Η Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1878), φερόμενη και ως Σύμβαση Κωνσταντινούπολης (1878) ήταν μία διμερής μυστική συνθήκη – σύμβαση που συνομολογήθηκε μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με χαρακτήρα περισσότερο “αμυντικής συμμαχίας”.
Η Συνθήκη αυτή συνομολογήθηκε, με άκρα μυστικότητα, στην Κωνσταντινούπολη, εξ ου και η ονομασία της, στις 4 Ιουνίου του 1878, κατά το χρονικό διάστημα που τελούταν το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) το οποίο κατέληξε στη γνωστή Συνθήκη του Βερολίνου (1878). Ουσιαστικά η συνθήκη αυτή στρεφόταν κατά της Ρωσίας, αν και μόλις πέντε ημέρες πριν είχε συνομολογηθεί στο Λονδίνο η Αγγλο-ρωσική Συμφωνία Λονδίνου (1878) δια της οποίας αποσοβήθηκε επαπειλούμενος Αγγλο-Ρωσικός πόλεμος.
Όροι συνθήκης
Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή που έφερε δύο μόλις άρθρα, εκτός του προοιμίου, η Αγγλία αναλάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ με στρατιωτική δύναμη (δια των όπλων) την υπεράσπιση των περιοχών Βατούμ, Αρνταχάν και Καρς στη περίπτωση που η Ρωσία ήθελε να κατακρατήσει τις περιοχές αυτές, ή θα επιχειρούσε να καταλάβει άλλα οθωμανικά εδάφη επί της Ασίας (άρθρο 1ο).
Σε αντάλλαγμα αυτού ο Σουλτάνος υποσχόταν στην Αγγλία να προβεί στις αναγκαίες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στη Διοίκηση καθώς και την παροχή προστασίας των Χριστιανών και λοιπών αλλόθρησκων υπηκόων του (άρθρο 1ο).
Επιπρόσθετα ο Σουλτάνος συμφώνησε την εκχώρηση της Κύπρου στην Αγγλία με πλήρη δικαίωμα της κατάληψης και της υπ΄ αυτής διοίκησή της. Χρονικό περιθώριο έναρξης ισχύος (επικύρωσης) δίνονταν μέχρι το αργότερο ένα μήνα από τη συνομολόγηση (άρθρο 2ο).
- Τη συνθήκη αυτή συνομολόγησαν οι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι, υπουργοί εξωτερικών, της Βασίλισσας της Αγγλίας και του Σουλτάνου, Austin Layard και ο Μεχμέτ Σαφβέτ Πασάς αντίστοιχα, ο οποίος την ίδια ημέρα ανέλαβε Μέγας Βεζίρης.
- Οι ημερομηνίες στο κείμενο είναι με το νέο ημερολόγιο. Η συνομολόγηση της συνθήκης με το παλαιό ημερολόγιο ήταν 22 Μαΐου.
Εφαρμογή
Κατόπιν της παραπάνω συνομολόγησης, 24 ημέρες μετά, στις 28 Ιουνίου υψώνεται επίσημα στη Λευκωσία η αγγλική σημαία οπότε και σηματοδοτείται η έναρξη της Αγγλικής κατοχής της Κύπρου, εξ ου καλείται η συνθήκη αυτή και ως συνθήκη Κύπρου.
Πρώτος κυβερνήτης – Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου ήταν ο υποστράτηγος Sir Garnet Joseph Wolseley τον οποίον υποδέχθηκε προσφωνώντας τον ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ΄.
Προσαρτήματα – διατάγματα
Λίγες ημέρες αργότερα από της έναρξης ισχύος στις 1 Ιουλίου (1878) προστέθηκε ως “Παράρτημα” στη συνθήκη αυτή έγγραφο που έφερε έξι άρθρα που αφορούσαν αποκλειστικά την Κύπρο, ενώ παράλληλα με την αυτή ημερομηνία εκδόθηκε από την Υψηλή Πύλη σχετικό αυτοκρατορικό φιρμάνι που αφορούσε την παράδοση της νήσου από τις οθωμανικές αρχές στους Άγγλους. Στις 14 Αυγούστου συνομολογήθηκε πρόσθετη – συμπληρωματική συμφωνία που καθόριζε τις προξενικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών επί της Κύπρου.
Προσάρτημα (1.7.1878)
Το Προσάρτημα με ημερομηνία 1.7.1878, που προστέθηκε στη παραπάνω συνθήκη, περιελάμβανε τους ακόλουθους έξι όρους:
- 1ος) Το Οθωμανικό Ιεροδικείο (Μακεμέι Σιερί) θα εξακολουθεί να λειτουργεί στην Κύπρο, όπως και προηγούμενα, αναφορικά προς τα θρησκευτικά ζητήματα του οθωμανικού πληθυσμού.
- 2ος) Ένας Οθωμανός, κάτοικος της νήσου θα διορίζεται ως διευθυντής του “Αβκάφ” μαζί με Άγγλο αντιπρόσωπο για τη διαχείριση των βακουφίων κτημάτων, τεμενών, κοιμητηρίων, μουσουλμανικών σχολείων και άλλων θρησκευτικών ιδρυμάτων.
- 3ος) Η Μεγάλη Βρετανία θα πληρώνει το πλεόνασμα των δημοσίων προσόδων υπέρ τα έξοδα προς την Υψηλή Πύλη. Το πλεόνασμα αυτό υπολογίσθηκε κατά μέσον όρο των τελευταίων πέντε προηγηθέντων ετών ανερχόμενο σε 22.936 πουγγία, όπου κάθε πογγίο αντιστοιχούσε σε 500 μεταλλικά γρόσια.
- 4ος) Η Υψηλή Πύλη διατηρεί το δικαίωμα να πωλεί ή να ενοικιάζει εδάφη, ή άλλη κρατική περιουσία, ή περιουσία του στέμματος στη Κύπρο που δεν ανήκουν στα κτήματα των οποίων τα έσοδα αποτελούν μέρος των προσόδων της Κύπρου.
- 5ος) Η Βρετανική κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε αναγκαστική απαλλοτρίωση αντί ευλόγου τιμήματος γαιών που απαιτούνται για δημόσιους σκοπούς.
- 6ος) Εάν και εφόσον η Ρωσία αποδώσει ποτέ στην Υψηλή Πύλη το Καρς και τα λοιπά υπ΄ αυτής καταληφθέντα εδάφη κατά τον προηγηθέντα πόλεμο στην Αρμενία η νήσος Κύπρος θέλει επιστραφεί, εκκενουμένη υπό της Αγγλίας και η συνθήκη της 4ης Ιουνίου 1878 θέλει τερματιστεί.
Αυτοκρατορικό φιρμάνι
Στις 1 Ιουλίου του 1878 με αυτοκρατορικό φιρμάνι που εξέδωσε η Υψηλή Πύλη δόθηκε εντολή στον Βαλή του Αρχιπελάγους, στον Μουτεσαρίφη της Κύπρου και σε άλλες οθωμανικές τοπικές αρχές όπως παραδώσουν τη νήσο ήσυχα στους Άγγλους και να προσέξουν να μη συμβούν αντίθετα ή έκτροπα ως προς την αυτοκρατορική ευαρέσκεια, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι η εν λόγω μεταβίβαση έχει προσωρινό χαρακτήρα.
Συμπληρωματική συμφωνία
Στις 14 Αυγούστου, (του ίδιου έτους) υπεγράφη συμπληρωματική συμφωνία με την οποία παρεχόταν στη Μεγάλη Βρετανία το δικαίωμα της σύνταξης νόμων για την διακυβέρνηση της νήσου και σύναψης συμβάσεων προς διακανονισμό τόσο των προξενικών όσο και των εμπορικών σχέσεων χωρίς τον έλεγχο της Υψηλής Πύλης σε όλο το διάστημα της αγγλικής κατοχής.
Παρατηρήσεις
- Πρωθυπουργός της Αγγλίας την εποχή εκείνη, ιδέα του οποίου ήταν η σύναψη της συνθήκη αυτής, ήταν ο εβραϊκής καταγωγής Βενιαμίν Ντισραέλι, λόρδος Μπήκονσφηλντ, (1804-1881), γιος του συγγραφέα Ισαάκ Ντισραέλι. Όταν η συνθήκη αυτή έγινε γνωστή λίγες ημέρες μετά τη συνομολόγησή της, διαμαρτυρόμενοι οι Έλληνες αντιπρόσωποι στο Συνέδριο του Βερολίνου για την εκ μέρους του επιδειχθείσα αυτή φιλοτουρκική και ταυτόχρονα ανθελληνική του στάση αρκέσθηκε να τους απαντήσει υπό μορφή συμβουλής “Είναι καλλίτερο να επιδιώξουν, αντί εδαφικών επεκτάσεων, την προστασία των ελληνικών πληθυσμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία“. Ο δε πολιτικός του αντίπαλος Γουίλιαμ Γλάδστων δεν δίστασε να επικρίνει δημόσια την αδικία που έγινε, με τη συνθήκη αυτή, σε βάρος του Ελληνικού Βασιλείου δηλώνοντας ότι: “είναι μια χονδροειδής πράξις παρανομίας και ασυγχώρητος παραβίασις του Διεθνούς Δικαίου“.
- Σημειώνεται ότι την ίδια εποχή το Βασίλειο της Ελλάδος αντιμετώπιζε μία πολύ δύσκολη φάση του Κρητικού προβλήματος με την κρητική επανάσταση που είχε συμβεί στις αρχές του 1878 και με δεδομένη την ανθελληνική τότε στάση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως αποδείχθηκε με την διμερή ρωσοτουρκική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου του 1878), είχε τότε ιδιαίτερα την ανάγκη της υποστήριξης της Αγγλίας. Έτσι τόσο ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, όσο και η τότε ελληνική κυβέρνηση του Αλ. Κουμουνδούρου δεν τόλμησαν να διατυπώσουν καμία διαμαρτυρία, απέχοντας και οι Έλληνες εκπρόσωποι να δώσουν συνέχεια. Μάλιστα την ίδια εποχή στην Ελλάδα κατ΄ επανάληψη είχαν γεννηθεί υπόνοιες ότι οι Άγγλοι διαπραγματεύονταν μυστικά με την Υψηλή Πύλη την κατάληψη της Κρήτης, στη δε Κρήτη ο Άγγλος πρέσβης κυριολεκτικά παρακαλούσε τους Κρήτες επαναστάτες να εκδώσουν ψήφισμα που να ζητούν την αγγλική προστασία, χωρίς βέβαια να το πετύχει. Έτσι μεταξύ των δύο κακών έγινε καλλίτερα αποδεκτό, (ίσως και με ανακούφιση), να λάβουν οι Άγγλοι την Κύπρο. Δεν παραβλέπεται όμως ότι και πολλοί Έλληνες αγγλόφιλοι της εποχής διατηρούσαν και διατράνωναν ελπίδες ότι η Αγγλία τελικά θα παραχωρούσε στη συνέχεια την Κύπρο στην Ελλάδα κατά το παράδειγμα των Ιονίων νήσων που ήταν ακόμα τότε πρόσφατο, πριν 15 χρόνια, όπως αποκαλύπτονται και στο λόγο της προσφώνησης του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Γ΄ στον πρώτο Άγγλο Ύπατο Αρμοστή. Τελικά η στάση της Ελλάδας δικαιώθηκε με τη Σύμβαση της Χαλέπας που συνομολογήθηκε τρεις μήνες περίπου μετά την επικύρωση της παρούσας συνθήκης.
Πηγές
- “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” τομ.ΙΕ΄, σελ.433
- “Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου” τομ.14ος, σελ.639.
- Περ. Αργυρόπουλος “Αι Αξιώσεις της Ελλάδος” Αθήναι 1945, σελ.200-202
- Ι. Κουτσοχέρας “Το ιστορικό της Κύπρου” Αθήναι 1965, σελ.5.
- Σ. Λάσκαρης “Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1821-1914” Αθήναι 1947, σελ.158.
- Χαραλ. Νικολάου “Διεθνείς Συνθήκες” Αθήνα 1996, σελ.136-138.