να με προσέχουν. Στο μικρό μουσείο με τα λιγοστά μάρμαρα και τις λαθεμένες χρονολογίες, η παρουσία της Κρήτης με καλωσόρισε, “τροχός αγγειοπλαστικής, εισαγωγή από την Κρήτην 2.000 π.Χ.”. Ο γερο-φύλακας, δε δέχτηκε το φιλοδώρημα. Ο ξένος πρέπει να νιώθει ζεστά στο νησί του.
Μπορούσα να κάθουμαι ώρες αμίλητος, τα καφενεία της παραλίας με φτάνανε, δεν ήθελα άλλο από τούτο: να βλέπω πέρα τον ορίζοντα και να ’μαι μακριά από την πολιτεία και να ’μαι κοντά, να βλέπω τα πλοία να πηγαίνουν και να ’ρχουνται και να τη μηνάνε. Όμως δε γαληνεύει η ψυχή, ένα βράδυ το ένιωσα. Δε γαληνεύει όταν μετράει τις μέρες, όταν θα νιώσει το πρόσκαιρο της χαράς της. Κάτω στο Νοτιά, δεν είναι η αφορμή. Η αφορμή ’ναι άλλη. Να βασανίζεται η ψυχή για τούτο, δεν είναι των πολλών. Είναι των λίγων. Οι απροσάρμοστοι μετριούνται στα δάχτυλα. Και σφίγγω τη γροθιά μου ανήμπορος, σκέφτουμαι κείνους τους φτωχούς σ’ αισθήματα που ’χουνε λεφτά και τα λιβανίζουνε, φρουροί που τα φυλάνε ώς τη στερνή μέρα.
– Φέρε κρασί, είπα στο παιδί. Φέρε και χτα;πόδι. Φέρε και ψάρια Αιγινίτικα, κατσούλες.
Το υποσυνείδητο θ’ αντιλάλησε γέλια κείνη την ώρα, τρανταχτά γέλια. Έπειτα θα πει:
– Φέρτε λεφτά, λεφτά να τα ξοδέψω!…
Ευλογημένη η στιγμή που γνώρισα την Αίγινα, ευλογημένες οι στιγμές που ζω κατά τον τρόπο που θέλω. Αν τις ενώσω τις στιγμές, πόσα χρόνια έζησα; Είμαι παιδάκι ακόμη και τρέχω στους δρόμους.
Είχαμε αφήσει πίσω το λιμάνι της Αίγινας, τραβούσαμε τώρα για τα χωράφια. Η γη άρχισε να παίρνει κείνη την όψη την άλλη που μ’ αρέσει, πράσινο σκούρο κι ανοιχτό και λαδί Και κιτρινοπράσινο, βούλες-βούλες. Τ’ αμπέλια σμίγανε με τις ελιές, η χωριάτικη ζωή με τον πολιτισμό που μηνούσε ο ασφαλτόστρωτος δρόμος. Κάπου σκαλωμένο σε μια πλαγιά, το μοναστήρι του Νεκτάριου που άγιασε, πρόσμενε τους πιστούς, κατεβήκανε δυο γυναίκες να προσκυνήσουν. Στην Παληόχωρα έμεινε στην ερημιά μόνη, κατάμονη. Ξυπνά απ’ το λήθαργο τη χρονιάρα μέρα, στο πανηγύρι της Παναγίας, το Δεκαπενταύγουστο.
Ανεβαίναμε ύστερα, όλο ανεβαίναμε, ο δρόμος ήτανε κυκλικός, έζωνε τα βουνά και τα προσπερνούσε.
Έβλεπα γύρω τη γη με συγκίνηση, αναζητούσα στ’ ανοίγματα των βουνών τη γαλάζια θάλασσα, ένιωθα καθαρό τον αέρα στα στήθια. Η ζωή της γης, είναι η ζωή η πιο γνήσια, η πανάρχαια δουλειά, το αιώνιο σύμβολο. Σκαλίζεις τα σπλάχνα της, ρίχνεις το σπόρο, καρπίζει, τον τρως. Ακόμη ζεις την αγωνία δύσκολων ημερών, όταν διψάει η γη και νερό δεν έχει, όταν ανοίγουνε οι ουρανοί κι όλα τα παίρνουν, όταν σαπίζουνε οι καρποί και καραδοκούνε οι πιστωτές να σου πάρουν το βιός σου. Όμως για τούτα, τι φταίει η γη; Ετούτη προσμένει το σπόρο σα μήτρα. Για τ’ άλλα τι φταίει, εκεί τι γνοιάζεται;
Σκεφτόμουνα όλ’ αυτά όταν ξεχώρισα τα πρώτα πεύκα, ο αγέρας γίνηκε βαρύς, μυρουδιά ρετσινιού στο ζεστό μεσημέρι. Τα πεύκα πηγαίναν κατά κει, ζώνουν το ναό στέκουν φρουροί του. Σ’ ένα όργιο πρασίνου ανάμεσα, κορώνα έστεκε ο ναός της Αφαίας. Μακριά, πολύ μακριά, η Αθήνα με κοίταζε, μας ένωνε ο καταγάλανος πόντος. Πώς ανεβαίνεις σκάλα ψηλή κ’ η ανάσα σου πιάνεται κι έπειτα βρίσκεσαι στην κορφή κι ευθύς ξαποστάζεις, έτσι εκάθισα στο πεζούλι και κοίταζα, το τέλειο κάλλος, το απλό κι αξεπέραστο, βρισκόταν εκεί, παρουσία και μαρτυρία αιώνων. Πέρασαν οι Ρωμαίοι, πέρασαν οι Βενετσιάνοι, φύγαν οι Τούρκοι κι οι Γερμανοί, και ποιος τους θυμάται; Ποιος γνοιάζεται γι’ αυτούς και για τα φουσάτα τους, ποιος έχει διάθεση ν’ ακούσει για δαύτους; Ο ναός της Αφαίας νίκησε, νίκησε. Νικάει πάντα τ’ αληθινό, τ’ αληθινό είναι κι αιώνιο, ακατάλυτο και παντοδύναμο, σαν το Χρόνο. Μπορεί να είδες στην Αμέρικα πολυώροφα “μπίλντιγκς”, μπορεί ακόμα ν’ αντίκρισες κι άλλα αλλού, όμως είν’ ένας σβώλος χώμα;α και τ’ απορρίχνεις. Ο ναός της Αίγινας, σε όγκο ασήμαντος, λευκή περιζωσμένη πράσινα πεύκα, αδιαφορεί, κοιτάζει σιωπηλός ττ’ απέραντο του γαλάζιου.
“Τα γλυπτικά έργα των αετωμάτων του ναού ανάκεινται εν τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου”, γράφει το βιβλίο. Τ’ αγόρασε ο Βαυαρός βασιλιάς Λουδοβίκος, την εποχή της σκλαβιάς ήτανε κάτι το συνηθισμένο. Οι “φιλέλληνες περιηγητές”, ήτανε πάντα πολλοί, κλέβαν με άνεση και με σιγουριά, οι Τουρκαλάδες δεν γνοιάζονταν για τις “πέτρες”. Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν οι απόγονοι, βρεθήκανε μερικές ακόμη, όλα κομμάτια από εκείνα που κλέψανε. Η Αθηνά προσμένει στο Μόναχο το ένα της χέρι, οχτώ κεφάλια ζητούνε το σώμα τους.
Η Αφαία, η Βριτόμαρτυς των Κρητικών, η Άρτεμις των Ελλήνων, –τη θέλει προστάτιδα του νησιού ο Πίνδαρος– είναι το μεγάλο παρών της Τέχνης στο νησί της Αίγινας. Από τα προπύλαια ώς μέσα στο ναό, από το περιστύλιο ώς πάνω στα αετώματα η καφτερή σφραγίδα της θερμαίνει τις καρδιές που μπορούν να τη δούνε, εκείνους τους λίγους παράξενους που συγχέουνε το Σήμερα με το Χτες, βλέπουνε στο Αύριο των περασμένων τη σκόνη.
Μπορούσα να κάθουμαι για ώρες εδώ, μπορούσα και να μιλώ με τις κολώνες. Τα πεύκα κάτω αργοσαλεύαν τα κλώνια τους, στον ουρανό ταξιδεύανε σύννεφα για την Αθήνα. Στη γαλανή αρμονία της ήρεμης θάλασσας, ένα καράβι τραβούσε για τις Κυκλάδες.
Κατηφόρισα το λόφο, αναζητώντας σκιά, μια γυναίκα έψηνε κάπου καφέδες, είχε και κρύο νερό, είχε δροσιά, κάθισα κ’ ήμουνα ήρεμος, γαληνεμένος. Πέρασε μια κλώσσα και τα πουλιά της στρατός, τσιτσίριζαν ατέλειωτα τα κοτοπουλάκια, ένα ανέβηκε στο ένα μου γόνατο, έν’ άλλο ήρθε να το βρει, εβγήκε το πρώτο στον ώμο μου να δει τον κόσμο. Μια γάτα κοίταζε τα πουλιά απονήρευτα έψαχνε μαζί τους να βρει κάτι στο χώμα, η γάτα έσμιξε με τα πουλιά ήσυχα-ήσυχα, στη γαλήνη της Αίγινας, δε θα τη ταίριαζε άλλο. Τα δυο πουλιά πηδήξανε στο τραπέζι μου, “πι πι” φωνάξανε και πήγαν στο χώμα, η μάνα μπροστά και κείνα ξοπίσω της, στρίψανε πίσω απ’ το χτίριο, τη φτερωτή τους γραμμή, την έκλεινε η γάτα.
Ήμουνα χαρούμενος, ήμουνα μακριά, ήμουνα αφέντης του εαυτού μου. Ήπια νερό δροσερό, πήρα το δρόμο, η Αγία μαρίνα η ακρογιαλιά ήταν πιο όμορφη στη φθινοπωρινή μοναξιά της, μακριά απ’ το θόρυβο του συρφετού και τα περίεργα μάτια. Πέρας’ ένα παιδί και κρατούσε ένα ψαρικό, ένα ξιφία, ληστή της θάλασσας με το σουβλερό του μαχαίρι. Μια Γερμανίδα γύρευε δωμάτιο, ήθελε να περάσει εδώ τη βραδιά, ήταε μαζί μ’ ένα μεσόκοπο “θείο”. Μια άλλη έμενε μέρες εδώ, μαζί κι ο φίλος της. “Στην Ευρώπη”, μου λέει ο άνθρωπος του μαγέρικου, “ζουν κι αστεφάνωτοι φανερά. Εκεί δεν τους νοιάζει”. Τους “νοιάζει” στην Αίγινα; Βλέπω την ψυχή του γυμνή να μη γνοιάζεται, η ψυχή δεν εγνώρισε ποτέ αλυσίδες των τύπων, αυτοί είναι εφεύρεση του μυαλού, τους συντηράει κ’ η “παράδοση”, ένας κοπρόλακκος σκεπασμένος μοσχογαρούφαλα μεταφυσικά και προαιώνιες δειλίες της ράτσας.
Έφαγα κ’ ήπια περισσότερο, μεσημέρι ντάλα και γω να πίνω το αίμα της Αίγινας, το κρασί των βουνών της. Ήθελα τότες πολύ να γδυθώ, να πέσω γυμνός στο νερό και να φωνάζω συνεπαρμένος. Κοίταζα τα μουστάκια του χωροφύλακα που περιδιάβαζε, μου φάνηκαν μουστάκια πελώρια που τα θρέψανε “ιερές παραδόσεις”. Φώναξα το κορίτσι που πουλούσε μικρά σταμνιά, κάτι σταμνιά τόσα δα, να τα βλέπεις μονάχα.
Ένα σταμνί από την Αίγινα, ένα σταμνί απ’ το χωριό της Αγια-Μαρίνας, εκεί κοντά στο ναό της Αφαίας, πρέπει να το πάρω. Θα συντροφέψει εκείνο της Πίζας, εκείνα της Κνωσού, θα τους μιλάει και θα του λένε. Και γω θα τα βλέπω και θα σιωπώ. Η νοσταλγία μου θα τριγυρνά στα Μινωικά πλακόστρωτα, θα σκύβει να δει τους σκουληκανθρώπους απ’ τον πύργο της Πίζας. Έπειτα θα θρονιάζεται στην Αίγινα, και κει θα μερώνει, θα μαζεύει καχύλια στην ακρογιαλιά και θα κυνηγάει πουλιά. Ποιος τα ’πιασε ποτέ με τους στοχασμούς, ποια ξόβεργα σκλαβώσανε τις χίμαιρες της φαντασίας;
- Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΛΕ΄, τόμος 69ος, τεύχος 809, 15 Μαρτίου 1961