«Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο»! Σεμπριές και σέμπροι στο λιομάζωμα!

Εκεί που κάθεσαι να πάρεις μιαν ανάσα, συλλογιέσαι πως από αυτό τον τόπο τον ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα πέρασαν πολλά αφεντικά κι αμέτρητοι εργάτες, έφαγε ψωμί κόσμος και κοσμάκης, αυτές οι ελιές έθρεψαν γενιές και γενιές!

by ΛΟΥΗΣ ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ
  • Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.

Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο, άγνωστου δημιουργού, και αναφέρονται σε μια άλλη εποχή, ξυπνώντας μας ρομαντικές αναμνήσεις από μία περίοδο όπου ξεχώριζε η απλότητα, το φιλότιμο, και η συντροφικότητα μέσα από την συνεργασία στις αγροτικές δουλειές. Όμως με τα χρόνια πολλές καθημερινές εργασίες έχουν πλέον αλλάξει ριζικά, όπως το μάζεμα της ελιάς. Αυτές οι φωτογραφίες με την πολυπληθή εργατιά, τα πανιά στα χωράφια, τους άντρες να ραβδίζουν τα δέντρα, και τις γυναίκες σκαρφαλωμένες στις σκάλες κατακόρφαδα να μαζεύουν και το τελευταίο σπυρί της ελιάς, συμπυκνώνουν τα πιο αγνά συναισθήματα εκείνης της εποχής, τη θέληση, την ελπίδα, και την άδολη συνεργασία!

Φέτος ξεκίνησε δειλά- δειλά το μάζεμα της ελιάς με την προσμονή μιας καλής σοδειάς, αλλά τίποτα δεν είναι όπως παλιά, αφού η πίεση της δουλειάς και της ζωής έκλεψαν το χαμόγελο και το κέφι. Ήρθαν αλλόκοτοι καιροί, ο κόσμος λύγισε από τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις της ζωής. Μαζί με όλα τα άλλα, τρέχει βουρλισμένος τα πρωινά μη τυχόν και δεν βρει στο συνηθισμένο μέρος τους εργάτες που είχε την προηγούμενη, επειδή κάποιος άλλος μπορεί να τους έδωσε δύο ευρώ παραπάνω και τους πήρε, γιατί οι εργάτες λιγόστεψαν δραματικά. Βλέποντας να λείπει η ηρεμία και το χαμόγελο από τα χείλη όσων ξεκινούν για τα χωράφια, ξετυλίγονται εκείνες οι όμορφες αναμνήσεις! Από το μυαλό μας περνούν σαν λάμψεις και οι πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, οι ξωμάχοι, που τέτοια εποχή ξεχύνονταν στα χωράφια με κέφι για να ζήσουν ένα γλέντι, το μάζεμα της ελιάς!

«Με τη σκάλα στον ώμο, ανάμεσα στις ελιές, επέρασε
το φάντασμά της. Ήταν η μάνα μου, τη γνώρισα
απ’ το τσεμπέρι της που σάλευε λυμένο, από τα χέρια
κι από τη δέσμη του φωτός που απόπνεε το χαμόγελό της….
Κάθε τέτοια εποχή, απλώνει τα λιοπάνια της
και τα ξαναμαζεύει. Έρχεται και βοηθάει τη γη……»

…. γράφει στο ποίημά του «η λιομαζώχτρα» ο Νικηφόρος Βρεττάκος! Ήταν οι παππούδες, γιαγιάδες, μανάδες, πατεράδες, αδέρφια μας, που ροβόλαγαν ακούραστοι και καμαρωτοί σαν τις περήφανες πέρδικες στα ισιώματα και στις κακοτράχαλες πλαγιές! Λάτρευαν τη δουλειά τους, να στρώνουν λιοπάνια, να κλαδεύουν, να ραβδίζουν, να σκαρφαλώνουν κατακόρφαδα με τις σκάλες στις ελιές για να μαζέψουν και το τελευταίο σπυρί με τα ροζιασμένα και ματωμένα τα χέρια από την δουλειά και το κρύο. Με το ξεχωριστό τους παρουσιαστικό, τη φωνή, το πείσμα, το γέλιο το χαρακτήρα, και τις δικές τους συνήθειες, κέρδισαν με το σπαθί τους μια θέση στην κοινωνία, και στην μνήμη μας!

Εκεί που κάθεσαι να πάρεις μιαν ανάσα, συλλογιέσαι πως από αυτό τον τόπο τον ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα πέρασαν πολλά αφεντικά κι αμέτρητοι εργάτες, έφαγε ψωμί κόσμος και κοσμάκης, αυτές οι ελιές έθρεψαν γενιές και γενιές! Εκεί στη θέση της πλαστικής καρέκλας που κάθεσαι αναπαυτικά με τον φρέντο καπουτσίνο στο χέρι, που τον πήρες ξεκινώντας το πρωί από το σπίτι, ή σου τον έφεραν ντελίβερι από την καφετέρια του χωριού, υπήρχε μια κοτρώνα που καθόταν ο παππούς σου, ο πατέρας, και η μάνα σου, δουλεύοντας ήλιο με ήλιο με μια γουλιά καφέ και μια μπουκιά ψωμί! Μονοκαλλιέργεια η ελιά τότε, καθόριζε το πόσο καλά ή λοβά θα περνούσε τη χρονιά κάθε σπίτι. Η φτώχεια ποτέ δεν τους φόβισε, αλλά η καλή καρδιά και η πίστη ότι θα έρθουν άσπρες μέρες για όλους, ατσάλωνε τη θέλησή τους και τους έδινε δύναμη να συνεχίζουν!

Ένα μήνα πριν κανόνιζαν για το μάζεμα. Συνήθως κάνανε «σεμπριά», σμίγανε οικογένειες, συγγενείς ή φίλοι, και οι «σέμπροι» μάζευαν τις ελιές μεταξύ τους χωρίς εργάτες. Κάποιοι εμπιστεύονταν μόνο τα δικά τους χέρια, τις μάζευαν σιγά σιγά μόνοι τους, αφού όπως λέγανε «τα ξένα χέρια αναπεύουν, δεν θεραπεύουν»! Οι πιο τρανές οικογένειες του χωριού είχαν την ίδια εργατιά για πολλά χρόνια, ενώ οι τσιφλικάδες με περιουσίες απέραντες που κουραζόταν το μάτι σου να τις αγναντεύει, είχαν ένα έμπιστο που οργάνωνε και συντόνιζε την εργατιά, άλλαζε με το παραμικρό τους εργάτες, και πολλές φορές για να ευχαριστήσει τα αφεντικά του γινόταν το σκληρότερο αφεντικό. Ξένοι εργάτες δεν υπήρχαν, ερχόντουσαν όμως αυτή την εποχή οικογένειες κυρίως από την Βόρεια Ελλάδα για να εξοικονομήσουν το λάδι τους, και όσοι τους χρειάζονταν τους σπίτωναν και τους έπαιρναν στην δουλειά, και το μεροκάματο ήταν σε λάδι. Όταν συγγενείς και φίλοι ερχόντουσαν για βοήθεια έστω για λίγες μέρες, ήταν το πιο ευχάριστο ξάφνιασμα, σα να ήταν σταλτοί απ το Θεό! Αυτό το συνήθιζαν όσοι τελείωναν νωρίς τις δικές τους ελιές, γιατί βοηθώντας θα ανακούφιζαν συγγενείς και φίλους, που θα τους την ανταπέδιδαν την βοήθεια όταν και αυτοί θα είχαν ανάγκη στον θέρο, στο αλώνι, και στον τρύγο.

Φτωχές φαμελιές νοίκιαζαν χωράφια από όσους ζούσαν σε πολιτείες ή στο εξωτερικό, ή από ηλικιωμένους, ή από ορφανεμένες οικογένειες. Νοίκιαζαν «μισιακά» μόνο για το μάζεμα, ή τα τρία τέταρτα ο νοικάρης και ένα τέταρτο το αφεντικό, αναλαμβάνοντας ο νοικάρης τα έξοδα και τις φροντίδες. Κάποια αφεντικά για να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους μην τους γελάσουν στο μερτικό, ζητούσαν από τον σέμπρο τους μια σταθερή ποσότητα λαδιού κάθε χρόνο, « τόσο να», κι ας έκανε ο ενοικιαστής «πέλαγα τα λάδια». Ήταν ένα επιπλέον κίνητρο να προσέχει τα χωράφια σα να ήταν δικά του. Βασικός όρος σε αυτή τη σεμπριά ήταν να μην κεντρώσει ο νοικάρης αγριλιές στο ξένο χωράφι, γιατί είχε δικαίωμα να κάνει κατοχή σε αυτές και να τις μεταβιβάζει στα παιδιά του σαν «παρασποριάρες!

Σεμπριά ήταν και όταν έσμιγαν τα ζώα τους, βόιδα ή άλογα, για να δουλέψουν συντροφικά στα χωράφια τους, ή να κάνουν μεροκάματο στα οργώματα, ή σαν αγωγιάτες στ’ αλώνια. Γενικά οι σεμπριές ήταν οι καλύτερες λύσεις, αλλά μερικές φορές οι σέμπροι είχαν και προβλήματα, και στενοχώριες. Υπήρχαν περιπτώσεις που κάτι δε θα πήγαινε καλά επειδή υπήρχε και η ξεσυνέρια ανάμεσα στα μέλη! Είναι χαρακτηριστική η παροιμία: «Σεμπρικό γαϊδούρι ή του λύκου ή του ψόφου», ή «το μαζικό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος»! Όταν έπαυε να υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος που ένωνε τους ανθρώπους στην ζωή, ή χανόταν κάτι που τους έδενε επαγγελματικά, λέγανε: «Ψόφησε το βόιδι μας, τέρμα η σεμπριά μας»!

Το φαγητό στις ελιές τις πιο πολλές φορές ήταν λιτό γιατί δεν επιτρεπόντουσαν βαρυστομαχιές και τεμπελιές! Απαραίτητο το ξύλινο κουτάκι με τα καφόμπρικα και τα φλιτζάνια για να ψήσουν στο χωράφι τον καφέ και να πουν στα γρήγορα το φλιτζάνι, το κονιακάκι ή το τσίπουρο, το στράστο με το καρβέλι το ψωμί, το κοφίνι με το τυρί, ελιές, κανά αυγό βραστό, ένα μπουκαλάκι λάδι, κρεμμύδι, και ένα μπουκάλι της «μια και εκατό» κρασί, έτσι για την ξεκούραση, και μια βίκα με νερό! Έπαιρναν και καμιά ρέγγα και την καψάλιζαν στην αφάνα, ή αν εύρισκαν μανιτάρια σε μέρη που ήταν σίγουροι, τα έψηναν στα κάρβουνα και μοσχοβόλαγε ο τόπος! Όταν όμως έρχονταν φίλοι ή συγγενείς να βοηθήσουν, τότε έπρεπε να τους ευχαριστήσουν με μαγειρευτό φαγητό, και καλοπέρναγε όλη η εργατιά! Μαγείρευαν πρωί πρωί κόκορα με τραχανά, ή κατσίκι με χυλοπίτες κοντές και έπαιρναν την κατσαρόλα στο χωράφι, ή ένα ταψί γλίνα με λουκάνικα και σαράντα αυγά σφουγγάτο, και στρώνανε κανονικό τραπέζι, και άντε μετά να σηκωθείς και να σκύψεις!

Η σεμπριά στην ελιά εκτός από μια πρακτική λύση ήταν και μια κοινωνική ανάγκη, να αλλάξουν και καμιά κουβέντα πέρα από τα οικογενειακά. Με την κουβέντα και την ανταλλαγή πληροφοριών μέσα από το λίγο κουτσομπολιό ξέφευγαν από την μονοτονία της δουλειάς. Σμίγοντας με την σεμπριά γινόταν και κάνα προξενιό! Ήταν και μια ευκαιρία για λοξοκοιτάγματα, για χτυποκάρδια πάνω στις ξύλινες σκάλες, και για θυελλώδεις έρωτες! Υπήρχαν όμως και παρατράγουδα με ανάρμοστες σχέσεις που χάλαγαν το καλό κλίμα, ή τίναζαν ακόμα και στον αέρα όλη την εργατιά μεσοδρομίς! Ο εργάτης σεβόταν το αφεντικό, δεν τον φθονούσε επειδή για κάποιο λόγο είχε περιουσία, και για ευχαριστίες για την δουλειά που του έδινε έλεγε, «η κότα πίνει νερό, και κοιτάζει και το Θεό»! Η μέρα περνούσε ευχάριστα, με καλαμπούρια, πειράγματα, τραγούδια, και δουλειά, και γέμιζαν τα σακιά! Άντρες δουλευταράδες καλόκαρδοι και καλαμπουρτζήδες ήταν περιζήτητοι και δεν ξέμεναν από δουλειά, και οι γυναίκες το ίδιο, με τον ζήλο, την οργανωτικότητα, και την παρουσία τους, ομόρφαιναν την εργατιά και η δουλειά γινόταν γλέντι!

Εκείνα τα χρόνια με τις σεμπριές και την αλληλοβοήθεια οι δουλειές γίνονταν ήρεμα, όμορφα, και απλά! Ήταν δύσκολες εποχές, αλλά κυριαρχούσε το φιλότιμο και η αλληλεγγύη, ενώ σήμερα και τα δύο είναι σε σοβαρή έλλειψη. Σήμερα δυστυχώς είναι συνηθισμένα φαινόμενα η ζηλοφθονία και ο αντισυναδελφικός ανταγωνισμός, αφού για να βρουν κάποιοι εργατιά προσφέρουν στα κρυφά μεγαλύτερο μεροκάματο, για να πάρει ο καθένας τον εργάτη του διπλανού του. Παρασύροντας και άλλους σε αυτόν το πλειοδοτικό «διαγωνισμό» ανεβάζουν τα μεροκάματα στα ύψη, και μετά τους φταίνε οι εργάτες που συνεννοούνται και διεκδικούν. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούν και έναν φαύλο κύκλο όπου μέσα σ αυτόν στροβιλιζόμαστε όλοι, χωρίς ελπίδα συνεννόησης των ίδιων των παραγωγών. Καιρός να αλλάξουμε πλέον! Ας ανασκουμπωθούμε να σεμπρέψουμε όπως παλιά, για να μάσουμε τις ελιές με την ανασοή μας, ανθρώπινα, με καλοκάρδια, και οικονομικά! «Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο»! Καλή αρχή, και καλές διαφορές με υγεία! Καλό Σαββατοκύριακο!

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com