Νίκος Αλιβιζάτος: Βλέμματα

Οταν ο καθηγητής Αλιβιζάτος αποφαίνεται ότι η υπόθεση των παρακολουθήσεων πρέπει να οδηγήσει σε παραίτηση του πρωθυπουργού –όπως λέει ότι θα συνέβαινε «σε όλες τις προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες»–, δεν εκφράζει επιστημονική γνώμη. Εκφράζει την πολιτική του άποψη, κι ας είναι, όπως πάντα, ενδεδυμένη με συνταγματολογική γλώσσα.

by Times Newsroom
  • Μιχάλης Τσιντσίνης

Τι λέει το Σύνταγμα; Εξαρτάται ποιος το διαβάζει. Αλλιώς μιλάει το γράμμα του Συντάγματος διά του Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλιώς διά του Νίκου Αλιβιζάτου, αλλιώς διά του Προκόπη Παυλόπουλου. Το ότι η υπόθεση των παρακολουθήσεων διήγειρε τον συνταγματολογικό οίστρο και των τριών προς την ίδια, αντιπολιτευτική, κατεύθυνση, είναι σύμπτωση. Δεν είναι όμως μια σύμπτωση επιστημονικών απόψεων.

Οταν ο καθηγητής Αλιβιζάτος αποφαίνεται ότι η υπόθεση των παρακολουθήσεων πρέπει να οδηγήσει σε παραίτηση του πρωθυπουργού –όπως λέει ότι θα συνέβαινε «σε όλες τις προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες»–, δεν εκφράζει επιστημονική γνώμη. Εκφράζει την πολιτική του άποψη, κι ας είναι, όπως πάντα, ενδεδυμένη με συνταγματολογική γλώσσα.

Η διάκριση δεν είναι αυτονόητη. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο πότε μιλάει ο καθηγητής και πότε ο πολιτικός σχολιαστής. Γιατί ο καθηγητής μιλάει πάντα από τη θέση του πνευματικού θεματοφύλακα των θεσμών. Η πολιτική του διάγνωση προσφέρεται υπέρ της σωτηρίας τους.

Αναρωτιούνται ήδη κάποιοι: Τι συνέπειες θα είχε, αν εκπληρωνόταν, η πολιτική ετυμηγορία του Αλιβιζάτου; Τι θα σήμαινε η κατάρρευση της κυβέρνησης – όχι για την ίδια· όχι για τον πρωθυπουργό και το κόμμα του, αλλά για τους θεσμούς;

Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα είναι αναγκασμένος να επιστρατεύσει την έλλογη φαντασία του. Είναι αναγκασμένος να φανταστεί πώς θα καλυπτόταν το κενό εξουσίας που θα προέκυπτε από μια απόσυρση για λόγους ευθιξίας (γιατί κυβερνητικό αδιέξοδο λόγω έλλειψης νομιμοποίησης δεν διαφαίνεται).

Το κήρυγμα της θεσμικής ορθότητας και οι συνέπειές του.

Θα το κάλυπτε η αξιωματική αντιπολίτευση; Και με ποια θεσμική κουλτούρα θα έπιανε ξανά τους αρμούς της εξουσίας; Πώς θα εφάρμοζε το «αλλιώς» που δεσπόζει στην επίμονη επαγγελία της ότι «η δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς»;

Ή μήπως θα κάλυπτε το πολιτικό κενό ένας στανικός συνεταιρισμός αποδυναμωμένων και απρόθυμων κομμάτων με πρόσωπα μόνο έμμεσης νομιμοποίησης; Θα πατούσαν έτσι οι στραμπουληγμένοι μας θεσμοί σε πιο ασφαλές πολιτικό έδαφος;

Η απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι δεν μας νοιάζει. Από τη δεοντολογική σκοπιά, μας νοιάζει μόνο να τιμωρηθεί η αμαρτία. Μετά, έχει ο θεός. Τη λύση θα τη δώσει η ζωή. Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.

Ετσι, η πολιτικολογία που δανείζεται την τήβεννο της θεσμικής ορθότητας μπορεί να αποσύρεται σε μια αφ’ υψηλού αδιαφορία, όταν τη φέρνει κανείς αντιμέτωπη με τις συνέπειες των αφορισμών της. Μπορεί να δογματίζει, ιδεαλιστικά, χωρίς να ενδιαφέρεται αν θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο αυτό που πάει να περιφρουρήσει.

Στη δημοκρατία, όμως, υπάρχουν αδιέξοδα. Οποιος κατεβάζει το βλέμμα, τα βλέπει.

Αναδημοσίευση από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com