Θεοφράστου Χαρακτήρες… (8)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

8. [Λογοποιΐας[1]] Ψευδολογία – Ψευδολόγος

Ψευδολογία λέγεται όταν πλάθει κανένας
φήμες και πράξεις ψεύτικες· και θέλει αυτός ο ένας
οι άλλοι να πιστέψουνε τα όσα διαδίδει.
Ο ψευδολόγος εύκολα εις τις ψευτιές ενδίδει,
γιατ’ είναι τέτοιος άνθρωπος, που όταν με φίλο σμίξει,
με ύφος χαμογελαστό σπεύδει να τον ρωτήσει:
«Φίλε, από πού έρχεσαι; Τι νέα, τι ειδήσεις;
Πώς έτσι εξακολουθείς; Τίποτα δεν γνωρίζεις;
Κι όμως υπάρχουνε πολλά κι ευχάριστα μαντάτα.»
Μα πριν να πάρει απάντηση, αμέσως, τάκα – τάκα,
του λέει: «Πώς δεν τ’ άκουσες; Έχω να σου μηνύσω
ένα σωρό νέα, καλά, και να σ’ ευχαριστήσω.»
Αρχίζει τότε να εξηγεί πως τα ’μαθε στο Ωδείο
από τον δούλο του αυλητή, με τ’ όνομα Αστείο[2],
ή ίσως από κάποιονε της πόλης φανταράκο,
ή κι από κάποιον Λύκωνα[3], μέγα εργολαβάκο,
π’ αυτοπροσώπως ήτανε παρών στη μάχη, είπε,
και τα ’δε με τα μάτια του τα όσα διηγείται.
Κι επικαλείται πάντοτε προσώπων μαρτυρία,
οπού δεν βρίσκονται εκεί – τελούν εν απουσία,
ώστε να μη μπορεί κανείς ψεύτη να τόνε βγάλει,
κι ό,τι γουστάρει να το λέει χωρίς κουβέντα άλλη.
Και διηγείται πως αυτόν τον έχουν βεβαιώσει
ο Πολυπέρχων[4] απ’ τη μια κι ο βασιλιάς αντάμα,
και πιάσανε τον Κάσσανδρο[5] αιχμάλωτο! -*[Τι δράμα!]*-
Εάν κάποιος ακροατής τότε παρατηρήσει:
«Μα τα πιστεύεις όλ’ αυτά;» Αυτός θα απαντήσει:
«Μα είναι ολοφάνερο, ο τόπος το φωνάζει·
όλοι πια το γνωρίζουνε, καθένας έχει μάθει,
το πόσο αίμα χύθηκε σ’ αυτήν εδώ τη μάχη.
Φαίνεται αυτό ξεκάθαρα -*[το βλέπεις, άμα λάχει]*-,
σ’ όλους αυτούς που κυβερνούν· πόσο έχουν αλλάξει!
-*[Γιατ’ είναι αυτοί οι νικητές στου πόλεμου την πράξη.]*-»
Λέει πως, τάχα, άκουσε κρυφά κάποιοι να λένε,
ερχόμενος στην πόλη μας απ’ τη Μακεδονία,
και τα γνωρίζει άριστα· -*[κρυφή πτυχή, καμία.]*-
Ενώ αφηγείται όλα αυτά, κράζει συγκινημένος,
ώστε να τον πιστέψουνε στα όσα λέει ο καημένος:
«Δυστυχισμένε Κάσσανδρε και ταλαιπωρημένε,
από μια τύχη άμοιρη, χωρίς μπέσα, δεμένε,
την αντρειοσύνη έδειξες και την παλικαριά σου.»
Κι ο ίδιος τα διέδιδε σ’ ολόκληρη την πόλη!
Θαυμάζω οπού, στη Στοά[6], λένε τέτοια στη σχόλη,
ειδήσεις φαντασιακές· στο ψέμα μπουκωμένοι·
μ’ αυτοί στο τέλος χάνουνε – βγαίνουν ζημιωμένοι.
Πολλές φορές κάποιοι απ’ αυτούς, απ’ όχλο κυκλωμένοι,
εις τα δημόσια λουτρά, ωσάν γάτοι βρεγμένοι,
βίαια τους αρπάζουνε τα ρούχα που φοράνε[7],
κι ερήμην τους δικάζουνε, αν δεν πάνε σε δίκες,
γιατί στεριάς και θάλασσας αυτοί αφηγούνται νίκες.
Άλλοι ξεχνούν σε γεύματα και δείπνα για να πάνε,
και κράτη –με τα λόγια τους– συνέχεια κατακτάνε.
Χειρότερο επάγγελμα από τον ψευδολόγο,
που διαδίδει ψέματα, χωρίς κανένα λόγο,
και σπαταλά τη μέρα του σε μαγαζιά και πιάτσες,
ν’ ακούνε τα ψευδόλογα κάτι θλιμμένες φάτσες,
-*[αιώνια αργόσχολοι, κοινωνικά μπατίρια,
τεμπέληδες και αραχτοί, στης πιάτσας τα τσαντίρια!]*-

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

 


[1] «Ἡ λέξις λογοποιὸς σημαίνει ἐπὶ καλοῦ τὸν ἱστοριογράφον, λογογρά-φον, ἐπὶ κακοῦ δὲ ἄνθρωπον ποὺ πλάττει καὶ διαδίδει ψευδεῖς εἰδήσεις καὶ σχετίζεται μὲ τὸν ἀδολέσχην, τοῦ ὁποίου ἴδε τὸν ὁρισμὸν. Οἱ λογοποιοὶ φαίνεται ὅτι εἶχον εἰς τὰς Ἀθήνας κατάλληλον ἔδαφος πρὸς ἀνάπτυξιν τοῦ χαρακτῆρός των. Ὁ Ἀριστοφάνης (Ἱππεῖς 1262) ὀνομάζει αὐτὰς Κεχηναίων πόλιν, ὁ δε Δημοσθένης περιγράφει τοιούτους λογοποιοὺς εἰς τὸν Α’ Φιλιππικὸν λέγων· “ἡμων δὲ οἱ μὲν περιιόντες μετὰ Λακεδαι-μονίων φασὶ Φίλιππον πράττειν τὴν Θηβαίων κατάλυσιν καὶ τὰς πολι-τείας διασπᾶν, οἱ δὲ ὡς πρέσβεις πέπομφεν ὡς βασιλέα, οἱ δὲ ἐν Ἰλλυριοῖς πόλεις τειχίζειν, οἱ δὲ — λόγους πλάττοντες περιερχόμεθα— ἀνοητότα-τοι γάρ εἰσιν οἱ λογοποιοῦντες”. Ἡ τάσις αὕτη τῶν Ἀθηναίων ἐξηκολούθει καὶ κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (XVII, 21) “Ἀθηναῖοι δὲ πάντες εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον”.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[2] «Αὐλητὴς τοῦ στρατοῦ ἦτο ὁ συνοδεύων μὲ τὸν αὐλὸν τὰς ἱεροτελεστίας πρὸ καὶ μετὰ τὴν μάχην. Οἱ Λακεδαιμόνιοι μόνον ἐχρησιμοποίουν αὐλητὰς καὶ διὰ τὰ στρατιωτικὰ ἐμβατήρια κατὰ τὰς ἐξόδους. Ἐργολάβος δὲ ὁ προμηθεύων διάφορα στρατιωτικὰ εἴδη ἢ ἀναλαμβάνων τὴν κατασκευὴν διαφόρων ἔργων κατὰ τὰς πολιορκίας.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[3] «Ο Λύκων φαίνεται να ήταν τότε εις τας Αθήνας περισσότερο κανέ-νας γνωστός, παρά περίφημος ανήρ, όστις ήταν οικοδόμος, ή απλώς τεχνίτης.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).

[4] Πολυπέρχων ή Πολυσπέρχων (360-303 π.Χ.), γιος του Σιμμία, καταγόταν από βασιλική γενιά· γεννήθηκε στην Τυμφαία της Ηπείρου· στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου στην Ασία, ήταν επικεφαλής της τυμφαίας τάξεως· επέστρεψε στην Ελλάδα το 324 π.Χ. μαζί με τον Κρατερό και καθ’ οδόν, στην Κιλικία έμαθε ότι πέθανε ο Αλέξανδρος. – «Ο Πολύ-σπέρχων ήταν φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όστις μετά τον θάνατον του Αντιπάτρου έλαβε την βασιλείαν, και έγεινεν επίτροπος των υιών του Αλεξάνδρου. Βασιλεύς δε εννοείται ο Αριδαίος αδελφός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όστις εβασίλευσεν εις την Μακεδονίαν χρόνους 6 και έτι προς, και επωνομάσθη Φίλιππος από τον πατέρα του. Ο δε Κάσσανδρος ήταν υιός του Αντιπάτρου, όστις αποστατήσας από τον Πολυσπέρχοντα, λαβόντα την βασιλείαν μετά τον θάνατον του Αντιπά-τρου, ηυτομόλησε προς Αντίγονον. Όθεν ο Πολυσπέρχων εκίνησε πόλεμον κατ’ αυτού.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845). «Ὁ Πολυπέρχων, στρατηγὸς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ διοικητὴς τῆς Μακεδονίας μετὰ τὸν Ἀντίπατρον, περιῆλθεν εἰς πόλεμον πρὸς τὸν Κάσσανδρον, υἱὸν τοῦ Ἀντι-πάτρου, ἐπὶ 10 ἔτη (319-309 π.Χ.). Ἐκ τῶν τριῶν βασιλέων ποὺ κατεῖχον κατ’ ὄνομα μόνον τὸν θρόνον τῆς Μακεδονίας κατὰ τὴν περίοδον ταύτην, ἤτοι Ἀλεξάνδρου Δ’, Ἡρακλέους υἱοῦ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, καὶ Φιλίππου Ἀρριδαίου, εἶναι δύσκολον νὰ ὁρισθῇ ποῖος ἦτο ὁ σύμμαχος τοῦ Πολυπέρ-χοντος· πιθανῶς πρόκειται περὶ τοῦ τελευταίου· ἡ ἀναφερομένη ἐδῶ μάχη ὑπὸ τοῦ λογοποιοῦ καὶ ἡ αἰχμαλωσία τοῦ Κασσάνδρου ἐννοεῖται ὅτι εἶναι πλασταί.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

[5] «Κάσσανδρος: «Υιός του Αντιπάτρου, ανήρ χαρακτήρος βιαίου και φιλοδόξου. Γεννηθείς τω 355 π.Χ., έμεινεν εν Μακεδονία μετά του πατρός του ότε ο Αλέξανδρος εξεστράτευσεν εις Περσίαν. Επέμφθη δε τω 323 εις Βαβυλώνα, ίνα υπερασπισθή παρά τω Αλεξάνδρω τον πατέρα του δια-βληθέντα. Αλλ’ η παρρησία και η προπέτεια αυτού δυσαρέστησε. Μετά τον θάνατον δε του κατακτητού [Μεγαλέξανδρου], έγινε χιλίαρχος του Αντιγόνου· αλλά διενεχθείς προς αυτόν, επέστρεψε τω 319 εις Μακεδονίαν, ίνα διεκδικήση την διαδοχήν της επιτροπείας του κράτους, ην ο θνήσκων πατήρ του είχεν αναθέσει εις τον γηραιόν Πολυσπέρχοντα. Τον εβοήθησε δ’ εις τούτο και αυτός ο Αντίγονος, και ταχέως ο Κάσσανδρος, στερεωθείς εν Ελλάδι, έλαβε τω 318 παρά της βασιλίσσης Ευρυ-δίκης [πρόκειται για την Αδέα ή Ευρυδίκη, κόρη της Κυννάνης –θυγατρός του Φίλιππου Β´ και της Ιλλυρίδος Αυδάτας– και του Αμύντα –ανεψιού του Φίλιππου Β´–, και σύζυγο του Φίλιππου Αρριδαίου, την οποία Κύννα ή Κυννάνη μετά την χηρεία της την έχει πάρει για πρώτη σύζυγό του ο ίδιος ο Κάσσανδρος] και το αξίωμα του Επιτρόπου. Αλλ’ ο Πολυσπέρχων, συνδεθείς μετά της Ολυμπιάδος τω 317, υπερίσχησε της Ευρυδίκης και του ανδρός αυτής Φιλίππου Αρριδαίου, αμφοτέρων δολοφονηθέντων. [Η αλήθεια είναι ότι η Αδέα ή Ευρυδίκη αυτοκτόνησε]. Τότε δ’ αίφνης επανελθών εξ Ελλάδος ο Κάσσανδρος, εδελέασε τους στρατιώτας του Πολυ-σπέρχοντος, και συλλαβών την Ολυμπιάδα, την Ρωξάνην σύζυγον του Αλεξάνδρου, μετά του μικρού αυτής υιού Αλεξάνδρου, και Θεσσαλονίκην, την [ετεροθαλή] αδελφήν του κατακτητού, εθανάτωσε τω 316 την Ολυμπιάδα, καθείρξε την μητέρα [Ρωξάνη] μετά του τέκνου [Αλέξανδρος Αίγος], και ενυμφεύθη [διά της βίας] την Θεσσαλονίκην. Επανελ-θών δ’ έπειτα εις την Ελλάδα, ανήγειρε τας Θήβας εκ των ερειπίων των, και εις την επάνοδόν του εις Μακεδονίαν συνεδέθη μετά πολλών στρατηγών κατά του Αντιγόνου. Τω δε 311, μετ’ αποκατάστασιν της ειρήνης, ο επίτροπος ούτος των διαδόχων του Αλεξάνδρου, εθανάτωσε τον υιόν αυτού [Αλέξανδρον Αίγον] μετά της μητρός του [Ρωξάνης], και τον Πολυσπέρχοντα, όστις επροστάτευε τον μόνον εναπολειπόμενον εκεί-νου [του Μεγαλέξανδρου] υιόν, τον Ηρακλή, έπεισε (τω 309) να φονεύση και αυτόν. Έκτοτε, ει και αντετάχθησαν, αλλά ματαίως, κατ’ αυτού (τω 308 και 307) ο Πτολεμαίος εξ Αιγύπτου και Δημήτριος ο Πολιορκητής, έμεινεν ο Κάσσανδρος κύριος της Μακεδονίας, και δεν ανηγορεύθη μεν βασιλεύς, αλλά δεν απέκρουε τον τίτλον ότε τω εδίδετο. Κατά τα έτη 305 και 304 απεπειράθη αύθις να κυριεύση την Ελλάδα, αλλ’ εύρεν ισχυρόν αντίπαλον τον υιόν του Αντιγόνου Δημήτριον (τον Πολιορκητήν)· δι’ ο συνεμάχησε μετά του Λυσιμάχου, Πτολεμαίου και Σελεύκου, και εν Ιψώ ενίκησε και εφόνευσε τον Αντίγονον τω 301, και διανείμας το κρά-τος αυτού, εις τον ίδιον αδελφόν Πλείσταρχον έδωκε την Κιλικίαν, αυτός δε ήρξεν επί της Μακεδονίας μέχρι του θανάτου του, συμβάντος τω 296 π.Χ.». (Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολο-γίας, τόμος Α´, εν Αθήναις 1888, σ. 464). – Ο Θεόφραστος θέλει να παραστήσει το πόσο “αληθινές” (ψεύτικες) ήταν οι ειδήσεις του διαδοσία!

[6] «Αι κρίσεις ήσαν διτταί· δημόσιαι και ίδιαι. Αι μεν δημόσιαι εγίνοντο περί κοινών εγκλημάτων της πολιτείας, και ελέγοντο κατηγορίαι· αι δε ίδιαι περί ιδιωτικών πραγμάτων, και εκαλούντο δίκαι.» (Γ.Ζαχαριάδου).

[7] «Εἰς τὰ ἀποδυτήρια τῶν δημοσίων λουτρῶν ὑπῆρχον ὑπηρέται πρὸς φύ-λαξιν τῶν ἐνδυμάτων τῶν λουομένων, ἀλλ’ ὅμως κλοπαὶ φορεμάτων ἐγί-νοντο συχνότατα, ἂν καὶ αὐστηρότατα ἐτιμωροῦντο οἱ δρᾶσται, τοὺς ὁποί-ους ὠνόμαζον λωποδύτας (ἐκ τοῦ λῶπος = ἱμάτιον καὶ δύτης) δηλ. βουτη-χτὰς ξένων φορεμάτων. Ἡ λέξις εἶναι καὶ σήμερον εὔχρηστος ἐπὶ τῶν ἀφαιρούντων ἐπιτηδείως ὄχι μόνον ἱμάτια ἀλλὰ καὶ βαλλάντια.» (Σημ. Εμμ. Δαυΐδ, 1940).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com