Πολ Όστερ: Η επινόηση της μοναξιάς (απόσπασμα)

Μέσα σε αυτή την κρεβατοκάμαρα-εργαστήριο, η Έμιλι διακήρυξε πως η ψυχή μπορεί να είναι αυτάρκης με μόνη συντροφιά τον εαυτό της. Ανακάλυψε ωστόσο πως η αυτογνωσία ήταν σκλαβιά όσο και ελευθερία, έτσι ώστε ακόμη και εδώ ήταν βορά στον ίδιο της τον αυτοπεριορισμό είτε από απόγνωση είτε από φόβο…

by Times Newsroom

«Τη μια μέρα υπάρχει ζωή…και τότε, ξαφνικά, συμβαίνει, έρχεται ο θάνατος». Έτσι αρχίζει «Η επινόηση της μοναξιάς». Ο συγκινητικός προσωπικός διαλογισμός του Πολ Όστερ σχετικά με την πατρότητα. Το πρώτο μέρος, «Η προσωπογραφία ενός αόρατου ανθρώπου», αποκαλύπτει τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα του Όστερ μετά το θάνατο του πατέρα του, ενός απόμακρου, εσωστρεφούς, σχεδόν ψυχρού ανθρώπου. Καθώς φροντίζει για τις υποθέσεις του πατέρα του και σκαλίζει τα υπάρχοντά του, ο Όστερ αποκαλύπτει τα γεγονότα που κρύβονται πίσω από μια μυστηριώδη δολοφονία μέσα στην οικογένεια, που φωτίζει την ασάφεια του χαρακτήρα του πατέρα του. Στο «Βιβλίο της μνήμης» η οπτική γωνία μετατοπίζεται από την ιδιότητα του Όστερ ως γιου στο ρόλο του ως πατέρα. Μέσα από ένα μωσαϊκό εικόνων, συμπτώσεων και συνειρμών ο αφηγητής, ο Α, συλλογίζεται το χωρισμό του από το δικό του γιο, τον ετοιμοθάνατο παππού του, αλλά και τη μοναχική φύση της διήγησης και της συγγραφής.

Το Βιβλίο της Μνήμης. Βιβλίο Έκτο.

ΤΟ ΒΡΙΣΚΕΙ θαυμαστό, ακόμη και στη συνηθισμένη καθημερινή του εμπειρία, να νιώθει τα πόδια του στη γη, να νιώθει τους πνεύμονές του να διαστέλλονται και να συστέλλονται με κάθε ανάσα του, να ξέρει πως αν βάλει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, θα μπορέσει να περπατήσει από εκεί όπου βρίσκεται προς τα εκεί όπου πηγαίνει. Το βρίσκει θαυμαστό που μερικά πρωινά, μόλις ξυπνήσει, καθώς σκύβει για να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του, τον πλημμυρίζει μια ευτυχία τόσο έντονη, μια ευτυχία τόσο φυσικά και αρμονικά ταυτισμένη με τον κόσμο, ώστε νιώθει τον εαυτό του ζωντανό στο παρόν, ένα παρόν που τον περιβάλλει και τον διαποτίζει, που τον διαπερνά με την ξαφνική, συγκλονιστική επίγνωση ότι είναι ζωντανός. Και η ευτυχία που ανακαλύπτει μέσα του εκείνη τη στιγμή είναι θαυμαστή. Αλλά είτε είναι είτε όχι, εκείνος τη βρίσκει θαυμαστή.

Μερικές φορές νιώθουμε σαν να περιπλανιόμαστε σε μια πόλη χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Βαδίζουμε σε κάποιον δρόμο, στρίβουμε στην τύχη σε έναν άλλο δρόμο, σταματούμε να θαυμάσουμε τη μαρκίζα κάποιου κτηρίου, σκύβουμε να επιθεωρήσουμε  μια κηλίδα πίσσας στο πεζοδρόμιο που μας θυμίζει κάποιους ζωγραφικούς πίνακες που έχουμε θαυμάσει, κοιτάζουμε τα πρόσωπα των ανθρώπων που μας προσπερνούν προσπαθώντας να φανταστούμε τη ζωή που κουβαλούν μέσα τους, πηγαίνουμε σε κάποιο φτηνό εστιατόριο για φαγητό, ξαναβγαίνουμε και συνεχίζουμε το δρόμο μας προς το ποτάμι (αν η πόλη έχει ποτάμι), για να χαζέψουμε τα πλεούμενα καθώς περνούν ή τα μεγάλα πλοία που είναι αγκυροβολημένα στο λιμάνι, πιθανόν σιγοτραγουδώντας καθώς περπατούμε ή ακόμη σφυρίζοντας ή ίσως προσπαθώντας να θυμηθούμε κάτι που έχουμε ξεχάσει. Μερικές φορές μοιάζει σαν να μην πηγαίνουμε πουθενά καθώς περπατούμε μέσα στην πόλη, σαν να αναζητούμε έναν τρόπο να περάσει η ώρα και μόνο η κούρασή μας θα μας πει πότε και πού πρέπει να σταματήσουμε. Όπως ακριβώς, όμως, το ένα βήμα οδηγεί αναπόφευκτα στο επόμενο, έτσι και η μι σκέψη αναπόφευκτα ακολουθεί την προηγούμενη. Στην περίπτωση που μια σκέψη γεννούσε περισσότερες από μια σκέψεις (ας πούμε δυο-τρεις ισότιμες ως προς τις συνέπειές τους), θα ήταν απαραίτητο όχι μόνο να ακολουθήσεις την πρώτη σκέψη έως την κατάληξή της, αλλά και να ανατρέξεις στην αρχική θέση εκείνης της σκέψης, για να ακολουθήσεις τη δεύτερη σκέψη στην κατάληξή της και ύστερα την Τρίτη και όλα τις επόμενες. Με αυτόν τον τρόπο, αν προσπαθούσαμε να φτιάξουμε μιαν εικόνα αυτής της διαδικασίας μέσα στο μυαλό μας, θα άρχιζε να σχηματίζεται ένα δίκτυο από διαδρομές, όπως στην εικόνα της κυκλοφορίας του αίματος στον άνθρωπο (καρδιά, αρτηρίες, φλέβες, αιμοφόρα αγγεία) ή όπως στην εικόνα ενός χάρτη (των δρόμων μιας πόλης, για παράδειγμα, κατά προτίμηση μιας μεγάλης πόλης, ή ακόμη δρόμων, όπως στους οδικούς χάρτες των βενζινάδικων, που εκτείνονται, διασταυρώνονται και στριφογυρίζουν πάνω σε μια ήπειρο), έτσι ώστε περπατώντας μέσα στην πόλη αυτό που κάνουμε στην πραγματικότητα είναι να σκεπτόμαστε. Να σκεπτόμαστε με τέτοιον τρόπο, ώστε οι σκέψεις μας να συνθέτουν ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι που δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τα βήματα που κάναμε, ώστε στο τέλος να μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως ταξιδέψαμε. Και έστω και αν δεν εγκαταλείψαμε το δωμάτιό μας, εντούτοις κάναμε ένα πραγματικό ταξίδι. Και μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως πήγαμε κάπου, έστω και αν δεν ξέρουμε πού.

ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ από τη βιβλιοθήκη του μια μπροσούρα που είχε αγοράσει πριν από δέκα χρόνια στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης, ένα ενθύμιο από την από την επίσκεψή του στο σπίτι Έμιλι Ντίκινσον[i], ενώ αναλογίζεται την παράξενη εξάντληση που τον είχε κυριεύσει εκείνη την ημέρα καθώς στεκόταν μέσα στο δωμάτιο της ποιήτριας: κοντανασαίνοντας, σαν να είχε μόλις σκαρφαλώσει την κορυφή κάποιου βουνού. Είχε τριγυρίσει μέσα στο μικρό ηλιόλουστο δωμάτιο, κοιτάζοντας το λευκό κάλυμμα του κρεβατιού, τα λουστραρισμένα έπιπλα, με το νου του να ταξιδεύει στα χίλια επτακόσια ποιήματα που είχαν γραφτεί εκεί προσπαθώντας να τα δει σαν ένα κομμάτι εκείνων των τεσσάρων τοίχων, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Γιατί αν οι λέξεις είναι ένας τρόπος μέσω του οποίου υπάρχεις μέσα στον κόσμο, σκέφτηκε, τότε έστω και αν δεν υπήρχε κόσμος για να εισχωρήσεις μέσα του, αυτός ο κόσμος ήταν ήδη εκεί, σ’ εκείνο το δωμάτιο, το οποίο σήμαινε πως το δωμάτιο ήταν εκείνο που ήταν παρόν στα ποιήματα και όχι το αντίστροφο. Διαβάζει τώρα, στην τελευταία σελίδα της μπροσούρας, την αδέξια πρόζα του ανώνυμου συγγραφέα:

«Μέσα σε αυτή την κρεβατοκάμαρα-εργαστήριο, η Έμιλι διακήρυξε πως η ψυχή μπορεί να είναι αυτάρκης με μόνη συντροφιά τον εαυτό της. Ανακάλυψε ωστόσο πως η αυτογνωσία ήταν σκλαβιά όσο και ελευθερία, έτσι ώστε ακόμη και εδώ ήταν βορά στον ίδιο της τον αυτοπεριορισμό είτε από απόγνωση είτε από φόβο… Για τον ευαίσθητο επισκέπτη, επομένως, το δωμάτιο της Έμιλι κατακλύζεται από μιαν ατμόσφαιρα που αγκαλιάζει τις πολλές διαφορετικές διαθέσεις της ποιήτριας, την ανωτερότητα, την ανησυχία, την αγωνία, την παραίτηση ή την έκσταση. Ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο χώρο στην αμερικανική λογοτεχνία, το δωμάτιο αυτό συμβολίζει μιαν αυτόχθονα παράδοση, που συνοψίζεται στο πρόσωπο της Έμιλι και έχει σχέση με την προσεκτική μελέτη της ζωής που εκτυλίσσεται στον εσωτερικό μας κόσμο».

Τραγούδι που προορίζεται να συνοδεύσει το Βιβλίο της Μνήμης. Μοναξιά, όπως τραγουδήθηκε από την Μπίλι Χόλιντεϊ στο δίσκο της 9ης Μαΐου 1941 με την ίδια και την Ορχήστρα Της. Χρόνος εκτέλεσης: τρία λεπτά και δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Τα λόγια: Στη μοναξιά μου με καταδιώκεις / Με σκέψεις από μέρες περασμένες. / Στη μοναξιά μου με λοιδορείς / Με μνήμες που ποτέ δεν πεθαίνουν… κ.λπ. Με αναφορές στους Ντ. Έλιγκτον[ii], Ε.Ντε Λανζ και Ι. Μιλς.

  • Paul Auster
  • Η επινόηση της μοναξιάς
  • Μετάφραση: ·Βίκυ Κυριαζή
  • Έκδοση: Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος
  • Αθήνα 2001
  • Σελ.:279
  • ISBN: 960-208-675-0

Πολ Μπέντζαμιν Όστερ 

(Paul Benjamin Auster, 3 Φεβρουαρίου 1947)

Ο Πολ Όστερ γεννήθηκε το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ και σπούδασε αγγλική, γαλλική και ιταλική λογοτεχνία. Του έχει απονεμηθεί ο τίτλος του fellow από το Εθνικό Κληροδότημα των ΗΠΑ για τις Τέχνες τόσο για την ποίηση όσο και για τον πεζό λόγο, ενώ το 1990 του απονεμήθηκε το βραβείο Μόρτον Ντάουεν Ζέιμπελ από την Αμερικανική Ακαδημία και το Ινστιτούτο Τεχνών και Γραμμάτων. Έγραψε τα σενάρια των ταινιών “Καπνός” και “Μελανιασμένο πρόσωπο”. Στο κινηματoγραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου το 1995 η ταινία “Καπνός” βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο, με το ειδικό βραβείο Κριτών, με το βραβείο του Διεθνούς Κύκλου Κινηματογραφικών Κριτικών και με το Βραβείο Κοινού για την καλύτερη ταινία. Το 1998 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την ταινία “Η Λουλού πάνω στη γέφυρα”. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 21 γλώσσες. Το 1997 εκδόθηκε μια συλλογή με τις δυσεύρετες πλέον μεταφράσεις που είχε κάνει ο Πολ Όστερ με τίτλο “Μεταφράσεις” και το 2001 μια επιλογή από τα διηγήματα που έστειλε το κοινό της ραδιοφωνικής του εκπομπής στο National Public Radio των ΗΠΑ, με τίτλο “True Tales from American Life”. Ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του, επίσης συγγραφέα, Σίρι Χούστβεντ, και τα δύο τους παιδιά. Περισσότερες πληροφορίες για τον Πολ Όστερ περιλαμβάνονται στην επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, www.paulauster.co.uk (ή: www.stuartpilkington.co.uk/paulauster/faq.htm).

[i] ‘Εμιλι Ντίκινσον (1830-86). Διακεκριμένη Αμερικανίδα ποιήτρια

[ii] Έντουαρντ Κένεντι (Ντουκ) Έλιγκτον (1899-1974). Γνωστός Αμερικανός συνθέτης τζαζ, διευθυντής ορχήστρας και πιανίστας.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή