Θεοφράστου Χαρακτήρες… (19)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

 19. [Δυσχερείας[1]] Αποκρουστικότητα – Αποκρουστικός

Είν’ η αποκρουστικότητα τού σώματος η αμέλεια,
και γίνεται ανυπόφορη στους άλλους – δίχως γέλια[2].
Είν’ άξιος ο ακάθαρτος παντού να τριγυρίζει,
ως κασιδιάρης ή λεπρός – λες κι άλλους φοβερίζει·
τα νύχια του κατάμαυρα κι όλο δικαιολογείται,
πως έχει κληρονομική νόσο, μα δεν πτοείται.
Κι ο πάππος κι ο πατέρας του το ’χανε το μαράζι,
και η δική του η γενιά, φαίνεται, δεν αλλάζει[3].
Μπορεί τις κνήμες των ποδιών να ’χει πληγές γεμάτες,
τα δάχτυλα ξεφλούδωτα και με ουλές «αφράτες»,
αλλά ποτέ δεν προσπαθεί για να επουλωθούνε,
τ’ αφήνει έτσι αγιάτρευτα πάνω του να φανούνε.
Έχει μασχάλες μαλλιαρές[4], στήθος πλευρά με τρίχες,
λες κι είν’ θηρίο άγριο – από σπηλιές και τρύπες,
κι έχει δόντια κατάμαυρα και σαπιοχαλασμένα,
είν’ βρώμικος, σιχαμερός – «μακριά απ’ τον καθένα»!
Και σ’ όλα τ’ άλλα ανάμεσα, τη μύτη[5] καθαρίζει,
τότε που τρώει το φαΐ και το καταβροχθίζει.
Σαν θυσιάζει, μ’ αίματα γεμίζει όλο το σώμα,
και σαν μιλά, τα σάλια του σκορπάει[6] απ’ το στόμα.
Όταν τα τσούξει, ρεύεται, και σ’ άπλυτα στρωσίδια
κοιμάται αυτός με την κυρά, στης κλίνης τα σανίδια.
Εις το λουτρό αλείφεται με λάδι ταγκιασμενο,
φορά χοντρό χιτώνιο, ιμάτιο λερωμένο,
ανάλαφρο στους ώμους του, όλο χάρη ριγμένο[7]!
Όταν από το σπίτι του η μάνα του κινάει
για τον ορνιθοσκόπο της[8], αυτός τη βλαστημάει.
Όταν οι άλλοι προσευχές κάνουν, γονυκλισία,
σπάει το κρασοπότηρο[9], γελάει με τη θυσία,
έξυπνο αστείο θεωρεί την κάθε ανοησία.
Σε συναυλία όταν βρεθεί, μόνος του παλαμάκια
χτυπάει και κάνει θόρυβο, και με τα δυο χεράκια,
ή συνεχίζει τον σκοπό στο άσμα να κρατάει,
την αυλητρίδα βρίζοντας, νωρίς αν σταματάει!
Αν σε τραπέζι φαγητό τρώει και χλαπακιαζει
Και του ’ρχεται στο στόμα του φτυσιά[10] για να πετάξει,
αντί απ’ το τραπέζι του πέρα – μακριά να φτύνει,
στου οινοχόου το πρόσωπο κάθε ροχάλα ρίχνει…

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Δυσχερής, κατὰ τὸν Θεόφραστον, εἶναι ἄνθρωπος ἀποκρουστικός, σιχαμερὸς διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν πρὸ πάντων τοῦ σώματός του. Τὰ ἐπα-κολουθοῦντα ὅμως παραδείγματα δὲν ἀνταποκρίνονται ὅλα εἰς τὸν ὁρισμόν· διὰ τοῦτο τὸ τέλος τοῦ χαρακτῆρος (§ 7 καὶ ἑ.) νομίζουν οἱ κριτικοὶ ὅτι πρέπει νὰ μετατεθῇ, ἄλλοι μὲν εἰς τὸν χαρακτῆρα βδελυρός (11), ἄλλοι εἰς τὸν χαρακτῆρα αναίσθητος (14) καὶ ἄλλοι εἰς τὸν χαρακτῆρα ἀηδής (20).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[2] Ο Γ. Ζαχαριάδης μεταφράζει τους πρώτους στίχους, ως εξής: «Η ατασθαλία ή ατσαλία είναι μία οχληρά και ανυπόφερτος αφροντισία και ακαθαρσία του σώματος.» Τον όρο δυσχερής, τον μεταφράζει ως άτσαλος. Ο Ε. Δαυΐδ τους μεταφράζει ως εξής: «Η δυσχέρεια είναι αμέλεια διά την περιποίησιν του σώματος, η οποία προξενεί δυσάρεστον αίσθημα εις τους άλλους.» Ο Σ. Σιγούρος τους μεταφράζει ως εξής: «Η ακαθαρσία είναι αμέλεια του κορμιού, ανυπόφορη στους άλλους.»

[3] «Ἡ υἱοθέτησις (ὑποβολὴ) ξένων τέκνων ἦτο, φαίνεται, συνήθης· διὰ τοῦτο καὶ ὡς θέμα ἔλαβον αὐτὴν κωμικοὶ ποιηταὶ (Φιλήμων, Μένανδρος κ.ἄ.) τῶν ὁποίων κωμῳδίαι ἔφερον τὸν τίτλον Ὑποβολιμαῖος.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[4] « Οἱ κομψευόμενοι ἐφρόντιζον νὰ ἀφαιροῦν τὰς τρίχας ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μέρη τοῦ σώματος (στῆθος, μασχάλας), τὰ ὁποῖα ἕνεκα τοῦ εἶδους τοῦ ἀρχαίου ἱματισμοῦ ἦσαν ἐκτεθειμένα εἰς τὰ βλέμματα ὅλων.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[5] «Μυξομάντιλο» (ρινόμακτρον) δεν υπήρχε στους αρχαίους Έλληνες. – «Οι αρχαίοι δεν είχαν μαντήλια και εκαθάριζαν τη μύτη με τα δάχτυλα, καθώς κάνουν ακόμη και σήμερα μερικοί λαϊκοί τύποι.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939)

[6] «Εἰς τὸν Ἀριστοφάνη (Ἀχαρνῆς 1150) ἓν ἐκ τῶν προσώπων ἐπονο-μάζεται Ψακὰς (βροχή), διότι, κατὰ τὸν Σχολιαστήν, προσέρραινε τοὺς συνομιλοῦντας διαλεγόμενος.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940)

[7] Δηλ. φοράει ταυτόχρονα ένα χειμωνιάτικο κι ένα καλοκαιρινό ρούχο.

[8] Οι αρχαίοι είχαν τη δεισιδαιμονία να πιστεύουν ότι αν ξεκινούσαν μια δουλειά κι έλεγαν στην τύχη κάποιες λέξεις, θα ήταν καλοί ή κακοί οιωνοί.

[9] «Ἡ πτῶσις ἀντικειμένου κατὰ τὰς σπονδὰς ἐθεωρεῖτο κακὸς οἰωνός.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – Το ίδιο θεωρούν και οι Νεοέλληνες.

[10] «Τὸ πτύειν δημοσίᾳ δὲν ἐνομίζετο ἀπρεπές. Ἡ φράσις μακρὰ πτύ-ειν ἐδήλωνε συμβολικῶς ὑπερηφάνειαν καὶ περιφρόνησιν. Ἡ ἀπρέπεια ἐδῶ ἔγκειται ὄχι εἰς τὴν πρᾶξιν ἀλλ’ εἰς τὴν περίστασιν κατὰ τὴν ὁποί-αν γίνεται.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com