Βλαντίμιρ Γκόροβιτς (1903 – 1989) Ουκρανός κλασικός πιανίστας και συνθέτης

Η βιρτουόζικη τεχνική του, το ύφος του και το ευρύ ρεπερτόριό του τον καθιστούν ως έναν από τους σημαντικότερους ερμηνευτές όλων των εποχών, ενώ πολλοί τον χαρακτηρίζουν ως τον μεγαλύτερο πιανίστα που υπήρξε ποτέ.

by Times Newsroom

Ο Βλαντίμιρ Σαμόιλοβιτς Γκόροβιτς (Владимир Самойлович Горовиц‎, 1 Οκτωβρίου/18 Σεπτεμβρίου 1903, Κίεβο – 5 Νοεμβρίου 1989, Νέα Υόρκη) ήταν Ουκρανός κλασικός πιανίστας και συνθέτης. Η βιρτουόζικη τεχνική του, το ύφος του και το ευρύ ρεπερτόριό του τον καθιστούν ως έναν από τους σημαντικότερους ερμηνευτές όλων των εποχών, ενώ πολλοί τον χαρακτηρίζουν ως τον μεγαλύτερο πιανίστα που υπήρξε ποτέ.

Ο Γκόροβιτς γεννήθηκε στο Κίεβο, περιφερειακή πόλη της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας και σημερινή πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Ήταν ο νεότερος από τα τέσσερα παιδιά του Σαμουήλ Γκόροβιτς, και της Σοφί Μπόντικ, αμφότεροι εβραϊκής καταγωγής. Γεννημένος μέσα σε ένα μουσικό και γενικότερα καλλιτεχνικό περιβάλλον, έλαβε τα πρώτα του μαθήματα μουσικής σε τρυφερή ακόμη ηλικία, αρχικά από τη μητέρα του, που υπήρξε επίσης πιανίστα. Το 1912 εισήχθη στην Εθνική Μουσική Ακαδημία Τσαϊκόφσκι της Ουκρανίας, όπου και μαθήτευσε πλάι στον Βλαντιμίρ Πουκάλσκι, τον Σεργκέι Ταρνόφσκι και τον Φέλιξ Μπλάμενφελντ, δίνοντας τα πρώτα του ρεσιτάλ στο Χάρκοβο το 1920.

Η αυξανόμενη φήμη του τον οδήγησε σε περιοδείες στη ρωσική επικράτεια, όπου έδινε ρεσιτάλ, συχνά αμειβόμενος με ψωμί, βούτυρο και σοκολάτα αντί χρημάτων, καθώς ο Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος είχε αφαιμάξει οικονομικά τη χώρα. Μόνο την περίοδο 1922-1923 συμμετείχε σε 23 συναυλίες με 11 διαφορετικά προγράμματα, στο πάλαι ποτέ Πέτρογκραντ. Παρά την πρόσκαιρη επιτυχία του ως πιανίστας, ο ίδιος δήλωνε την πρόθεσή του να γίνει συνθέτης και πως έδινε συναυλίες μόνο και μόνο για να βοηθήσει την οικογένειά του, που έχασε όλη της την περιουσία κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης.

Τον Δεκέμβριο του 1925 ο Γκόροβιτς περνάει τα δυτικά σύνορα και επιδιώκει επίμονα να σπουδάσει περαιτέρω με τον Αυστριακό πιανίστα Αρτούρ Σνάμπελ. Χωρίς σκοπό να επιστρέψει στη Ρωσία, ο Γκόροβιτς χρηματοδοτεί τα πρώτα του ρεσιτάλ με χρήματα που λαθραία είχε κρύψει στις σόλες των παπουτσιών του, όπως δηλώνει πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του.

Καριέρα στη Δύση

Το ντεμπούτο του στις ΗΠΑ λαμβάνει χώρα στις 12 Ιανουαρίου του 1928, στο περίφημο Κάρνεγκι Χολ, με ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει το 1ο Κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι, σε διεύθυνση ορχήστρας του -επίσης πρωτοεμφανιζόμενου στην Αμερική- Σερ Τόμας Μπίτσαμ. Σε μεταγενέστερη εποχή, ο Γκόροβιτς δηλώνει πως οι δύο καλλιτέχνες είχαν διαφορετική άποψη όσον αφορά στο τέμπο και πως ο Μπίτσαμ διηύθηνε το έργο «από μνήμης, χωρίς όμως να ξέρει το κομμάτι». Η επιτυχία του και η αποδοχή από το κοινό υπήρξε τεράστια· ο μουσικοκριτικός των New York Times Όλιν Ντάουνς ήταν επικριτικός για τον συντονισμό μεταξύ του μαέστρου και του σολίστα, απέδωσε όμως τα εύσημα στον Γκόροβιτς, επευφημώντας τον λυρικό του τόνο και την τρομερή τεχνική του, παρομοιάζοντας τον πιανίστα με «κυκλώνα που ξεσπάει από τις στέππες». Όπως φάνηκε από τη συναυλία αυτή, ο Γκόροβιτς κατόρθωσε να καθηλώσει το κοινό του, κάτι που διατήρησε σε ολόκληρη την καριέρα του. Ο Ντάουνς σχολιάζει, «πάνε πολλά χρόνια από τότε που ένας πιανίστας συνεπήρε με τέτοιο πάθος το κοινό αυτής της πόλης» και συμπληρώνει πως αυτός ο πιανίστας «διαθέτει τα περισσότερα αν όχι όλα τα στοιχεία ενός μεγάλου ερμηνευτή».

Το 1933 συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον περίφημο μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι, ερμηνεύοντας το 5ο Κοντσέρτο για πιάνο (“Αυτοκρατορικό”) του Μπετόβεν. Η συνεργασία τους έμελε να γίνει ισόβια, τόσο επί σκηνής όσο και σε ηχογραφήσεις. Μέχρι το 1939 ο Γκόροβιτς είχε εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, λαμβάνοντας την αμερικανική υπηκοότητα το 1944.

Παρά το εκστασιασμένο του κοινό, ο Γκόροβιτς ολοένα και έδειχνε αβέβαιος για τις πιανιστικές του δεξιότητες· σε αρκετές περιπτώσεις χρειάστηκε να τον οδηγήσουν με τη βία στη σκηνή, ενώ συχνά ακύρωνε τις εμφανίσεις του. Το τηλεοπτικό του ντεμπούτο πραγματοποιήθηκε από το Κάρνεγκι Χωλ την 1η Φεβρουαρίου 1968 και μεταδόθηκε σε μαγνητοσκόπηση από το δίκτυο CBS στις 22 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.

Ηχογραφήσεις

Ο Γκόροβιτς την εποχή των πρώτων του ηχογραφήσεων.

Το 1926 ο Γκόροβιτς κάνει τους πρώτους του κυλίνδρους για πιάνο, στα στούντιο της Welte-Mignon στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Οι πρώτες του ηχογραφήσεις για γραμμόφωνο πραγματοποιούνται δύο χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ, από την εταιρεία RCA Victor. Λόγω της Ύφεσης του 1929, η εταιρεία δίνει άδεια στους καλλιτέχνες της να πραγματοποιούν ευρωπαϊκές ηχογραφήσεις με την συνεργάτιδα εταιρεία στο Λονδίνο His Master’s Voice (HMV). Έτσι, το 1930 ο Γκόροβιτς ηχογραφεί το 3ο Κοντσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ, με μαέστρο τον Άλμπερτ Κόουτς και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, σε παγκόσμια πρώτη ηχογράφησης. Μέχρι το 1936 οι ηχογραφήσεις για την HMV είναι πολυάριθμες, συμπεριλαμβανομένης της περίφημης σονάτας σε σι ελλάσονα του Φραντς Λιστ. Οι αρχές του 1940 τον βρίσκουν και πάλι στα στούντιο της Αμερικής, ηχογραφώντας το 2ο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς και το 1ο Κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι, αμφότερα με την Συμφωνική Ορχήστρα του NBC υπό τη μπαγκέτα του Τοσκανίνι. Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, το 1959, κυκλοφορεί η ηχογράφηση του 1943 με το κοντσέρτο του Τσαϊκόφσκι του διδύμου Γκόροβιτς-Τοσκανίνι, μια εκτέλεση που θεωρείται ανώτερη της εμπορικής εκτέλεσης και επιλέγεται για το Grammy Hall of Fame. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης απόσυρσής του το 1953, ο Γκόροβιτς ηχογραφεί μια σειρά έργων στην έπαυλή του στη Νέα Υόρκη, που περιλαμβάνουν κομμάτια του Αλεξάντερ Σκριάμπιν και του Μούτσιο Κλεμέντι. Η πρώτη του στέρεο ηχογράφηση, το 1959, ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στις σονάτες του Μπετόβεν.

Το 1962 σηματοδοτεί την εκκίνηση μιας σειράς βραβευμένων ηχογραφήσεων για την Columbia Records. Οι πιο αξιοσημείωτες είναι αυτή της ζωντανής συναυλίας στο Κάρνεγκι Χωλ το 1965 και η τηλεοπτική ηχογράφηση του 1968, και πάλι από το Κάρνεγκι Χωλ. Από τις ηχογραφήσεις σε στούντιο, η «Κραϊσλεριάνα» του Ρόμπερτ Σούμαν (1969) λαμβάνει το λαμπρό γαλλικό βραβείο Prix Mondial du Disque.

Από το 1975, ο Γκόροβιτς επιστρέφει στην RCA, για την οποία ηχογραφεί ζωντανές συναυλίες μέχρι το 1982. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1985, υπογράφει συμβόλαιο με τη γερμανική Deutsche Grammophon, για την οποία πραγματοποιεί ηχογραφήσεις μέχρι το 1989, συμπεριλαμβανομένης της μοναδικής του ηχογράφησης του 23ου Κοντσέρτου για πιάνο του Μότσαρτ. Από την περίοδο αυτή καταγράφονται και τέσσερα μαγνητοσκοπημένα ντοκυμανταίρ, στα οποία συμπεριλαμβάνεται το ρεσιτάλ της 20ής Απριλίου 1986 στη Μόσχα. Η τελευταία του ηχογράφηση, για την κλασική σειρά της Sony, ολοκληρώνεται τέσσερις μόλις ημέρες πριν τον θάνατό του, και συναποτελείται από έργα του ρεπερτορίου του που δεν είχαν ηχογραφηθεί στο παρελθόν[35].

Πλέον, όλες οι ηχογραφήσεις του Γκόροβιτς διατίθενται σε CD, ορισμένες μάλιστα σε πολλαπλή επανέκδοση. Με την άνοδο της δισκογραφικής βιομηχανίας, κυκλοφόρησε ανέκδοτο υλικό, όπως αποσπάσματα από ιδιωτικά ρεσιτάλ του μεγάλου πιανίστα, στο Κάρνεγκι Χωλ της περιόδου 1945-1951.

Προσωπική ζωή

Το 1933, ο Γκόροβιτς παντρεύεται με πολιτικό γάμο την κόρη του Τοσκανίνι, Βάντα. Το ότι ο Γκόροβιτς ήταν Εβραίος και η Βάντα καθολικών πεποιθήσεων, δεν υπήρξε εμπόδιο στον γάμο τους, ενώ καθώς ο ένας δεν μιλούσε τη γλώσσα του άλλου, η μεταξύ τους επικοινωνία γινόταν στα γαλλικά. Απέκτησαν ένα παιδί, τη Σόνια Τοσκανίνι-Γκόροβιτς (1934-1975), η οποία έπεσε θύμα υπερβολικής δόσης ναρκωτικών· αδιευκρίνιστο παρέμεινε το κατά πόσο ο θάνατός της υπήρξε αποτέλεσμα ατυχήματος ή απόπειρας αυτοκτονίας.

Παρά το έγγαμο του βίου του, υπήρχαν έντονες φήμες για τον ομοφυλοφιλικό του προσανατολισμό. Στα λόγια του Αρτούρ Ρούμπινστάιν «όλοι τον γνώριζαν και τον δεχόντουσαν ως ομοφυλόφιλο», ενώ ο πιανίστας David Dubal στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως ο ογδοντάρης Γκόροβιτς δεν ήταν σεξουαλικά ενεργός, αλλά «δεν υπήρχε αμφιβολία για την δυνατή έλξη του από το ανδρικό σώμα, κάτι που του δημιουργούσε ανησυχία σε όλη του τη ζωή». Ο Ντουμπάλ διακρίνει τον υφέρποντα ερωτισμό στην ερμηνεία του Γκόροβιτς, κάτι που προδίδει τα σεξουαλικά του ένστικτα. Ο ίδιος ο Γκόροβιτς αρνήθηκε τον χαρακτηρισμό, χαριτολογώντας «υπάρχουν τρία είδη πιανιστών: Εβραίοι πιανίστες, ομοφυλόφιλοι πιανίστες, και κακοί πιανίστες».

Στη δεκαετία του 1940 ο Γκόροβιτς άρχισε ψυχιατρικές συνεδρίες, οι οποίες, σύμφωνα με πηγές, αποτέλεσαν απόπειρα διόρθωσης του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Στις επόμενες δεκαετίες του 1960 και 1970, νέες θεραπείες με ηλεκτροσόκ έλαβαν χώρα, αυτή τη φορά για την καταπολέμηση μείζωνος καταθλιπτικής διαταραχής.

Το 1982 πια, ο Γκόροβιτς άρχισε την πρόσληψη αντικαταθλιπτικών, κάτι που συνδύασε με την κατανάλωση αλκοόλ. Συνέπεια όλων αυτών ήταν η σταδιακή παρακμή της εκτελεστικής του δυνατότητας· οι συναυλίες του 1983 στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία μαρτυρούν τα κενά μνήμης και την έλλειψη ελέγχου. Σε άρθρο ιάπωνα κριτικού, μάλιστα, ο Γκόροβιτς παρομοιάζεται με «πολύτιμο αλλά ραγισμένο αγγείο». Για τα επόμενα δύο χρόνια, οι δημόσιες συναυλίες διακόπηκαν.

Βιβλιογραφία

  • Dubal, David (1989). The Art of the Piano. Amadeus Press. ISBN 1574670883.
  • Dubal, David (1991). Evenings with Horowitz: A Personal Portrait. Carol Publishers. ISBN 1574670867.
  • Epstein, Helen. Music Talks (1988) McGraw-Hill (a long profile that appeared in the New York Times Magazine of Horowitz, 1978)
  • Dubal, David. Remembering Horowitz: 125 Pianists Recall a Legend, Schirmer Books, 1993. ISBN 0028706765
  • Bernhard, Thomas (1991). The Loser: A Novel (στα Αγγλικά). Νέα Υόρκη: University of Chicago Press. σελ. 83. ISBN 0226043886. Unknown parameter |coauthor= ignored (|author= suggested) (βοήθεια)
  • Plaskin, Glenn (1983). Biography of Vladimir Horowitz. UK: Macdonald. ISBN 0356091791
  • Schonberg, Harold C. (1992). Horowitz: His Life and Music. Simon and Schuster. ISBN 0-671-72568-8.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com