Μικρασιατική Καταστροφή: Η επέτειος των 100 χρόνων και η Λογοτεχνία

...το μικρασιατικό παρελθόν στη σύγχρονη λογοτεχνική βιβλιοπαραγωγή επανέρχεται διαρκώς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην ομάδα των «μυθιστορημάτων εποχής», με αναδρομές από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι την Καταστροφή, την Εγκατάσταση, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Σε πολλά από αυτά τα λογοτεχνήματα παρατηρούμε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο και ο ρομαντισμός είναι αυτό που κυρίως τα χαρακτηρίζει. Ρομαντισμός σημαίνει νοσταλγία!

by Times Newsroom

Της Μαρίας Βεϊνόγλου από το Άρδην τ. 126

Quel front m’ attire à cette terre osseuse?

Une étincelle y pense à mes absents[1]

Paul Valéry, Le Cimetière Marin

 Aφού πλέον πέρασε το μεγάλο κύμα της Επετείου για τη συμπλήρωση των «100 Χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή», τολμώ να παραθέσω κάποιες προσωπικές σκέψεις. Πιστεύω ότι, ενώ δεν υπολειπόταν η ανάδειξη εκείνων των γεγονότων που οδήγησαν στο 1922, δεν αναδείχθηκε επαρκώς η οργάνωση και λειτουργία των θεσμών των μικρασιατικών κοινοτήτων, η προέλευση και η ιστορία τους όπως και αρκετά άλλα ζητήματα της κοινωνικής τους οργάνωσης. Υπήρξε κατά τη γνώμη μου μία αοριστία γύρω από τα στοιχεία, τις αναφορές και τους στόχους που θα έπρεπε να θέτει η τόσο σημαντική αυτή Επέτειος. Και παράλληλα, η λογοτεχνική έκφραση είχε τη μικρότερη παρουσία από οτιδήποτε άλλο.

Σήμερα με δισταγμό θα μιλούσαμε για μια «Μικρασιατική Λογοτεχνία», για μια λογοτεχνική περίοδο στα Ελληνικά Γράμματα με αναφορές στην ταυτότητα ή στην παρουσία μας στη Μικρά Ασία και στις περιπέτειές μας – περιπέτειες που γράφονται ως παρελθόν πολλών αιώνων. Τι ακριβώς γνωρίζουμε για το παρελθόν αυτό; Και σε πόσο βάθος χρόνου είμαστε σε θέση να το παρακολουθήσουμε λογοτεχνικά; Κατά γενική εκτίμηση, το ενάμισι εκατομμύριο των προσφύγων του 1922-24, δεν εξέφρασε λογοτεχνικά τη συλλογική του ταυτότητα και μνήμη με τρόπο καθολικό, δεν εκφράστηκε ενιαία με λόγο οικουμενικό. Μια σημαντική αιτία είναι ότι στον ελληνικό χώρο οι πρόσφυγες παρακινήθηκαν από νέα συναισθήματα που επικάλυψαν τα παλαιά, ώστε η δυνατότητα των βαθύτερα ριζωμένων Αναμνήσεων να μη βρει τον κατάλληλο δρόμο να αναδυθεί ως ενσυνείδητη Κοινή Μνήμη. Άλλωστε παρατηρούμε ότι, μέχρι σήμερα, οι Μικρασιάτες προτιμούν να εκφράζονται με ιδιαίτερες ταυτότητες, ως Πόντιοι, ως Έλληνες των Παραλίων, Κωνσταντινουπολίτες, Καππαδόκες, κ.ά. Αγώνες για επιβίωση, προσπάθειες για ανασύνταξη στη νέα πατρίδα, η οικονομική κρίση και ο πόλεμος, ανέστειλαν τη δυνατότητα για αναστοχασμό και λογοτεχνική δημιουργία. Άλλωστε η συσσωρευμένη αντίδραση, ιδίως των αστών προσφύγων μετά από το 1930 και την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας, μαζί με τη ραγδαία αύξηση της φτώχειας, συντάχθηκε με τους κοινωνικούς αγώνες της αριστεράς, η οποία μάλιστα εναγκαλίστηκε για λόγους τακτικής  –«οικειοποιήθηκε»– και πολλά ιδιαίτερα ζητήματα των προσφύγων, όπως για παράδειγμα τους αγώνες των προσφύγων καπνεργατών στη Βόρειο Ελλάδα. Δεν προξενεί εντύπωση ότι η έκφραση των Μικρασιατών επικαλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική αριστερή λογοτεχνική παραγωγή, ακόμα και στον χώρο της παραλογοτεχνίας. (Για παράδειγμα, στην «Προσφυγοπούλα» του Γιώργου Σημηριώτη). Αλλά και η νεωτερικότητα, όπως επικράτησε ως ύφος και στιλ στην ποίηση και στην πρόζα, δεν ευνόησε την έκφραση της συλλογικής μνήμης των Μικρασιατών, κι αυτό ίσως εξηγεί ως ένα σημείο για ποιο λόγο τα έργα του μεσοπόλεμου και των δεκαετιών από το ’50 μέχρι και το ’80 παρουσιάζουν μάλλον ασυμπτωματικότητα, μια απόκλιση ανάμεσα στον τίτλο και στο θέμα, και φυσικά το γεγονός ότι, αφενός οι συγγραφείς και τα έργα είναι λιγότεροι και λιγότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς, ενώ αφετέρου δεν εκφράζουν διαχρονικά την Καθ’ Ημάς Ανατολή μέχρι το μεγάλο συμβάν. Επίσης δεν λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις μικρασιατικές ταυτότητες. Βέβαια, ο συμβολισμός στην ποίηση έδωσε σε αρκετές περιπτώσεις την ψευδαίσθηση της συμπερίληψης ευρύτερων νοημάτων, αλλά δεν αρκεί αυτό. Ο Μάριο Βίττι χαρακτηριστικά σημειώνει, για το «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη, τη διφορούμενη ερμηνεία που επιδέχεται η μικρασιατική πτυχή του έργου του μεγάλου Νομπελίστα ποιητή. («Φθορά και Λόγος στην Ποίηση του Γ. Σεφέρη»).

Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε ότι μια μεγαλύτερη αριθμητικά συμμετοχή συγγραφέων ασχολήθηκε με Χρονικά αλλά και με «μαρτυρίες» που σε μερικές περιπτώσεις έλαβαν ακόμα και έμμετρη μορφή. Όπως για παράδειγμα το «Σεργιάνι στη Σμύρνη», του Άγγελου Προκοπίου.

Ο Πήτερ Μάκριτζ κατατάσσει τα πρώτα έργα που γράφτηκαν από Μικρασιάτες συγγραφείς, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε μια ιδιαίτερη τυπολογία, της «λογοτεχνίας της εξορίας» (Literature of Exile). Το κορυφαίο έργο σ’ αυτά είναι «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη κι ακολουθούν με τα έργα τους ο Στρατής Δούκας, ο Παύλος Φλώρος, ο Φώτης Κόντογλου, η Μαρία Ιορδανίδου, ο Πέτρος Αφθονιάτης, ο Θράσος Καστανάκης, ο Ηλίας Βενέζης, η Τατιάνα Σταύρου, ο Γεώργιος Θεοτοκάς, καταλήγοντας στην πολυδιαβασμένη και αρκετά συζητημένη Διδώ Σωτηρίου (γεν. 1909, στο Αϊδίνι). Στην κατάταξή του, ο Π. Μάκριτζ έχει ως κριτήριο τον τόπο καταγωγής και την ηλικία γέννησης του καθενός συγγραφέα[2]. Βασικό κοινό γνώρισμα στα έργα τους εντοπίζει τη «νοσταλγία», συναίσθημα φυσικό αφού όλοι αυτοί συνδέονται οργανικά, ή έστω βιωματικά όπως ο Κ. Πολίτης, με τον μικρασιατικό χώρο.

Ο Μάκριτζ εκτιμά ότι ακόμα και αυτή η γενιά δεν εξέφρασε με τρόπο καθολικό το τεράστιο θέμα της Καταστροφής και σχεδόν καθόλου της ταυτότητας ή των ταυτοτήτων, και προσπαθεί να διακρίνει τους λόγους που στάθηκαν εμπόδιο στην εξέλιξη της λογοτεχνίας αυτής ή στη μετάβασή της σε μια κάποια άλλη γενικότερη τυπολογία[3].

Το ημιτελές, μετ’ εμποδίων, έργο της εγκατάστασης των αστών προσφύγων, πρέπει όντως να επέδρασε ανασταλτικά στην ανάπτυξη συλλογικού λόγου για την κοινή Μνήμη. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί άλλωστε η σχεδόν παντελής απουσία των Θεσσαλονικέων Προσφύγων, μολονότι η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίστηκε «Πρωτεύουσα των Προσφύγων» από τον Γιώργο Ιωάννου. Ανασταλτικά λειτούργησε ο αγροτικός προσανατολισμός της Αποκατάστασης των Προσφύγων από το Ελληνικό Κράτος και την ΕΑΠ, με την πολύ σημαντική παρατήρηση ότι οι αγροτικοί πληθυσμοί αργούν να δώσουν λογοτεχνία, σε αντίθεση με όσους εγκαταστάθηκαν στις ελληνικές πόλεις. Οπωσδήποτε ευθύνεται και η διάλυση των προγονικών μικρασιατικών κοινοτήτων οι οποίες δεν ήταν εφικτό να ανασυσταθούν στον ελληνικό χώρο. Στις νέες τους εστίες, οι πρόσφυγες συνήθως βρέθηκαν άγνωστοι ανάμεσα σ’ αγνώστους, ώστε σπάνια βοηθήθηκε η επιβεβαίωση της ιστορικής συνέχειας, η συλλογική μνήμη παρέμεινε κατατεμαχισμένη και οι ταυτότητες έμοιαζαν πολλαπλές[4].

Ταυτόχρονα όμως τίθεται το ερώτημα: πώς επεξεργάστηκε η νεοελληνική λογοτεχνία ζητήματα που σφράγισαν την πορεία της χώρας μας; Ιδίως αυτά που διαμόρφωσαν τη νοοτροπία μας και τον σύγχρονο πολιτισμό και που θεωρούνται ότι άφησαν στο πέρασμά τους έντεχνες γραπτές σελίδες; Τάχα να εξέφρασαν τις ψυχικές και αισθητικές ανάγκες μας; Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η γενιά του ’30 κυριαρχήθηκε από ολίγους, ελάχιστα την απασχόλησε ο λόγος των προσφύγων ενώ τον πυρήνα της δυναμικής της τον κληροδότησε στους μετεμφυλιακούς αριστερούς συγγραφείς. Στα χρόνια που ο Μάκριτζ ονομάζει της «εθνικής συσπείρωσης» και της «ανασυγκρότησης», προχώρησε με ραγδαίους ρυθμούς και η ομογενοποίηση των προσφύγων. Το τελευταίο καραμανλίδικο έντυπο, τυπώθηκε στη Θράκη το 1936.

Όπως αναμενόταν, η Επέτειος των 100 Χρόνων έδωσε την ευκαιρία στον μεταπροσφυγικό κόσμο, στους απογόνους προσφύγων, «να μιλήσει», να αφηγηθεί. Να πει για τον εαυτό του, για το σπίτι του, να δημοσιοποιήσει την οικογενειακή του ιστορία. Γρήγορα δημιουργήθηκαν σελίδες στο διαδίκτυο όπου ο καθένας ανέφερε την ιδιαίτερη προέλευση της οικογένειάς του (ενώ λίγες δεκαετίες νωρίτερα, πολλοί δυσκολεύονταν να την προσδιορίσουν), κατέθετε την προσωπική ιστορία των προγόνων του, αναφερόταν σε ιστορικά συμβάντα που ίσως γνώριζε ατελώς, μιλούσε για χωριά και τόπους καταγωγής, που όμως δεν μεταδίδουν πλέον την παλιά εικόνα τους, και που το παρελθόν τους είναι άγνωστο ακόμα και σ’ αυτούς που τώρα κατοικούν εκεί.

Συγκροτούν όμως όλα αυτά τα… ‘σημειώματα’ από «μαρτυρίες απογόνων», κατά κανόνα μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη του χρόνου, μια ιδιαίτερη λογοτεχνική κατηγορία;

Τα θέματα πάντως στα οποία επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον και ο σχολιασμός κατά τη διάρκεια της Επετείου ήταν κυρίως η κριτική γύρω από τα συμβάντα και τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην πρόκληση της «Καταστροφής». Επίσης απασχόλησε η ιστορία ορισμένων κοινοτήτων, κυρίως της Δυτικής Μικράς Ασίας, που συνοδεύτηκε μάλιστα και από άφθονο φωτογραφικό υλικό. Στρατιωτικά ημερολόγια, άφθονη και αλληλοσυμπληρούμενη ή αλληλοαναιρούμενη κριτική (αυτοκριτική) στα ιστορικά γεγονότα, μαζί με μια εντυπωσιακή παράθεση και περιγραφή του οπλισμού που χρησιμοποιήθηκε από τους διαφόρους στρατούς κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Εκστρατείας και του Μεγάλου Πολέμου. Θεσμοί, κοινωνικά ζητήματα (όπως για παράδειγμα ο αθλητισμός), στρατιωτικές και πολιτικές προσωπικότητες, αλλά και πολλές αμφίβολης ιστορικής αξίας εκτιμήσεις για τους ρόλους και τη συμμετοχή τους είδαν επίσης το φως. Πολλές ήσαν και οι ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές με ανάλογα θέματα. Αρκετό δοκιμιακό-ερευνητικό υλικό παρουσιάστηκε οργανωμένα σε συλλογικά έργα υπό ενιαίο τίτλο και ακαδημαϊκή επιμέλεια.

Πάντως, ο τόσο σύνθετος και ποικίλος μικρασιατικός πολιτισμός είχε την εγκυρότερη προβολή του μέσα από τη μαρτυρία των αντικειμένων από ανθρώπους που κάποτε έζησαν εκεί. Γεννάται εν προκειμένω ένα θεμελιώδες ερώτημα: είναι δυνατόν να ενταχθούν πλέον οργανικά στη σύγχρονη πολιτισμική μας ταυτότητα όλα όσα έμειναν πίσω; Τη σπουδαία λαϊκή μας Παράδοση των Μικρασιατών, που ζυμώθηκε ως Ελληνιστική και κατόπιν Βυζαντινή, ίσως μόνο μέσω μιας «διαφορετικής» λογοτεχνικής εκφοράς μπορούμε να εκφράσουμε.

Βέβαια, το μικρασιατικό παρελθόν στη σύγχρονη λογοτεχνική βιβλιοπαραγωγή επανέρχεται διαρκώς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην ομάδα των «μυθιστορημάτων εποχής», με αναδρομές από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι την Καταστροφή, την Εγκατάσταση, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Σε πολλά από αυτά τα λογοτεχνήματα παρατηρούμε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο και ο ρομαντισμός είναι αυτό που κυρίως τα χαρακτηρίζει. Ρομαντισμός σημαίνει νοσταλγία! Ένα είδος αντιδότου που αντιπαρατίθεται στη σύγχυση της σύγχρονης εποχής αλλά και στην έλλειψη εμπιστοσύνης για ό,τι αφορά στην ταυτότητα που γενικά διακατέχει τους Έλληνες[5].

Πιστεύω ότι σήμερα ο όρος «νοσταλγία» δεν ανταποκρίνεται σε ό,τι περιμένουμε από μια λογοτεχνία για τους τόπους αυτούς. Και οπωσδήποτε δεν θα μας εξέφραζε συνολικά ο όρος. Θεωρώ, για τον εαυτό μου, ζήτημα αρχής να μην ανήκω στους εξόριστους ή στους ρομαντικούς. Και θλίβομαι που το ρεύμα αυτό δεν κατάφερε να μας δώσει το σπουδαίο οικουμενικό μυθιστόρημα. Μας έδωσε βέβαια ένα σημαντικό αριθμό αξιόλογων έργων όπως αυτό, «Στου Χατζηφράγκου». Μια νοσταλγική και ιδιαίτερα φαντασιακή άποψη της Σμύρνης. Μα όμως ξέχασε όλους τους άλλους τόπους και τους ανθρώπους τους, που βέβαια κανείς δεν ήταν ίδιος και δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο. Δεν εξέφρασε καθολικά τους Έλληνες της Ανατολής που κλείστηκαν στα στενά όρια του μικρού ελληνικού κράτους, δεν ξετύλιξε τη διηνεκή προσπάθειά τους να διατηρήσουν και να μεταδώσουν τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί με το πέρασμα των αιώνων και μάλιστα κάτω από αντίξοες ιστορικές συγκυρίες.


[1] Μετάφραση: «Ποιο ακρογιάλι με φέρνει σε τούτη τη γη / φτιαγμένη από οστά; / Μια λάμψη εκεί αναλογίζεται τους δικούς μου που λείπουν». (Πωλ Βαλερύ, Το Παραθαλάσσιο Νεκροταφείο)

[2] Peter Mackridge, «Kosmas Politis and the Literature of Exile», ΔΕΛΤΙΟ ΚΜΣ, τ. 9ος (1992), Αθήνα, σσ. 223-239.

[3] Το ζήτημα θα ήταν να ξεφύγει η «λογοτεχνία των εξόριστων» από τον χαρακτήρα της νοσταλγίας και να μιλήσει με τρόπο καθολικό, τόσο για τους τόπους όσο και για τις διαφορετικές μικρασιατικές ταυτότητες, να συνταχθεί ενδεχομένως με άλλους χώρους ή λογοτεχνικούς τύπους – αλλά υπό ιδίαν ταυτότητα, δηλαδή να εκφράσει τη συλλογική Μνήμη. Το τελευταίο κατέστη δυνατό μόνο από την πλευρά των Ποντίων, πράγμα που οφείλουν οι Πόντιοι στην ανάπτυξη του Ποντιακού Θεάτρου.

[4] Χαρακτηριστικές περιγράφονται στο μυθιστόρημα Η Γαλήνη του Ηλία Βενέζη, οι πολιτισμικές διαφορές που πιστοποιούνται κατά την εγκατάσταση στην περιοχή της Αναβύσσου, ανάμεσα στους πρόσφυγες της Αιολίας και των «ανθρώπων της Ανατολής», (τουρκόφωνοι με βαρύ χαρακτήρα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας). Αντίθετα, συνεκτικά για την κοινότητα λειτουργεί η ομοιογένεια της ομάδας των προερχομένων από τα μέρη της Καππαδοκίας προσφύγων που εγκαθίστανται στους Ποδαράδες (μετέπειτα Νέα Ιωνία) της Αττικής, όπως αποδεικνύουν τα Δελτία που συντάσσουν οι απεσταλμένοι της Μέλπως Μερλιέ για να συλλέξουν μαρτυρίες για τα Αρχεία της Προφορικής Παράδοσης του ΚΜΣ. Εκεί βλέπουμε να συγκεντρώνονται τακτικά τα απογεύματα της Κυριακής για να ανταλλάξουν τα νέα τους και να «θυμηθούν». Στις συναντήσεις τους, που πραγματοποιούνται στον πρόναο και την αυλή του Αγίου Ευσταθίου (μια εκκλησία σε παράπηγμα), συχνάζουν και παλαιοί δάσκαλοι και ιερείς που έρχονται από διαφορετικούς οικισμούς. Βλ στη Μ. Βεϊνόγλου Φρούτα σε Χαρτί (νουβέλα) από την ομώνυμη συλλογή αφηγημάτων.

[5] Εγώ, τη λέξη «Νοσταλγία» την επεξεργάστηκα δυο φορές στο σύνολο των σελίδων και των δυο βιβλίων. Στο Φάντασμα της Προύσας (σ. 43), ο εμίρης Αϊδινίου: «ο άνθρωπος φίλε μου, για όλα έχει εφεύρει μια δική του λέξη, και για το συναίσθημα. «γιουρτ χασρετί» το είπε αυτό που τώρα νιώθεις, λαχτάρα για το σπίτι, «νοσταλζί», «εζλέμ», σαν κάτι που περιγράφει την αρχή και το τέλος από ένα ταξίδι. Και στα Φρούτα σε Χαρτί τη μετέφρασα ως Φαντασία, ως διάθεση για εξοικείωση και για γνώση (σ. 105-106), σε κάτι που αναφέρεται ως ουτοπία, αλλά ως το απαραίτητο πιστοποιητικό ότι υπήρξαμε εκεί: «Τότε ακόμα όλοι οι παλιοί, αυτοί που ίδρυσαν και ζωντάνεψαν τούτη τη ρωμαίικη γειτονιά, ήσαν εκεί. Που έζησαν σ’ αυτή την πόλη και που μοιάζει σήμερα σαν ποτέ να μην υπήρξε και που άλλωστε δεν έγινε ποτέ ούτε ένδοξη, ούτε τόσο μεγάλη, αλλ’ όμως επιμένει να τροφοδοτεί τη Φαντασία μας».

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com