Καλοκαίρι 1953 | Η Σκύρος, μια ποίηση, μια αγάπη

Η Σκύρος είναι μια μεγάλη αγάπη. Είναι το παραμύθι που ζει από τα χρόνια τ’ αρχαία και τα βυζαντινά, τα χρόνια της Φραγκιάς, της Τουρκιάς, τα κατοπινά, το παραμύθι που ζει ανάμεσα σ’ όλα τα χρόνια.

by Times Newsroom
  • Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Την ώρα που ξανασυλλογιούμαι τη Σκύρο, βλέπω μια γλάστρα με μια δέσμη κόκκινα γαρούφαλα, αντίκρυ στο πέλαγο. Ήταν εκεί κάτου, στην παραλία, στα Μαγαζιά σε χαμηλή τοιχογυρισιά, μια ώρα ειρήνης· αστραφτοκοπούσε το γαλάζιο νερό, το ηλιόφωτο, μεθυσμένο από τον εαυτό του, γινόταν στο βάθος άχνη κατάχρυση· κ’ ένα γλυκό, πολυαγαπημένο παιδί έπαιζε με τον άμμο, με τα μάτια γεμάτα φως, με τα χείλη γεμάτα χαμόγελο ευφροσύνης, με τα μάγουλα ξαναμμένα, το αγοράκι, που ζούσε την ώρα της θάλασσας. Και τα γαρούφαλα σχεδίαζαν στην άτρεμη καλοκαιριά το ερωτικό ποίημά τους, λουλούδια της αγάπης που βιάζεται και δε μπορεί να προσμένει.

 

Καθόμουν και κοίταζα όλα τούτα· κ’ ένιωθα τη ζωντανή σιωπή να γίνεται μέσα μου αναπαμός, μια αιωνιότητα πλασμένη από πολύν κάματο και πολλή αναγάλλια. Η γη των Ελλήνων είναι μια σειρά τέτοιες αποκαλυπτικές στιγμές, καμωμένες από το τίποτε, από λίγο νερό, από το δέντρο που ονειρεύεται, από το βράχο που ορθώνει το γυμνό του κορμί στον ήλιο, από το ζεστό βότσαλο, που είναι μια μικρή λυρική μοναξιά. Πολύ συχνά μας γοητεύουν και μας ξαφνιάζουν τα μεγάλα και τα λαμπρά του κόσμου τούτου. Όσα έχει πλάσει ο άνθρωπος, όσα έχει, με την ασυνείδητη τέχνη της, κατορθώσει η φύση. Τρομαχτικές λαγκαδιές, οροστοιχίες γιγάντων, οι ατελεύτητοι κάμποι, οι ποταμοί, οι αιώνιοι πάγοι, οι ωκεανοί. Το πλήθος, μια φοβερή σύναξη, όλη κόκαλα, αίμα, ιδρώτα, κοντή ανάσα και δάκρυα. Κι ανάμεσα σ’ όλα τούτα έρχεται, στην καρδιά του ελληνικού καλοκαιριού, Αύγουστο μήνα,, ν’ ανοίξει τη λυρική του παρένθεση το Αιγαίο, μια πέτρα γυμνή, ένα κάστρο αντίκρυ στο αναπαμένο κύμα, μια μικρή λευκή πολιτεία, που ανεβαίνει, σκαλοπάτι το σκαλοπάτι, προς τα ύψη των αρχαίων θεών, η ώρα ειρήνης. Και τότε η καρδιά του ανθρώπου ξαναβρίσκει την αρχέγονη ομορφιά της. Γίνεται η καρδιά του παιδιού, που παίζει στον άμμο και που δεν έχει μάθει ακόμα να ξεχωρίζει το καλό από το κακό και μάλιστα το χρήσιμο από το άχρηστο και το άσκοπο από το σκόπιμο, που είναι τόσο καλή, γιατί δεν ξέρει τι σημαίνει η καλοσύνη. Να κοιτάζεις και να σωπαίνεις. Να χάνεις σιγά-σιγά το υλικό σου βάρος, να μεταμορφώνεσαι σ’ ένα πολύ απλό και πολύ σημαντικό συνάμα περιστατικό. Έχουν λάθος όσοι νομίζουν ότι έχουν πεθάνει οι αρχαίοι θεοί. Η ελληνική γη δε μπορεί να τους απαρνηθεί. Βρίσκονται μέσα στο φως της, στη θάλασσά της, ανασαίνουν μέσα στα σπλάχνα της, κοιμούνται τις ολόφωτες νύχτες της, ξυπνούν στα τριανταφυλλένια της χαραμέρια, κυνηγιούνται στα δάση τη;ς και θρηνούν στις ακροβραχιές της.

Η Σκύρος μού έχει αφήσει αυτή τη γεύση. Μια γεύση κάλλους αρχαϊκού, ενός κόσμου, που θα τον λέγαμε πεθαμένο από χρόνια και χρόνια και που πήρε την αιωνιότητά του και την έφερε, γεμάτη δροσιά και γαλήνη, να την αποθέσει υπάκουη στα κράσπεδα των καιρών, που κυβερνούν το πεπρωμένο μας. Κάλλος αρχαϊκόν. Ξεσηκωμένο από πολύτιμο αμφορέα. Αισθάνεσαι παντού τη γραμμή τού αγγειογράφου, που σχεδιάζει μ’ αλαφρό κοντύλι τις αγέρινες μορφές των εφήβων, τις σύντομες θεωρίες των ιππέων και των παρθένων, που συνοψίζει σε φευγαλέες εικόνες καθημερινής ζωής την ερασμιότητα και τη χάρη μιας ασυνείδητης, και για τούτο τόσο πηγαίας και τόσο αυθόρμητα αρμονικής πνευματικής παρουσίας. Είναι πολύ δύσκολο, νομίζω, να νιώσεις στη Σκύρο βαθύτερα και κατανυχτικότερα εποχή άλλη εξόν από εκείνη που ξεγεννούσε τους επικούς και τους λυρικούς μύθους. Έτσι καθώς πυργώνεται, αλλού δασωμένη, αλλού γυμνή, ανοιχτή στους ανέμους, που τη δυναστεύουν, με λιγοστά σταματήματα, απαρχής ίσαμε το τέρμα, τη χρονιά ολάκερη, έτσι καθώς σχεδιάζεται πάνου στο γαλάζιο νερό, είναι μια θαυμαστή μοναξιά, μια μοναξιά καλοσύνης, ένα μήνυμ’ από κάποιους χώρους παρθενικούς. Μήτε οι χριστιανοί, και μ’ όλες τις εκκλησιές τους, και τον Άι-Γιώργη τους τον καβαλάρη φρουρό του νησιού, μήτε οι βενετσιάνοι οι αφεντάδες, που έσκαψαν τα λαγούμια τους και στέριωσαν τα χοντρά τους τειχιά πάνου στο κάστρο, για να βιγλίζουν τον ατρύγετο πόντο και να μάχονται τους πολέμιους, ανήκουν στην πιο αληθινή έκφραση του νησιού. Εκεί ζει ακόμα η κυκλώπεια πέτρα, ο βράχος κι ο θάμνος, η δασοτοπιά κ’ η λαγκαδιά, που δέθηκε με τη μνήμη του Αχιλλέα. Ένας βασιλιάς, ο Λυκομήδης, πατέρας κι αφέντης, εξουσίαζε τότε το νησί. Και πήρε και τον Αχιλλέα σιμά του και τον έβαλε ανάμεσα στα κορίτσια του, ντύνοντάς τον γυναίκεια ντυμασιά και κείνον για να ξεγελάσει τους παράφορους πολέμαρχους, που τον αποζητούσαν συμμαχητή στον αγώνα της Τροίας. Είναι όμορφο και πολύ ντροπαλό το παραμύθι τούτο, που δεν το αποφάσισε ποτέ να μας πει τι λογής συντροφιά είχε κάμει με τα κορίτσια του Λυκομήδη ο Αχιλλέας και τι λογής κορίτσια ήταν εκείνα, που την υπόμειναν, καθώς φαίνεται, με στωική καρτερία την αθάνατη ομορφιά, την παρόμοια με την ομορφιά των θεών, του λιγόζωου γιου της Θέτιδας.

Καθώς απαγκιάζει το καράβι στην καλολίμανη Λιναριά, την περίκλειστη, νομίζω, πως έρχομαι κ’ εγώ να περπατήσω μέσα στο μύθο. Κοιτάζω ολόγυρά μου προσμένοντας ν’ αντικρίσω τον Οδυσσέα, τον πανούργο πραματευτή, που έρχεται ν’ ανακαλύψει και να πάρει μαζί του στον πόλεμο και στο θάνατο και στην αποθέωση τον Αχιλλέα, να ιδώ το θιακό πλεούμενο να πλαγιάζει στην ακροβραχιά και στη χαμηλή αμμουδιά, γεμάτο δόλο κ’ ενέδρα.

Απάνου στους λόφους προχωρούν, σε μικρές κομψές θεωρίες, τ’ αλογάκια της Σκύρου, τα βραχύσωμα “ιππάρια”, τ’ αρχαϊκά, τα σκαλισμένα στο μάρμαρο, που ανήκουν στην πιο αισθητή πραγματικότητα και στο πιο μαγευτικό συνάμα όνειρο. Μορφές ονείρου είναι τα πάντα σε τούτο το μοναχικό νησί. Οι απλοί άνθρωποι με τις πλατιές γαλάζιες βράκες, τις μαύρες μάλλινες κάλτσες, τα χοντρά πουκάμισα και τους σκούφους, που σκύβουν και διαβαίνουν ανάλαφρα τα λιοστάσια, που αναπαύουν το μόχθο τους αναγυρμένοι στις ξερολιθιές, οι πράοι κι άκακοι άνθρωποι, ένας αληθινός λαός, γεμάτος σοφία αιώνων, γεμάτος πατρογονικά παραμύθια και παροιμίες και παραμαντέματα και δίστιχα του λυπημού και της αγάπης (η κυρία Νίκη Πέρδικα έχει συμμαζώξει αναρίθμητους τέτοιους θησαυρούς στο δίτομο λαμπρό σύγγραμμά της, που έχει αφιερώσει στη Σκύρο), ανήκει επίσης στο χώρο της επικής και της λυρικής φαντασίας.

Η Σκύρος είναι μια μεγάλη αγάπη. Είναι το παραμύθι που ζει από τα χρόνια τ’ αρχαία και τα βυζαντινά, τα χρόνια της Φραγκιάς, της Τουρκιάς, τα κατοπινά, το παραμύθι που ζει ανάμεσα σ’ όλα τα χρόνια. Μια θαυμαστή καλαισθησία, ατόφια, που έρχεται από πολύ μακριά, και που κινεί και την έσχατη τούτη ώρα το χέρι τού ανθρώπου που μαλάζει τον πηλό, που σκαλίζει το ξύλο, που ζωγραφίζει την εκκλησιά, που χτίζει το σπίτι, που ασβεστώνει το λιακωτό (“λιακό” το λένε κει πέρα), που φυτεύει το λουλούδι στη γλάστρα, που υφαίνει στον αργαλειό, που ξοδεύει την άμεμπτη ευκινησία του στο κέντημα. Είναι μια μεγάλη παρηγοριά που υπάρχουν ακόμα μέσα στις φωτεινές θάλασσές μας κάποια νησιά που τα κατοικούν οι άνθρωποι της απλής ζωής· πλασμένα για την ποίηση, για την περισυλλογή και τη ρέμβη. Παραπονιούνται, πως τα έχουν απολησμονήσει οι ξένοι. Ναι, οι ξένοι θα ’ρθούνε μια μέρα. Και μπορεί να κερδίσουν τότε κάμποσα από τ’ αγαθά τού κόσμου τούτου τα παραπονεμένα νησιά. Μα θα χάσουν το πολυτιμότερο, την ψυχή τους. Έχω την εντύπωση, πως μπόρεσα να προφτάσω τη Σκύρο, λίγο προτού την εξοντώσει ο κοσμικός πειρατής. Κ’ είμαι αληθινά ευτυχισμένος, που την έχω προφτάσει. Θυμήθηκα στις ακροβραχιές της το Μωραϊτίδη, συνομιλητή των Δολόπων, που τους είδε μεταμορφωμένους σε πάνοπλους αστακούς, πεσμένους στη θάλασσα, όταν η λευτεριά τους είχε χαθεί. Κάτι τέτοιοι Δόλοπες, υποθέτω, θα πρέπει να ξαναγίνουν οι Σκυριανοί, μόλις απαγκιάσει στα περιγιάλια τους ο κοσμικός πειρατής. Γιατί εκείνος είν’ ένα πλάσμα αστόχαστο, ξιππασμένο κι αρρωστεμένο από την παρδαλόχρωμη και πολυτάραχη ζωή της πολιτείας και μολεύει τα πάντα – όπου σταθεί.

Από τη γραφική παραλία της Κύμης με το μισοκαταστρεμένο κυματοθραύστη, ίσαμε τη Λιναριά το καΐκι δε χρειάζεται περισσότερες από τρεισήμισι ώρες. Μα τι ταξίδι είναι εκείνο! Καθώς ξεμακραίνει η Εύβοια, καθώς αλαργεύουν οι ακροτελεύτιοι κάβοι, μεσημεριά και κατακαλόκαιρο, το Αιγαίο απλώνεται ολόγυρά σου ατέλειωτο λες, απειλητικό και συνάμα εξαίσιο. Είναι το μπουρίνι που το εξουσιάζει, αυτή η επέλαση των οργισμένων κυμάτων και των αφρών, που ανθίζουν στις κορφές του νερού και διαλύονται σε δροσάτη βροχή. Το καΐκι ανεβαίνει, κατεβαίνει, πλαγιάζει πότε από το ’να, πότε από τ’ άλλο πλευρό, άθυρμα του ανέμου, τα πάντα τρέμουν σιμά σου, και πέρα, στο βάθος, κάποια σχήματα ολοένα και συμπληρώνονται, ολοένα και παίρνουν, καθώς προχωρείς στο Αιγαίο, μορφή. Και, ξαφνικά, οι μοναχικοί βράχοι, τα έρημα νησιά, κ’ ένα στενότατο πέρασμα, ένα φιόρντ θα μπορούσε να πει ο βορινός, ανάμεσα σε πράσινη και σε κατάγυμνη ράχη – στο νησί , που φρουρεί το λιμάνι, και στην έσχατη απόληξη της πρώτης σκυριανής στεριάς. Τότε γαληνεύει το κύμα και το νιώθεις, πως μπαίνεις σ’ ένα κόσμο αλλόκοτο, από κείνους που είναι πλασμένοι, για ν’ απολησμονιέσαι και να πονείς τους μακρινούς παραδείσους. Ένας τόπος μακάριος, εγκάρδιος, έτοιμος ν’ αγαπηθεί και πρόθυμος, πιστά και ολόψυχα, να σ’ αγαπήσει. Από το λιμάνι ίσαμε την πολιτεία ο δρόμος είναι ανηφορικός και τραχύς, ένας δρόμος, καθώς τόσοι στην ύπαιθρη γη μας, αφημένος στην τύχη του. Μα σε κάθε στροφή του κ’ ένας καινούργιος κόσμος ξανοίγεται. Έχεις την εντύπωση, πως εκεί πέρα η φύση το ’χει πάρει απόφαση να κατασκευάζει ολοένα και πιο ελκυστικές τοπιογραφίες. Ένα τοπίο αυστηρό, που σιγά-σιγά μαλακώνει, πάει να χάσει την κλασική του γραμμή, να γίνει ρομαντικό. Ένα όρθιο, ωστόσο, τοπίο, γεωμετρημένο με κομψότητα και με χάρη και με θαυμαστή ευγένεια. Η Σκύρος, η μοναχική, δεν σου επιτρέπει να νιώσεις τη μοναξιά.

Νυχτώνει. Όλα τ’ αστέρια έρχονται ν’ αγρυπνήσουν στον ουρανό της, τ’ αστέρια του καλοκαιριού περασμέν’ από το φίλτρο μιας πρόσχαρης θερινής νεροποντής. Οι δρόμοι είναι σκοτεινοί, εδώ να πέσεις, εκεί να πέσεις. Νυσταγμένες λαμπίτσες αγρυπνούν στα στοργικά σπιτικά. Προχωρείς μέσα στα χρόνια, σ’ εκείνη την αξεθύμαστη παλαιότητα, στις εποχές των κουρσάρων και των βασανισμένων ναυτίλων. Και συντυχαίνεις στον αβέβαιο δρόμο σου το πιο καλοπροαίρετο και πιο βέβαιο πράμα του κόσμου, τον Εδουάρδο.

Ο Εδουάρδος είναι μια κορυφαία στιγμή πολιτισμού. Κορφιάτης μισόκοπος, εγκαταστημένος στη Σκύρο, με γυναίκα, με τρία μικρά κορίτσια, μ’ ένα μικρό εστιατόριο, όπου βρίσκεις το σπίτι σου, την πάστρα, την άνεση και τη ζέστα της καλοσυνάτης καρδιάς. Οι θαμώνες είναι πάντα πολύ λιγοστοί, το χειμώνα ελάχιστοι. Ο Εδουάρδος είναι φτωχός και το θέλει να μείνει φτωχός. Η ταπεινοσύνη του είναι αρετή, δεν είναι συγκατάβαση και ξεγέλασμα. Είναι, φυσικά, ομιλητικός. Μα όχι κούφιος και φλύαρος. Ένα πρόσωπο περιορισμένης ευθύνης, που τη νιώθει, ωστόσο, σοβαρότατα την ευθύνη του. Του χρωστώ μια καλή θύμηση. Σε πόσους ανθρώπους μπορούμε να χρωστούμε μια καλή θύμηση; Ολοένα και λιγοστεύουν. Ο κόσμος στενεύει. Και πρέπει να βρεθεί σ’ ένα κόσμο τόσο στενό, καθώς τούτο το νησί, κανείς, για να μπορέσει να αισθανθεί την ανάσα του να πλαταίνει, για να μπορέσει να ζήσει μια καλύτερη ανθρωπότητα μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα φτωχής και ρημαγμένης γης.

Τον Εδουάρδο συμπληρώνει ο “Αχιλλέας”, το ξενοδοχείο που βρίσκεται στο έμπα της πολιτείας. Τρία τέσσερα ασβεστωμένα δωμάτια σε παράταξη, κ’ η κληματαριά από πάνου τους, να τα παραστέκει φιλόστοργη. Εκεί βρίσκεται η προχωρεμένη στα χρόνια νοικοκυρά, που φέρνει το πρωί το πιάτο με τα φρέσκα σύκα και το κουμάρι με το δροσερό νερό, κι ο νοικοκύρης, που καβαλικεύει το γαϊδουράκι και πάει στα χτήματα, για να γυρίσει, σαν η καμπάνα σημάνει τον εσπερινό του Αιγαίου. Η κάμαρη είναι ευρύχωρη, γεμάτη πλουμισμένα πιάτα του παλιού καιρού και μπακίρια, κρεμασμένα στους τοίχους ολόγυρα, ένα πρότυπο νησιώτικης αρχιτεχτονικής. Έτσι είναι ακόμα τα περισσότερα σπίτια στη Σκύρο. Με το σκαλισμένο ξύλο, με το γαλαζόχρωμο πιάτο, με το κεντητό προσόψι, με την αρχαία κασέλα που ευωδιάζει πάστρα και αρχοντιά, ένας άφθαρτος κόσμος, που τον συνεπήραν τα χρόνια και κρατιέται, ωστόσο, γερά ακόμη στα πόδια του. Ένα περίγυρο, όπου νιώθεις επιταχτική την ανάγκη να γίνεις καλύτερος. Να πέσεις στα γόνατα μπροστά στην Παναγιά τη γλυκοφιλούσα, τη μελαχρινή Παναγιά, πριν κοιμηθείς, και να την παρακαλέσεις για όλους τους ανθρώπους,που βασανίζονται σε τούτη την πλάση, να την παρακαλέσεις και για κείνους τους σκότεινους, που βασανίζουν τους δύσμοιρους τους ανθρώπους. Γιατί ο αλλόκοτος τούτος αιώνας θα πρέπει κάποτε σαν αιώνας ανυπόφερτου παιδεμού ν’ απομείνει στην Ιστορία. Το αρχέγονο χτήνος έχει ξυπνήσει και βρουχιέται και, μεθυσμένο, θέλει να χορτάσει την τυφλή ορμή του με ανθρώπινη σάρκα, να ξεδιψάσει με αίμα άκρατο σαν το μαύρο κρασί.

Κ’ ύστερα, η Σκύρος είναι και πάλι η ποίηση. Ένας άμεμπτος έφηβος, που αρρώστησε και πέθανε στο καράβι, στον πρώτο πόλεμο, άξιος απόγονος των μεγάλων κλασικορομαντικών της Αγγλίας, που είχε μέσα στο αίμα του την ανάσα του Κητς και του Σέλλεϋ, ήρθε να πλαγιάσει την ομορφιά του ανάμεσα στα λιοστάσια του ειρηνεμένου νησιού και ν’ απομείνει, μορφή της αθάνατης ποίησης, μαρμαρωμένος αντίκρυ στην αιώνια θάλασσα – θέλω να θυμίσω το πεπρωμένο του Ρούπερτ Μπρουκ. Εικοσιοχτώ χρονώ μονάχα, εθελοντής ανθυποπλοίαρχος, μέλος της “ναυτικής μεραρχίας”, έζησε την τραγωδία της Αμβέρσας. Ύστερα, βρέθηκε στα Δαρδανέλλια.

Ο τάφος του Ρούπερτ Μπρουκ στη Σκύρο

Ο Απόλλωνας ήταν ο θεός του κ’ η μορφή του απολλώνια ήταν. Κι ο θεός του ο αγαπημένος τον σκότωσε, ο ήλιος ο πυρωμένος της Ανατολής. Άρρωστος από ηλίαση, βρήκε το θάνατο, ανάμεσα Λήμνο και Σκύρο, στο γαλλικό πλωτό νοσοκομείο “Duguay Trouin”. Είκοσι τρεις του Απρίλη, γιορτή τ’ Άη Γιωργιού, του φύλακα άγγελου του νησιού, τον αποθέσανε στο χώμα της Σκύρου. Η πονεμένη του μάνα δε θέλησε να πάρουν τα κόκαλά του αργότερα και να τα πάνε στη γενέθλια γης. Έτσι ένας δεύτερος καβαλάρης, του φτερωτού αλόγου της ποίησης δαμαστής, ήρθε να προσθέσει την ομορφιά ρου και τη δόξα του στη δόξα και την ομορφιά τ’ Άη Γιωργιού. Τα ποιήματά του είναι μια σφοδρή, γεμάτη νιάτα και πάθος κραυγή, γεμάτη φιλία κι αγάπη. Το μήνα που πέθανε είχε γράψει και τούτους τους στίχους:

Πλανιόμουν στο κατάστρωμα, μιαν ώρα απόψε κάτω
απ ’να ασέληνο ουρανό, όλο νέφη· και κοιτούσα
μέσ’ από τα παράθυρα τους φίλους, στο τραπέζι
να παίζουνε χαρτιά, ή όρθιους στις πόρτες, ή έξω
να ’ρχονται μέσ’ στη σκοτεινιά. Κι όμως κανείς ακόμα
δε μπόρειε να με δει.

Ήθελα να σκέφτομαι για κείνους
τους ξέγνοιαστους σε μιας βδομάδας μάχη – με οίχτο,
περήφανους, στη δύναμη, στο βάρος και στερεότη,
και στη δετή με τα κορμιά ομορφιά τους, και να οιχτείρω
πως η χαρούμενη λαμπρή τους μηχανή, θα σπάσει
δίχως να το λογιάζουνε, και θα σκορπίσει…

Η μετάφραση είναι του Γλαύκου Αλιθέρση. Έσπασε και σκόρπισε, δίχως να το λογαριάζει, η δική του χαρούμενη και λαμπρή “μηχανή”, αυτό το γεροδεμένο κορμί, που το έπλασαν ο αγέρας της θάλασσας, το πάθος της ζωής κ’ η αθανασία της ποίησης.

Μνημείο Ρούπερτ Μπρουκ, Πλατεία Μπρουκ, Χώρα Σκύρου

  • Πρώτη δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, έτος ΚΖ΄, τόμος 54ος, τεύχος 633, 15 Νοεμβρίου 1953

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com