Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει…!

Πήρε πάλενες το κόνισμα το προσκύνησε και το ’βαλε πάλενες στην μεριά του, έκαμε τον σταυρό του τρεις βολές και μετά σκάλωσε τον ανήφορο να γυρίσει την κόφτρα του μύλου ν’ αλέσει.

by Times Newsroom
  • Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Μια φορά ήταν ένας φουκαριάρης μυλωνάς ο Στεφανής, και είχε ένανε μύλο κάτου τρουπωμένο μες το ρέμα, αλαργεμένο από τα χωριά και από τον ντουνιά. Εδεκεί με την φαμίλια του ο δόλιος αποτραβημένος φτωχικά και είχε φτιάξει το κονάκι του, σιμούλια χάμου στον μύλο. Ήταν καλός ανθρωπάκος και άγιος. Μυλωνά κι άγιο δεν απαντάς αλλά ευτούνος πάγαινε ούλο με το σταυρό στο χέρι ο δόλιος. Μπροστά από το κονάκι του, απάνου στον δρόμο είχε χτισμένο με πέτρες ένα τρανό κονοστάσι και μέσα είχε δυο τρία κονίσματα τ’ Αγιώργη και ένα της Παναγιάς με τον Χριστούλη μας.
Είχε κάνα τριάρι παιδάκια τραπαλωμένα από δέκα έως δεκατρίο χρονώνε και ένα στερνότερο ακόμη κάνα πεντάρι χρονώνε κάπου εκεί και εκειό το παιδοκόμισε η μάνα του ανήμερα του Αγιωργιού. Εκειό το γεννησαρούδι μόλις βγήκε πάρα λίγο κόντεψε να πεθάνει. Ευτούνος, αφού η γυναίκα του ήτανε από την γέννα και δεν μπόργιε να σηκωθεί απάνου, το βούτηξε και αμέσως το ανεμοβάφτισε και το ’βγαλε Γιώργη, με τον φόβο ότι το νιάκαρο θα του πέθαινε. Όμως το νιακαράκι το φύλαξε ο Θεός και γλίτωσε και ήτανε μια χαρά κοτζάμ τσορομπίλι. Επειδής Στεφανής ήτανε καλός χριστιανός και άγιος άνθρωπος λογίστηκε ότι ο Αγιώργης έκανε το θαύμα του και γλίτωσε το δόλιο.
Ο Στεφανής τότενες έφτιαξε ένα κονοστάσι τ’ Αγιώργη για να τον ευχαριστήσει και να τον δοξάζει επειδής του γλίτωσε το παιδί από τον θάνατο. Στην απάνου – απάνου μεριά στο κονοστάσι, έβαλε και ένα πέτρινο ωραίο σταυρό που τον είχε πελεκημένο από παλιά ο συγχωρεμένος π πατέρας του.
Κάθε μέρα το χαλούπωμα ανάβανε το καντηλάκι του και πολλές φορές τις Κυριακάδες και τις γιορτινές μέρες ο ίδιος είχε ένα παλιό βαγγέλιο, ξέρω κι εγώ τι ήτανε; Από τον πατέρα του το είχε όπως μας μολόγαγε, και διάβαζε ούλο προσευχές.
Μια χρονιά το μεσοχείμωνο, κοντά στα Νικολοβάρβαρα, όπως μολόγαγε η μάνα του, ο Γιωργάκης αρρώστησε βαριά και είχε θέρμες. Του έκανε κάποια γιατροσόφια η μάνα του, του ’σαξε κι ένα ματζούνι, αλλά μα που να του πέσει η θέρμη, ενώ ψηνότανε το δόλιο τρεμοκουκούραγε. Η μάνα του, το έλουσε σε μια κατσαρόλα με χλιαρό νερό, του έδωκε ένα καλμόλ και το παιδί πάλενες φωτιά το κούτελό του.
Ο Στεφανής κάποια ώρα, που είχε χαλουπωμένο για τα καλά, βγήκε απ’ όξω από το σπίτι πήγε στο κονοστάσι, έβγαλε όξω το κόνισμα του Αγιώργη και αφού έκανε ο δόλιος την προσευχή του, έσγουψε τηνε φίλησε και ζήτηξε μια χάρη από τον Άγιο μπας και του γιάνει το παιδί. Μετά έκανε πάλενες την προσευχή του πήρε το κόνισμα μπήκε μέσα στο σπίτι, γιατί όξω θέριζε το κρύο έβαλε το κόνισμα στο προσκέφαλο του παιδιού και έκατσε χάμου στην γωνιά να πυρωθεί γιατί ξυλιάσανε τα χέρια του. Μετά από λίγο, που να λαγιάσει ο πυρετός πάλενες τα ίδια το παιδί. Η μάννα του τα είχε μπιτ για μπιτ χαμένα, δεν νόγαγε τι άλλο να κάνει, και που να το πάει μέσα στην κακοχειμωνιά. Χειρότερα θα ’τανε θα το πούντιαζε και θα πάγαινε καλιά του μια ώρα γληγορώτερα.
Αφού είδανε και αποείδανε ότι δεν γίνεται τίποτα, ο Στεφανής που καθότανε απάνου σ’ αναμμένα κάρβουνα, ανταριασμένος από τα νεύρα του, βγαίνει όξω από το σπίτι πάει στην από ’κει μεριά στον μύλο και παίρνει ένα γκασμά και τραβάει φουρτουνιασμένος προς το κονοστάσι τ’ Αγιώργη. Ζυγώνει κοντά, κοντοστάθηκε μπροστά στο κονοστάσι και όπως ήτανε ούλο πίκρα και φαρμάκι του τζιριμόνιαζε:
-Εγώ Αγιώργη μου, εγώ σου ονομάτισα το παιδί μου, σου έφκιασα κονοστάσι, εγώ στ’ ασβεστώνω, σου ανάβω το καντηλάκι σου, σε δοξολογάου, σε προσκυνάου, και όπως ξέρεις όταν ζορίζουμε μονάχα εσένανε καλιώ.
Εσύ του λόγου σου τι έκανες για εμένα Αγιώργη μου. Καλά άσε μένα, τούτο τ’ αγγελουδάκι που ’ναι και δικό σου παιδί, δεν το συλλογιέσαι μπίτ, θα τ’ αφήκεις να πάει καλιά του, πες μου Αγιώργη μου πες μου κι εμένα!
Αγαντάρισε λιγουλάκι, τηρώντας τρογύρω του και τότενες θολώνει το μυαλό του, βουτάει τον γκασμά για να γκρεμίσει το κονοστάσι. Εκεί που βάρεσε κάνα δυο τρεις φορές και είχε σηκώσει τον γκασμά ψηλά για να τον ζυγιάσει απάνου στον σταυρό του κονοστασιού, μπαμ, ρίνει πιο παρέκει μια αστροπή και τον ξάπλωσε καταγής. Η γυναίκα του μόλις άκουσε την αστροπή, είπε από μέσα της κακοπαθιώντας, άει η μαύρη πάει ο άντρας μου, βγαίνει όξω, από το σπίτι για να τόνε βρει μέσα στην νύχτα. Σε μια στιγμή, όπως μολόγαγε η ίδια, άστραψε πάλενες μακριά κι απάνου στο τσαφ του αστράματος, μολόγαγε ότι είδε τον Αγιώργη καβάλα στ’ άλογό του και στην αγκαλιά του να έχει τον άρρωστο Γιωργάκη της.
Τότενες βλέπει και τον άντρα της καταγής μπροστά από το κονοστάσι. Σιμώνει κοντά του μιλάει, εκείνος σαν να μην έγινε τίποτα σηκώθηκε τινάχτηκε λίγο από τις λάσπες και μπήκε μέσα στο σπίτι με την γυναίκα του γιατί τσάκωσε μπόρα μ’ αγέρα. Εκεί που καθόσαντε κοντά στην φωτιά και κουβεντιάζανε τι έγινε, τηράνε τον Γιωργάκη να έχει σηκωθεί μόνος του, από το κρεβάτι και να έρχεται κορδωτός- κορδωτός απάνου τους δίχωτις κομμάρες και νύστες.
Μόλις ζύγωσε, η μάνα του τα ’χασε και του ’βαλε το χέρι της στο κούτελο για να δει αν έχει θέρμες. Το παιδί ούτε θέρμες είχε, ούτε τίποτα ήτανε μια χαρά, σα το περδικάκι του λόγγου. Για να μην γελαστεί το μαραφούλιξε και στο κορμάκι του και κατάλαβε ότι είναι μπιτ καλά.
Ο Στεφανής κατάλαβε ότι ο Αγιώργης είχε καμωμένο το θαύμα του και μολόγησε της γυναίκα τους τι έκανε πριν ρίξει την αστροπή.
Το πρωί που ξημέρωσε είχε κωπάσει το τσιλίμπρι πήρε το κόνισμα από το προσκεφάλι του παιδιού του, βγήκε όξω από το κονάκι του τράβηξε προς το κονοστάσι, εκειά βρήκε τον γκασμά καταγής και το κονοστάσι ραϊσμένο από τις δυο τρεις βαρεσιές που του είχε φερμένο.
Τότενες κάνει τον σταυρό του, σγούφτει φιλεί το κόνισμα και λέει στον Άγιο:
-Τι κουσκούτευες Αγιώργη μου, έπρεπε ν’ ανοίξουμε μάγκανα πρώτα και να πιαστούμε στα χέρια για να με νιώσεις;
Να σου και η γυναίκα του, και επειδής δεν πρόκανε ν’ αγκουρμαστεί καλά τι μουρμούραγε ο Στεφανής του λέει:
-Τι ούλο μουρμουράς πάλενες με τον Άγιο;
-Άκου γυναίκα κι ο Άγιος φοβέρα θέλει, αμ τι, όχι ούλο χάδι και χάδι!
Και μόλις κάνει πιο παρέκει η γυναίκα του γυρίζει στον Άγιο και του λέει:
-Ότι κάνουμε και ότι λέμε εμείς οι δυό, δεν είναι ανάγκη να το κάνουμε σούσουρο Άγιε μου!
Πήρε πάλενες το κόνισμα το προσκύνησε και το ’βαλε πάλενες στην μεριά του, έκαμε τον σταυρό του τρεις βολές και μετά σκάλωσε τον ανήφορο να γυρίσει την κόφτρα του μύλου ν’ αλέσει.
Λεξιλόγιο:
Αγαντάρισε = περίμενε
Αγκουρμάζομαι = ακούω
Γκασμάς , ο = κασμάς
Καλιώ = καλώ
Κόνισμα, το = εικόνισμα, φορητή εικόνα
Κορδωτός = καμαρωτός
Κουσκουτεύω = χαζεύω, αργώ, καθυστερώ
Κωπάζω = σταματάω, τελειώνω
Μάγκανα, τα = έχθρες, μαλώματα
Μαραφούλιξε = ψηλάφισε, χάιδεψε
Ματζούνι, το = το άμεσο δάνειο, macun (τουρκ.) που σημαίνει θεραπευτικό σκεύασμα με ζάχαρη ή άλλο γλύκισμα
Νιάκαρο, το = το νεογέννητο
Ντουνιάς, ο = ο κόσμος, η κοινωνία
Πάλενες = πάλι
Σγούφτει = σκύβει
Σούσουρο, το = συζήτηση, κοτσομπολιό
Τζιριμονιάζω = παραπονούμαι, γκρινιάζω, ή με χαμηλές κουβέντες προσπαθώ να πείσω κάποιον
Τραπαλωμένα = δυναμωμένα, μεγαλωμένα
Τρεμοκουκουράω = (τοπ. διάλεκτος) τρέμω υπερβολικά, από το κρύο
Τσιλίμπρι, το = το ανεμοβρόχι
Τσορομπίλι, το = το μικρό παιδί.
Χαλούπωμα, το = η ώρα που σκοτεινιάζει

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com