Θεοφράστου Χαρακτήρες… (1)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

1. [Ειρωνείας] Υποκρισία – Υποκριτής

Μπορεί απλά κάποιος να πει, πως η υποκρισία
-*[αυτήν που παλαιότερα τη λέγανε ειρωνεία]*-,
είναι είδος προσποίησης με πράξεις και με λόγια[1],
άλλους να ξεγελάσουνε – ως πράττουν τα λαμόγια.
Μάλιστα ο υποκριτής, εχθρούς σαν πλησιάζει,
δείχνει ότι δεν τους μισεί, τους γλυκοαγκαλιάζει,
τους επαινεί κατάφατσα, μ’ αγάπη τους προστρέχει,
πισώπλατα όμως και κρυφά αυτός τους κατατρέχει.
Αν τούτοι δίκη χάσουνε, δείχνει σ’ αυτούς συμπόνια,
και κάνει ότι συγχωρεί· κι όσοι με καταφρόνια,
ζερβά – δεξιά τον βρίζουνε και τον κακολογούνε,
τους φέρεται ηπιότατα, και σ’ όσους τον μισούνε
κι είν’ οργισμένοι, που αυτός τους έχει αδικήσει.
Όποιος ζητάει να τον δει, ώστε να του μιλήσει,
συνέχεια και απανωτά τ’ αντάμωμα αναβάλλει.
Κανείς δεν ξέρει τίποτα, το τι λέει και κάνει·
κι όλο δηλώνει, θα σκεφτεί όσα του λένε τώρα·
καμώνεται στενάχωρα, ότι δεν ήρθε η ώρα,
ότι πριν λίγο έχει αφιχθεί, πως έχει αργοπορήσει
ή λέει πώς είναι άρρωστος, ότι έχει νοσήσει…
Αν του ζητήσουν δανεικά – βοήθεια σε χρήμα[2],
οι φίλοι ή οι συγγενείς, πίσω κάν’ ένα βήμα
και λέει, η επιχείρηση –τάχα– πως δεν πουλάει!
Άλλες φορές παινεύεται, τα πάντα πως πουλάει,
ότι στο μαγαζάκι του χιλιάδες μπαινοβγαίνουν·
κι ας έχει αυτός αναδουλειά, πελάτες κι ας μη μπαίνουν.
Και παριστάνει τον κουφό, σε πράγματα που ακούει,
από συνήθεια παλιά – από παλιό του χούι.
Λέει πως δεν είδε πράγματα, που έγιναν μπροστά του
και βεβαιώνει, ξέφυγαν από τα όμματά του.
Όταν δίνει υπόσχεση, κάνει πως δεν θυμάται
τι υποσχέθηκε ακριβώς, κι ότι γι’ αυτό λυπάται.
Πάντα κινείται η σκέψη του σε ένα «είπα – ξείπα»,
δεν ξέρει αυτός πότε και πώς, λέει: «Ποτέ δεν είπα
πράγματα ’γώ παράξενα, τέτοια που δεν γνωρίζω,
κι ούτε ποτέ στοχάστηκα τα όσα δεν ορίζω.»
Έξυπνα και μαγκιόρικα μιλά, και υπερτονίζει:
«Δεν πιστεύω, δεν νομίζω, και με μένα απορώ
Λες και είμαι κάποιος άλλος κι όχι αληθινά εγώ!
Τέτοια πράγματα σε μένα δεν τα έχει πει κανείς,
πήγαινε, λοιπόν, σε άλλους, τσουβαλάτα να τα πεις·
δεν γνωρίζω εάν πρέπει να πιστέψω τα όσα λες,
ή να τον καταδικάσω με ανείπωτες ψευτιές·
έχε –τελικά– τον νου σου, μην πιστεύεις αφελώς
όσα λέγονται στην πιάτσα κι όσα δέχεται ο λαός.»
Τέτοια λόγια και τερτίπια βρίσκει ο υποκριτής·
τα ξερνάει, τα γυρίζει, κι έτσι βγαίνει νικητής.
Γι’ αυτό πρόσεξε, φυλάξου, από ήθη, πρακτικές,
που ’χουν μέσα τους φαρμάκι πιο πολύ κι απ’ τις οχιές[3].

  Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ 

[1] Φαίνεται ότι ο Θεόφραστος βασίζεται στον ορισμό που δίνει ο Αριστοτέλης στην «αλαζονεία» και στην «ειρωνεία», και αναφέρει στα Ηθικά Νικομάχεια (Β, 7, 12): «η μεσότης αλήθεια λεγέσθω· η δε προσποίησις επί μεν το μείζον αλαζονεία, επί δε το έλαττον ειρωνεία», και στα Ηθικά Ευδήμεια (37): «ο μεν γαρ επί τα χείρω καθ’ εαυτού ψευδόμενος μη αγνοών είρων, ο δε επί τα βελτίω αλαζών».

[2] «δανειζόμενους και ερανίζοντας»: ο όρος «έρανος» είχε την έννοια χρηματικής συνεισφοράς των πολιτών προς εκείνους που δυστυχούσαν, και εάν ποτέ βρίσκονταν οι ίδιοι σε τέτοια ανάγκη είχαν το δικαίωμα να λάβουν παρόμοια βοήθεια· ο «έρανος» αυτός είχε τις εξής μορφές: συνεισφορά, δείπνο για συνεισφορά, σύλλογο μη μηναία καταβολή ποσού για κοινό δείπνο, σωματείο για αλληλοβοήθεια και βοήθεια στήριξης φίλων ή δυστυχούντων, συνεισφορά για ανάγκες της πόλης.

[3] Το κλείσιμο αυτό θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη, όπως και σε άλλους χαρακτήρες, γνωστού όντος ότι οι Χαρακτήρες του Θεόφραστου, κατά τα χρόνια της Ρωμανίας (Βυζαντίου) αποτελούσαν βιβλίο ηθικής διδασκαλίας στα σχολεία.

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com