Νόμιζα πως ήμουν μόνος. Τώρα έχω οκτώ αδέρφια

Ο Δημήτρης Χωριανόπουλος συνάντησε για πρώτη φορά στα 51 του τη βιολογική του οικογένεια. Εκείνη όμως τον παρακολουθούσε και τον περίμενε

by Times Newsroom

Ηταν βαθύς Αύγουστος, εν μέσω πανδημίας, όταν ο φωτογράφος Δημήτρης Χωριανόπουλος ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι από την Αθήνα έως την Ξάνθη. Στα 51 του θα συναντούσε για πρώτη φορά τη βιολογική του οικογένεια, θα έβλεπε για πρώτη φορά τη μητέρα και τα οκτώ αδέρφια του. Μισό αιώνα είχαν περάσει χωριστά, αλλά οι τελευταίες αυτές ώρες είχαν κάτι ατελείωτο. Για όλους. Στην Ξάνθη ο Θανάσης Τριανταφυλλίδης, 66 τότε, έλεγχε ξανά και ξανά τις τελευταίες λεπτομέρειες για την υποδοχή του μικρού αδερφού του.

Μέσα σ’ όλα, έπρεπε να τηρηθούν και τα πρωτόκολλα για την COVID. Είχε φροντίσει τα τραπέζια στην αυλή να έχουν τις απαραίτητες αποστάσεις, όλοι να φορούν τις μάσκες τους, ενώ είχε συμβουλεύσει όλες τις πλευρές να χαλιναγωγήσουν τον ενθουσιασμό τους και να αποφύγουν τις πολλές εγκαρδιότητες. Η μητέρα τους ήταν στα 93, έπρεπε να προσέχουν. Με το που εμφανίστηκε βέβαια από τη στροφή το αυτοκίνητο με τις αθηναϊκές πινακίδες, οι οδηγίες πήγαν υπέρ πίστεως. «Με το που βγήκαμε με τη γυναίκα μου πέσανε πάνω μας όλοι και άρχισαν να μας φιλάνε. Μόνο η μάνα μου με φίλησε πέντε φορές», θυμάται ο Δημήτρης. Τα τραπέζια κόλλησαν σχηματίζοντας ένα ενιαίο για να ακολουθήσει ένα γλέντι από τα λίγα.

Ο Δημήτρης μεγάλωσε στην Καβάλα, το μοναδικό παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας. Ο πατέρας του είχε βιοτεχνία εσωρούχων και εκείνη την εποχή, στα ’70s, κυκλοφορούσε με Mercedes. Ηταν παράλληλα κομμουνιστής και δεν επιδείκνυε ποτέ τα πλούτη του. Αν κάτι τον χαρακτήριζε ήταν ότι ήταν αγαπητός σε όλους και ότι λάτρευε τον γιο του. «Και οι δυο μου γονείς με αγαπούσαν πολύ, αλλά ο πατέρας μου ειδικά έδινε την αίσθηση ότι αν πάθαινα κάτι, θα πέθαινε. Με είχε πολύ καλομαθημένο, μια φορά που με είχε μαλώσει έκλαιγε από τη στενοχώρια του». Και ο Δημήτρης, όμως, του είχε αδυναμία. Κάθε φορά που έφευγε περιοδεία για να συναντήσει τους πελάτες του, το παιδί νόμιζε ότι έφευγε για πάντα. Τελικά έφυγε όταν ο Δημήτρης ήταν 23. Από καρκίνο.

Ο Δημήτρης Χωριανόπουλος γνώριζε σχεδόν από πάντα ότι ήταν υιοθετημένος. «Ημασταν θυμάμαι με τη μητέρα μου αγκαλιά στο κρεβάτι –πρέπει να ήμουν κάτω από 4 ετών– και μου το είπε. Θυμάμαι ότι ήξερα τι σημαίνει, χωρίς όμως να μου κάνει ιδιαίτερη αίσθηση. Ηξερα ότι αυτή είναι η μαμά μου, αυτός είναι ο μπαμπάς μου, δεν ένιωσα καθόλου αποξενωμένος, φοβισμένος ή ότι είμαι με ξένους».

Μεγαλώνοντας το έλεγε στους φίλους του, αλλά με τους γονείς του δεν το ξανασυζήτησε ποτέ. Ούτε ένιωσε ποτέ την ανάγκη να αναζητήσει τους βιολογικούς του γονείς.

Το ντόμινο των γεγονότων που θα τον έφερνε σε εκείνη τη γιορτή στην Ξάνθη πυροδότησε προ 10 ετών η τσιμπημένη του χοληστερίνη. Εδώ και χρόνια ζούσε στην Αθήνα με την οικογένειά του. «Ο γιατρός μου ζήτησε το οικογενειακό ιστορικό, αλλά του είπα ότι δεν το ξέρω, καθώς είμαι υιοθετημένος. Λίγες ημέρες αργότερα η γυναίκα μου, η Κατερίνα, είπε στη μητέρα μου ότι έχω πίεση και χοληστερίνη και χρειάζεται να βρούμε πληροφορίες για τους βιολογικούς μου γονείς. Τότε η μητέρα μου της είπε ότι γνώριζε την οικογένεια». Οταν η Κατερίνα τού αποκάλυψε τα νέα, της απάντησε με ένα ξερό «δεν με νοιάζει». «Δεν ήθελα να ξέρω. Σκεφτόμουν ότι δεν έχω καμία σχέση μαζί τους. Η σχέση αίματος δεν μου έλεγε τίποτα».

«Τις επόμενες ημέρες (μετά την πρώτη σύντομη βιντεοκλήση) κυκλοφορούσα με ένα χαμό- γελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπό μου, σαν χαζός. Με είχε συγκινήσει πολύ η δική τους αντίδραση».

Τα χρόνια πέρασαν. Ωσπου τα Χριστούγεννα του ’20 ο Δημήτρης χάνει τη μητέρα του, γεγονός που τον συνταράσσει. Λίγο καιρό αργότερα, σε μια διαδρομή με το αυτοκίνητο προς το Ναύπλιο, έπιασαν κουβέντα με τη θεία του για την υιοθεσία. «Ηταν η πρώτη φορά που μιλούσαμε για το θέμα. Μου είπε ότι οι γονείς μου γνώριζαν τους βιολογικούς μου γονείς, ότι ήταν καλοί άνθρωποι από την Ξάνθη, πολύ φτωχοί και ότι την υιοθεσία είχε κανονίσει η γιαγιά μου». Οι στρόφιγγες μιας μηχανής, που κανείς τότε δεν ήξερε πού θα οδηγούσε, είχαν αρχίσει να κινούνται. «Η γυναίκα μου είχε ψάξει και είχε μάθει ότι τα υιοθετημένα παιδιά συνήθως αναζητούν τη βιολογική οικογένειά τους όταν χάσουν και τους δύο θετούς γονείς. Φρόντιζε λοιπόν να μου δίνει αργά αλλά σταθερά και από κάποια νέα πληροφορία. “Εχεις 8 αδέρφια”, μου είπε μια μέρα. Σάστισα. Στο κεφάλι μου άρχισε να σχηματοποιείται αυτή η άγνωστη οικογένεια. Κάποια στιγμή μου αποκαλύπτει ότι το επίθετό τους είναι Τριανταφυλλίδης».

Ο Δημήτρης θυμήθηκε ότι είχε έναν Ανδρέα Τριανταφυλλίδη από την Ξάνθη φίλο στο Facebook. «Δεν γνωριζόμασταν από κοντά, αλλά είχαμε πολλά κοινά, ήταν κι αυτός φωτογράφος, ασχολιόταν όπως κι εγώ με την ορειβασία και είχαμε μιλήσει κάποιες φορές. Στην πρώτη επαφή με είχε ρωτήσει αν ο πατέρας μου είχε μαγαζί με εσώρουχα στην Καβάλα. Του είπα “ναι” και μου είπε ότι τον ήξερε ο πατέρας του». Δεν πήγε το μυαλό του Δημήτρη. Μόλις έμαθε όμως το όνομα των βιολογικών του γονιών, επικοινώνησε αμέσως με τον Ανδρέα στο τσατ. «Μήπως έχεις σχέση με μια πολύτεκνη οικογένεια που έδωσε ένα παιδί για υιοθεσία;», τον ρώτησε ευθέως. «Ναι, Δημήτρη» του απάντησε εκείνος. «Είμαι ο γιος του αδερφού σου του Θανάση. Αυτός με έβαλε να σε βρω στο Facebook». Οπως προέκυψε, τα αδέρφια του ήξεραν από πάντα ποιος είναι και πού βρίσκεται, αλλά, όσο κι αν επιθυμούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του, περίμεναν από εκείνον να κάνει το πρώτο βήμα. Δεν ήθελαν να εισβάλουν στη ζωή του.

Ξετυλίγοντας το νήμα

Εκτοτε οι πληροφορίες πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας. Πριν γεννηθεί, η βιολογική του οικογένεια ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Ο πατέρας του ελαιοχρωματιστής, δούλευε από εδώ και από εκεί. Οκτώ παιδιά, το μεγαλύτερο 19 χρονών, πού να φτάσει το φαγητό για όλους; Οταν η μητέρα του έμεινε έγκυος στον Δημήτρη, μια γειτόνισσα και ένας παπάς τη ρώτησαν αν θα ήταν διατεθειμένη να κάνει μια χριστιανική πράξη και να το δώσει για υιοθεσία σε ένα ζευγάρι που δεν μπορεί να κάνει παιδιά. Δέχθηκε. Η μητέρα του τον γέννησε σε μια κλινική στη Θεσσαλονίκη, από όπου ο Δημήτρης έφυγε με τους θετούς του γονείς. Δύο δρόμοι που χώρισαν για να σμίξουν 50 χρόνια αργότερα.

Η πρώτη επαφή έγινε με βιντεοκλήση. Ηταν αρχές του ’21. «Ζήτησα από την αδερφή μου τη Μαρία να το κανονίσει. Της πήρε 10 λεπτά. “Αύριο στις 7 μ.μ.”, μου λέει. Ολοι ψόφαγαν να με δουν. Οσοι είχαν κανονίσει κάτι άλλο το ακύρωσαν». Ο Δημήτρης είχε φοβερό άγχος, αλλά στις 7 μ.μ. της επομένης έκατσε μπροστά στον υπολογιστή για να συνδεθεί με την οικογένειά του (ο βιολογικός του πατέρας είχε πεθάνει εδώ και 20 χρόνια). «Τελικά δεν είχε καλό σήμα, είπαμε ένα γεια και κλείσαμε. Αλλά τις επόμενες ημέρες κυκλοφορούσα με ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπό μου σαν χαζός. Δεν ήξερα πώς ένιωθα, ήξερα ότι με είχε συγκινήσει πολύ η δική τους αντίδραση. Την ημέρα που εμφανίστηκα η κόρη του Θανάση, η Αυγή, καθηγήτρια γαλλικών, κέρασε στο σχολείο!».

Οι online συναντήσεις συνεχίστηκαν, ενώ άρχισε να προγραμματίζεται η διά ζώσης συγκέντρωση του Αυγούστου. «Οταν βγήκα από το αυτοκίνητο και με αγκάλιασε η μητέρα μου, το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν “οι γονείς σου ήταν πολύ καλοί άνθρωποι και η Δήμητρα (σ.σ. η θετή του μητέρα) μου ζήτησε να μην εμφανιστώ”. Φοβόταν μην της ζητήσω τον λόγο που με έδωσε. “Καλά μεγάλωσα, μη στενοχωριέσαι” την καθησύχασα». Από κοντά άρχισε να παρατηρεί τα αδέρφια του. «Εχουμε όλοι ένα στένεμα στην έξω πλευρά των ματιών», λέει. Πώς νιώθει σήμερα; «Εχασα τη μητέρα μου και βρήκα μια άλλη. Μεγάλωσα μοναχοπαίδι και τώρα έχω οκτώ αδέρφια. Νιώθω ότι έχω οικογένεια».

Οι Δυσκολίες και οι κίνδυνοι της αναζήτησης

«Δεν πάμε έτσι απλά να χτυπήσουμε την πόρτα της μάνας»

Σύμφωνα με τον νόμο (2447/96), κάθε υιοθετημένο άτομο μετά την ενηλικίωσή του έχει δικαίωμα να αναζητήσει τις ρίζες του. Μάλιστα οι κοινωνικές υπηρεσίες ή οργανώσεις που συνέπραξαν στην υιοθεσία οφείλουν να παρέχουν κάθε βοήθεια. Οπως λέει, ωστόσο, στην «Κ» η Μαίρη Θεοδωροπούλου, ιδρύτρια του κέντρου ερευνών «Ρίζες», η οποία έχει εκπαιδευθεί σε τέτοιου είδους αναζητήσεις, «αυτό που γινόταν μέχρι πρότινος ήταν οι υπηρεσίες να καλούν τη βιολογική μητέρα και να της λένε ότι υπάρχει μια αναζήτηση για το παιδί που είχε κάνει κάποτε». Λόγω της γραφειοκρατικής ψυχρότητας, το αποτέλεσμα ήταν συχνά η βιολογική μητέρα να αρνείται κάθε επαφή.

Σύμφωνα με την ίδια, που επίσης είναι υιοθετημένη και βρίσκεται σε αναζήτηση της βιολογικής της οικογένειας, η διαδικασία απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. «Οπως εξηγούμε στους ανθρώπους, που μας ζητούν να τους βοηθήσουμε στην αναζήτησή τους, δεν πάμε να χτυπήσουμε την πόρτα μιας γυναίκας και να πούμε “μάνα, εσύ με γέννησες”. Εχουν περάσει πολλά χρόνια, μπορεί να έχει δημιουργήσει άλλη οικογένεια, στην οποία συνήθως δεν έχει μιλήσει για εκείνο το γεγονός. Εκεί παρεμβαίνουμε εμείς, βρίσκουμε τη μητέρα, συζητάμε μαζί της, της εξηγούμε, μας λέει και εκείνη πώς το βλέπει και συνέχεια φέρνουμε τις δύο πλευρές σε επαφή».

Οσοι ξεκινούν αυτή τη διαδικασία πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι υπάρχει περίπτωση η μητέρα τους να μην είναι πια στη ζωή. Η υπόθεση τότε γίνεται πιο δύσκολη, καθώς θα πρέπει να εντοπιστούν τα αδέρφια, αν υπάρχουν, «στα οποία πρέπει να εξηγήσουμε με όμορφο τρόπο ότι η μητέρα τους έκανε κάποτε ένα παιδί εκτός γάμου, το οποίο ασφαλώς δεν είναι κακό και δεν πρέπει ποτέ να κρίνουμε τους ανθρώπους για το τι έκαναν κάποτε».
Οπως λέει η κ. Θεοδωροπούλου, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και έχει τις δυσκολίες της. Μπορεί να πρόκειται για παιδί εκτός γάμου, μπορεί να πρόκειται για οικογένεια Ρομά ή για αλλοδαπή γυναίκα που έχει δώσει πολλά παιδιά και που πιθανόν ζει σε χώρες που δεν προβλέπεται αναζήτηση βιολογικών γονέων. Αναφέρεται σε γυναίκες που υπήρξαν θύματα κυκλωμάτων υιοθεσιών. «Ακόμη και αυτές πάντως ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τα παιδιά τους – το θέμα είναι να τις εντοπίσουμε. Αξίζει να πούμε ότι κατά κανόνα οι Ρομά δέχονται να επανασυνδεθούν με τα παιδιά τους και μάλιστα έχουν πολύ αξιοπρεπή αντιμετώπιση. Eχει συμβεί μητέρα να μου πει σε μια συνάντηση “κάτσε να πλυθώ, να αλλάξω μαντήλι και έρχομαι να σας βρω”». Οπως λέει η ίδια, οι Ρομά ποτέ δεν κάνουν δεύτερες σκέψεις, όπως άλλοι. «Eχει συμβεί βιολογικός γονέας να αναρωτηθεί “και τι θέλει τώρα; Να πάρει περιουσία;”. Oχι, απαντάμε, θέλει να σε γνωρίσει, γιατί τον γέννησες».

Η βιολογική οικογένεια δεν έχει δικαίωμα να αναζητήσει το παιδί της (με κάποιες εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα θέματα υγείας και κληρονομικότητας). Σύμφωνα με την κ. Θεοδωροπούλου, οι θετοί γονείς δεν χρειάζεται να ανησυχούν σε περίπτωση που το παιδί τους εκδηλώσει την επιθυμία να γνωρίσει τη βιολογική του οικογένεια. «Oλοι έχουν το μερίδιό τους στην αγάπη. Το να θες να δεις ποιοι είναι αυτοί που σε γέννησαν, να γνωρίσεις τα αδέρφια σου, αν υπάρχουν, είναι ανθρώπινη ανάγκη. Εχω θετούς γονείς που συνόδευσαν το υιοθετημένο τους παιδί να γνωρίσει τη βιολογική του οικογένεια. Εχω ζήσει συγκινητικές στιγμές. Εχω δει Ρομά μάνα να σκύβει στο αυτί της θετής μάνας και να της λέει ευχαριστώ».

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή