Διονύσιος Σολωμός και Έρωτας

Ο Σολωμός ασχολήθηκε με τον έρωτα στην πιο κατάλληλη στιγμή και αυτή ήταν η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου πάνω στην πιο όμορφη εποχή του χρόνου, την άνοιξη.

by Times Newsroom

Ο Σολωμός ασχολήθηκε με τον έρωτα στην πιο κατάλληλη στιγμή και αυτή ήταν η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου πάνω στην πιο όμορφη εποχή του χρόνου, την άνοιξη. Η άνοιξη αφ’ εαυτού είναι μια γοητευτική περίοδος, όμως στα μάτια των Μεσολογγιτών που πεινούσαν και που ο Χάρος παραμόνευε έξω από τον τοίχο του Μεσολογγίου, ήταν ακόμη πιο γοητευτική. «Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα» θα μας πει πιο κάτω αλλά αυτό θα το περιγράψει με τα πιο ωραία χρώματα. Αυτή η περιγραφή περιέχει κάτι μαγικό «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη»  … «Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει». Τους Μεσολογγίτες δεν τους ένοιαζε που θα πεθάνουν, αφού καθημερινά πέθαιναν της πείνας, αλλά γιατί θα πάψουν να χαίρονται αυτή τη φύση σε αυτόν το τόπο, το μικρό «αλωνάκι».  Μέσα σε αυτήν την μαγεμένη φύση γίνονται «τρελά» πράγματα. «Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε».  Μέσα σε μια τέτοια φύση είναι ευνόητο να γεννηθεί έρωτας του ανθρώπου μεταξύ τους αλλά και με την φύση. Ας δούμε όμως αυτούς τους μαγικούς στίχους, τους οποίους ο Σολωμός τους δούλεψε είκοσι χρόνια και κάθε στίχος είναι καταστάλαγμα από εφτά έως είκοσι δοκιμών και  παραλλαγών χωρίς να πάρουν την τελική τους μορφή.  Πρόκειται για τα Σχεδιάσματα του Σολωμού για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους Μεσολογγίτες, τα οποία είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει όχι μόνο μέσα στην ελληνική ποίηση αλλά και στην παγκόσμια.

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β΄, αποσπάσματα 1, 2

1ο απόσπασμα

Η πείνα που τους πολιορκεί είναι ο πρώτος πειρασμός

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει`
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε` στα μάτια η μάνα μνέει`
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
“Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι – σ’ έχω ‘γω στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.”

 Εισαγωγικά

Ο πρώτος εχθρός που πολιορκούσε τους Μεσολογγίτες ήταν η πείνα. Ο Ιμπραήμ μετά την αποτυχία του Κιουταχή να κυριέψει το Μεσολόγγι κατά την α΄ πολιορκία, έρχεται με περισσότερες δυνάμεις και πείρα και αποκλείει όλους τους δρόμους εφοδιασμού και από ξηρά και από θάλασσα. Οι στερήσεις σε φαγητό αλλά και σε νερό ήταν αφόρητες. Η υπομονή όμως και η καρτερία των Μεσολογγιτών απερίγραπτη. Αναγκάστηκαν να τρώνε γάτες και ποντίκια και για μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ακόμη και σάρκες ανθρώπων που πρόσφατα είχαν σκοτωθεί. Για νερό στράγγιζαν τα ελώδη νερά, για να πιούνε ένα ποτήρι νερό. Είναι πολύ γνωστό το περιστατικό με τον Κιουταχή που έστειλε αντιπροσώπους για δήθεν ειρήνευση αλλά στην ουσία να κατοπτεύσουν τις ελλείψεις των Μεσολογγιτών ιδίως σε νερό. Ο Μάρκος όμως ο Μπότσαρης δεν έπεσε στην παγίδα του. Στράγγισε ένα ποτήρι νερό από τον βάλτο και το πρόσφεραν στους αντιπροσώπους. Ο Μπότσαρης δίνει μια κλωτσιά στον δίσκο με το νερό και ζητάει να του φέρουν καθαρό νερό.  Πού να το βρουν όμως. Τελικά ξαναφέρνουν από το ίδιο αλλά οι αντιπρόσωποι πήραν το μήνυμα και ανήγγειλαν στον Κιουταχή: Νερό έχουν αφού το κλωτσούν και το πετάνε χωρίς να τους λείπει.

Όμως ο Σολωμός είναι ασύγκριτος στην παρουσίαση αυτής της ηρωικής αντίστασης των Μεσολογγιτών απέναντι στον πρώτο εχθρό τους την πείνα. Ο Σολωμός παίζει με τις αντιθέσεις με μια πρόθεση να αντιπαραβάλλει την φυσική αναγκαιότητα με την ψυχική και εθνική αξιοπρέπεια. Οι εικόνες είναι παρμένες από την καθημερινή ζωή των Μεσολογγιτών, τις οποίες ο Σολωμός δεν τις έζησε σωματικά, αφού ήταν στην Ζάκυνθο, όταν γίνονταν η πολιορκία, αλλά τις έζησε ψυχικά με την εθνική του συνείδηση και τρομερή ευαισθησία του. Ο ίδιος εξομολογείται ότι κάθε βόμβα των Τούρκων που έπεφτε στους Μεσολογγίτες που τους προστάτευε μόνο ένα μικρό «τειχάκι», ήταν σαν να βομβάρδιζε την καρδιά του. Ήταν απών σωματικά αλλά ψυχικά παρών. Τις εικόνες αυτές κι αν τις ζούσε πραγματικά, δεν θα ήταν διαφορετικές ούτε θα τις περιέγραφε διαφορετικά.

Ερμηνεία

Την πρώτη αντίθεση την συναντάμε στον πρώτο στίχο.

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει

Η άκρα σιωπή που μοιάζει με νεκρική έρχεται σε αντίθεση με τον θόρυβο  που επικρατεί στον κάμπο, όπου συμβαίνουν οι εχθροπραξίες. Η σιωπή αυτή που επικρατεί δεν ξέρει κανείς τι προμηνύεται. Νέα επίθεση η  κατάληψη  και παράδοση; Άγνωστο και μυστήριο το τί θα γίνει.

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Η δεύτερη αντίθεση έχει να κάνει με το ξένοιαστο πουλί  αφενός με τους Μεσολογγίτες που βρίσκονται σε τραγική κατάσταση αφετέρου με την μάνα του πουλιού, που αν και μάνα,  ζηλεύει το παιδάκι της που βρήκε τροφή κι αυτή δεν βρήκε. Η ανάγκη είναι τόσο μεγάλη ώστε ακόμη και το μητρικό ένστικτο δεν λειτουργεί. Είναι πράγματι πρωτοφανές μια μάννα να ζηλεύει το παιδί της για πράματα που έχει το παιδί κι αυτή δεν τα έχει. Είναι πράγματι τραγικό. Ο στίχος αυτός περιέχει λακωνική σοφία, διότι μας μεταφέρει σε μια πραγματική εικόνα, όμως για να γίνει αυτός ο στίχος συμπτύχθηκε ένα δίστιχο και ξαναγράφτηκε σε πάρα πολλές παραλλαγές.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει[1]`

Εδώ έχουμε και εσωτερικές αντιθέσεις.   Τα μάτια τα μαυρίζει πείνα, «μαύρισε το μάτι μου από την πείνα» λέει ο λαός, αλλά και στα μάτια ορκίζεται και η μάνα, «στο φως μου, παιδάκι μου, δεν έχω να σου δώσω», λέει. Τα μάτια είναι το πολυτιμότερο όργανο του σώματος και αυτό δεν λειτουργεί, αν ο άνθρωπος είναι πεινασμένος, αλλά και η μάνα ορκίζεται σε ότι πολυτιμότερο έχει, για να πείσει το παιδί της ότι δεν έχει να του δώσει να φάει. Καταλυτική λοιπόν  η επίδραση της πείνας στο πολυτιμότερο όργανό μας αλλά και πολύ παραστατική για το τονισμό του πρώτου μεγάλου πειρασμού.

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι  σ’ έχω ‘γω στο χέρι;

Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

Η πείνα χτυπάει αλύπητα τα γυναικόπαιδα, χτυπάει όμως και τους μαχητές και μάλιστα τους Σουλιώτες που είναι συνηθισμένοι στην πείνα αλλά και στις άλλες κακουχίες. Κι όμως έχει τόση αδυναμία ο Σουλιώτης ώστε να μην μπορεί να σηκώσει το όπλο του και να πολεμήσει, δηλαδή να εκτελέσει το βασικό έργο του μαχητή, να πολεμάει.

Η πείνα επομένως διαπερνάει όλο τον πληθυσμό του Μεσολογγίου και αποτελεί γενικό φαινόμενο. Τροφοδοσία από ξηρά δεν υπάρχει και από θάλασσα ο Μιαούλης αδυνατεί να τους προσεγγίσει και να τους τροφοδοτήσει. Το ντουφέκι λοιπόν που είναι το όπλο της τιμής και της υπεράσπισης ενός στρατιώτη, γίνεται άχρηστο όχι γιατί δεν ξέρει να πολεμάει με αυτό αλλά γιατί δεν έχει δυνάμεις.  Το θέμα είναι αν ο Αγαρηνός γνωρίζει αυτήν την τραγική κατάσταση που επικρατεί μέσα στο «αλωνάκι», το Μεσολόγγι. Ασφαλώς και το ξέρει ή έστω το υποθέτει, αφού ο ίδιος ελέγχει την είσοδο της τροφοδοσίας και της ύδρευσης  και ας καμώνονται οι Μεσολογγίτες ότι το έχουν πλούσιο, όπως  τονίσαμε και στο περιστατικό με τον Μπότσαρη.

Εκείνο όπως που δεν ελέγχει και δεν μπορεί να ελέγξει ο εχθρός είναι η πνευματική τροφοδοσία των πολιορκημένων. Αυτή είναι πλούσια, από τους προγόνους τους αλλά και από τους συγχρόνους τους, που τα βάλανε με την Οθωμανική αυτοκρατορία, αυτοί, μια χούφτα Έλληνες. Αυτό ούτε το ξέρει ο εχθρός ούτε μπορεί να το φανταστεί. Μόνο οι πατριώτες, οι εραστές των προγόνων τους μπορούν να το νιώθουν και να το υπερασπιστούν.

2ο απόσπασμα : Ο δεύτερος πειρασμός

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,

Οι προσωποποιήσεις είναι εμφανείς. Ο μήνας Απρίλης με την μαγεία του χορεύει και γελάει με την συνεκτική των απάντων πραγμάτων, τον Έρωτα. Πρόκειται για ένα πανηγύρι της φύσης, στο οποίο ο άνθρωπος καλείται να συμμετάσχει, εφόσον βέβαια μπορεί. Και οι Σουλιώτες δεν μπορούν, γιατί έχουν πόλεμο. Αυτός δεν τους αφήνει να χαρούν τις ομορφιές της φύσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι τους αφήνει ασυγκίνητους. Θα ήθελαν πολύ να ζούνε μια ειρηνική και όμορφη ζωή, όμως κάποιοι Αγαρηνοί αποφάσισαν να τους στερήσουν αυτήν την χαρά. Όλα αυτά περνούν από το μυαλό και την καρδιά των υπερασπιστών  αλλά δεν τους λυγίζουν. Είναι ένας μεγάλος Πειρασμός αλλά αυτοί έχουν ηθικές και εθνικές αντιστάσεις. Αυτός ο αγώνας κατά των πειρασμών αγιάζει τους ανθρώπους. Γι’  αυτό και οι Μεσολογγίτες δεν είναι μόνο ήρωες αλλά και μάρτυρες του Χριστού, αφού αγωνίζονται «υπέρ πίστεως και πατρίδος».

Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Ο στίχος αυτός τονίζει την αριθμητική υπεροχή των Αγαρηνών. Αυτή η υπερβολή, γιατί τα άνθη της φύσης είναι αμέτρητα, θέλει να δείξει ακριβώς πόσο περισσότεροι είναι οι πολιορκητές. Σκόπιμα όμως μίλησε και για τα άνθη, γιατί κι αυτά σε αυτήν την εποχή αποτελούν όπλα υπέρ των πολιορκητών και κατά των πολιορκημένων.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Όλα τα επιστρατεύει ο ποιητής και τα βουνά με τα πρόβατά τους και την θάλασσα που αντικαθρεπτίζουμε μέσα τους και ο ουρανός που σμίγει με τα βουνά και την θάλασσα και γίνονται ένα. Όλα «συνομωτούν», για να καμφθούν οι ηθικές και εθνικές αντιστάσεις των πολιορκουμένων.

Και μες στης λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,

Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο`

Από τα μεγάλα, βουνά και θάλασσα, πάμε στα μικρά και τα ταπεινά της γης, όπως είναι μια πεταλούδα. Η πεταλούδα αυτή καθ’ εαυτή είναι όμορφη, όποια και να’ ναι και μάλιστα η γαλάζια που συνδυάζεται με το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού. Τώρα όμως παίζει με τον ίσκιο της μέσα στης λίμνης τα νερά. Ασήμαντη λεπτομέρεια, όμως τα μεγάλα έργα όχι μόνο οι μεγάλοι πίνακες κρίνονται από κάποιες τέτοιες μικρές λεπτομέρειες. Αυτή η συγκεκριμένη πεταλούδα δεν είναι συνηθισμένη, γιατί αυτή κοιμήθηκε σε έναν άγριο κρίνο, που μυρίζει ωραία, και έτσι ευωδίασε τον ύπνο της. Δεν χορταίνει μόνο η όραση  αλλά ευχαριστιέται και η όσφρηση.

Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.

Ποιος θα μπορούσε να βάλει σε αυτό το κάδρο της ομορφιάς ένα σκουλίκι; Μόνο ο Σολωμός, ο οποίος αυτό το σιχαμερό ζωντανό συμμετέχει σε αυτή την μαγεία της ομορφιάς και βρίσκεται σε όμορφη και γλυκιά ώρα. Μόνο με την «αγιαστούρα της ομορφιάς» του Σολωμού το σκουλικάκι μεταλλάσσεται σε μέτοχο της ομορφιάς και της χαράς. Πέρα όμως από αυτά, εδώ φαίνεται και ο θαυμασμός του Σολωμού στην φύση όποια και αν είναι αυτή. Όλα είναι καλά και άγια, όπως «λίαν καλώς» τα βρήκε και ο Θεός μετά την δημιουργία της φύσης. Τελικά αυτός ο Πειρασμός γίνεται γήινος παράδεισος, τον οποίο όμως οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον χαρούν.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι`

Οι στίχοι αυτοί επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε φύση αλλά για μια φύση μαγική που σε μαγεύει και σε κάνει να ονειρεύεσαι. Τί άραγε; Την Ιδέα της ομορφιάς του Πλάτωνα ή τον σοφό Δημιουργό, που ο ίδιος είναι «ο ωραίος κάλλει». Εδώ πρόκειται για πλήρη ανακαίνιση της φύσης, όπως της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού,  μια ανακαίνιση που μεταβάλλει την μαύρη πέτρα της σκλαβιάς και το ξερό χορτάρι των στερήσεων σε χρυσό, πράγμα βέβαια αφύσικο για τα φυσικά δεδομένα, όχι όμως αδύνατο για τον Παντοδύναμο Θεό και για έναν μεγάλο ποιητή.

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει`

Οι βρύσες όταν χύνονται δεν σκορπίζουν μόνο δροσιά αλλά και διαλαλούν την ομορφιά της φύσης, την οποία μόνο μια ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να την εκφράσει και να την διατυπώσει τέλεια. Ε, λοιπόν και αυτά επιστρατεύτηκαν προκειμένου να συμμετάσχουν ενεργά σε αυτό το πανηγύρι της χαράς.

Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Και τί λένε λοιπόν οι χίλιες βρύσες και οι χίλιες γλώσσες; «Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει». Γιατί όμως; Γιατί είναι τόσο μεγάλη η ομορφιά και τόσο μεγάλη η χαρά ώστε θα πέθαινε κανείς και χίλιες φορές προκειμένου να ζήσει αυτήν την ομορφιά και αυτήν την χαρά. Πού όπως θα την βρει, για να την ζήσει; Ο στίχος αυτός επιβεβαιώνει την ευαγγελική ρήση, οποία τονίζει ότι υπάρχει αυτή η ομορφιά στην άλλη ζωή κοντά στο Θεό και ότι αξίζει να θυσιάσουμε τα πάντα για να κερδίσουμε και να ζήσουμε αυτήν την ομορφιά και την χαρά.

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

Αυτή η ομορφιά, η παραδεισένια, παραλύει κάθε αντίσταση του ανθρώπου και τον κάνει να ξεχνάει τον εαυτό του και να ζει αυτό το όνειρο.

Είναι γεγονός ότι ο ερωτευμένος τα βλέπει όλα ωραία ακόμη και τα πιο άσχημα. Τα βλέπει με άλλο μάτι. Ποιο όμως είναι αυτό το μάτι; Είναι το μάτι που φωτίζει ο Θεός και το κάνει να βλέπει τα πράγματα μέσα από τον «Θείο Έρωτα» και έτσι να γινόμαστε «κατά χάρη» θεοί.

Ο Σολωμός τα έβαλε με έναν πολύ απαιτητικό αντίπαλο την ομορφιά της φύσης και την συνεκτική δύναμη της φύσης, τον έρωτα.  Δεν ξεμπερδεύεις εύκολα με αυτά. Σε παιδεύουν, σε τυραννούν, σε μαγεύουν, σε πολιορκούν αλλά δεν γλιτώνεις. Οι Πειρασμοί είναι πολλοί και η καρδιά δεν τους αντέχει. Γι’  αυτό και ο Σολωμός ξανά και ξανά ασχολείται με αυτό το θέμα χωρίς να έχει καταλήξει κάπου. Έχει κάνει τρία σχεδιάσματα με τα ίδια περίπου θέματα χωρίς να έχει ολοκληρώσει κανένα. Κι έτσι όμως ανολοκλήρωτα είναι πολύ σπουδαία. Θα μπορούσε να γράψει όχι τρία Σχεδιαγράμματα αλλά δεκατρία και να μην μείνει ευχαριστημένος. Αυτή η ομορφιά της φύσης είναι μαγευτική γι’ αυτό και αδάμαστη. Ένας χριστιανός θα αναφωνούσε: «ως θαυμαστόν το όνομά σου  εν πάση τη γη…πάντα εν σοφία εποίησας…» Ο Σολωμός «φλερτάρει» με το μεταφυσικό και υπερκόσμιο, το οποίο δεν μπορεί να το εκφράσει και «πονάει» ψυχικά γι’ αυτό και αφιερώνεται σωματικά σε αυτό. Λέγεται ότι, όταν έγραφε τους στίχους αυτούς και αναπολούσε τα μαρτύρια των Μεσολογγιτών, έμενε νηστικός για πολλές μέρες, για να συμμετέχει και αυτός με τον τρόπο του σε αυτόν τον αγώνα της λευτεριάς, που έκαναν οι αγωνιστές της ελευθερίας.

Στο Γ΄ Σχεδίασμα επανέρχεται στο ίδιο θέμα της Άνοιξης και του Έρωτα και το δουλεύει και το παλεύει συνεχώς. Το ξαναζεί και το ξαναγράφει χωρίς ποτέ να σταματάει, γιατί είναι κι’ αυτός μαγεμένος και δεν χορταίνει να ρουφάει το νέκταρ της ομορφιάς που χύνεται παντού σε όλη την ελληνική φύση σε αυτήν όμορφη και γλυκιά εποχή, την Άνοιξη. Οι προσθήκες είναι ελάχιστες αλλά οι εμβαθύνσεις πολλές. Ας τις παρακολουθήσουμε.

 

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄, αποσπάσματα 6

Η Μαγεία της Άνοιξης

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,

Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους

Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

Και πέρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Εξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι άσπρο,
Ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες`
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ούδ’ όσο καν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,

Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη μες το φως του.

Ας χαρούμε τώρα κάποια μαργαριτάρια, σκόρπια και ασύνδετα, σαν κραυγές χαράς ή εκφράσεις θαυμασμού.
Στίχοι από Γ΄ Σχεδίασμα

                            16
Μ’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.

Τόσο οι νέοι όσο και κυρίως οι νέες εξιδανικεύονται από τον Σολωμό και αποκτούν μια αιθέρια ύπαρξη, που μας θυμίζουν την νύφη και τον αγαπημένο στο άσμα ασμάτων του Σολομώντα.  Τέτοιες εκφράσεις «έχει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος» μόνο στην δημοτική ποίηση θα συναντήσουμε. Όλα αυτά οπτασίες του νου του ντυμένα με αρκετό χρώμα μυσταγωγικότητας.

                        17
Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει

Η ζωή έτσι, όπως την νιώθει ο ποιητής, είναι λαχταριστή και κρύβει πολλές ομορφιές, που αποτελούν τα πλούτη της. Χρειάζεται να έχει κανείς πολύ καθαρό και αγνό μάτι για να δει την ζωή με αυτά τα μάτια. Φυσικά αυτό γίνεται όταν είσαι σε ωραία ανοιξιάτικη φύση, αλλά η ψυχική διάθεση είναι εκείνη που πλουτίζει την ψυχή και γεννά ευχάριστα συναισθήματα.

                            18
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.

Ποιος μπορεί να πει ότι κούρασε την καλοσύνη, ότι δηλαδή έκανε πάρα πολλές καλοσύνες; Οι καλοσύνες είναι ατέλειωτες και δεν πρέπει ποτέ να σταματήσουμε να τις κάνουμε. Εμείς μπορεί να κουραζόμαστε σωματικά, να λαχανιάζουμε, να βαριανασαίνουμε αλλά η καλοσύνη είναι ανεξάντλητη. Γι’ αυτό και είναι λογικό αλλά και όμορφο αυτό που λέει ο Σολωμός ότι μπορεί να κουραζόμαστε σωματικά όμως ψυχικά σ δεν πρέπει να κουραζόμαστε στο δρόμο της αρετής.

                            36
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.

Είναι ένας πολύ ωραίος και βαθυστόχαστος στίχος. Καταρχάς μάτια έχει και η ψυχή, όχι μόνο το σώμα, και μάλιστα με περισσότερες δυνατότητες, αφού μπορούν να βλέπουν και πίσω από τα γράμματα και τις καταστάσεις. «Διπλούν εισορώσι οι τα γράμματα μαθόντες» λέγανε οι αρχαίοι. Τα μάτια της ψυχής και του μυαλού βλέπουν τα πράγματα όχι επιφανειακά αλλά σε βάθος, φτάνει κανείς να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και να μην κοιμάται.

                            41
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.

Το φως ακόμη και το πιο λιγοστό νικάει το σκότος όσο μακριά κι αν είναι. Έξω αλλά και μέσα μας μπορεί να υπάρχει μέγα σκότος αλλά το φως της ψυχής μας μπορεί να το νικήσει. Ιδιαίτερα το φως του Χριστού διαλύει όλα τα σκοτάδια, που ξαπλώνει παντού ο Πονηρός.

                            44
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο.

Το φως του Χριστού είναι εκείνο που πατεί τον Άδη και καταργεί τον Χάρο. Ο Χριστός «θανάτω θάνατον πατήσας» νίκησε τις πύλες του Άδη, έλυσε τους δεσμώτες και έφερε στο φως του Χριστού τους ανθρώπους που για αιώνες ήταν μέσα στα σκοτάδια.

                            51
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.

Το πέλαγο έχει μεγάλη δύναμη και ο βράχος προβάλλει μεγάλη αντίσταση. Ποιος όμως είναι ταυτόχρονα και πέλαγο και βράχος; Εδώ μπορούμε να κάνουμε πολλές υποθέσεις. Πρώτα πρώτα η Ελλάδα, που όταν αντιμετωπίζει εχθρούς, έστω κι αν είναι πολυαριθμότεροι, δείχνει ανίκητη  δύναμή  και αδάμαστη θέληση. Και φυσικά πέλαγο και βράχος είναι ο Χριστός, ο κύριος των Δυνάμεων, που δημιούργησε το πέλαγο και κατασκεύασε και τους βράχους.

Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν

Αν υπάρχει ένας στίχος που να εκφράζει τον Σολωμό, αυτός είναι ο παραπάνω. Το ομολογεί και ο ίδιος αλλά και εμείς τόσο από την ζωή του όσο και από το έργο του διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για ένα ανήσυχο πνεύμα, που δε ησυχάζει ποτέ, γιατί έχει κρύψει μέσα στα φυλλοκάρδια του την Ελλάδα και νοιάζεται γι’ αυτήν. Στον Εθνικό ύμνο χτυπάει την διχόνοια, γιατί  είναι μια κατάρα των Ελλήνων που δεν τους αφήνει να προοδεύσουν.

Βιβλιογραφία

Video

  1. Άκρα του τάφου σιωπή, Μουσική: Γιάννη Μαρκόπουλου τραγούδι: Νίκος Ξυλούρης.
  2. Άκρα του τάφου σιωπή, Μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, τραγούδι: Π. Γαϊτάνος, Χ.Γαργανουράκης, Κ. Αυγέρης κλπ. 1998
  3. Η Αγνώριστη του Δ. Σολωμού, τραγούδι: Δημήτριος Λάγιος.
  4. Η Φεγγαροντυμένη, τραγούδι Λιαντίνης
  5. Η Ξανθούλα, Μουσική Ν.Μάντζαρου, τραγούδι Τροβαδούροι
  6. Το Χάραμα πήρα , Α΄Σχεδίασμα Σολωμού, τραγούδι Τάνια Τσανακλίδου
  7. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Μουσική: Γιάννη Μαρκόπουλου τραγούδι Νίκος Ξυλούρης -Λ.Χαλκιάς – Η.Κλωναρίδης
  8. Η θέλησή μου βράχος Δ. Σολωμού, Μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου

[1] Μνέει =ορκίζεται (ομνύω)

Πηγή: www.pemptousia.gr

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com