- ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ
- Ήλιος με ξιφολόγχες
- Μυθιστόρημα
- Αθήνα, Πατάκης, 2023, σελ. 407. Σχ. 21×14.
- Γράφει ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΘ. ΝΗΜΑΣ
Η εποχή του Μεσοπολέμου (1923-1940) δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστή στο σύνολό της, καθώς οι σχετικές μελέτες επικεντρώνονται κυρίως στις εκλογικές αναμετρήσεις και στα διάφορα κινήματα που εκδηλώθηκαν την περίοδο αυτή. Η Ιστορία της Εκπαίδευσης περιλαμβάνει και την σημαντική Μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε κατά την τελευταία κοινοβουλευτική θητεία του Ελ. Βενιζέλου. Όμως υπάρχουν και άλλες πτυχές αρκετά σημαντικές, όπως τα κοινωνικά και εθνικά ζητήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι τότε κυβερνώντες.
Αρκετά από αυτά τα θέματα παρουσιάζονται με παραστατικό τρόπο στο νέο πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ήλιος με ξιφολόγχες», που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις Εκδόσεις Πατάκη (Αθήνα 2023). Το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορικό και κοινωνικό. Με εξαιρετική μαεστρία ο Συγγραφέας, αφού πρώτα μελέτησε καλά τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, κατορθώνει να αναστήσει την κατάσταση που επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη κατά το πρώτο εξάμηνο του 1931. Από την αρχή το βιβλίο κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη να προχωρήσει στην ανάγνωσή του (μελέτη, θα ταίριαζε καλύτερα) και να φτάσει στο τέλος του. Μελετώντας το διαπιστώνεις πράγματι ότι άξιζε τον κόπο. Για δυο λόγους. Ο πρώτος, γιατί χαίρεσαι τη γραφή του, και ο δεύτερος, γιατί γνωρίζεις και άγνωστες πτυχές της ιστορίας, τις οποίες δεν πρόκειται να συναντήσεις στις ιστορικές μελέτες.
Ο ευρηματικός τρόπος του Γ. Σκαμπαρδώνη, με τον οποίο αρχίζει το μυθιστόρημά του, σου προκαλεί την περιέργεια και το ενδιαφέρον να συνεχίσεις. Ένας ποντικός που πιάστηκε στη φάκα μιας προσφυγογιαγιάς, της γριάς Συντάκαινας, η οποία, αφού τον περιέλουσε με οινόπνευμα και τον «λαμπάδιασε», τον «ελευθέρωσε» με αποτέλεσμα αυτός να καταφύγει στη διπλανή προσφυγική παράγκα και να την κάψει. Αυτή η καταστροφή οδήγησε στην αποκάλυψη μιας γιάφκας ενός αρχειομαρξιστή, που στο υπόγειό της είχε κρυμμένα όπλα και έναν νεκρό. Από εκεί αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι που έχει πολλές και πολύχρωμες κλωστές.
Το πρωί, εκτός από τους γείτονες, έσπευσαν και δύο χωροφύλακες, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι στην καμένη παράγκα με τον καμένο ιδιοκτήτη της, υπήρχε και μια κλειδωμένη καλά καταπακτή. Όταν την άνοιξαν, διαπίστωσαν ότι, εκτός των άλλων, εκεί φυλάσσονταν και «διάφορα περίεργα εργαλεία, μια παράξενη όρθια πρέσα, σφυριά, κόφτες, τανάλιες, πριονόλαμες» αλλά και «δέκα τσαγκαροσούβλια, πέντε μαχαίρια διαφόρων μεγεθών, εφτά φαλτσέτες, δύο σουβλομάνικα, ένα αυτόματο στιλέτο, τρία μικρά τσεκούρια και δύο τυλιγμένους μουσαμάδες» μέσα στους οποίους ήταν κρυμμένα δύο ελαφρά πιστόλια “Walther” κι ένα “Mauser”. […] Δίπλα κουτιά με σφαίρες – ένα μικρό οπλοστάσιο». Πιο πέρα σ’ ένα μικρό μπαούλο ήταν «μπροσούρες, προκηρύξεις και φυλλάδια», ένα από τα οποία είχε τίτλο: «ΣΧΕΔΙΟ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ / Της Κομμουνιστικής Οργάνωσης / Μπολσεβίκων – Λενινιστών (Αρχειομαρξιστών) / Αριστερής Αντιπολίτευσης». Μια παράξενη βαριά μυρωδιά έκανε τους χωροφύλακες να ειδοποιήσουν την Ειδική Ασφάλεια.
Το ίδιο βράδυ στη Θεσσαλονίκη γινόταν η επίσημη χοροεσπερίδα των εφέδρων υπαξιωματικών – μια εκδήλωση υπέρ των φθισικών.
Ήδη από αυτή την δεύτερη άτιτλη ενότητα ο Συγγραφέας μας δίνει τα σπουδαιότερα πρόσωπα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημά του. Όλα αυτά τα πρόσωπα παρίστανται εκεί και είναι: ο ταγματάρχης Γόρδιος Κλήμεντος (το κύριο πρόσωπο), υπασπιστής, φαινομενικά, του Σωματάρχη, αλλά στην πραγματικότητα επικεφαλής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας στη Βόρειο Ελλάδα και του 2ου Επιτελικού Γραφείου Πληροφοριών του Γ΄ Σώματος Στρατού – ο διοικητής του Γ΄ Σ.Σ. στρατηγός Σωτήριος Μάγνης – ο Στυλιανός Γονατάς, Γεν. Διοικητής Μακεδονίας-Θράκης – ο Χαρίσιος Βαμβακάς, δήμαρχος Θ/νίκης – ο Αλέξανδρος Θάννας (Ζάννας), υπουργός Αεροπορίας, ο οποίος ήταν γαμπρός της Πηνελόπης Δέλτα, και η κόρη του καπνοβιομήχανου Κύρου Μελισσηνού, Ντανιέλ, την οποία ερωτεύεται ο ταγματάρχης Γόρδιος και έχει και αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα.
Στη διάρκεια της χοροεσπερίδας παρατίθεται ένας σημαντικός διάλογος – συζήτηση, από όπου μας δίνεται συνοπτικά η κατάσταση που επικρατούσε τότε στη Θεσσαλονίκη και κατ’ επέκταση το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εξελιχθεί η υπόθεση του μυθιστορήματος. Ας τον παρακολουθήσουμε.
ΓΟΝΑΤΑΣ: «Η πόλη, κύριε υπουργέ, είναι μύλος. Λαϊκοί και βασιλόφρονες εναντίον των βενιζελικών. Εθνικιστές, ένα σωρό οργανώσεις, εναντίον των Εβραίων. Φασίστες εναντίον των κομμουνιστών, που κι αυτοί έχουν πια αποθρασυνθεί. Κομμουνισταί εναντίον των αρχειομαρξιστών συντρόφων τους. Φαγώνονται μεταξύ τους οι άσπονδοι σύντροφοι».
ΘΑΝΝΑΣ (ΖΑΝΝΑΣ): «Δείξτε ψυχραιμία…»
-ΓΟΝΑΤΑΣ: «Πόση ψυχραιμία; Καπνεργάτες, υπάλληλοι, εργατικά κέντρα οργανώνουν διαρκώς απεργίες και διαδηλώσεις. Συγκρούσεις και φόνοι. Αναταραχή. Εξαφανίζονται άνθρωποι. Φόβος, κάθε μέρα, για κάποιο στρατιωτικό κίνημα. Όλοι εναντίον όλων. Συν τους πρόσφυγες που τριγυρνούν σαν φαντάσματα, απελπισμένοι. Δένουν τα παπούτσια τους με σύρματα. Συσσίτια παντού και αναδουλειά. Λόγω της φτώχειας έχουμε και πολλές κλοπές, μαχαιρώματα, ποινικά εγκλήματα…»
«Ο στρατηγός (Γονατάς), χαμηλόφωνα, κυνικά, σκύβοντας προς τον Γόρδιο:
-“Άρα, πολλές ευκαιρίες για να κάνεις στρατολογήσεις χαφιέδων…”
Ενώ, ο δήμαρχος κύριος Βαμβακάς:
-“Δεν μας έφτανε το κραχ του ’29, πρόπερσι…
Και ο διοικητής Μακεδονίας-Θράκης:
-“Πολλές χρεοκοπίες. Ανεργία. Ο λαός έχει γίνει εμπριμέ, δεν ξέρει κατά πού να γείρει. Κι αν δεν προσέξουμε, αυτές οι παραγκοπούλες πέριξ του άστεως θα εξελιχθούν σε εστίες των πιο αριστερών ροπών».
Η προτροπή του Γονατά προς τον Γόρδιο «πολλές ευκαιρίες να στρατολογήσεις χαφιέδες» προδιαγράφει την εξέλιξη της δράσης του δευτέρου, ο οποίος θα αναλάβει να εξιχνιάσει διάφορες δολοφονίες, να ανακαλύψει τη δράση διαφόρων ομάδων και ατόμων που κινούνταν συνωμοτικά εις βάρος των «εθνικών συμφερόντων». Πράγματι ο Γόρδιος με καταπληκτική επιδεξιότητα πέτυχε στην αποστολή του συνεργαζόμενος πάντα με τους προϊσταμένους του πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους, τον στρατηγό Γονατά και τον Αλέξανδρο Θάννα (Ζάννα), υπουργό Αεροπορίας και έμπιστο του Ελ. Βενιζέλου, καθώς και τον υπενωμοτάρχη – υποδιοικητή της Ειδικής Ασφάλειας Ιωάννη Στρίγκο.
Το βασικό αφήγημα και η ουσία της πλοκής του «Ήλιου με ξιφολόγχες» είναι η ιστορία των κοινωνικών κινημάτων στη Θεσσαλονίκη, με τις ιδεολογικές διαμάχες που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τότε, στο πρώτο εξάμηνο του 1931, η Θεσσαλονίκη δεν είχε καν συμπληρώσει είκοσι χρόνια από την απελευθέρωσή της. Ήταν «μια πολύσπερμη πόλη (σαν μικρογραφία της Ευρώπης, σήμερα) σε εκρηκτική κατάσταση». Υπήρχαν και δρούσαν σ’ αυτή «εθνικιστές, κομμουνιστές, τροτσκιστές, φασίστες, Εβραίοι, αντισημιτισμός, αντικατασκοπία, πορνεία, παρακράτος, αλλά κι αισθαντικοί άντρες και μαγικές γυναίκες». Ήταν ακόμα πολλαπλές διεκδικήσεις από πολλούς, διαφορετικές ιδεολογίες, κινήματα, παρακράτος, πρόσφυγες, συγκρούσεις, φονικά, συνομωσίες». Η Μακεδονία με την Θεσσαλονίκη της ήταν διεκδικούμενη και διαφιλονικούμενη, διότι ήταν το πιο σημαντικό λιμάνι της ΝΑ Ευρώπης. Άρα το θέμα ήταν περισσότερο εθνικό. Οι βόρειοι γείτονες ήθελαν να την ενσωματώσουν στην σχεδιαζόμενη από αυτούς Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, ο Μουσολίνι την καλόβλεπε, οι Ρουμάνοι είχαν κι αυτοί τις βλέψεις τους. Στα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα ενυπήρχε ο βασικός διχασμός, βενιζελικοί και βασιλόφρονες, και συνεχείς πολλαπλές συγκρούσεις και απεργίες για το ζήτημα της επεξεργασίας του καπνού και όχι μόνον.
Ο Γ. Σκαμπαρδώνης με εξαιρετική δεξιοτεχνία μυθοποιεί και απομυθοποιεί συγχρόνως τη Θεσσαλονίκη. Με γλώσσα απλή και ελάχιστα «ιδιωματική», σε ό,τι σχετίζεται με τους ανθρώπους του υποκόσμου με τους οποίους ο κεντρικός ήρωας έρχεται σε επαφή, για να παίρνει πληροφορίες, μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής εκείνης. Μέσα από το κείμενο αναδεικνύονται ο κοσμοπολιτισμός, η καθημερινότητα και διάφοροι τύποι ανθρώπων τόσο της υψηλής κοινωνίας όσο και των λούμπεν. Υπάρχουν αναφορές σε διάφορα κοινωνικά κινήματα με χαρακτηριστικά εντοπιότητας αλλά ευρωπαϊκών τάσεων. Μερικά ιστορικά πρόσωπα, αναφέρθηκαν ήδη κάποια, μεταμορφώνονται σε λογοτεχνικούς ήρωες, πράγμα που σημαίνει ότι ο «Ήλιος με ξιφολόγχες» είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο προϋποθέτει κάποιες ιστορικές γνώσεις του αναγνώστη και δεν έχει καμιά σχέση με τα λεγόμενα «ευπόλητα» γλυκανάλατα μυθιστορήματα.
Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Ντανιέλ, μια νεαρή «μάγισσα, φεμινίστρια εκείθεν του φεμινισμού» (σημειωτέον ότι στη Θεσσαλονίκη του 1931 κυκλοφορούσαν δύο φεμινιστικές εφημερίδες) «ήταν από μόνη της ένα άπιαστο ίνδαλμα και ένα σκάνδαλο. […] με έντονα θηλυκά στοιχεία, πνευματικότητα, γενναιότητα και Χάριν». Αυτή η μυθική Ντανιέλ είναι εμπνευσμένη από μία πραγματική κοπέλα, την Μίνα Παυλίδου, που ζούσε το 1930 στην πόλη και ήταν η μόνη γυναίκα που οδηγούσε μοτοσικλέτα.
Άλλο ένα αξιοπρόσεκτο στοιχείο του βιβλίου είναι ότι ο Συγγραφέας του περιγράφει συχνά τα γυναικεία πρόσωπα με τόση ακρίβεια, ακόμα και στο τι φοράνε, πώς το φοράνε, δημιουργεί κινηματογραφικές εικόνες μοιραίων γυναικών και αναπαριστά με επιτυχία την μόδα του Μεσοπολέμου αλλά και επιβεβαιώνει τον μεγάλο ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο, ο οποίος είχε πει ότι «είμαστε, πλέον, νοσταλγοί μιας πόλεως που δεν υπάρχει πια», παρά μόνο στην λογοτεχνία. Οι πρωταγωνιστές καπνίζουν τσιγάρα μάρκας Santé.
Ο Γ. Σκαμπαρδώνης, γλωσσομαθής και βαθύς γνώστης της Ιστορίας, εξετάζει τα γεγονότα ως λογοτέχνης αλλά με ιστορική ακρίβεια και συγχρόνως με ειρωνικό βλέμμα θέλοντας να δείξει την κωμικοτραγωδία της ανθρώπινης κατάστασης, ώστε να δούμε τα συμβαίνοντα σε βάθος και όχι ιδεολογικά, με συγκατάβαση και μετριοπάθεια, αλλά και με αυστηρότητα. Ο έντονος αντισημιτισμός, που υπέβοσκε τότε (1931) στη Θεσσαλονίκη λόγω ακραίων συγκυριών, αναδεικνύεται προφητικά, επτά χρόνια πριν από την Νύχτα των Κρυστάλλων στο Βερολίνο του 1938, και όλη την τραγωδία που ακολούθησε μετά.
Όλα όσα αναφέρθηκαν ήδη και πολλά άλλα, τα παρακολουθεί ο αναγνώστης μέσα από την δράση του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, του ταγματάρχη Γόρδιου Κλήμεντος, ο οποίος αναλαμβάνει όλες τις δύσκολες αποστολές και τις διεκπεραιώνει επιτυχώς. Οι ευχάριστες και δυσάρεστες αποκαλύψεις που διαδέχονται η μία την άλλη, η προσωπική του ζωή, οι επαφές του τόσο με τις Αρχές της Θεσσαλονίκης όσο και με τον υπόκοσμό της, αποτελούν ένα συναρπαστικό αφήγημα, το οποίο, αν αρχίσεις να το διαβάζεις, θέλεις οπωσδήποτε να το τελειώσεις. Και όταν το τελειώσεις, διαπιστώνεις ότι, αυτά που διάβασες, τα αγνοούσες. Νιώθεις όμως και μια βαθιά ικανοποίηση και ευχαρίστηση τόσο γιατί απόλαυσες την ανάγνωση ενός ξεχωριστού ιστορικο-κοινωνικού μυθιστορήματος, όσο και γιατί παρακολούθησες ενδιαφέρουσες παρασκηνιακές διεργασίες που εκτυλίσσονται πίσω από τις αθέατες όψεις της ιστορίας.