Θεοφράστου Χαρακτήρες… (20)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

20. [Αηδίας[1]] Ενόχληση – Ενοχλητικός / Χοντράνθρωπος

Ξέρετε, η ενόχληση είναι σαν μια φιλία,
που βάρος μεν μας προκαλεί, όχι δε και ζημία.
Είναι ο ενοχλητικός τύπος που πάει σε δώμα
κι αυτόν που μόλις ξάπλωσε, σηκώνει απ’ το στρώμα·
και του ζητάει φορτικά μαζί του να μιλήσει,
τα όποια του προβλήματα να του τα επιλύσει.
Αν κάποιος είναι έτοιμος ώστε να ταξιδέψει,
πάει και τον καθυστερεί, μην τύχει και μισέψει.
Σ’ αυτούς που πάνε να τον δουν τους λέει πάντα τα ίδια,
να περιμένουν για να ’ρθει απ’ όμορφα ταξίδια.
Από την παραμάνα του[2] αρπάζει το μωράκι,
δικά του απομασήματα βάζει στο στοματάκι,
του λέει τραγούδια φλύαρα, τα ίδια και τα ίδια,
και του ψελλίζει άναρθρα κι ανόητα παιχνίδια.
Στα γεύματά του εξηγεί πως ελλεβόρο[3] ήπιε
και πήρε ως καθαρτικό· μα παίρνοντάς-το πήγε
απανωτά να ενεργηθεί με εμετό και τσίρλα,
ξερνώντας από την χολή μια μαυροπρασινίλα·
κι από τον μέλανα ζωμό που είναι στο τραπέζι[4],
πιο μαύρη, και του στομαχιού ο ταμπουράς του παίζει.
Μπροστά στους δούλους του ρωτά τη μάνα ν’ απαντήσει:
«Μάνα, πώς κοιλοπόναγες; Πότε μ’ έχεις γεννήσει;»
Κι ενώ η μάνα του[5] σιωπά, αυτός συνέχεια λέγει,
γιατί ο πόνος του μαζί με τη χαρά πηγαίνει,
κι ότι τα δυο στον άνθρωπο τα δίνει η μοίρα μόνο.
Όταν σε δείπνο τον καλούν, εκεί μιλά με τρόπο,
το πόσο δροσερό νερό κρατάει το πηγάδι,
το τι πολλά και τρυφερά λάχανα το κηπάκι·
πόσο ωραία φαγητά ο μάγειράς του κάνει,
και πως πολύς ξενόκοσμος πάντα στο σπίτι φτάνει,
λες κι είναι η οικία του στ’ αλήθεια πανδοχείο,
κι ότι μοιάζουν οι φίλοι του σ’ ένα τρύπιο δοχείο,
που ενώ τους καλοφέρνεται –τους έχει καλοπιάσει,–
δεν έχει δυνατότητα ποτέ να τους χορτάσει.
Τραπέζια και συμπόσια σε φίλους του προσφέρει,
δείχνει τον γελωτοποιό[6] – το πώς τα καταφέρει.
Κρατώντας το ποτήρι του στο χέρι, τους συστήνει
να πιουν, να διασκεδάσουνε, για όλα έχει φροντίσει,
και ένας υπηρέτης του όταν του πούνε «έλα»,
μια τραγουδιάρα θα τους πάει απ’ τα εκεί μπορντέλα:
«Όλοι με τα τραγούδια της να ευχαριστηθούμε,
και μες στο γλεντοκόπημα κι άλλες χαρές ας ζούμε.»

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Κατὰ τὸν ὁρισμὸν ἀηδὴς εἶναι ὁ κακοαναθρεμμένος καὶ ἀνάγωγος ἄνθρωπος ποὺ προξενεῖ δυσαρέσκειαν μὲ τοὺς τρόπους του· ἐκ τῶν πα-ραδειγμάτων ὅμως φαίνεται ὅτι καὶ ὁ χαρακτὴρ οὗτος εἶναι κρᾶμα ἀκαιρίας, ἀλαζονείας καὶ ἀγροικίας.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[2] «Αἱ τροφοὶ συνήθιζον νὰ μασοῦν τὴν τροφὴν ποὺ ἔδιδαν εἰς τὰ μικρὰ παιδιά, διὰ νὰ τὴν καταπίνουν αὐτὰ εὐκολώτερον.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[3] «Τουτέστι παίρνωντας καθαρτικόν, διότι ο ελλέβορος, κοινώς σκάρφη, προξενεί εμετόν και κίνησιν. Λέγουσι δε, ότι καθαρίζει και τον εγκέφαλον, και θεραπεύει την μανίαν.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). – «Δύο είδη ελλεβόρου είναι: ο μαύρος που τον μεταχειρίζονταν για καθαρτικό, και ο λευκός, που εχρησίμευε σαν εμετικό.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[4] «Εννοείται εκείνο το μαύρον ζωμί των Λακεδαιμονίων, το οποίον ήτον πρώτον φαγί εις τα τραπέζια των. Το εμεταχειρίζοντο δε και οι άλλοι Έλληνες, ελέγετο και βαφή, και εκατασκευάζετο από άλας, όξίδι, και χοίρειον κρέας,» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).

[5] «Ο Σουΐδας αναφέρει κάποιον ηλίθιο που ρωτούσε τη μητέρα του αν τον γέννησεν αυτή ή ο πατέρας του.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[6] «Οἱ πλούσιοι Ἀθηναῖοι εἶχον παρασίτους ἢ γελωτοποιούς, οἱ ὁποῖοι παρευρίσκοντο εἰς τὰ δεῖπνα, διὰ νὰ τέρπουν τοὺς συνδαιτημόνας μὲ τοὺς ἀστεϊσμούς των.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Οι πλούσιοι στα συμπόσιά των είχαν παράσιτους υποχρεωμένους να διασκεδάζουν τους καλεσμένους με αστεία. Ο κωμικός ποιη­τής Άντιφάνης έλεγε για ένα παράσι-τον: Οργήν ενεγκεΐν αγαθός· αν σκώπτης, γελά.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com