Θεοφράστου Χαρακτήρες… (7)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

7. [Λαλιάς[1]] Πολυλογία – Πολυλογάς

Τι είναι ο πολυλογάς και τι η πολυλογία;
Όποιος μιλά ατέλειωτα χωρίς καμιά ουσία!
Όποιος είναι πολυλογάς, με κάποιον σαν μιλάει,
ό,τι ετούτος κι αν του πει, αυτός του απαντάει:
«Δεν είναι έτσι, φίλε μου, άριστα το γνωρίζω·
αν θες να μάθεις, άκου με, σ’ αυτά που ξεφουρνίζω.»
Αν πάει ο άλλος να του πει, κάτι να του απαντήσει,
απότομα ο πολυλογάς θα τόνε σταματήσει.
«Κράτα αυτό που θα ’λεγες· τι μου θυμίζεις τώρα…
Αυτό που ’θελα να σου πω, και το σκεφτόμουν ώρα!
Βλέπεις τι αξίζει ο άνθρωπος, όταν πολυμιλάει,
αν κάτι ξεχαστεί να πει, αμέσως το… τσιμπάει,
απ’ τα κατάβαθα του νου, για να το καταθέσει,
η σκέψη του κι η σκέψη σου άνετα να συμπέσει.»
Παντού θέλει να φλυαρεί· και όταν βρει ευκαιρία,
ποτέ στον συνομιλητή δεν δίνει σημασία.
Βαρύ φορτίο γίνεται εις τον καθένα χώρια,
δεν τον αφήνει να μιλά, κι ούτ’ έχει στενοχώρια.
Αν δει ανθρώπων συντροφιές, συνάξεις και μαζώξεις,
πάει και πολυλογεί σ’ αυτούς, κι ακολουθούν… “διώξεις”,
καθότι αναγκαστικά παύουνε να μιλάνε,
κόβουνε την κουβέντα τους και για αλλού τραβάνε.
Μπαίνει ο αθεόφοβος μέσα εις τα σχολεία,
μα και στα γυμναστήρια[2]· και με τη φλυαρία,
των μαθημάτων τη σειρά στους μαθητές χαλάει,
στους δάσκαλους και γυμναστές για να χαζομιλάει.
Εάν κανείς προφασιστεί δουλειά, να του ξεφύγει,
του λέει ο πολυλογάς ότι κι αυτός θα φύγει,
και είναι τότε ικανός μαζί του για να πάει,
ακόμα ως το σπίτι του, κι εκεί τον παρατάει.
Αν τον ρωτούν να μάθουνε νέα απ’ τις συναθροίσεις,
δεν λέει μόνο τι έγινε· πάει στις συζητήσεις
που κάνανε οι ρήτορες, τότε που ο Αριστοφόντας[3],
της πόλεως των Αθηνών άρχων και πρώτος όντας,
ή στον καιρό του Λύσανδρου την πάει την κουβέντα,
κι ανιστορεί στον λόγο του όσα ’χε στην ατζέντα,
οπού τα δέχτηκε ο λαός ζητωκραυγάζοντάς τα,
ενώ σχεδόν, ταυτόχρονα, ανακατεύοντάς τα,
επαίνους, κατηγόριες, ενάντια στα πλήθη,
ώστε για τους ακροατές εισάγει νέα ήθη,
ή να τα λησμονήσουνε όσα τους αραδιάζει,
ή με χασμουρητά ο καθείς να δείξει πως νυστάζει,
ή τον αφήνουν μόνο του τον λόγο να τελειώσει,
απ’ την πολυλογία του έκαστος να γλιτώσει.
Σαν δικαστής αδέκαστος, κανένα δεν αφήνει,
λόγια εναντίον του να πει δημόσια να τον κρίνει.
Στο θέατρο όταν βρεθεί, έχει ένα τέτοιο χούι,
να μην αφήνει θεατή να βλέπει και ν’ ακούει.
Όταν σε γεύματα βρεθεί μ’ άλλους εκεί που πάνε,
δεν τους αφήνει ήσυχους να πιούνε και να φάνε,
και βρίσκει πάντοτε να πει μία δικαιολογία,
«δύσκολο ο πολυλογάς μην πει κουβέντα μία,
αφού η γλώσσα του κυλά σαν το νερό στ’ αυλάκι,
και δεν της είναι εύκολο να βουβαθεί λιγάκι,
κι ας νομιστεί πιο φλύαρος κι από τα χελιδόνια
-*[και ας μην έχει τη λαλιά που έχουνε τ’ αηδόνια.]*-»
Επίσης, τον περιγελούν και τα παιδιά του ακόμα,
όταν πάει να κοιμηθεί και την πέφτει στο στρώμα,
αφού την φλυαρία του την πήρανε χαμπάρι:
«Πες μας πατέρα τίποτα, ο ύπνος να μας πάρει.»

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Ἡ λαλιὰ διαφέρει τῆς ἀδολεσχίας κατὰ ποιόν ὄχι κατὰ ποσόν. Ὁ λάλος λέγει πολλά, ἀλλ’ ὑπάρχει κάποιος συνειρμὸς εἰς τοὺς λόγους του, ἐνῷ ὁ ἀδολέσχης εἶναι ἀσυνάρτητος (ἴδε ὁρισμὸν ἀδολεσχίας 3).» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[2] «Ένας νόμος του Σόλωνα εμπόδιζε στα σχολεία να εργάζονται τη νύχτα. Η τιμωρία ήταν θανατική ποινή για όσους έμπαι­ναν σε σχολείο, εξαιρούνταν μόνον οι ανήλικοι, οι γιοί, και τ’ αδέλφια και ο γαμπροί του δασκάλου. Απαγόρευαν κατά τη γιορτή του Ερμή να συμπαίζουν οι άντρες με τα παιδιά. Τους παραβάτες τους τιμωρούσαν σαν διαφθορείς των νέων. Ό νόμος αυτός όμως στον καιρό του Θεόφραστου, καθώς φαίνεται, θα είχε πέσει σε αχρηστία.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[3] Πρόκειται για τη δίκη «περί του στεφάνου» (330 π.Χ.), στην οποία μίλησαν ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com