Θεοφράστου Χαρακτήρες… (4)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

4. [Αγροικίας[1] Χωριατίλα – Χωριάταρος

Η χωριατίλα φαίνεται στην άγνοια καλών τρόπων·
κι ανήκει ο χωριάταρος στο είδος των ανθρώπων,
που άξια εμφανίζεται σε λαϊκό αγώνα
την ίδια μέρα, ακριβώς, που ήπιε κυκεώνα[2],
και λέει πως λιγότερο ο μύρος ευωδιάζει,
από το σκόρδο που ’φαγε – και δεν τον αηδιάζει.

Στα πόδια χοντροπάπουτσα φορά και περπατάει,
και μόνο μεγαλόφωνα έμαθε να μιλάει·
φίλους δεν εμπιστεύεται, μηδέ τους συγγενείς του,
στους δούλους του τα μυστικά εκθέτει της ψυχής του·
και λέει εις τους χωρικούς, που οργώνουν το χωράφι,
όσα εις την συνέλευση άκουσε κι έχει μάθει.

Όταν στρογγυλοκάθεται, τα ρούχα του σηκώνει
πιο πάνω από τα γόνατα, και φτάνουν στο λαγόνι[3]·
κι αποκαλύπτει τα γυμνά απόκρυφα σημεία,
-*[κι η χωριατίλα φαίνεται, αυτό ’χει σημασία!]*-

Δεν τον εκπλήσσει τίποτα, μήτε κάτι θαυμάζει,
κι αν βόδι δει, όνο, τραγί, στέκει και το κοιτάζει.

Εις το κελάρι συνεχώς τρώει και ντερλικώνει,
σαν λείξουρας[4], αχόρταγα μες στο στομάχι χώνει,
κι ύστερα τη μαγείρισσα στ’ άλεσμα βοηθάει,
να ’χει αλεύρι μπόλικο στα σόγια του να πάει.

Αν σε τραπέζι αυτός βρεθεί, το φαγητό να φάει,
σηκώνεται, στα ζώα του το χόρτο κουβαλάει!

Αν, πάλι, την εξώπορτα κάποιος του την χτυπήσει,
σπεύδει ο ίδιος, με σκυλί, αν θα πρέπει ν’ ανοίξει,
χαϊδεύοντας τη μούρη του[5]· και λέει στον επισκέπτη:
«Κτήμα και σπιτικό, αυτός φυλάει από τον κλέφτη.»

Όταν του δίνουν χρήματα, διστακτικά τα βλέπει,
τα βρίσκει δε λιποβαρή, να του τ’ αλλάξουν[6] πρέπει!

Εάν σε κάποιον δάνεισε αλέτρι ή κοφίνι,
είτε δρεπάνι, ή ασκί, ο νους δεν τον αφήνει·
συνέχεια συλλογίζεται, τη νύχτα ξαγρυπνάει
σηκώνεται αδιάντροπα, πάει και τα ζητάει!

Όταν στην πόλη κατεβεί, ρωτά όποιον συναντήσει,
πόσο πουλάν τα δέρματα, το ψάρι τι στοιχίζει,
αν γίνουν αγωνίσματα στη νέα τη σελήνη·
και του εκμυστηρεύεται: η πόλη τού τη δίνει,
και θέλει για να κουρευτεί, θέλ’ ψάρια σ’ ευκαιρία,
παστά, απ’ το βρωμάδικο του κύριου Αρχία[7],
μιας και περνάει από κει, απ’ τον δικό του δρόμο,
-*[να βάλει στο δισάκκι του, μην το ’χει άδειο στον ώμο.]*-

Και στα δημόσια λουτρά άδει η βροντολαλιά του·
βάζει καρφιά και πέταλα στα χοντροπάπουτσά του.

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ ὡς μεσότητα, δηλ. ἀρετήν, τὴν εὐτραπελίαν, ὡς ἀκρότητας δέ, δηλ. ἐλαττώματα, τὴν βωμολοχίαν καὶ τὴν ἀγροκίαν· “περὶ δὲ τὸ ἡδὺ τὸ ἐν παιδιᾷ ὁ μὲν μέσος εὐτράπελος καὶ ἡ διάθεσις εὐτραπελία, ἡ δὲ ὑπερρολὴ βωμολοχία καὶ ὁ ἔχων βωμολόχος, ὁ δὲ ἐλλείπων ἀγροῖκός τις καὶ ἡ ἕξις ἀγροικία” (Ἠθικ. Νικ. Β’, 7, 13). Ἀγροῖκος εἶναι 1) ὁ κατοικῶν εἰς τοὺς ἀγρούς, χωρικός, καὶ 2) ὁ ἀνάγωγος, χωριάτης· καὶ τὰς δύο ταύτας ἰδιότητας ἔχει ἐνταῦθα. Οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ πολλάκις ἐχρησι-μοποίησαν καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ ἀγροίκου εἰς τὰ ἔργα των ὁ Ἀναξαν-δρίδης, Φιλήμων καὶ Μένανδρος ἔγραψαν κωμῳδίας ὑπὸ τὸν τίτλον Ἄγροικοι ἢ Ἀγροικος.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[2] κυκεών: τροφή, παρασκευασμένη ως μίγμα ή κράμα κρασιού με μέλι, γάλα, κριθάλευρο, θυμάρι κ.λπ., δηλ. κάποια χόρτα για τα οποία ο λαός λέει «σημαδεύουν στη φτέρνα και χτυπούν στη μύτη», και που προκαλούσε δυσωδία, που είναι σαν να λέμε σήμερα για κάποιον: «Πίνοντας ρακί, και κάνοντας καφαλτί, πηγαίνει εις την Εκκλησίαν». – Οι Αρμάνοι – Βλάχοι, έως τη δεκαετία του 1970, για πρωινό έτρωγαν «κυκεώνα» (τζάμâ), παρασκευαζόμενο με κρασί, μέλι ή ζάχαρη, ψίχα ψωμιού, κανέλα, για καρδάμωμα, για τις αγροτικές εργασίες τους.

[3] «Οι αρχαίοι φορούσαν μόνο χλαμύδα. Φίλιππος ο Μακεδόνας απελευθέρωσεν αιχμάλωτον Ολύνθιον επειδή τον ειδοποίησε να διορ­θώσει τη χλαμύδα του, που τον άφηνε ξέσκεπον σε άπρεπη στάση.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[4] λείξουρας: λαίμαργος, πλεονέκτης.

[5] «Ἡ ἀγροικία εἰς τὴν σκηνὴν αὐτὴν φαίνεται ἐκ τῶν ἑττομένων· 1) πηγαίνει νὰ ἀνοίξῃ ὁ ἶδιος τὴν θύραν, ἐνῷ τοῦτο ἦτο ἔργον τῶν δούλων, 2) ἔχει μαζί του καὶ τὸν σκύλον του, 3) τὸν κρατεῖ ἀπὸ τὸ ρύγχος, χειρονομία χυδαία, 4) πρῶτοι λόγοι του πρὸς τὸν ἐπισκέπτην ὁμοιάζουν μὲ ἀπειλήν.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[6] Για τα χρόνια εκείνα, που υπήρχαν οι πραματευτάδες (έμποροι) και οι σαράφηδες (αργυραμοιβοί), ήταν πολύ δύσκολες οι συναλλαγές με τους «χωριάτες», που υποπτεύονταν σε όλε τις συναλλαγές τους ότι τους απατούν και τους κοροϊδεύουν.

[7] Αρχίας: ήταν ταριχοπώλης (έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com