Η προβλέψιμη κυρία Κιτσοπούλου

Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το έργο του Αριστοφάνη, παρουσιάστηκε μία αποδόμηση του κειμένου, του συγγραφέα, της σχέσης ανάμεσα στο θεατρικό κοινό και τον ερμηνευτή, της λειτουργίας του θεάτρου ως θεσμού εντέλει

by Times Newsroom
  • του Κώστα Σαμάντη

«Θα ήθελα να μη δουλεύω, να μην κοπιάζω και να παίρνω μόνο βραβεία»

Το πιο πάνω απόσπασμα, είναι κομμάτι μίας συνέντευξης που είχε δώσει η Λένα Κιτσοπούλου στον ιστότοπο Popaganda το 2018. Αν αντικαταστήσεις τη λέξη βραβεία με τη λέξη επιδόματα, έχεις την  επιτομή του οικονομικού παρασιτισμού, του μοντέλου δηλαδή που οδήγησε την χώρα βαθιά μέσα στα μνημόνια. Στα χείλη όμως της Λένας Κιτσοπούλου γίνεται η επιτομή του πολιτιστικού παρασιτισμού, μιας κατάστασης συνώνυμης της παρακμής και της απαξίωσης. Αξίζει όμως να δούμε την πορεία της συγκεκριμένης κατ’ επάγγελμα provocateur (sic!).

Η Λένα Κιτσοπούλου έκανε την έκπληξη όταν το 2006, σε ηλικία 35 ετών, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για τα διηγήματα «ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ». Τα συγκεκριμένα διηγήματα, παρεμπιπτόντως, αναφέρονταν σε παιδοκτονίες, παιδεραστίες και βιασμούς. Είχε γραφτεί τότε ότι το έργο της εξέφραζε ανομολόγητους φόβους  και ενοχές της ελληνικής κοινωνίας, σε μια άλλη εκδοχή όμως ήταν απλώς ένας θηλυκός Ταραντίνο. Λίγο αργότερα, το 2009 συγκεκριμένα, η νουβέλα της «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» η οποία γράφτηκε ως μονόλογος για το Εθνικό Θέατρο, θα ανέβει σε σκηνοθεσία δική της και της Μαρίας Πρωτόπαππα και θα αποτελέσει σημείο συζήτησης για το θεατρικό κοινό. Ήδη όμως εμφανίζεται και η πρώτη δυσαρέσκεια για τον ναρκισσισμό που δείχνει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας της. Από την λογοτεχνία θα στραφεί πλέον σταθερά προς το θέατρο, τόσο ως ηθοποιός (είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης) όσο και ως σκηνοθέτις. Είναι το 2012 όταν το έργο της «Αθανάσιος Διάκος – Η επιστροφή» θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών χωρίς το παραμικρό πρόσχημα. Ο Αθανάσιος Διάκος θα παρουσιαστεί ως ένας διεστραμμένος σουβλατζής (ανατριχιαστική αναφορά στον τρόπο με τον οποίο μαρτύρησε) ο οποίος δέρνει την γυναίκα του, η οποία τον κερατώνει με έναν Κούρδο λαθρομετανάστη πριν την δολοφονήσει στο τέλος του έργου.

Παρ’ όλες τις επιμέρους αντιδράσεις για το περιεχόμενο της παράστασης, το κλίμα της εποχής τότε ευνοούσε αυτές τις προσεγγίσεις. Ο κυρίαρχος εθνομηδενισμός και παρασιτισμός, έδινε το μέτρο και υιοθετούσε συμπεριφορές και πολιτιστικές προτάσεις που εμπέδωναν την ιδεολογική κυριαρχία του. Την επόμενη χρονιά θα ανέβει η παράσταση «Αόρατη Όλγα» με κείμενο δικό της. Η παράσταση θα παρουσιαστεί ως σχόλιο για την παρουσία του «Άλλου» προσπαθώντας να προσεγγίσει το ζήτημα της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών. Εύκολα όμως η Κιτσοπούλου θα περάσει από την καταγγελία του ρατσισμού στην καταγγελία της ελληνικής κοινωνίας ως ρατσιστικής.

Η Κιτσοπούλου πλέον από «ελεύθερος σκοπευτής» θα καταστεί το χαϊδεμένο παιδί της «Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση», με το οποίο θα ξεκινήσει μια σταθερή συνεργασία. Η παρουσία της τα επόμενα χρόνια θα χαρακτηρίζεται από ένα μόνιμο άγχος να προκαλεί δίπλα στον διάχυτο ναρκισσισμό και την κοινωνικοπάθεια που την χαρακτηρίζει. Κορύφωση θα αποτελέσει όταν το 2020, εν μέσω πανδημίας, η «Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση» θα της παραγγείλει ένα έργο-σχόλιο για την περίοδο. Θα φτιάξει μια μικρού μήκους ταινία, την «Λάλκα». Σε αυτό παρουσιάζεται να πυροβολεί με καραμπίνα και αμέσως μετά γινόμαστε μάρτυρες μιας λεπτομερούς σφαγής και εκδοράς ενός ζαρκαδιού, με το αίμα να πλημμυρίζει την οθόνη και την ωμοφαγία να συμπληρώνεται από ευφυολογήματα του στυλ «η τέχνη συναντά την ζωή».

Το πολιτιστικό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπαράγονται και προβάλλονται οι αγωνίες, οι προβληματισμοί και τα αιτήματα μιας κοινωνίας. Τις προηγούμενες δεκαετίες αυτό εκφραζόταν μέσα από το κίνημα της γενιάς του ’30 όσο και μέσα από το κίνημα της γενιάς του ’60. Όχι πλέον όμως. Εδώ και αρκετό καιρό τον κυρίαρχο τόνο στα πολιτιστικά δρώμενα δίνουν ατομικές προσεγγίσεις, εστιασμένες σε προσωπικά θέλω και πρέπει. Οι δημιουργίες πηγάζουν κυρίως από τις ατομικές επιλογές του καλλιτέχνη χωρίς καμμία προσπάθεια συμπόρευσης με τις κοινωνικές ανάγκες των καιρών. Ακόμη χειρότερα, η ελιτίστικη αυτή προσέγγιση δημιουργεί ένα χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο «πρωτοπόρος καλλιτέχνης» λοιδορεί και υποτιμά την κοινωνία θεωρώντας την οπισθοδρομική, συντηρητική και ενίοτε ρατσιστική.

Αυτή ακριβώς η υποτίμηση ήταν το μέτρο της παράστασης «Σφήκες» που δόθηκε 14 και 15 Ιουλίου στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το έργο του Αριστοφάνη, παρουσιάστηκε μία αποδόμηση του κειμένου, του συγγραφέα, της σχέσης ανάμεσα στο θεατρικό κοινό και τον ερμηνευτή, της λειτουργίας του θεάτρου ως θεσμού εντέλει. Η σκηνοθέτης (εν προκειμένω η Λένα Κιτσοπούλου) είναι ελεύθερη να κάνει ότι θέλει, να επιτεθεί σε όποιον θέλει, να κατεδαφίσει όποιον θέλει, απλά και  μόνο γιατί έτσι θέλει. Το θλιβερό του επιπέδου που χαρακτηρίζει αρκετούς, δυστυχώς, δημιουργούς ήρθε να ανατρέψει η απρόσμενα υγιής αντίδραση των θεατών. Η μαζική αποχώρηση από το πρώτο κιόλας μισάωρο μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων που παρακολουθούσαν το έργο που ανέβηκε στην Επίδαυρο, συνοδευόμενη από έντονες φωνές διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίας, μόνο ως ευοίωνη μπορεί να χαρακτηριστεί. Δείχνει να έχει φτάσει στα όρια της η επιβολή του παρασιτικού πολιτιστικού μοντέλου που ήταν κυρίαρχο τα προηγούμενα χρόνια. Μπορεί η «Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση» να εμμένει στην προώθηση μιας ξενόφερτης πολιτιστικής σκέψης ή μιας πολιτιστικής ατζέντας στο πλαίσιο του κινήματος Woke (αγαπητό και προσφιλές θέμα για την Στέγη), μπορεί να παραμένουν σε θέσεις-κλειδιά άνθρωποι που αδιαφορούν για την ενδογενή πολιτιστική παραγωγή, για την σύνδεση με την παράδοση, για την ανάδειξη προτάσεων που πηγάζουν από το σώμα της κοινωνίας. Όμως τόσο τα τελευταία γεγονότα της Επιδαύρου όσο και οι αντίστοιχες αντιδράσεις που ακολούθησαν τον αποκλεισμό δημιουργών από τον χώρο της εικονογραφίας σε Ελλάδα και Κύπρο, δείχνουν ότι η ασυλία, την οποία απολάμβανε μία ελίτ αποκομμένη από την κοινωνία, αρχίζει να τελειώνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι χθες ελάχιστες ήταν οι φωνές που προσπάθησαν να σταθούν δίπλα στην Κιτσοπούλου. Μία από αυτές, συμπτωματικά (;) ήταν του Βασίλη Μπισμπίκη με τον οποίο η «Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση» έχει  ξεκινήσει μια σταθερή συνεργασία τα τελευταία τρία χρόνια.

Πάντως όσο και αν οι αντιδράσεις στην Επίδαυρο χαρακτηρίζονται ως θετικές και αισιόδοξες, ο δρόμος μέχρι την συστράτευση των ανθρώπων του πολιτισμού σε μια κοινωνική, ελληνοκεντρική, πολιτιστική πρόταση είναι μακρύς. Ίδωμεν…

Πηγή: https://ardin-rixi.gr/archives/251507

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com