Θεοφράστου Χαρακτήρες… (27)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

27. [Οψιμαθίας[1]] Οψιμάθεια – Οψιμαθής

Είναι η οψιμάθεια[2]: αν κάποιος που’ χει γεράσει,
θέλει να μάθει γράμματα, και… «την καλή να πιάσει».
Είς άνθρωπος οψιμαθής, σαν φτάσει στα εξήντα,
αποστηθίζει γνωμικά, για να τα πεί στην… πίστα·
τότε που σε συμπόσια μ’ άλλους ανθρώπους πάει,
να τ’ απαγγείλει προσπαθεί, τα λόγια –όμως– ξεχνάει.
Ζητά από τον γιόκα του γυμνάσματα[3] να κάνει,
σε δόρυ, ασπίδα, «επ’ ουράν», κι αυτό πάλι δεν φτάνει.
Συνδράμει με χρηματικά ποσά, μετά των νέων,
τιμώντας σε συμπόσιο ήρωα λαμπρό, γενναίον·
μ’ άλλους συναγωνίζεται στη λαμπαδηφορία[4].
Αν σε ναό του Ηρακλή κληθεί, επ’ ευκαιρία,
πετάει το ιμάτιο κι ευθύς το βόδι αρπάζει,
του στραγγαλίζει τον λαιμό, κι έτσι το θυσιάζει[5].
Εις τις παλαίστρες τακτικά πάει και παίρνει μέρος,
κι ακόμα σε τρεις – τέσσερις πηγαίνει παραστάσεις,
για να μάθει των τραγουδιών[6] τους στίχους και το μέλος.
Κι ενώ τις του Σαβάζιου μαθαίνει καταστάσεις,
μυστήρια, τελετουργικά, συνάμα επιδιώκει
στον ιερέα[7] να φανεί ότι σε θέση πρώτη
αυτός μονάχα βρίσκεται, μ’ άλλους αν τον συγκρίνει.
Γουστάρει την ιέρεια[8], κριάρια σ’ αυτήν δίνει,
για τη θυσία, τάχατες· την πόρτα παραβιάζει,
και όταν ο αντεραστής στους κλώτσους τον ταράζει,
αναζητά το δίκαιο μήπως και το ’βρει κάπου.
Πηγαίνει στο χωράφι του, όχι με τ’ άλογά του,
αλλά με ξένο άλογο, ιππασία για να μάθει,
μα πέφτει και τσακίζεται, και το κεφάλι σπάζει.
Στα γεύματά του προσκαλεί αυτούς που του ταιριάζουν.
Όλοι δε οι δεκαδιστές[9] πολύ τον εγκωμιάζουν,
σε δείπνα που τους προσκαλεί, ιδίως όσοι του μοιάζουν.
Σαν ανδριάντας[10] στήνεται και μ’ έναν δούλο παίζει
–με των παιδιών τον δάσκαλο– βέλος, δόρυ εκτοξεύει[11]·
κι ενώ μαθαίνει απ’ αυτόν, τον παραινεί με θράσος,
λες κι είν’ αυτός ο ανήξερος, κι είν’ σ’ όλα ο ίδιος «άσσος»!
Όταν πηγαίνει στο λουτρό[12], συχνά τον κώλο δείχνει,
θαρρεί στην πάλη[13] είν’ δυνατός, και έτσι τ’ αποδείχνει.
Πάει σε χορούς των γυναικών[14], κουνιέται, και γυρίζει,
τη μελωδία του χορού για πάρτη του σφυρίζει[15].

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Ὁψιμαθὴς εἶναι κατὰ τὸν Θεόφραστον ὄχι ὁ ὀψὲ μανθάνων ἀλλὰ ὁ παρὰ τὴν ἡλικίαν του καὶ ὑπὲρ τὰς δυνάμεις του ἀσχολούμενος εἰς ἔργα νεανικὰ καὶ διὰ τοῦτο γινόμενος καταγέλαστος. Ὁ χαρακτὴρ οὗτος ἐνέχει πολὺ ἐνδιαφέρον, διότι μᾶς δίδει λεπτομερείας περὶ τῶν ἀσκήσεων, τῶν παιδιῶν καὶ τῶν ἐνασχολήσεων εἰς τὰς ὁποίας κατεγίνοντο τότε οἱ πλούσιοι νέοι τῶν Ἀθηνῶν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[2] «Οψιμαθία δεν σημαίνει ενταύθα, το να διδάσκεταί τις εις το γήρας τα οποία δεν εξεύρει· έστι γαρ και γέροντι πολλά καλά μαθείν· αλλά να ασκήται τα τοιαύτα, τα οποία είναι υπέρ την δύναμίν του, και αρμόζουν μόνον εις τους νέους.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).

[3] «Οἱ νέοι Ἀθηναῖοι ἀπὸ τοῦ 18 ἔτους τῆς ἡλικίας των ἤρχιζον τὴν στρα-τιωτικὴν θητείαν ὡς φρουροὶ τῶν συνόρων τῆς Ἀττικῆς. Ὁ υἱὸς λοιπὸν τοῦ ὀψιμαθοῦς γνωρίζει ἤδη τὰς ἀσκήσεις τὰς ὁποίας διδάσκει εἰς τὸν πατέρα του.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[4] «Κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Ἀθηνᾶς (μικρὰ Παναθήναια) τοῦ Ἡφαίστου, τοῦ Προμηθέως, τοῦ Θησέως καὶ ἄλλων ἡρώων ἐγίνοντο ὑπὸ τῶν μειρακίων λαμπαδηδρομίαι, τῶν ὁποίων τὴν δαπάνην κατέβαλλον δι’ ἐράνων.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Η λαμπαδηφορία εγινόταν στη γιορτή της Άθηνάς, και ήταν ο δρόμος που έτρεχαν κρατώντας λαμπάδα αναμμένην. Ο πρώτος που είχε λάβει το φως από το βωμό έδινε ν’ άνάψει στο δεύτερο, και αυτοί, ενώ έτρεχαν, έδιναν στους άλλους. Ο λαός αποδοκίμαζε όσους άφιναν τη λαμπάδα τους να σβηστεΐ.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[5] «Ο οψιμαθής εδώ προσπαθεί να μιμηθεί τον ηρωικόν άθλο του
Ηρακλή που έδάμασε το μανιακό ταύρο της Κρήτης.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[6] «Εἰς τὰ θεάματα ἐκτὸς τῶν διαφόρων ἐπιδείξεων φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε καὶ μουσικὴ κατὰ τὰ διαλείμματα καὶ ἐψάλλοντο διάφορα ᾄσματα· ὁ ὀψιμαθὴς διὰ νὰ ἐκμάθῃ αὐτὰ παρέμενε ἐκεῖ συνεχῶς ἐπὶ δύο ἢ τρεῖς παραστάσεις (πληρώματα).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[7] «Ἐκτὸς τῆς ἄλλης ἐθιμοτυπίας εἰς τὰ μυστήρια τοῦ Βάκχου, τὴν ὁποίαν περιγράφει ὁ Δημοσθένης (XVIII, 259) φαίνεται ὅτι ἐγίνετο καὶ ἀγὼν κάλλους.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[8] «Οι Βάκχες, Ιέρειες του Βάκχου, ήσαν περίφημες για τη μα­νία και τους άπρεπους τρόπους των, ήσαν ερωμένες των νέων της αριστοκρα-τίας.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[9] «Η συντροφιά των δεκαδιστών επήρε αυτό το όνομα επειδή συγκεντρωνότανε σε γεύμα στις δέκα του μηνός.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[10] «Άλλοι ερμηνεύουν το χωρίο τούτο πως ο οψιμαθής αγκα­λιάζει το άγαλμα. Οι αρχαίοι για να σκληραγωγήσουν το σώμα στο ψύχος, εσυνήθιζαν ολόγυμνοι το χειμώνα ν’ αγκαλιάζουν αγάλματα μαρμάρινα ή ορειχάλκινα.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[11] Ο Ε. Δαυΐδ μεταφράζει: «Παίζει μακρὸν ἀνδριάντα μὲ τὸν δοῦλόν
του.» Υποσημειώνει: «Εἶναι ἄγνωστος ἡ παιδιὰ περὶ τῆς ὁποίας γίνεται ἐδῶ λόγος· τινὲς διώρθωσαν τὸ χωρίον ἀλλ’ ἀνεπιτυχῶς.»

[12] «Οι αρχαίοι, ύστερα από την πάλη, έμπαιναν στο λουτρό. Ο οψιμαθής κι εκεί ακόμη κάνει επανάληψη στο μάθημά του» (Σημ. Μ. Σι-γούρου, 1939).

[13] «Ἡ πάλη ἦτο συνήθης ἄσκησις· τὸ τόξον ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὰς Ἀθήνας 1) διὰ τὸν πόλεμον (ὡς ὅπλον μισθοφόρων), 2) διὰ τὸ κυνήγιον καὶ 3) δι’ ἄσκησιν εἰς τὴν σκοποβολήν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[14] «Πρόκειται περὶ θρησκευτικῶν χορῶν πρὸς τιμὴν τῶν θεῶν ὡς κατὰ τὴν νύκτα τῆς ἑορτῆς τῶν Παναθηναίων. Ὁ ὀψιμαθὴς θέλει νὰ ἐπισύρῃ τὴν προσοχὴν τῶν παρθένων καὶ νὰ δείξῃ ὅτι καὶ αὐτὸς γνωρίζει χορόν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[15] «Ο οψιμαθής δεν είναι πάντα ο γελοίος αυτός τύπος, καθώς μας τον παρουσιάζει ο Θεόφραστος. ΙΙόσο διαφέρει ο Σωκράτης που «εγήρασκεν αεί διδασκόμενος» ή ο Κάτωνας ο κήνσορας, που, κα­θώς αναφέρει ο Πλούταρχος, στα ογδόντα του χρόνια επήγε να σπουδάσει στα Ελλη-νικά σχολεία.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com