Ιωάννης Πολέμης: Νερωμένο κρασί | Χαμένα χρόνια | Τὸ παλιὸ βιολί

Το έργο του Ιωάννη Πολέμη τοποθετείται χρονικά στο πέρασμα από το ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η γραφή του χαρακτηρίζονται από μελαγχολική διάθεση που παραπέμπει στην ποίηση του Αχιλλέα Παράσχου.

by Times Newsroom

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ

Νερωμένο κρασί

Ό, τι κι αν είχε το ‘χασε, γυναίκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δεν τ᾿ απόμεινε στερνὴ παρηγοριά.
Πέταξ᾿ η έννοια απὸ το νου κι η ελπίδ᾿ απ᾿ την καρδιά του
κι η υπομονὴ εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.

Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργὰ ο καιρός του
και ζει δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερὶς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί ανώφελα τη λησμονιὰ ζητεί.

«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ᾿ το ξανθό,
και πίνω κι απ᾿ το κόκκινο κι απὸ το γιοματάρι
κι απὸ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;

Δεν ήρθα για ξεφάντωμα, μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιὰ στο θάνατο κοντά!»
Κι ο κάπελας γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι
με θλιβερὸ περίγελο στα λόγια του απαντά:

«Τι φταίω εγὼ αν τα δάκρυα που απελπισμένος χύνεις
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιὲς θολές,
και το νερώνουν το κρασὶ κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγὼ κι αν δε μεθάς, τι φταίω εγὼ κι αν κλαις;»

Χαμένα χρόνια

Αχ, και α γύριζαν, να ᾿ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ᾿ αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να ῾ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρὶς εσένα.

Ποτάμι που έτρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδὲ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ᾿ άφωτα βάθη
κι ως και τ᾿ αχνάρι του για πάντα εχάθη.

Αχ, και να γύριζαν να διπλοζήσω,
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω,
και να ῾σαι η πρώτη μου, εσὺ η στερνή μου,
απὸ τη γέννα μου κι ώς τη θανή μου.

Μισὴ σου χάρισα ζωὴ μονάχα.
Ζωὲς αμέτρητες ήθελα να ῾χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ᾿ αγαπήσω.
Αχ, και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!

Τὸ παλιὸ βιολί

Άκουσε τ᾿ απόκοσμο το παλιὸ βιολὶ
μέσα στη νυχτερινὴ σιγαλιὰ του Απρίλη
στο παλιὸ κουφάρι του μια ψυχὴ λαλεί
με τ᾿ αχνὰ κι απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ᾿ αηδόνι τ᾿ άγρυπνο καὶ το ζηλευτὸ
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
γιὰ νὰ δεῖ περήφανο τί πουλὶ εἶν᾿ αὐτὸ
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ώς κι ο γκιώνης τ᾿ άχαρο, το δειλὸ πουλί,
με λαχτάρ᾿ απόκρυφη τα φτερὰ τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιὸ βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πώς ν᾿ αναστενάζει.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιὸ γλυκιὰ και πιὸ όμορφη και πιὸ δυνατὴ
η φωνή του γίνεται, όσο αυτὸ παλιώνει.

Είμ᾿ εγὼ τ᾿ απόκοσμο το παλιὸ βιολὶ
μέσα στη νυχτερινὴ σιγαλιὰ του Απρίλη
στο παλιὸ κουφάρι μου μια ψυχὴ λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιὸ γλυκιὰ πιὸ όμορφη και πιὸ δυνατὴ
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγὼ παλιώνω.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ (1860-1938). Ο Ιωάννης Πολέμης γεννήθηκε στην Αθήνα, καταγόμενος από ιστορική οικογένεια του Βυζαντίου. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, γρήγορα ωστόσο εγκατέλειψε τις σπουδές του, καθώς τον είχε από νωρίς έλξει η λογοτεχνία. Διετέλεσε γραφέας του Υπουργείου Παιδείας, υπογραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γραμματέας της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε επίσης ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1880, όταν δημοσίευσε το πεζογράφημά του Ρέα Κυβέλη στο περιοδικό Αι Μούσαι, ενώ μέσω του ομώνυμου συλλόγου ήρθε σε επαφή με τον Παλαμά και τους ποιητές του κύκλου του. Καρπός της επαφής αυτής στάθηκε η στροφή του Πολέμη από την καθαρεύουσα στη δημοτική γλώσσα, στην οποία έγραψε και δημοσίευσε τα επόμενα ποιήματα και πεζά του στον Ραμπαγά και την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ποιήματα (1883). Από το 1884 ξεκίνησε να αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Guerrier στον Ασμοδαίο του Εμμανουήλ Ροΐδη και στο Άστυ και με το πραγματικό του όνομα στην Εβδομάδα, την Ποικίλη Στοά, το Εθνικό Ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Σκόκκου και αλλού. Το 1888 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο Χειμωνανθοί και την ίδια χρονιά έφυγε για σπουδές ιστορίας της τέχνης και αισθητικής στο Παρίσι με υποτροφία του Δήμο Αθηναίων. Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τους Λεγκράν, Σαιντ Ιλλαίρ, Ψυχάρη, Ρενάν και Κοππέ. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1890 και πήρε το Α΄ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Ερείπια, εξ’ ημισείας με τον Κωστή Παλαμά για τη συλλογή του Τα μάτια της ψυχής μου. Ως το 1922 συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα, πάντα με επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό, ενώ η συλλογή Σπασμένα μάρμαρα βραβεύτηκε το 1917 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Δημοσίευσε επίσης ανθολογίες και πεζογραφήματα, ενώ ασχολήθηκε με το θέατρο, συγγράφοντας αρχικά έμμετρα δράματα με βυζαντινή θεματολογία στη δημοτική (από τα οποία η Πρόκρις παραστάθηκε στο Βασιλικό Θέατρο) και αργότερα μονόπρακτα (τα οποία βραβεύτηκαν στον Αβερώφειο διαγωνισμό μαζί με το τρίπρακτο Βασιλιάς Ανήλιαγος), καθώς και πολύπρακτα έργα. Μετέφρασε έργα των Σαπφούς, Ανακρέοντα, Θεοκρίτου, Ευριπίδη, Ουγκώ, Μιστράλ, Μολιέρου, Αριστοφάνη και άλλων. Πέθανε το 1925 από βρογχοπνευμονία. Το έργο του Ιωάννη Πολέμη τοποθετείται χρονικά στο πέρασμα από το ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η γραφή του χαρακτηρίζονται από μελαγχολική διάθεση που παραπέμπει στην ποίηση του Αχιλλέα Παράσχου.


1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Πολέμη βλ. Άγρας Τέλλος, «Πολέμης Ιωάννης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια20. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Γιαλουράκης Μανώλης, «Πολέμης Ιωάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., «Ιωάννης Πολέμης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.314-317. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και χ.σ., «Πολέμης Ιωάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: www.ekebi.gr)

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com