Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922 – Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997) ήταν φιλόσοφος. Από το 1945 ζούσε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως οικονομολόγος και στέλεχος στον ΟΟΣΑ, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε με ψευδώνυμα κυρίως στο περιοδικό της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (γαλλικά: Socialisme ou barbarie), της οποίας ήταν μέλος. Το 1970 αποχώρησε από τον ΟΟΣΑ και εργάστηκε από το 1973 ως επαγγελματίας ψυχαναλυτής και από το 1979 ως διευθυντής σπουδών στην EHESS -Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού. Ήταν ο συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας και έγινε γνωστός ως φιλόσοφος της αυτονομίας.
Πρώιμα χρόνια στην Αθήνα
Γεννήθηκε το 1922 στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά, ένα μήνα πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια του μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σημαντικές ήταν οι επιρροές από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του, έδειχνε εκτίμηση στη μόρφωση, ήταν άθεος και αντιβασιλικός. Η μητέρα του, είχε ιδιαίτερη μόρφωση, λάτρευε τη μουσική. Ο Καστοριάδης άρχισε να διαβάζει φιλοσοφία από την ηλικία των 11-12 ετών, ενώ πρωτοήρθε σε επαφή με τη μαρξιστική σκέψη σε ηλικία 13 ετών, οπότε και γεννήθηκε και το ενδιαφέρον του τόσο για τη σκέψη όσο και για την πολιτική. Μεταξύ του 1932 και του 1935 διδάχθηκε γαλλικά από τη Σαβίτρι Ντέβι, με την οποία διατήρησε φιλικές σχέσεις.
Το 1938 συμμετείχε σε παράνομο πυρήνα της ΟΚΝΕ, ενώ το 1939 συμμετείχε σε ομάδα δεκατριών νεαρών κομμουνιστών -με πολιτικές αναφορές στην ομάδα ”Προλετάριος”- στην οποία ανήκε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τα μέλη της «ομάδας των δεκατριών», συμπεριλαμβανομένου του Καστοριάδη, συνελήφθησαν από την αστυνομία και εξαναγκάστηκαν εκτός από έναν, σε δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης του κομμουνισμού αφέθηκαν ελεύθεροι.
Λίγο μετά την αρχή της κατοχής ο Καστοριάδης εντάχθηκε στο ΚΚΕ ενώ συγκρότησε μαζί με άλλους, την ομάδα “Νέα Εποχή” που εξέδιδε εφημερίδα που ζητούσε άμεσο αντιστασιακό προσανατολισμό, αλλά εγκατέλειψε το ΚΚΕ στα τέλη του 1942 χρεώνοντας του σωβινισμό. Το 1943 προσχώρησε στην τροτσκιστική οργάνωση ΔΕΚΕ του Άγι Στίνα, με συνέπεια τη δίωξή του όχι μόνο από τους Γερμανούς, αλλά κυρίως από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Το 1944 έγραψε τα πρώτα του κείμενα για τις κοινωνικές επιστήμες και τον Μαξ Βέμπερ, τα οποία δημοσίευσε στο περιοδικό Αρχείον Κοινωνιολογίας και Ηθικής.
Σπούδασε αρχικά νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τα Δεκεμβριανά, αποδοκίμασε την στάση του ΚΚΕ, διαφωνώντας για μοναδική κατά τον ίδιο φορά με τη θέση του Στίνα, που θεωρούσε τα Δεκεμβριανά «στρατιωτικό πραξικόπημα». Μετά τα Δεκεμβριανά, επιβιβάστηκε αρχικά στο πλοίο Ματαρόα, αποβιβάστηκε στην Ιταλία και τελικά έφτασε στο Παρίσι όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα.
Ζωή και έργο Παρίσι
Στο Παρίσι έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και από το 1946 μέσα από την ομάδα “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” τάση του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις οποίες όμως άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται, ώσπου μετά το 1948 να εγκαταλείψει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα. Παράλληλα από την ίδια χρονιά άρχισε να εργάζεται στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης του Οργανισμού Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ) ως υψηλόβαθμο τεχνικό στέλεχος (οικονομολόγος- το 1968 ήταν διευθυντής του “Τμήματος Στατιστικής και Εθνικών Λογαριασμών”) μια θέση την οποία διατήρησε ως και το 1970.
Το 1946 ξεκίνησε και η γνωριμία του με τον τότε φοιτητή και αργότερα διανοούμενο Κλωντ Λεφόρ, με τον οποίο συγκρότησαν μία εσωτερική τάση στο PCI (Parti communiste internationaliste), από το οποίο αποχώρησαν το 1948 και ίδρυσαν την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, η οποία από το επόμενο έτος μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Από τα κείμενα εκείνης της περιόδου προέκυψαν τα βιβλία: Η Γραφειοκρατική Κοινωνία (1973), Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος (1974), Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση, Η Γαλλική Κοινωνία (1979).
Το 1965 εκδόθηκε το τελευταίο τεύχος της ομάδας και τελικά το 1967 η ομάδα του Socialisme ou barbarie διαλύθηκε. Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ το 1981 ανέφερε ότι είχε επηρεαστεί απόλυτα από τις δημοσιεύσεις του περιοδικού και ειδικότερα από τα κείμενα του Καστοριάδη, ενώ ο Arthur Hirsh του πιστώνει ότι ήταν η κύρια επιρροή της Γαλλικής Νέας Αριστεράς μαζί με τους Ανρί Λεφέβρ και Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το 1970 ο Καστοριάδης απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα και έτσι έπαυσε πλέον ο συνεχής φόβος της απέλασης. Το 1970, ενώ ήταν προϊστάμενος 120 ατόμων στον ΟΟΣΑ, αποχώρησε με συμφωνία εξόδου και αποζημίωση, επένδυσε το ποσό στο χρηματιστήριο και το έχασε. Αυτή την περίοδο ο Καστοριάδης στράφηκε στην ψυχανάλυση, μάλιστα εργάστηκε και ως ψυχαναλυτής ο ίδιος από το 1974, και συμμετείχε στις συνελεύσεις της Τέταρτης Ομάδας, ενός κινήματος διαφωνούντων της σχολής του Ζακ Λακάν.
Μετέπειτα χρόνια
Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Σχολής Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών Παρισιού (Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales), όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο «Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία».
Το 1977 επικρίθηκε από το Νίκο Πουλαντζά ότι δεν είχε συμμετοχή σε κάποια δημόσια ενέργεια εναντίον της δικτατορίας και για την εργασία του στον ΟΟΣΑ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Καστοριάδης επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο το Ρέθυμνο τα Χανιά (το 1991, προσκεκλειμένος από τον Ελληνογαλλικό Σύνδεσμο Χανίων) και άλλα. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1993 έγινε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Ο Καστοριάδης απεβίωσε στις 26 Δεκεμβρίου του 1997, σε ηλικία 75 ετών.
Το 2014 κυκλοφόρησε η βιογραφία του, Καστοριάδης – Μια ζωή (του Φρανσουά Ντος).
Έργο
Αυτονομία
Βασική θέση στο έργο του Καστοριάδη κατέχει η έννοια της «Αυτονομίας», σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που ο ίδιος αποκαλέστηκε και «Φιλόσοφος της Αυτονομίας». Ετυμολογικά, η λέξη σημαίνει την πολιτική πράξη κατά την οποία μια κοινωνία δημιουργεί τους δικούς της νόμους και θεσμούς. Εκτός όμως από τους ίδιους τους νόμους, οι κοινωνίες έχουν και την ανάγκη της «νομιμοποίησης» αυτών, την απάντηση δηλαδή στο γιατί αυτοί οι νόμοι να είναι οι δίκαιοι. Προγενέστερες κοινωνίες νομιμοποιούσαν τους νόμους τους μέσα από την μεταφυσική, λέγοντας κυρίως ότι τους είχαν δοθεί από κάποιο θεό ή θεϊκό πρόγονο. Ο Καστοριάδης παρατήρησε ότι οι προσπάθειες αυτές για νομιμοποίηση είναι, ως επί το πλείστον τους, ταυτολογικές. Οι νόμοι της Παλαιάς Διαθήκης για παράδειγμα, νομιμοποιούνται από το Θεό, η ύπαρξη του οποίου βεβαιώνεται από το γεγονός ότι έδωσε αυτούς τους νόμους. Ο καπιταλισμός από την άλλη έχει σαν νομιμοποίηση του την «ορθολογικότητα», το ότι δηλαδή αποτελεί ένα σύστημα στηριγμένο στη λογική. Παρομοίως όμως, ορίζει πρώτα το τι είναι λογικό, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η μεγιστοποίηση ενός «προϊόντος» παραγωγής και η ελαχιστοποίηση ενός «κόστους», των οποίων τις έννοιες ορίζει και πάλι ο ίδιος. Ένας τέτοιος ορισμός της λογικής όμως δεν μπορεί να στηριχτεί ο ίδιος στη λογική, μιας και έχουν υπάρξει πολλές κοινωνίες, που σίγουρα δεν θα αποκαλούνταν «παράλογες», που τον αγνοούσαν πλήρως και έτσι απαιτείται να τον δεχτούμε ως παραδοχή. Μία δεύτερη νομιμοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος έχει επιχειρηθεί και με τη χρήση της Δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης των ειδών μέσω φυσικής επιλογής. Εδώ ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως «φυσικός», έχοντας δήθεν προέλθει από την ίδια διαδικασία που δημιούργησε και τον άνθρωπο. Ο Καστοριάδης, εκφράζοντας πρώτα την άποψη ότι η εφαρμογή της θεωρίας αυτής σε κοινωνικά μορφώματα είναι άτοπη, μας θυμίζει ότι η διαδικασία της εξέλιξης αφήνει πίσω της τον καταλληλότερου προς επιβίωση, με οποιοδήποτε μέσο, και όχι κάποιο ιδανικό αισθητικής ή δικαιοσύνης. Η νομιμοποίηση λοιπόν του καπιταλισμού είναι για άλλη μια φορά ταυτολογική, κάτι που δεν τον καθιστά αυτόματα λογικό ή φυσικό ως σύστημα.
Εδώ παρατηρεί ότι πολλές κοινωνίες, τη στιγμή της δημιουργίας τους, παρουσιάζουν φαινόμενα αυτονομίας, όπως οι δημαρχιακές συναντήσεις πολιτών (town hall meetings) κατά την Αμερικανική Ανεξαρτησία και οι οργανώσεις πολιτών κατά την Παρισινή Κομμούνα. Στην εξέλιξη τους όμως, τα συστήματα αυτά, δίνουν την νομοθετική εξουσία σε εκλεγόμενους άρχοντες με αποτέλεσμα την πλήρη αποξένωση του πολίτη από αυτήν. Κατά τον Καστοριάδη, μόνον η λεγόμενη εκτελεστική εξουσία που πρέπει να πράττει μόνο κατά κυριολεξία του όρου, εκτελώντας τα βουλεύματα του δήμου, μπορεί να μεταβιβάζεται σε ειδικούς ενώ οι υπόλοιπες, συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής, πρέπει να μένουν στα χέρια των πολιτών μέσω της άμεσης δημοκρατίας.
Σε αντίθεση αυτής της τάσης, οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα ως πραγματικά αυτόνομη κοινωνία, γνώριζαν ότι οι νόμοι είναι ανθρώπινοι και κατ’ ουσίαν αυτονομιμοποιούμενοι. Μπόρεσαν έτσι να τους αλλάζουν διαρκώς, συχνά με δημοκρατικά μέσα. Το ότι παρά τη συνειδητοποίηση αυτή, οι Έλληνες συνέχισαν να σέβονται και να υπακούουν τους νόμους τους, απέδειξε κατά τον Καστοριάδη ότι οι αυτόνομες κοινωνίες είναι δυνατές μέσα στην ιστορία σε αντίθεση με το επιχείρημα που παρουσιάζει τη θρησκεία ως αναγκαία προϋπόθεση για την διατήρηση της έννομης τάξης.
Φαντασιακή Θέσμιση της κοινωνίας
Ο Καστοριάδης πίστευε ότι η θέσμιση των κοινωνιών, είτε ως αυτόνομες είτε όχι, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη σύλληψη του κόσμου και της σχέσης του ανθρώπου με αυτόν. Ο καπιταλισμός για παράδειγμα, αναδυόμενος μέσα από τη βιομηχανική επανάσταση, συλλαμβάνει έναν επιστημονικά ορισμένο κόσμο με μία κοινωνία βασισμένη σε αυτό που ο ίδιος ορίζει ως «ορθό λόγο» (λογική). Παραδόξως όμως, όπως επισημαίνει αναλυτικά στο έργο Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας (1975), ο Κομμουνισμός βασίζεται επίσης στην ίδια φαντασιακή σύλληψη, καθώς οραματίζεται με τη σειρά του μια κατ’ ουσία βιομηχανική κοινωνία, όπου η ευημερία του ανθρώπου είναι υλικά μετρήσιμη και βελτιστοποιήσιμη μέσω της τεχνολογίας. Αποδέχεται έτσι τις ίδιες καπιταλιστικές κατηγορίες και ορισμούς, όπως το τι είναι «προϊόν», «κόστος» κλπ. Έτσι λοιπόν, η ιστορική εξέλιξη της Μαρξιστικής θεωρίας, όπως το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, δεν αποτελεί δολιοφθορά ή «έκπτωση» της αρχικής της ιδεολογίας αλλά η μοιραία της πραγμάτωση μέσα στο χρόνο. Η Ιστορία, δηλαδή, «δείχνει στα γεγονότα αυτό που η θεωρητική ανάλυση δείχνει απ’ την πλευρά της στις ιδέες: ότι το Μαρξιστικό σύστημα αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής κουλτούρας».
Στο σημείο αυτό, επανέρχεται στο θέμα της αρχαίας Ελλάδας όπου το θεμελιώδες φαντασιακό, όπως φαίνεται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο στις αντίστοιχες κοσμογονίες τους, έχει τον κόσμο να γεννιέται από το Χάος. Σήμερα, και ενώ ο όρος αυτός έχει αναχθεί σε επιστημονική θεωρία (Θεωρία του Χάους), ο Καστοριάδης προτιμά τον ορισμό του ως «τίποτα». Αυτή η σύλληψη ήταν, κατά τον Καστοριάδη, η γενεσιουργός δύναμη της αρχαίας δημοκρατίας αφού αφήνει τον άνθρωπο δημιουργό του δικού του νοήματος, σε έλλειψη κάποιου ανώτερου προϋπάρχοντος νόμου.
Αρχαία Ελλάδα και Δύση
Ασχολούμενος με το φαινόμενο της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας ο Καστοριάδης βρίσκει πάλι το φαινόμενο της αυτοθέσμισης και αυτονομίας ενώ αντικρούει την άποψη που θέλει το πολίτευμα αυτό να πηγάζει από τα φαινόμενα της δουλείας, της γεωγραφίας του Ελλαδικού χώρου ή την οπλιτική φάλαγγα. Όπως παρατηρεί, σε μια διάλεξη του στο Λεωνίδιο το 1984, η Γερμανία θα έπρεπε, με βάση το επιχείρημα της γεωγραφίας, να αποτελεί, ήδη από τον Μεσαίωνα, ένα ενιαίο κράτος. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε παρά μόνο πρόσφατα και ότι αυτός ο κατακερματισμός με τη σειρά του δεν οδήγησε σε καμία μορφή δημοκρατίας. Ούτε και η παρουσία της δουλείας σε άλλες κοινότητες, η οποία μάλιστα δεν ήταν βασικό στοιχείο της πρώτης δημοκρατικής κοινωνίας την εποχή του Κλεισθένη, οδήγησε αυτόματα στη δημοκρατία. Αντίθετα, η δημοκρατία της αρχαίας Ελλάδος στηρίχτηκε όχι στην τάξη των δούλων αλλά σε αυτή των μικροεμπόρων, κάτι γνωστό στον ίδιο τον Καρλ Μαρξ, όπως επισημαίνει στην ίδια διάλεξη.
Το φαινόμενο της μικρής αυτονομούμενης πόλης κράτους αναδύεται ξανά στις ανεξάρτητες πόλεις της βορείου Ιταλίας κατά την Αναγέννηση, βασιζόμενη ξανά στην τάξη των μικροεμπόρων.
Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η αρχαία Ελλάδα δεν πρέπει να αποτελέσει πρότυπο, αλλά έμπνευση για μία σύγχρονη αυτόνομη δημοκρατία.
Περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα
Μέσα από το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα βρήκαν βήμα τα επόμενα χρόνια γνωστοί διανοούμενοι της Γαλλίας, όπως ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ και ο Γκυ Ντεμπόρ. Το περιοδικό κινείτο πέραν των τροτσκιστικών κύκλων και ήταν ιδιαίτερα επικριτικό στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστική της γραμμής του περιοδικού ήταν η ανάλυση του Καστοριάδη για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο το χαρακτήρισε καθεστώς «Γραφειοκρατικού Καπιταλισμού». Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η ρωσική επανάσταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός νέου τύπου καθεστώτος εκμετάλλευσης και καταπίεσης όπου μια νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία, σχηματίστηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα». Όσον αφορά τις «φιλελεύθερες ολιγαρχίες» της Δύσης θεωρούσε ότι το κριτήριο ταξικής διαφοροποίησης είχε πάψει να είναι πλέον η κατοχή και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής, αλλά η κατοχή και η ικανότητα άσκησης εξουσίας. Σταδιακά και προς τα τελευταία χρόνια της έκδοσης του περιοδικού ο Καστοριάδης απομακρύνθηκε από τη μαρξιστική φιλοσοφία και θεωρία της Ιστορίας όσο και από τη μαρξιστική οικονομική ανάλυση, πράγμα εμφανές στο κείμενο του Μαρξισμός και επαναστατική κοινωνία, το οποίο αργότερα συμπεριελήφθη στο Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Ενώ οι θέσεις και οι απόψεις του Καστοριάδη γνώρισαν μεγάλη απήχηση στους επαναστατικούς κύκλους πολλών χωρών της εποχής, ο ίδιος δεν είχε την ανάλογη αναγνώριση, καθώς ήταν αναγκασμένος να υπογράφει τα κείμενα του χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα, όπως Pierre Chaulieu, Paul Cardan, Marc Noiraud και άλλα. Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχε γαλλική υπηκοότητα ή διαβατήριο, με συνέπεια να βρίσκεται συνεχώς υπό τον φόβο της απέλασης στην Ελλάδα. Στις σελίδες του περιοδικού πρωτοεμφανίστηκαν και μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της πρώτης περιόδου της σκέψης του, τα οποία αργότερα έμελλε να δημοσιευθούν μέσα από τις εκδόσεις βιβλίων του, όπως τα: Η Γραφειοκρατική Κοινωνία, Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος και Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, πράγμα το οποίο τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο έργο του Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας. Κεντρική θέση στη σκέψη του αποκτά η έννοια του Φαντασιακού, το οποίο θεωρεί ως το θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης δημιουργίας. Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται την κοινωνική διαφοροποίηση ως μια διαδικασία συνεχούς δημιουργίας ex nihilo (από το τίποτα) σημασιών, νοημάτων, εικόνων οι οποίες θεσπίζονται και δομούν την εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας κάθε εποχής. Επίσης, αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε ντετερμινισμού όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή, οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της κοινωνίας, καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν οι ίδιες τις φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λπ.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας τη θέσμιση και τη θεμελίωση τους σε εξω-κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή τη συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Εργογραφία
Τα περισσότερα έργα του Καστοριάδη έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Μερικά από αυτά είναι τα εξής:
- Το Επαναστατικό Πρόβλημα Σήμερα
- Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος
- Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας
- Από την Οικολογία στην Αυτονομία
- Τα Σταυροδρόμια του Λαβύρινθου
- Η Άνοδος της Ασημαντότητας
- Ο Θρυμματισμένος Κόσμος
- Χώροι του Ανθρώπου
- Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία
- Η «Ορθολογικότητα» του Καπιταλισμού
- Τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, Μετάφρ. Μπάμπης Λυκούδης. Αντί 373 (1988), 34-37.
- Η ελληνική ιδιαιτερότητα – Τόμος Α΄ – Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο / Σεμινάρια 1982-1983
- Η ελληνική ιδιαιτερότητα – Τόμος Β΄ – Η πόλις και οι νόμοι / Σεμινάρια 1983-1984
- Η ελληνική ιδιαιτερότητα – Τόμος Γ΄ – Θουκυδίδης, η ισχύς και το δίκαιο / Σεμινάρια 1984-1985
Βιβλιογραφία
(χρονολογικά)
- Σχισμένος Αλέξανδρος, Καστοριάδης εναντίον Χάιντεγκερ. Χρόνος και ύπαρξη, εκδόσεις Αυτολεξεί, Αθήνα, Δεκέμβριος 2020.
- Νικολούδης Κυριάκος, Ψυχή/θέσμιση/δημιουργία στον φιλοσοφικό λόγο του Κορνήλιου Καστοριάδη, εκδόσεις Δαιδάλεος, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2020.
- Η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη και η σημασία της για μας σήμερα, (συλλογικός τόμος) επιμ. Γ. Κτενάς & Αλ. Σχισμένος, εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα, Δεκέμβριος 2018.
- Λαζαράτος Γιάννης, Το παράθυρο του Καστοριάδη. Χάος, Άβυσσος, Απύθμενο, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2018.
- Ο Καστοριάδης & Εμείς, 7 κείμενα και μία συνέντευξη, εκδόσεις Βαβυλωνία, Αθήνα, Μάιος 2018.
- Κορνήλιος Καστοριάδης, Μικρά Αποσπάσματα για την Αυτονομία, εκδόσεις Βαβυλωνία, Αθήνα, Απρίλιος 2017.
- Σχισμένος Αλέξανδρος, «Κοινωνικό φαντασιακό, ερμηνευτική και δημιουργία: Σκέψεις πάνω σε ένα φιλοσοφικό διάλογο του Κορνήλιου Καστοριάδη με τον Πωλ Ρικέρ». περ. Kaboom, τχ. 1 (2016), σσ. 41-62.
- Σχισμένος Αλέξανδρος, «Δημιουργός χρόνος και κοινωνικοϊστορικό πεδίο – Μία κριτική αντιπαράθεση της έννοιας του χρόνου στη φιλοσοφία του Henri Bergson (όπως αυτή ερμηνεύεται από τον Deleuze) και στην οντολογία του Κορνήλιου Καστοριάδη». περ. Το Έρμα, τχ. 1 (2016), σσ. 141-150.
- Francois Dosse, Καστοριάδης. Μια ζωή, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2015.
- Σχισμένος Αλέξανδρος-Ιωάννου Νίκος, Μετά τον Καστοριάδη: Δρόμοι της αυτονομίας στον 21ο αιώνα. εκδ. «Εξάρχεια», Αθήνα 2014.
- Ελέας Δημήτρης, Ιδιωτικός Κορνήλιος: Προσωπική μαρτυρία για τον Καστοριάδη, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2014.
- Σχισμένος Αλέξανδρος, Η ανθρώπινη τρικυμία. Ψυχή και αυτονομία στη φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη, εκδ. «Εξάρχεια», Αθήνα 2013.
- Τάσης Θεοφάνης, Καστοριάδης: Μια φιλοσοφίας της αυτονομίας, Εκδόσεις Ευρασία, 2007.
- Δεληγιώργη Αλεξάνδρα, Ο διαμελισμός του λόγου και η νεωτερική σκέψη. Από τον Καντ στον Καστοριάδη, εκδ. «Βάνιας», Θεσσαλονίκη 1991.
- Μεταξάς Γιάννης, «Παλίμψηστο. Μια προσέγγιση στη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας του Κορνήλιου Καστοριάδη». περ. Γράμματα και τέχνες, τχ. 40 (1985), σσ. 25-27.
- Ζήρας Αλέξης, «Κορνήλιος Καστοριάδης: φιλόσοφος ή σοφιστής;». περ. Γράμματα και τέχνες, τχ. 40 (1985), σσ. 20-21.
- Μεταξάς Γιάννης, «Τα προγονικά φαντάσματα του Κορνήλιου Καστοριάδη». περ. Γράμματα και τέχνες, τχ. 14 (1983), σσ. 12-13.
- Παπαγιώργης Κωστής, «Κορνήλιος Καστοριάδης: ένας σοφιστής». περ. Τομές τχ. 64-65, (1980), σσ. 3-18.
- Δερβάκος Πέτρος, «Ο Κορνήλιος Καστοριάδης και η κριτική της παραδοσιακής σκέψης». περ. Αντί, τχ. 164 (1980), σσ. 37-39.