Γιώργος Σεφέρης: Δελφοί

Σεργιάνι στον «Ομφαλό της Γης»

by Times Newsroom

Το κείμενο αυτό δεν είναι φυσικά ούτε αρχαιολογικός οδηγός, ούτε ταξιδιωτικός. Ο ενδιαφερόμενος θα έπρεπε να έχει υπ’ όψη του έναν καλό οδηγό. Χρησιμοποίησα τον “Guide Bleu”, 1953. Είδα επίσης την “History of the Delphic Oracle”, του H.W. Parke (Basil Blackwell, Οξφόρδη, 1939) και τα σχόλια στον Παυσανία του J.G. Frazer (Mac Millan, Λονδίνο, 1913).

  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Δελφοί

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ήταν ο θυμός της γης. Έπειτα ήρθε ο Απόλλων και σκότωσε τον χθόνιο δράκοντα, τον Πύθωνα. Τον άφησαν να σαπίσει. Λένε πως από εκεί προέρχεται το πρώτο όνομα των Δελφών, Πυθώ (ρίζα πυθ = σαπίζω). Σ’ ένα τέτοιο λίπασμα ρίζωσε και φούντωσε η δύναμη του Θεού της αρμονίας, του φωτός και της μαντικής. Ο μύθος μπορεί να σημαίνει πως οι σκοτεινές δυνάμεις είναι το προζύμι του φωτός· πως όσο πιο έντονες είναι τόσο πιο βαθύ γίνεται το φως όταν τις κυριαρχήσει. Και συλλογίζεται κανείς πως, αν το τοπίο των Δελφών πάλλει από μια τέτοια εσωτερική μαρμαρυγή, είναι γιατί δεν υπάρχει ίσως γωνιά στη γη μας που να ζυμώθηκε τόσο πολύ από τις χθόνιες δυνάμεις κι από το απόλυτο φως.

Κοιτάζει κανείς, ανεβαίνοντας προς τον Παρνασσό, από τη μεριά του Σταδίου, το μεγάλο ανοιχτό τραύμα που χωρίζει, σαν από μια τσεκουριά του Ηφαίστου, τις δυο Φαιδριάδες, από πάνω ώς κάτω στην Κασταλία, και πιο κάτω ακόμη ώς τα βάθη της λαγκαδιάς του Πλειστού· νιώθει το δέος μιας λαβωμένης ζωής που αγωνίζεται ν’ ανασάνει όσο μπορεί ακόμη, στο φως, και χαίρεται που είναι αυγή και βγαίνει ο ήλιος.

Ή ακόμη, καθώς πέφτει η νύχτα, όταν τα τζιτζίκια κουρασμένα σωπαίνουν, μπορεί ένας ψίθυρος να του θυμίσει την τραυλή φωνή της μάντισσας Κασσάνδρας· είναι ίσως ο μόνος αυθεντικός τόνος που να μοιάζει με την άγνωστή μας —εννοώ: την ανεπεξέργαστη— «βοή» της Πυθίας:

ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ
ὦπολλον ὦπολλον…
Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, 1072

Η Κασσάνδρα είχε το δώρο της προφητείας, καθώς λένε, όμως ο Θεός θέλησε να μην την πιστεύει κανείς όπως κι εμείς δεν πιστεύουμε.

Καθώς έρχεσαι από την Αθήνα στους Δελφούς, αφού περάσεις τη Θήβα και τη Λιβαδειά, εκεί που ο δρόμος βρίσκει τον δρόμο της Δαυλίδας, είναι το σταυροδρόμι τού Μέγα, του ληστοφάγου, όπως τον έλεγαν τα λαϊκά μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα. Στα χρόνια της Πυθίας λεγότανε Σχιστὴ ὁδός. Ήταν ένα πολύ σημαντικό σταυροδρόμι για τα συναισθηματικά πλέγματα των παλαιών· ίσως, με άλλο τρόπο, και για μας. Εκεί αρχίζει η ιστορία του Οιδίποδα που αποκρίθηκε στη Σφίγγα· του τυφλού Οιδίποδα, του άκρου ικέτη. Η Πυθία είχε δώσει τον χρησμό της στον πατέρα του: «Λάιε, μου γυρεύεις έναν γιο· θα σου τον δώσω· όμως είναι της μοίρας σου από τα χέρια του να χάσεις το φως της μέρας». Ο Λάιος πήγαινε στους Δελφούς· ο Οιδίποδας γύριζε· συναντήθηκαν σ’ αυτό το σταυροδρόμι, κάτω από τον βαρύ όγκο του Παρνασσού· ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήξερε ποιον αντίκριζε· λογόφεραν· ο Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του.

Ζούμε σε μια τεχνολογική εποχή, όπως λέμε. Η Πυθία έσβησε· κι από τον μύθο του Οιδίποδα η επιστήμη άντλησε σύμβολα και όρους που μας απασχολούν ίσως περισσότερο από όσο τους αρχαίους το Μαντείο των Δελφών. Σήμερα, αυτό το παραμύθι μπορεί να δίνει ακόμη στους πολλούς μια ευχάριστη βραδιά στο θέατρο, αν τύχει και παίζει κανένας καλός ηθοποιός. Όμως, αν δεν έχουμε πια τον Οιδίποδα εκείνον, έχουμε το οιδιπόδειο και τα συνακόλουθά του. Είναι καλύτερα έτσι; Μπορεί. Το ζήτημα δεν είναι τόσο ποια πράγματα τέλειωσαν, αλλά με τι αντικαθιστούμε, εμείς που ζούμε, όπως κάθε πράγμα της ζωής, μέσα στη φθορά και την αλλαγή, τα πράγματα που νομίζουμε τελειωμένα.

Συλλογίζομαι αυτά τα μεγάλα κύματα βυθού μέσα στον χρόνο που μεταθέτουν τις έννοιες των λέξεων. Λ.χ. η έννοια της λέξης χρησμός πού έχει πάει στον καιρό μας; Η λέξη έγινε ένα αρχαιολογικό αντικείμενο. Σύμφωνοι. Όμως η έννοια της; Μήπως πήρε ανεπαίσθητα τούτη ή εκείνη την επιστημονική ή μαθηματική μορφή; Ποιος το ξέρει. Ωστόσο, εκείνο που αισθάνεται κανείς είναι ότι, στο βάθος του σημερινού στοχασμού, κάτι πρέπει να μένει από εκείνες τις παλιές καταλυμένες εκφράσεις. Αλλιώς, πώς θα μπορούσαμε να νιώσουμε εδώ μια τέτοια δόνηση;

Μπορείς να πας στους Δελφούς και από τη θάλασσα, από την Ιτιά. Άλλοτε λεγότανε Κίρρα, εκεί που ο Απόλλων οδήγησε το μινωικό καράβι μεταμορφωμένος σε δελφίνι. Έτσι, η Πυθώ ονομάστηκε Δελφοί, αν πιστέψουμε τον Ομηρικό Ύμνο:

Ὡς μὲν ἐγὼ τὸ πρῶτον ἐν ἠεροειδέι πόντῳ
εἰδόμενος δελφῖνι θοῆς ἐπὶ νηὸς ὄρουσα,
ὣς ἐμοὶ εὔχεσθαι δελφινίῳ· αὐτὰρ ὁ βωμός
αὐτὸς δέλφειος καὶ ἐπόψιος ἔσσεται αἰεί.
Ομηρικός Ύμνος Εἰς Ἀπόλλωνα, 493 ἑπ.

Είναι όμορφο να ξεκινάς από την ακρογιαλιά και να μπαίνεις μέσα στα λιόδεντρα κάτω από τις ασημένιες φυλλωσιές του Κρισαίου Κάμπου, συλλαβίζοντας, καθώς περνάς, τις ρυτίδες της πυκνής σύναξης των κορμών. Κι αν τύχει και σε βαρύνει τούτος ο ίσκιος και σηκώσεις τα μάτια, βλέπεις ξαφνικά στο αεικίνητο γαλάζιο τον δικόρυφο Παρνασσό, πιο χαμηλά την προέκταση της δυτικής Φαιδριάδας, κι ακόμη πιο χαμηλά την ακρόπολη της Κρίσας. Εκεί τριγύρω γινόντουσαν οι αγώνες αρμάτων που ύμνησε ο Πίνδαρος· εκείνος ο ρυθμός που ανασαίνει μαζί με δυο τρεις άλλες αδρές φωνές πάνω στους Δελφούς:

ναυσὶ δ’ οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις
ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυματὰν ὁδόν.
Πίνδαρος, Πυθιόνικος, I, 29 ἑπ.

Ο Απόλλων, τρεις μήνες τον χρόνο, πήγαινε στους Υπερβορείους, έλεγαν. Ποιοι ήταν οι Υπερβόρειοι; Είναι βυθισμένοι στον μύθο. Στο τραπέζι τους —συνεχίζει ο Πίνδαρος— κάθισε κάποτε ο Περσέας· τους είδε να θυσιάζουν στον θεό λαμπρές εκατόμβες γαϊδάρων, και ο Απόλλων γελούσε βλέποντας την όρθια αδιαντροπιά των κτηνών που του προσφέρναν. Η Μούσα είναι πάντα μαζί τους· μήτε η αρρώστια μήτε τα γερατειά δεν αγγίζουν την ιερή τούτη γενιά· δεν έχουν κόπους· δεν έχουν μάχες· έχουν ξεφύγει από την εκδικήτρα Νέμεση.

Πάνω, στους Δελφούς, αφού περάσεις το χωριό, και σε φέρει ο δρόμος μπροστά στο τέμενος, έχεις το αίσθημα πως μπήκες σ’ έναν τόπο ξεχωρισμένο από τον άλλο κόσμο. Είναι ένα αμφιθέατρο φωλιασμένο πάνω στα πρώτα σκαλοπάτια του Παρνασσού. Κατά την ανατολή και το βοριά τον κλείνουν οι Φαιδριάδες: η Υάμπεια που κατεβαίνει σαν την πλώρη ενός μεγάλου καραβιού και κόβει την λαγκαδιά· η βόρεια Ροδινή όπου ακουμπά σχεδόν το Στάδιο. Κατά την δύση ο βραχώδης τοίχος του Άη Λια, και πιο πέρα τα βουνά της Λοκρίδας, η Γκιόνα, όπου βλέπεις τον ήλιο να βασιλεύει. Αν γυρίσεις τα μάτια κατά το Νοτιά έχεις μπροστά σου τις ρωμαλέες γραμμές της Κίρφης και, στα πόδια της, τη λαγκαδιά του Πλειστού. Ο Πλειστός είναι ξερός το καλοκαίρι· βλέπεις να γυαλίζει στον ήλιο η στεγνή κοίτη του, όμως μια ροή από λιόδεντρα ξεχύνεται, θα ’λεγες, και πλημμυρίζει όλο τον κάμπο της Άμφισσας, ώς το γιαλό, όπου τα πρωτοβλέπει ο θαλασσοπόρος. Πιο κοντά, είναι στιλπνές οι πέτρες των ερειπίων της Μαρμαριάς, όπου ξεχωρίζουν οι τρεις κολόνες της Θόλου. Πήγαινα να ξεχάσω την Κασταλία. Ωστόσο το νερό της έχει μιαν ευωδιά από θυμάρι.

Λογαριάζουν το τέμενος του Απόλλωνα 200 μέτρα περίπου βάθος με 130 πλάτος χωρίς να συμπεριλάβει κανείς το Στάδιο. Δεν είναι πολύς ο τόπος και είναι φυσικό που τα μνημεία καθώς συνωστίζονται εδώ, είταν αναγκασμένα ν’ αναπτυχθούν σε ύψος· ν’ ανεβούν ψηλότερα από τ’ άλλα: σκέψου τη Σφίγγα της Νάξου, την κολόνα με τις χορεύτριες, τα φίδια των Πλαταιών. Προσπαθεί να τα φανταστεί κανείς όλα αυτά όπως είταν όταν ανάσαιναν ακέρια· πρέπει να έμοιαζαν από μακριά με κυπαρίσσια, αστραφτερά, πολύχρωμα, γύρω από το ναό της Πυθίας. Προσπαθεί· του έρχεται στο νου η αυγή που είδε ο Ίων· από την άποψη του φυσικού τοπίου είναι νομίζω συμβατική, όμως αντανακλά, καθώς αισθάνομαι, τη λαμπερή αίγλη του τεμένους, όπως την υποθέτει κανείς τα χρόνια εκείνα:

Να, τα τέθριππα άρματα λάμπουν·
ο ήλιος κιόλας φωτίζει τη γης
και τ’ άστρα φεύγουν τούτη τη φωτιά του αιθέρα
στη νύχτα την ιερή.
Του Παρνασσού οι άβατες κορφές
δέχουνται για τους βροτούς
την ημερινήν αψίδα·
της στεγνής σμύρνας ο καπνός
πετάει προς τις οροφές του Φοίβου·
η Δελφίδα κάθεται στο θεϊκό τρίποδα
τραγουδώντας στους Έλληνες τις βοές,
όποιες κι αν κελαηδήσει ο Απόλλων.
Ευριπίδης, Ίων, 82 επ.

Προσπαθεί  ακόμη· η φαντασία κουράζεται· οι αναδρομές και οι αναπαραστάσεις, όσο χρήσιμες κι αν είναι, καταντούν από τα πιο απάνθρωπα πράγματα· τι άλλο έχουμε από το “παρόν, τούτο το ακαριαίον”; Τέλος, προτιμά που πέρασε ο ποταμός του καιρού και γέμισε τον περιωρισμένο τούτο χώρο. Σήμερα, κοιτάζοντας από πάνω προς τα κάτω, ας πούμε από το θέατρο, λες πως έχεις μπροστά σου έναν κατωφερικό βυθό όπου όλα είναι ισοπεδωμένα· αυτά τα μαρμάρινα κομμάτια κι οι λαξεμένες πέτρες κι οι βράχοι που κύλησαν από παλιά από τον Παρνασσό και όπου κάθισε κάποτε η Σίβυλλα. Ένα βυθό μιας ήσυχης ρηχής θάλασσας όπου αυγάζουν αυτά τα χαλίκια, που συλλαβίζει, όσο μπορεί καθένας, κατά τη φύση του: έναν πολυγωνικό τοίχο τόσο ζωντανό που το χέρι σου αυθόρμητα επαναλαμβάνει την κίνηση του μάστορα που πελέκησε και άρμασε την πέτρα· ένα λύγισμα του αντίχειρα και του δείχτη που σηκώνει ένα φουστάνι, με την ίδια χάρη που είδες προχτές σ’ ένα ελληνικό χωριό· έναν ζωντανό μηρό, καθώς λυγίζει το γόνατο, για να κατεβεί μια γυναίκα από το άρμα· ένα κεφάλι Σφίγγας με τα μάτια μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά· το χαμόγελο, που λεν αρχαϊκό –αλλά δε φτάνει– ενός Ηρακλή ή ενός Θησέα. Κάτι τέτια αποσπάσματα από μια ζωή που είταν κάποτε ολόκληρη, συγκλονιστικά κομμάτια, πολύ κοντά μας, δικά μας μια στιγμή, κι έπειτα μυστηριώδη και απροσπέλαστα σαν τις γραμμές μιας πέτρας γλυμμένης από το κύμα, ή ενός κοχυλιού στο βυθό.

Κατά το μεσημέρι στο Μουσείο, ξανακοίταξα τον Ηνίοχο. Δεν έζησε πολύ στα μάτια των παλαιών, καθώς μας λένε. Ένας σεισμός έθαψε το έργο εκατό χρόνια αφού το έστησαν — αυτός ο αιώνιος διάλογος, στους Δελφούς της οργής της γης και της ιερής γαλήνης. Έμεινα πολλή ώρα κοντά του. Όπως και άλλοτε, όπως πάντα, αυτή η ακίνητη κίνηση σου κόβει την ανάσα· δεν ξέρεις· χάνεσαι· έπειτα προσπαθείς να κρατηθείς από τις λεπτομέρειες: τα αμυγδαλωτά μάτια με το στηλό διάφανο βλέμμα, το θεληματικό σαγόνι, τις σκιές γύρω στα χείλια, στον αστράγαλο ή στα νύχια του ποδιού· ο χιτώνας που είναι και δεν είναι κολόνα· κοιτάζεις τις ραφές του, τις ταινίες που τον συγκρατούν σταυρωτά· τα γκέμια στο δεξί χέρι που μένουν εκεί κουβαριασμένα, ενώ τα άλογα έχουν καταποντιστεί μέσα στο χάσμα του καιρού. Έπειτα η ανάλυση σε ενοχλεί· έχεις την εντύπωση πως αφουγκράζεσαι μια γλώσσα που δε μιλιέται πια· τί σημαίνουν αυτές οι λεπτομέρειες που δεν είναι δεξιοτεχνίες· πώς εξαφανίζονται έτσι μέσα στο σύνολο· τί υπήρχε πίσω από αυτή τη ζωντανή παρουσία· διαφορετικές ιδέες, διαφορετικοί έρωτες· διαφορετική προσήλωση. Έχουμε δουλέψει σαν τα μερμήγκια και σαν τις μέλισσες πάνω σ’ αυτά τ’ απομεινάρια. Πόσο την έχουμε προσεγγίσει την ψυχή που τα έπλασε; Θέλω να πω: αυτή τη χάρη στην ακμή της, αυτή τη δύναμη, αυτή τη μετριοφροσύνη, κι αυτά που συμβολίζουν τέτοια σώματα. Αυτή τη σίγουρη πνοή που κάνει τον άψυχο χαλκό να υπερβαίνει τους κανόνες του λογικού μας και να γλιστρά μέσα σ’ έναν άλλο χρόνο, καθώς στέκεται εκεί, στην ψυχρή αίθουσα του μουσείου.

Προτίμησα ν’ ανεβώ στο Κωρύκιο Άντρο από το αρχαίο μονοπάτι· είναι κακοτράχαλο για τις σημερινές συνήθειές μας· τα ζώα γλιστρούν. Είναι πράγμα άλλου καιρού αυτός ο ρυθμός της κουδούνας του μουλαριού και τα πέταλα πάνω στα κοτρόνια· αυτός ο ίαμβος.

Αυγή· από ψηλά το Στάδιο φαίνεται σαν ένα χτίσμα παιδιού στην άμμο, έπειτα σε τρομάζει το μεγάλο τραύμα των Φαιδριάδων. Πάνω στη ράχη της Κίρφης βλέπεις να ροδίζουν τα σπίτια ενός χωριού· είναι η Ντεσφίνα· πίσω σου, κάτω στον γιαλό, με τόνους πιο χρυσούς, το Γαλαξίδι. Ξεπέζεμα στο Κρόκι, όπου τρέχει μια βρύση και ποτίζεται ένα κοπάδι στριφοκέρατα γίδια με μαύρο τρίχωμα που γυαλίζει στο πρωινό φως· ήταν βοσκές τούτα τα μέρη και στα παλιά τα χρόνια — Διόνυσος Αιγοβόλος. Έπειτα βαδίζουμε κάτω από τα έλατα· οι κώνοι τους, τους λένε «ρούμπαλα», όρθιοι σαν τα κεριά ενός δέντρου του Χριστουγέννου, δακρύζουν ρετσίνι που τα κάνει να μοιάζουν ασημένια. Ο αέρας του βουνού, μια ανάσταση. Στα πόδια του λόφου τού Σαρανταυλιού, όπως το λένε σήμερα το άντρο, αφήσαμε τα ζώα. Έχει δίκιο ο Παυσανίας. «Το ανηφόρισμα στο Κωρύκιο Άντρο είναι πιο εύκολο για τον πεζό παρά για μουλάρι ή άλογο» μας λέει (X, XXXII, 2). Αλλά και για τον πεζό είναι τραχύ το μονοπάτι. Ρωτώ τον αγωγιάτη μου, καθώς ανεβαίνουμε, αν η σπηλιά έχει ακόμη νεράιδες, όπως άκουσα κάτω στο χωριό. Γελά· δεν του φαίνεται να αρμόζουν σ’ έναν σύγχρονο άνθρωπο. «Νεράιδες στα χρόνια μας!» λέει. Ωστόσο, η άρνησή του μου φαίνεται λιγότερο ειλικρινής, όταν προσθέτει: «Εγώ ποτέ μου δεν τις είδα». Κι έπειτα από μια σιωπή, συνεχίζει: «Ένας ξένος μού είπε πως εδώ, σε τούτη τη σπηλιά, ο Απόλλωνας είχε σαράντα ωραίες ανυφάντρες, μαζωμένες από τα τριγυρνά χωριά, που του ύφαιναν ολοένα». Μου φαίνεται πολύ πιο πιθανό ν’ άκουσε την ιστορία από τη μάνα του παρά από έναν ξένο. Ένας συχωριανός του τις προάλλες, κάτω στην Κασταλία, μου έλεγε: «Και τούτα εκεί είναι τα πλατάνια που φύτεψε ο ίδιος ο Αγαμέμνονας». «Ο Αγαμέμνονας;» έκανα ξαφνιασμένος. Με κοίταξε σαν έναν αμαθή. «Μάλιστα, ο Αγαμέμνονας» είπε «και τι νομίζεις;»

Από τους Δελφούς περνά ένα μεγάλο πλήθος περιηγητές. “Οι Δελφοί έγιναν ένα απέραντο ξενοδοχείο” μου έλεγε ένας ντόπιος. Όπως στα χρόνια του Πλουτάρχου, συλλογίστηκα· είχα θυμηθεί το διάλογό του  για τους χρησμούς της Πυθίας (“Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν”, 2, 5, κτλ.). Και τότε το τέμενος είχε γίνει ένας τόπος περιήγησης με οργανωμένους εξηγητάδες που έδειχναν τ’ αξιοθέατα στα πλήθη· η διαφορά είναι ότι στα χρόνια του Πλουτάρχου επισκέπτονταν τους Δελφούς άνθρωποι που είχαν ακόμη  κοινές παραδόσεις για μια πίστη που φύραινε, όπως στα Ιεροσόλυμα του καιρού μας. Σήμερα η κοινή πίστη έχει χαθεί και οι άνθρωποι που έρχουνται έχουν, ο καθένας, διαφορετικούς προσωπικούς  μύθους. Διαβάζουν ή ακούνε έναν οδηγό· πάνω σ’ αυτές τις πληροφορίες ο καθένας προσθέτει το δικό του. Ανάμεσα σ’ αυτά τα ποικίλα πλήθη, οι άνθρωποι του Παρνασσού εξακολουθούν να ζουν πεισματικά με τις πατροπαράδοτες μυθοπλασίες που θρέφει το δικό τους ομαδικό υποσυνείδητο*.

Γύρεψα ν’ ανεβώ στο Κωρύκιο γιατί συλλογιζόμουν πως αυτό το κοίταγμα στα μέρη του Απόλλωνα έπρεπε να συμπληρωθεί με κάποια αίσθηση του Διονύσου, που τόσο υποστήριξε η Πυθία· του νεκρού και ζωντανού Θεού, του Θεού-Βρέφους· της συγκινησιακής εκείνης δύναμης που ήθελε να μην καταφρονούνται τα ορμέμφυτα του ανθρώπου. Στα οροπέδια γύρω στο άντρο γίνονταν τα περιοδικά νυχτερινά όργια των Θυιάδων και των Μαινάδων, ό,τι κι αν δηλώνει τώρα για μας το εκστατικό εκείνο ξέσπασμα των γυναικών που κατείχε ο θεός. Συλλογιζόμουν τον Πενθέα, τον απωθημένον εκείνον Βασιλιά (Ευριπίδης, Βάκχες). Φοβούμουν το παράδειγμα της τραγωδίας του· έλεγα: καλύτερα ή φρενίτιδα των Θυιάδων στις αψηλές ερημιές του Παρνασσού παρά τα υποκατάστατά της στις σημερινές απέραντες μερμηγκοφωλιές που είναι οι μεγάλες πρωτεύουσές μας. Συλλογιζόμουν τις ομαδικές τρέλες μας· ας είναι.

Δεξιά, καθώς μπαίνεις στη σπηλιά, σώζεται ακόμη η πέτρα με τη μισοσβησμένη επιγραφή στον Πάνα και στις Νύμφες. Έπειτα, έχεις το αίσθημα πως έχεις κατεβεί μέσα σε μια μεγάλη μήτρα. Το έδαφος είναι υγρό και γλιστρά· σταλαγμίτες και σταλαχτίτες ξεχωρίζουν μέσα στο μισοσκόταδο· κάνει ψύχρα έπειτα από το ζεστό λαχανιασμένο ανέβασμα. Μόνο αφού προχωρήσεις αρκετά βαθιά και γυρίσεις πίσω, βλέπεις, σα μια ευλογία, τις αχτίνες του ήλιου παράλληλες να μπαίνουν από το στόμα της σπηλιάς και να χτυπούν με ροδαλά και πρασινωπά ιριδίσματα τα τοιχώματά της. Χαίρεσαι που ξαναγεννιέσαι στη ζεστασιά του ήλιου, σίγουρα όχι πιο φτωχός· ξέρεις ότι υπάρχει κάτι ακόμη πίσω από αυτά τα πράγματα.

Μια φορά, μας λέει ο Πλούταρχος, ήρθαν στους Δελφούς άνθρωποι από τα ξένα για να ρωτήσουν το Μαντείο. Έγινε η προκαταρκτική δοκιμή με την αίγα που θα έδειχνε αν η μέρα ήταν ευοίωνη για να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αλλά το ζώο δεν αναρρίγησε όταν το ράντισαν με κρύο νερό· δεν ήταν καλό το σημείο. Ωστόσο, οι ξένοι πρέπει να ήταν σπουδαίοι και, για να τους ευχαριστήσουν, οι ιερείς ξεπέρασαν το μέτρο της φιλοτιμίας· ώσπου το ζώο, ολωσδιόλου μουσκεμένο, έδωσε κάτι σημάδια ρίγους. Τότε η Πυθία κατέβηκε στο ιερό του ναού «ἄκουσα καὶ ἀπρόθυμος». Μόλις έδωσε τις πρώτες αποκρίσεις, συνεχίζει ο Πλούταρχος, η αγριάδα της φωνής της φανέρωσε πως ήταν συνεπαρμένη από ένα άλαλο και κακό πνεύμα. Έμοιαζε σαν ανεμόδαρτο καράβι — «δίκην νεὼς ἐπειγομένης». Τέλος, ολωσδιόλου έξαλλη, με φοβερές κραυγές τινάχτηκε στην έξοδο. Ο προφήτης Νίκανδρος, οι ιερείς, οι ξένοι, έφυγαν τρομαγμένοι. Γύρισαν σε λίγο και πήραν την Πυθία αλλόφρενη ακόμα· πέθανε λίγες μέρες αργότερα (Πλούταρχος, “Περί τῶν ἐκλελοιπότων χρηστηρίων”, 1).

Το επεισόδιο, καθώς μας λένε, πρέπει να το θεωρήσει κανείς αυθεντικό — έγινε στα χρόνια του Πλουτάρχου, και ο αυτόπτης προφήτης Νίκανδρος ήτανε φίλος του· μας δείχνει πως το λειτούργημα της Πυθίας ήταν ζωντανό ακόμη σ’ εκείνον τον 1ο αιώνα. Μας κάνει ακόμη να γυρίσουμε στο αιώνιο ερώτημα που όλοι, όσοι έχουν στοχαστεί τον τόσο σημαντικό ρόλο —θρησκευτικό, πολιτικό, ιδιωτικό— που έπαιξε το Μαντείο στην αρχαία ελληνική ζωή, έχουνε θέσει στον εαυτό τους: αν όλες αυτές οι μαντείες και οι χρησμοί ήταν σκηνοθεσίες και απάτες πανούργων ιερέων, ή μήπως υπήρχε μια ειλικρίνεια στο βάθος αυτών των πραγμάτων, κάτι που ξεπερνά τη συνηθισμένη λογική μας.

Η αφήγηση του Πλουτάρχου θα μας έκανε να συλλογιστούμε πως δεν είναι πολύ πιθανό ο συγκλονισμός μιας γυναίκας που καταλήγει στον θάνατο να είναι απλή ηθοποιία. Φυσικά, υπήρχαν οι ιερείς που ερμήνευαν τα λόγια της Πυθίας —πόσο έναρθρα, κανείς δεν το ξέρει— και τα παράδιναν ταχτοποιημένα σε εξάμετρα, τρίμετρα ή πρόζα στους πιστούς· ήταν, δεν υπάρχει αμφιβολία, καιροσκόποι, ευλύγιστοι, επιφυλακτικοί, μαστόροι της αμφιλογίας. Αλλά, όπως και στα χρόνια μας, άλλο πράγμα είναι να κοιτάζεις κάτι τέτοιες υποθέσεις της ψυχής από την πλευρά του Θεού και άλλο από την πλευρά των υπηρετών του.

Είπαν ότι το φαινόμενο της Πυθίας θα έπρεπε να το συμπεριλάβουμε στα φαινόμενα του πράγματος που λέμε σήμερα πνευματισμό. Ίσως. Τότε όμως το λιγότερο που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η Πυθία μοιάζει μ’ ένα σύγχρονο μέντιουμ όσο ο Ηνίοχος μ’ ένα σύγχρονο άγαλμα μέσης τέχνης· ας πούμε του Jacob Epstein. Αυτό κάνει τη διαφορά. Μ’ αυτά θέλω να πω ότι έχει απομείνει μέσα στο άδυτο του Απόλλωνα ένα μυστήριο που μας υπερβαίνει, όπως και στην τέχνη του Ηνιόχου· δεν ξέρω. Εκείνο όμως που μπορεί να στοχαστεί κανείς με περισσότερη ενάργεια είναι ότι, αν το Μαντείο παρακίνησε πραγματικά τη σκέψη του Σωκράτη με τον τρόπο που μας διδάσκει ο Πλάτων στην Απολογία, η συμβολή του στην ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης θα ήταν τόση που θ’ άξιζε τον κόπο να είχε ιδρυθεί μόνο γι’ αυτό.

Η αφήγηση του Πλουτάρχου συμπίπτει περίπου με το γεγονός που τερματίζει τον κόσμο των ειδώλων. Έπειτα το Μαντείο του Απόλλωνα στεγνώνει σιγά-σιγά με μικρές σπιθοβολές και σβήνει κουρασμένο. Κάποτε ψιθυρίζει φράσεις που θυμίζουν το “ἀποθανεῖν θέλω” της Σίβυλλας εκείνης που λέει ο Πετρώνιος. Τρακόσια τόσα χρόνια ακόμη μέσα στις ρυτίδες και τις τυπικές χειρονομίες του ιερατείου που επαναλαμβάνουν δε δημιουργούν. Η μέριμνα που μοιάζει να το απασχολεί ακόμη είναι μήπως σταματήσει η παλιά συνήθεια της αποστολής δώρων στον Απόλλωνα. Έτσι ώς την ακροτελεύτια απόκριση του Μαντείου στον τραγικό Ιουλιανό:

Εἴπατε τῷ Βασιλεῖ, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά
οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην,
οὐ παγὰν λαλέουσαν. Απέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.

Κι όμως μολονότι το Μαντείο μοιάζει σα να γράφει μόνο του την τελευταία σελίδα της ιστορίας του  και να κατεβαίνει αυτόβουλα στον τάφο οι θεωρητικοί της νέας θρησκείας βρήκαν πως άξιζε τον κόπο να ξοδέψουν αρκετή σκέψη και μελάνι για να το πολεμήσουν. Και το περίεργο είναι ότι δεν καταπιάνουνται ν’ αποδείξουν ότι κάτι τέτοιες χρησμοδοσίες είναι έργα τσαρλατάνων. Αναγνωρίζουν τη μαντική δύναμη των Δελφών, όμως γι’ αυτούς αυτά τα πράγματα είναι έργα του Σατανά και των δυνάμεων του σκότους· και ο Απόλλων μεταμορφωμένος διάβολος.

Εδώ στη Φωκίδα, πέρα στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, ένας ψηφιδωτός Παντοκράωρ, πάνω απ’ τ’ ανώφλι της δυτικής θύρας, δείχνει την επιγραφή: “Εγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῷ σκότει”. Η φύση αποστρέφεται τα κενά.

Το πρωί στη Μαρμαριά πήγα να ξαναϊδώ τα βράχια που κύλισαν από τον Παρνασσό και τσάκισαν το ναό της Αθηνάς, όπως μνημονεύει ο Ηρόδοτος. Στην αρχή του αιώνα μας μια άλλη καταιγίδα ξεθηλύκωσε πάλι τρία μεγάλα βράχια κι αποτέλειωσε το ερείπιο. Τα βράχια είναι εκεί ανάμεσα στα τσαλαπατημένα έργα των ανθρώπων δείχνοντας ακόμη, ακίνητη τώρα, την πρώτη ορμή τους. Θυμήθηκα τον Άγγελο Σικελιανό καθώς αφουγκράζονταν το ξεκίνημα ενός τέτοιου αγέρα:  “Ούτ’ ένας ήχος δεν ακούεται πουθενά. Και ξαφνικά μια φοβερή βοή, μια βοή τρανή κι απίστευτη ξεσπά σαν απ’ ολούθε. Είναι ο μεγάλος άνεμος του Παρνασσού οπού απροσδόκητα ξεκινά από τις κορφές στο διάστημα με μιαν ορμή που λες πως θα συντρίψει και θα κάμει σκόνη ακόμη και τους βράχους”. Έγραφε ο ποιητής των Δελφών, αν κανένας από τους συγχρόνους μπορεί να ονομαστεί άνθρωπος των Δελφών, στο σπίτι του, ψηλά κοντά στο Στάδιο, όπου τον πρωτογνώρισα. Το σπίτι του είναι τώρα ρημάδι, μια άσκημη προτομή του έξω από την πόρτα υπογραμμίζει τη ματαιότητα της δόξας.

Καθώς γύριζα πίσω εκεί που η στρογγυλή δεξαμενή των λουτρών του Γυμνασίου μένει στεγνή, πέντε έξι κορίτσια πολύ νέα, πόδια γυμνά ώς πάνω από το γόνατο, σα να υπάκουαν σε μια απόφαση ή μια προσταγή, κατέβηκαν πολύ σοβαρά, πιάστηκαν από τα μπράτσα και χόρεψαν δυο τρεις γύρους τραγουδώντας σε μια γλώσσα που δε γνώριζα· υπερβόρεια κορίτσια, υποθέτω: οι χοροί των υπερβορείων παρθένων του Πινδάρου. Έπειτα πάλι πολύ σοβαρά και λαχανιασμένα, πλησίασαν έναν εξηγητή που άρχισε να ρητορεύει αγγλικά: “Το γυμνάσιο δεν είταν μόνο για τις ασκήσεις των αθλητών, φιλόσοφοι δίδασκαν τους νέους, ποιητές απάγγελναν τα ποιήματά τους· αστρονόμοι εξηγούσαν από αυτόν εδώ τον τόπον τις κινήσεις των άστρων τ’ ουρανού…” Το βράδυ κατά τις 11, ένας φίλος μού έδειξε στον έναστρο ουρανό έναν τεχνητό δορυφόρο που με κίνηση ορατή προχωρούσε από τη Δύση προς την Ανατολή· είχε τη δύναμη ενός άστρου ίσως β΄ ίσως γ΄ μεγέθους.

Όπως όλα τ’ ανθρώπινα, όπως και η ζωή των άστρων, η Πυθία του Απόλλωνα είχε την αρχή της, από τους θυμούς της γης, είχε και το τέλος της: «Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν…». Τώρα, πάλι, σα να έχουμε κλείσει έναν κύκλο· βρισκόμαστε πάλι αντιμέτωποι με τον θυμό των φυσικών δυνάμεων που ελευθερώσαμε και δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουμε να τις κυριαρχήσουμε· θα ’λεγε κάνεις πως έχουμε μπροστά μας έναν Πύθωνα, πως μας χρειάζεται ένας Απόλλων, ό,τι κι αν σημαίνουν αυτά τα ονόματα. Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρει κανείς τώρα είναι πως η διάρκεια τούτης της γης, καθώς και τούτης της γωνιάς μέσα στα λαγόνια του Παρνασσού, είναι σχετική· αύριο ή μετά μερικά εκατομμύρια χρόνια. Πως, όταν λέμε αιωνιότητα, δεν έχουμε στον νου κάτι που μετριέται με τα χρόνια, αλλά κάνουμε κάτι σαν την Πυθία που, όταν την έπαιρνε η έκσταση, έβλεπε όλο τον χώρο και όλο τον χρόνο, περασμένο και μελλούμενο, σαν ένα πράγμα. Ή, για να θυμηθώ τον φίλο μου Ε. Μ. Forster, πρέπει να λέμε τα πράγματα αιώνια, για να μπορούμε ν’ αγωνιζόμαστε ώς την τελευταία στιγμή μας και να χαιρόμαστε τη ζωή. Κάτι τέτοια θα μας ψιθύριζε ίσως τούτο το ιερό τέμενος.

Αν όμως θέλουμε να κοιτάξουμε τα πράγματα πιο απλά και πιο άμεσα, μπορούμε να καθίσουμε σε μια πέτρα την ώρα που ο ήλιος έχει περάσει το βουνίσιο τείχος του Άη Λια, και πάει να βασιλέψει πίσω απ’ τη Γκιόνα. Το φως έρχεται τώρα παράλληλο και χτυπά πάνω στις Φαιδριάδες και τις δείχνει σαν τις Συμπληγάδες, σταματημένες, μισάνοιχτες. Είναι γκρίζες και γαλάζιες με τόνους παλιού καθρέφτη, με τραύματα σκουριάς ή αίματος. Κάτω στη Μαρμαριά ξεχωρίζουν οι τρεις κολόνες της Θόλου, ένα χαμόγελο εκείνης της επίγειας χάρης. Πιο βαθιά οι ελιές αλλάζουν χρώμα, ολοένα μέσα στην απίστευτη ευκινησία του φωτός, από το χρυσοπράσινο στο ασημοπράσινο· αλλάζουν και οι όγκοι των βουνών ολοένα πιο ελαφροί· χρυσό προς το μενεξεδί, από το μενεξεδί προς το χρώμα του πατημένου μαυροστάφυλου. Μόνο η κορυφογραμμή της Κίρφης λάμπει ακόμη μέσα σ’ ένα κροκάτο φως και ζει για λίγο προτού γίνουν όλα γαλάζια και σκοτεινιάσουν. Κοιτάζεις πάλι το κλιμακωτό τέμενος που χάνεται στους ίσκιους, αυτό το γιαλό με τα σπασμένα μεγάλα χαλίκια. Θες να ξεφύγεις απ’ όλα αυτά· θες να ξεφύγεις από αυτή την αλλαγή —πράγματα και αισθήματα— που σε ζαλίζει. Γυρίζεις πάλι στις Φαιδριάδες που κοίταξες και ξανακοίταξες σ’ όλες τις ώρες της μέρας, προ πάντων καταμεσήμερα, όταν λαμποκοπούν στεγνές, όταν οι παλιοί καθρέφτες έχουν ξαναβρεί όλη τους τη δύναμη. Η σκέψη κρατιέται από αυτές, όσο μπορεί ακόμη από τη στεγνή πέτρα που σε δυιλίζει. Όσο και ν’ αντιστέκεσαι δε μπορείς να μη νιώσεις μια παρυφή ιερωσύνης γύρω από αυτά τα πράγματα. Τούτο τουλάχιστο· ας μην ψευτίζουμε τον εαυτό μας.

Δελφοί – Αμοργός, Αύγουστος 1961

________________________________________

Το οδοιπορικό “Δελφοί” του Γιώργου Σεφέρη γράφτηκε τον Αύγουστο του 1961 κατά παραγγελία του γερμανικού εκδοτικού οίκου Knorr & Hirth. Μεταφρασμένο γερμανικά από την Ισιδώρα Ρόζενταλ-Καμαρινέα, δημοσιεύτηκε στο λεύκωμα “Delphi” της σειράς “Das Kleine Kunstbuch”, συνοδευμένο σπό 16 έγχρωμες και 20 ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Herbert Kreft. Το κείμενο που τυπώθηκε σ’ ένα 24σέλιδο, σε διακόσια αντίτυπα εκτός εμπορίου, είναι ανάτυπο από τον “Ταχυδρόμο” της 10.11.1962 και 17.11.1962.

*Αξίζει να σημειώσω μια από τις πιο χαριτωμένες: “Οι Μιλόρδοι δεν είναι χριστιανοί, γιατί κανείς δεν τους είδε ποτές να κάνουν το σταυρό τους. Η γενιά τους είναι από τους παλαιούς ειδωλολάτρες Αδελφιώτες που φύλαγαν το βιός τους εις ένα κάστρο, και το λέγαν Αδελφούς, από τους δυο αδελφούς τα βασιλόπουλα που τα ‘χτισαν. Όταν η Παναγία και ο Χριστός ήρθαν σ’ αυτούς τους τόπους, και όλοι οι άνθρωποι ολόγυρα γινήκαν χριστιανοί, οι Αδελφιώτες σκέφθηκαν πως είταν καλύτερα γι’ αυτούς να φύγουν· κι έφυγαν στη Φραγκιά και πήραν και όλα τα πλούτη τους μαζί. Απ’ αυτούς είναι οι Μιλόρδοι, και έρχονται τώρα εδώ και προσκυνούν αυτά τα λιθάρια” (Ν.Γ. Πολίτη, Παραδόσεις. Μέρος Α΄, αριθ. 108, Οι Μιλόρδοι Δελφοί).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com