Ο Ερντογάν αναζητά στην Ελλάδα πρόθυμους ηλίθιους

Ο Ερντογάν έχει κατανοήσει πως η σχέση του με τη Δύση, και προπαντός ο εφοδιασμός της Τουρκίας με αεροπλάνα, καθώς και η εξασφάλιση παραχωρήσεων από την ΕΕ (όπως η παραχώρηση βίζας στους Τούρκους) περνάει, σε αυτή την φάση, μέσα από μία τακτική χαμηλών τόνων απέναντι στην Ελλάδα.

by Times Newsroom
  • του Γιώργου Καραμπελιά

Ορισμένοι πιστεύουν πως τα κίνητρα του Ερντογάν για την προσέγγιση με την Ελλάδα είναι μάλλον αδιαφανή και κάποτε τα ανάγουν  ακόμα και στον «απρόβλεπτο» χαρακτήρα του: «Μας έχει συνηθίσει σε πολλές ανατροπές». Και  δεν μας πειράζει καθόλου που μόλις έναν χρόνο πριν μας απειλούσε με τους πυραύλους Typhoon και με εισβολή «μια νύχτα ξαφνικά», εμείς είμαστε μεγάθυμοι!

Ωστόσο, αν εξετάσουμε πραγματιστικά τα κίνητρά του, θα διαπιστώσουμε πως αυτά είναι απολύτως  εμφανή και καθόλου σκοτεινά: Ο Ερντογάν έχει κατανοήσει πως η σχέση του με τη Δύση, και προπαντός ο εφοδιασμός της Τουρκίας με αεροπλάνα, καθώς και η εξασφάλιση παραχωρήσεων από την ΕΕ (όπως η παραχώρηση βίζας στους Τούρκους) περνάει, σε αυτή την φάση, μέσα από μία τακτική χαμηλών τόνων απέναντι στην Ελλάδα.

Διότι έχει πλέον διαπιστώσει πως, τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια της αντιπαράθεσης της Δύσης με τη Ρωσία, της γεωπολιτικής αστάθειας στη Μέση Ανατολή – που επιτείνεται με τον πόλεμο στη Γάζα– και της αυξημένης σημασίας των ενεργειακών πηγών της Ανατ. Μεσογείου, η Ελλάδα έχει αναβαθμιστεί στη διεθνή σκακιέρα και ιδιαίτερα στη στρατηγική της Ευρώπης και της Δύσης. Ενώ κάτι ανάλογο, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει και με τον ρόλο της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη ανάφλεξη.

Μάλιστα, η προηγούμενη ακραία επιθετική στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα λειτούργησε αντίστροφα, ενισχύοντας τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, δημιούργησε τουλάχιστον αμφιβολίες και αμφισβητήσεις για τον ρόλο της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τη στρατηγική συμμαχία της με τον Πούτιν.

Επιπλέον, αλλά ίσως ακόμα σημαντικότερο, ενίσχυσε τη στρατηγική συμμαχία της Ελλάδας με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – με τη μεταβολή της Αλεξανδρούπολης σε εναλλακτική πύλη προς την Ανατολική Ευρώπη, απέναντι στα Δαρδανέλια, το γαλλοελληνικό σύμφωνο, τα rafale, τις Belhara, τα F-16 viper. Επιπλέον, αυτή η ακραία επιθετική στρατηγική  αφύπνισε βιαίως τις ελληνικές ελίτ από τις ελληνοτουρκικές ονειρώξεις τους, και  αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο για τον επανεξοπλισμό της Ελλάδας. [Διότι, ως γνωστόν, οι ελληνικές άρχουσες τάξεις δρουν μόνο αντανακλαστικά και μόνο εφόσον έχουν εξασφαλίσει την ευνοϊκή στάση των Δυτικών συμμάχων. ]

Όλα αυτά είχαν σαν συνέπεια να κοπεί ο δρόμος της Τουρκίας προς τα F-35, αλλά και τα F-16, και να δυσκολέψει η προμήθεια ακόμα και ευρωπαϊκών αεροπλάνων, όπως των Eurofighter. Μάλιστα, έτσι μπορούμε να δούμε από μία διαφορετική σκοπιά τη στοχευμένη απρέπεια του Σούνακ για τα Ελγίνεια, ως την ιδεολογική προετοιμασία  για την παραχώρηση των αεροπλάνων στην Τουρκία, καθώς ακόμα αντιδράει η Γερμανία.  Παράλληλα δε, επιδεινώθηκαν οι σχέσεις με την ΕΕ – ιδιαίτερα με την βίζα, καθώς και με το μεταναστευτικό, όπως φάνηκε τόσο καθαρά στον Έβρο τον χειμώνα του 2022.

Καθώς, λοιπόν, η στρατηγική του μαστιγίου φάνηκε να αποτυγχάνει, ο μέγας τακτικιστής Ερντογάν επέλεξε να ακολουθήσει –για ένα διάστημα τουλάχιστον– την πολιτική του καρότου. Χωρίς καθόλου, βέβαια, να εγκαταλείπει τους στρατηγικούς στόχους του για τη μεταβολή της Τουρκίας στον ηγέτη του ισλαμικού κόσμου – όπως φαίνεται τόσο καθαρά από τα ευρύτατα σύνορα της καρδιάς του, που περιλαμβάνουν και τη Θεσσαλονίκη όσο και από τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στον «δυτικό ιμπεριαλισμό» και το Ισραήλ.

Ο Ερντογάν κατανόησε πώς μόνο μία πολιτική «χαμηλών τόνων» έναντι της Ελλάδας θα μπορούσε ίσως να του προσπορίσει ορισμένα οφέλη, κυρίως ως προς τον αεροπορικό επανεξοπλισμό του, κυρίως από τις ΗΠΑ,  και τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Γι’  αυτό και προσπαθεί να αντιστρέψει την προηγούμενη τακτική του, και να μεταβάλει την Ελλάδα, από εμπόδιο, σε γέφυρα προς τη Δύση. Και δεν λείπουν οι καλοθελητές –τόσο στην Ευρώπη, από την Ισπανία έως τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, όσο και σε ένα μέρος του αμερικανικού κατεστημένου– που θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την ευκαιρία για να συντηρήσουν τη σχέση τους με την Τουρκία. Γι’ αυτό άλλωστε και από κοινού,  κυρίως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, έσπρωξαν την Ελλάδα να δεχτεί την πολιτική των «ανοικτών θυρών» με την Τουρκία, ως γέφυρα για τη διατήρηση των δίαυλων επικοινωνίας με την Τουρκία.

Ο Ερντογάν, από την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, συνειδητοποίησε πως η διπλωματική δύναμη της Ελλάδας –παράλληλα με την ενίσχυση της αμυντικής της ισχύος–  απορρέει από την τάση να δημιουργηθεί σταδιακά ένα μέτωπο της Δύσης απέναντι στο ευρασιατικό στρατόπεδο, όπου η Ελλάδα υποχρεωτικά θα διαδραματίζει τον ρόλο του Ακρίτα.

Και καθώς ο Ερντογάν  δεν θέλει να εγκαταλείψει πρόωρα το δυτικό στρατόπεδο, παίζει ένα διπλό  παιχνίδι «συμμάχου-αντιπάλου», όπως φαίνεται όχι μόνο από τη στρατηγική σχέση με τον Πούτιν, αλλά και από την άρνηση της εισόδου της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Μία τέτοια πολιτική, που εκμεταλλεύεται τα μεγέθη και τη στρατηγική θέση της Τουρκίας, στοχεύει να καθυστερήσει, άμεσα, τη σύμπηξη ενός αντιευρασιατικού  μετώπου, αφήνοντας αμφιβολίες για τον τελικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Άλλωστε  κάτι ανάλογο έκαναν και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Νεότουρκοι, αφήνοντας τους Δυτικούς να πιστεύουν μέχρι την τελευταία στιγμή ότι οι Οθωμανοί μπορεί να συνταχθούν μαζί τους!  Γι’ αυτό και την ίδια στιγμή που αποκαλεί τους Ισραηλινούς, εγκληματίες πολέμου, στηρίζει τη Χαμάς, καθυβρίζει τους «Αμερικάνους ιμπεριαλιστές», κάνει τα γλυκά μάτια στην Ελλάδα!

Στην Ελλάδα –και όχι μόνο τώρα– υπήρχαν πάντοτε δύο «σχολές σκέψης», σχετικά με την Τουρκία. Η πρώτη υποστήριζε, και υποστηρίζει, πως η μόνη λύση στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση θα ήταν ο εξευμενισμός της Τουρκίας, ακόμα και η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι όροι μιας «βιώσιμης ελληνοτουρκικής φιλίας». Εξού και οι κουμπαριές, τα ζεϊμπέκικα και όλα τα συμπαρομαρτούντα.

Η δεύτερη άποψη στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα, όχι μόνο τη χιλιόχρονη αντίθεση Τούρκων και Ελλήνων, αλλά, σήμερα την τάση μετατροπής της Τουρκίας σε ηγέτη ενός εχθρικού ισλαμικού κόσμου ίσως και μέρος του ευρασιατικού μετώπου  – και  προϋπόθεση γι’ αυτό αποτελεί η υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι’ αυτό και η σχέση των δύο χωρών, στο ορατό μέλλον, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται πρωτίστως στην πολιτική της ανάσχεσης του  δομικού τουρκικού επεκτατισμού.

Το αδιέξοδο της πολιτικής του κατευνασμού έχει καταφανεί σε όλη τη μακρά περίοδο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, από τη δεκαετία του ’50 και το Κυπριακό, για να μη φτάσουμε στο 1922. Ας θυμηθούμε μόνο ότι κάποτε, οι Κωνσταντινουπολίτες συμπατριώτες μας, και μαζί τους η ελληνική πολιτεία, έτρεφαν την αυταπάτη πως η Τουρκία τούς χρειάζεται, εξαιτίας της οικονομικής τους επιφάνειας. Το εάν επιβεβαιώθηκε αυτή η στρατηγική κατεδείχθη με τους διωγμούς του το 1955 και του 1963 και σήμερα ελάχιστοι από τους Έλληνες της Πόλης έχουν απομείνει στον τόπο τους.

Αυτή η δομική πραγματικότητα  κατεδείχθη με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Και δεν αρκεί η αποτροπή επί του πεδίου. η Ελλάδα δεν πρέπει –όσο περνάει από το χέρι της– να επιτρέψει στον γκρίζο λύκο να μπαινοβγαίνει στο μαντρί. Αντίθετα θα πρέπει να ορθώσει ένα ισχυρό τείχος απέναντί του, τόσο στο αμυντικό πεδίο όσο και στο διπλωματικό και το γεωπολιτικό.

Και δεν αφορά την Ελλάδα αποκλειστικά, αλλά αποτελεί ανάγκη για τη Δύση και προπαντός για την Ευρώπη:  Πράγματι, σε συνθήκες στρατηγικής υποχώρησης της Δύσης και ανόδου της Ανατολής, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τις μεγάλες προκλήσεις του δημογραφικού και του μεταναστευτικού στο εσωτερικό της και της αμφισβήτησης των εξωτερικών ορίων της, από την Ουκρανία έως την Κύπρο. Και δεν έχει καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις παρά μόνο εάν ενισχύσει την εσωτερική της συνοχή και την εξωτερική αποτρεπτική ισχύ της. Άλλωστε, η δραματική καθυστέρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής έχει επιφέρει ήδη τεκτονικές αλλαγές στο ευρωπαϊκό πολιτικό πεδίο, από τη Μελόνι και τη Λεπέν έως τον Ντε Βίλντερς, και ακολουθεί το AfD.

Τελικώς, λοιπόν,  σε σχέση με την επίσκεψη του Ερντογάν στην Ελλάδα, ισχύει απολύτως το «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Ήταν και παραμένει μια απόλυτα αρνητική εξέλιξη, ακριβώς γιατί με αυτή του την επίσκεψη ο Ερντογάν σκοπεύει αποκοιμίσει τους Έλληνες και  να διεμβολίσει το δυτικό και ισραηλινό μέτωπο δυσπιστίας ή και εχθρότητας απέναντί του, στοχεύοντας ακριβώς στο κλειδί μιας οποιασδήποτε ευρωπαϊκής στρατηγικής, δηλαδή στην Ελλάδα. Παράλληλα δε σκοπεύει να “εισβάλει” στα νησιά ειρηνικά και ΄με τη θέληση μας(!), καθώς εκατομμύρια Τούρκοι τουρίστες θα τουρκοποιήσουν τον τουρισμό των νησιών του Ανατολικού Αγαίου.

Πάντοτε η Ελλάδα αποτελούσε ένα τέτοιο κλειδί απέναντι στο ισλάμ. Στα τείχη της Κωνσταντινούπολης σταμάτησαν δύο φορές οι προσπάθειες επέκτασης των Αράβων στην Ευρώπη, ενώ μετά την Άλωση του 1453 ακολούθησε η επίθεση των Τούρκων στη Βιέννη.

Και σήμερα ζούμε τις συνέπειες του 1922. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε συζήτησή του με τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ, την άνοιξη του 1922, του είχε επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι, εάν υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Τουρκίας στη Μικρά Ασία, αυτή δεν θα έχει κανένα σταματημό:

«Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ ζητοῦν νὰ χτίσουν τζαμιὰ στὸ Λονδῖνο, τὸ Παρίσι καὶ τὴ Ρώμη, μὲ θόλους πιὸ ψηλοὺς ἀπὸ ἐκείνους τοῦ ἁγίου Παύλου, τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἡ ἐκκένωση τῆς Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες θὰ κατέληγε σὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ ταπείνωση γιὰ τοὺς Συμμάχους σὲ ὅλη τὴ γραμμή»[1].

Και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα για άλλη μια φορά. Ο ελληνικός κόσμος, η Ελλάδα και η Κύπρος, αποτελούν το αποκλειστικό ανάχωμα για την επέκταση της τουρκικής ισχύος  προς τα Βαλκάνια και τη Δύση.

Θα πρέπει, λοιπόν, κάποτε, στη χώρα μας, να διαμορφωθεί ένα κοινά αποδεκτό στρατηγικό δόγμα για την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, που δεν θα κινείται αντανακλαστικά, δηλαδή με βάση τις κινήσεις της Τουρκίας, αλλά στρατηγικά, έχοντας εκτιμήσει όλες τις παραμέτρους της τουρκικής πολιτικής. Και διαθέτουμε όλα τα στοιχεία γι’ αυτό, ήδη από την εποχή που ο Βενιζέλος απευθυνόταν στον Πουανκαρέ.   Ο Παναγιώτης Κονδύλης πιο κοντά μας, το 1997 έγραφε στους «αντιεθνικιστές»:

«Δεν είμαι «εθνικιστής», και δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου αν με τη συναίνεση όλων καταλύονταν τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί στρατοί. Όμως είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα η κατάργηση ενός εθνικού κράτους μαζί με όλα τα άλλα και η διάλυση ή ο ακρωτηριασμός του γιατί ένα γειτονικό κράτος είναι ισχυρότερο και επιθετικότερο.»


[1] M. Llewellyn Smith, Το όραμα της Iωνίας σ. 472.

ΠΗΓΗ : https://ardin-rixi.gr/archives/254461

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com