Το λιάσιμο της σταφίδας…!

Το λιάσιμο ή το ψήσιμό της ήταν η πιο κρίσιμη περίοδος μετά την καλλιέργεια που καλούνταν ο κάθε σταφιδοπαραγωγός, διότι τότε είχε ήδη συλλεχθεί ο καρπός και είχε γίνει η μετάβαση από την καλλιέργεια στην από την καλλιέργεια και τα κλήματα και όλη του η προσοχή και εργασία του επικεντρωνόταν γύρω από τα αλώνια.

by Times Newsroom
  • Καταγραφή- επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Κατά τον τρύγο, η χλωρή και μελωμένη (ωριμασμένη) σταφίδα μεταφέρεται στ’ αλώνια (σταφιδάλωνα) για το λιάσιμο ή ψήσιμο όπως λέγανε οι παλαιοί σταφιδοπαραγωγοί. Στ’ αλώνια γινόταν το άπλωμα από ανθρώπους που γνώριζαν καλά αυτή την δουλειά προσέχοντας πάντα να μην τρίβεται, να μην λιώνει και να είναι απλώνεται ομοιόμορφα. Ο απλωτής της σταφίδας, γινόταν ένα με την γη, πότε γονατιστός, πότε ξάπλα πλαγιαστά, κάτω από τον καυτερό ήλιο, χωρίς να υπάρχει ίχνος ίσκιου, μ’ ένα πλατύ καπέλο στο κεφάλι για να μην τον ζαλίζει ο ήλιος, τα χέρια του μαυρισμένα, να κολλάνε από το μέλι της σταφίδας, το δε στόμα του κι αυτό κολλημένο από την σκόνη των αλωνιών, όλη την ημέρα έστρωνε την μαυρομάτα με τέχνη και σειρά. Τα χαρακτηριστικά της άμεσης ηλιακής ξήρανσης είναι ότι το νωπό προϊόν απλώνεται στο έδαφος σε µία στρώση και στο κάθε τετραγωνικό μέτρο τοποθετούνται περίπου 25 κιλά νωπού καρπού.

Το λιάσιμο ή το ψήσιμό της ήταν η πιο κρίσιμη περίοδος μετά την καλλιέργεια που καλούνταν ο κάθε σταφιδοπαραγωγός, διότι τότε είχε ήδη συλλεχθεί ο καρπός και είχε γίνει η μετάβαση από την καλλιέργεια στην από την καλλιέργεια και τα κλήματα και όλη του η προσοχή και εργασία του επικεντρωνόταν γύρω από τα αλώνια.

Το λιάσιμο της σταφίδας στ’ αλώνι για να ξεραθεί ή ψηθεί καλά, υπό τις κανονικές συνθήκες της ζέστης του Αυγούστου, χρειάζεται περίπου μιάμιση εβδομάδα δηλαδή κάπου δέκα ημέρες.

Τις σταφίδες στ’ αλώνια κατά το ψήσιμο, την επηρεάζουν πολύ οι δροσιές και τα πρωινά πούσια (ομίχλες), επίσης Η κουφόβραση και η όστρια, όπου το νοτίζουν και η επερχόμενη κουφόβραση κουλουντριάζει το απλωμένο φρούτο.

Για να συντομευθεί το ψήσιμο όλου του καρπού που βρίσκεται στο αλώνι μόλις αρχίσει να μαραγκιάζει για τα καλά, για να μην μωρογάρει και κουλουντριάσει, οι σταφιδοπαραγωγοί κάθε βράδυ ή κάθε δεύτερο, ανάλογα με το πάχος του στρωσίματος του καρπού, αργά το απόγευμα πριν δύσει ο ήλιος την γραβαλίζανε (γυρίζανε – τρίβανε). Δεν γραβαλίζανε ποτέ το γιόμα γιατί την ημέρα με την κάψα του ήλιου αναγλίτσαζε το μέλι της και την μέλωνε, οπότε κουλούντριαζε, δηλαδή κολλάγανε τα μαραγκιασμένα μεταξύ τους και με τα κλωνιά γινόντουσαν κουλουμπάρες, και για ν’ απομακρυνθούν οι βάστρυχοι δηλαδή τα τσίγκανα ή κοτσάνια.

Γραβάλισμα λέγεται το γύρισμα του καρπού και το τρίψιμο. Το γύρισμα γίνεται ώστε αυτά τα στελέχη που είναι από κάτω και «δεν τα βλέπει ο ήλιος», να γυρισθούν επάνω να τα βλέπει ο ήλιος και να ψηθούν. Τρεις µε τέσσερις μέρες μετά το γύρισμα των σταφυλιών πραγματοποιείται το τρίψιμο της σταφίδας.

Τρίψιμο λέγεται η εργασία ώστε ν’ αποκολληθούν τα τσέγκουρα ή ή τσίγκανα ή και τσίγκια από τις ρόγες και να μείνει ο καρπός καθαρός.

Το γράβαλο χρησιμοποιούταν και ανάποδα δηλαδή τα δόντια προς τα άνω και το κορμί του στέλεχος στερέωσης των οδόντων προς τον καρπό, για να σπάζουν τυχόν κουλούντρια και να κτυπούν τα τσέγκουρα, ώστε ν’ αποχωρισθεί, ο ενδιάμεσα τους τυχόν εγκλωβισμένος καρπός.

Αυτές οι εργασίες γίνονταν με την βοήθεια ενός εργαλείου που λέγεται «γράβαλο». Αυτό είναι ένα είδος χτενιού δηλαδή τσουγκράνας πλάτους 30-50 εκατοστών όπου τα δόντια της έχουν μήκος επτά εκατοστά και ενδιάμεσά τους σχηματίζουν ένα κενό μεταξύ τους περίπου 2 εκατοστά. Αυτή στηρίζεται σ’ ένα μακρύ ευθυτενές ξύλο ή και χοντρό καλάμι περίπου δύο με τρία μέτρων, για να φθάνει μέχρι την απέναντι άκρη του αλωνιού και το χειρίζεται ο γραβαλίστας.

Παλαιά τα γράβαλα ήσαν ξύλινα (χειροποίητες κατασκευές), όπου υπήρχε ένα ξύλινο στέλεχος και επάνω είχαν προσαρμόσει πάλι ξύλινα δόντια από ελαφρύ και ξερό ξύλο. Επίσης τα κοντάρια τους και αυτά ήσαν ξύλινα ή από χοντρά και ξερά καλάμια. Σήμερα χρησιμοποιούν όλοι πλαστικά γράβαλα και κοντάρια αλουμινίου, ξύλου και καλαμιού.

Επειδή η μετακίνηση από το χωριό στα κτήματα, παλιά γινόταν με τα πόδια ή τα ζώα, όλοι στα αλώνια είχαν κατασκευάσει χαμοκέλες και διέμεναν την καλοκαιρινή περίοδο που άρχιζε λίγο πριν από τον τρύγο μέχρι και το σήκωμα και μακινάρισμα της σταφίδας.

Προπαντός όταν έριχναν τον καρπό στ’ αλώνια έπρεπε να είναι παρών και πανέτοιμη όλη η οικογένεια για παν ενδεχόμενο, κυρίως ακραίο καιρικό φαινόμενο.

Όπως γνωρίζουμε μετά του Αϊ -Λιός (20 Ιουλίου) οπότε γυρίζει η ημέρα, όπως το αναφέρει και μια λαϊκή μας παροιμία: «Ήρθε τα Αϊ -Λιός, γύρισ’ ο καιρός τα αλλιώς!», ο καιρός αλλάζει, δροσίζει και αρχίζουν τα πρώτα σύννεφα τα λεγόμενα «σωριαστά», διότι μαζεύονται απότομα και από τις κορφές του Ωλονού του Λυκαίου και της Κεφαλλονιάς. Αυτά τα σύννεφα πριν ακόμη τα εντοπίσεις, ταχύτατα σκεπάζουν τον ουρανό φέρνουν την βροχή κατά τόπους, «στο άψε σβήσε» όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Αυτές οι απότομες νεροποντές τα γνωστά μπουρίνια (βροχή και δυνατός αέρας) επιφέρουν και καταστροφές κυρίως σε καλλιέργειες.

Τα μεγαλύτερα και εντονότερα καρδιοχτύπια τα νοιώθουν οι σταφιδοπαραγωγοί, όταν ο καρπός είναι στ’ αλώνι και όχι όταν είναι ακόμη επάνω στα κλήματα.

Οι σταφιδοπαραγωγοί, επειδή δεν υπήρχαν τα μέσα για να ενημερωθούν για τον καιρό, είχαν γίνει εξαίρετοι μετεωρολόγοι και εξέταζαν τα μερομήνια, τα πτηνά, τα ζώα, τα έντομα, τον αέρα, το φεγγάρι, την ανατολή και την δύση του ήλιου, την κουμουδιά, κ.ά. για να προμηνύουν τον καιρό.

Όταν αντιλαμβάνονταν την εμφάνιση ή το σώριασμα των σύννεφων ή οποιαδήποτε ώρα κι αν ακούγονταν το μπουμπουνητό, τότε σήμαινε γενικός συναγερμός. Όλοι οι σταφιδοπαραγωγοί στο πόδι σε μηδέν χρόνο γύρω από τα αλώνια και ο καθένας ήξερε την δουλειά του. Σκέπαζαν, άπλωναν, τέντωναν, έδεναν, πλάκωναν με διάφορα υλικά σκεπάσματα σε εκτός μονίμων αλωνιών την σταφίδα όταν είχαν υπερπαραγωγή, με διάφορα πανιά σεντόνια, και οτιδήποτε εύρισκαν μπροστά τους για να προφυλάξουν τον ευλογημένο καρπό τους.

Είχαν προνοήσει και είχαν έτοιμα τοποθετημένα τα πανιά με τα σχοινάκια τους απλωμένα και δεμένα από την μια πλευρά δίπλα από τα αλώνια. Αμέσως μικροί, μεγάλοι αφήνοντας κάθε άλλη εργασία, φαγητό, ύπνο, διασκέδαση, ακόμη και μυστήρια ή οτιδήποτε άλλο και έτρεχαν να σκεπάσουν τ’ αλώνια τους. Αν τελείωναν γρήγορα υπήρχε και μια αμοιβαία αλληλεγγύη προς τους γείτονες ώστε να τους βοηθήσουν να προλάβουν την επερχόμενη βροχή.

Τα βράδια μέχρι να ψηθεί η σταφίδα μαζεύονταν έξω από τα εξοχικά σπίτια και κουβέντιαζαν ατελείωτες ώρες διάφορα για να τα φυλάνε ως σκοποί ελέγχοντας τον καιρό.

Τ’ αλώνια πάντοτε επέλεγαν και τα κατασκεύαζαν σ’ ένα ψηλότερο σημείο του κτήματος για τις νεροποντές και δίπλα από αυτά γρανιά για να κυλούν οι ρουμπελιές και να μην φθάνουν τα νερά στον καρπό. Επίσης προσπαθούσαν να είναι σε προσηλιακό μέρος και δίπλα από τις χαμοκέλες ή καλύβες, ώστε να είναι κοντά και έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Για να βλέπουν την νύχτα είχαν ειδικά φαναράκια πετρελαίου με τζαμάκια για να μην τα σβήνει ο αέρας. Αυτά τα είχαν πανέτοιμα, δηλαδή γεμάτα πετρέλαιο, φυτίλι και καθαρισμένα τα τζαμάκια για να τα χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση νυχτερινού συναγερμού για βροχή.

Για να στερεώσουν τα πανιά στα αλώνια είχαν φτιάξει μια μόνιμη κατασκευή από ξύλα σίδερα καδρόνια κυρίως από κυπαρίσσια και χοντρά σύρματα (ούγιες), στερεωμένες στο έδαφος και με κλίση όπως τις σκεπές και να έχουν μια απόσταση από το φρούτο για να αερίζονται και να μην κρατάει εσωτερική υγρασία.

Μόλις άρχιζαν το σκέπασμα, τραβούσαν τα πανιά επάνω στην κατασκευή των αλωνιών και τα τέντωναν δένοντας τα σχοινάκια των πανιών επάνω στις βάσεις και έτσι δεν τα σήκωνε ο αέρας ούτε βρεχόταν την σταφίδα. Όπου ενώνονταν τα ξύλα και είχαν αιχμές και ακίδες, τις τύλιγαν με διάφορα πανάκια, για να σύρεται εύκολα το πανί του σκεπάσματος και να μην σχίζεται.

Όποιος δεν είχε προνοήσει τ’ αποτελέσματα ήσαν καταστροφικά. Αν βρεχόταν η σταφίδα, τότε φούσκωνε από το νερό σίχλιαζε, σάπιζε και γινόταν όπως λέγανε οι παλαιότεροι «φουσκί». Επίσης αν βρεχόταν, τότε που χύλιζαν τ’ αλώνια, η σταφίδα λέρωνε από την γλίνα και όχι μόνον δεν σήκωνε καθόλου βάρος, αλλά δεν ήταν εμπορεύσιμη. Έτσι οι κόποι και τα έξοδα μιας ολόκληρης χρονιάς πηγαίνανε χαράμι, άντε και πώς να τα βγάλουν πέρα, εφόσον επί το πλείστον το κύριο και μόνο επάγγελμά τους ήταν η σταφιδοπαραγωγή.

Θυμάμαι που έλεγε ο αείμνηστος Πίνδαρος (Πίντος) Ντατσόπουλος, όταν κάποτε το μπουρίνι στην τοποθεσία Καμίνια Αμαλιάδας του κατέστρεψε την σταφίδα στ’ αλώνια, τότε από τον θυμό του, πήρε το ντουφέκι και ντουφέκαγε τον Θεό (ουρανό), για να ξεσπάσει και να του φύγει ο θυμός. Ακόμη ένας άλλος παραγωγός μετά την καταστροφή του καρπού από το μπουρίνι από την αγανάκτησή του έπεσε καταγής και μούτζωνε τον Θεό (Ουρανό) με χέρια και με πόδια.

Στον Άγιο Ιωάννη Αμαλιάδας, υπήρξε ένα θλιβερό γεγονός όταν μια νεαρή γυναίκα σκοτώθηκε από κεραυνό την ώρα που σκέπαζε τ’ αλώνια της σταφίδας.

Για ν’ αποφύγουν την βροχή προνοητικά κοντά στ’ αλώνια έβαζαν μια πυροστιά ανάποδα και μέσα κάρφωναν ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, για να διώξει το νερό.

Μετά το λιάσιμο και το τρίψιμο της σταφίδας την σώριαζαν στ’ αλώνια και την λίχνιζαν ώστε ν’ αποχωρισθεί ο μίσχος από τον καρπό. Αργότερα κατά την δεκαετία του 1960 έκαναν την εμφανισή τους οι Μάκινες και την μακινάριζαν. Μακινάρισμα λέγεται η διαδικασία του ξεχωρισμού του στελέχους (τσίγκανο) από την ρόγα (καρπό). Αυτό γινόταν με ένα μηχάνημα διαλογής της σταφίδας και προέρχεται από την (ιταλ.) λέξη Machina. Αρχικά λειτουργούσε χειροκίνητα, αλλά αργότερα εξελίχθηκε και την προσάρμοσαν ώστε να δουλεύει με μηχανές και τρακτέρ.

Τσάκισμα σκωπτικών τραγουδιών:

Όσες σταφίδες λιάζουνται το γιόμα στ’ αλώνια,
τόσα βυζάκια τρίβονται το βράδυ στα σεντόνια!

Παροιμιώδεις φράσεις για το λιάσιμο της σταφίδας:

Κάποτε άκουσα ένα νεαρό στην παραλία, να λέει για κάποια αλλοδαπή κοπέλα που ήταν άσπρη- άσπρη και έκανε ηλιοθεραπεία: «Όσο και να λιαστείς, μαύρη σαν την σταφίδα δεν γίνεσαι!»

Μουτζώστε κατά το Κάστρο

Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες όταν άστραφτε κατά τη μεριά του Κάστρου Κυλλήνης, σε ελάχιστο χρόνο έπιανε δυνατή βροχή. Οι σταφιδοκαλλιεργητές δεν προλάβαιναν να σκεπάσουν τη σταφίδα τους και πάθαιναν μεγάλες ζημιές. Εκτόνωναν το θυμό τους με βρισιές και μούντζες. Κάποτε, λοιπόν, όταν ένας ξένος ρώτησε έναν σταφιδοκαλλιεργητή γιατί του χάλασε η σταφίδα, εκείνος του απάντησε: «Μουτζώστε κατά το Κάστρο».

Μ’ έφαγε η μούργα

Το έλεγαν οι σταφιδοκαλλιεργητές της Ηλείας γιατί είχε πολλά βάσανα η σταφίδα μέχρι να φτάσει στον έμπορα. Οι γεροντότεροι και κουρασμένοι από την καλλιέργεια της, όταν πονούσε το κορμί τους, έλεγαν αυτή τη φράση.

Αλώνια σκεπασμένα, κώλος αναπαημένος

Οι αυγουστιάτικες μπόρες δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους σταφιδοκαλλιεργητές, διότι η παραγωγή τους ήταν ακόμη στ’ αλώνια για να ξεραθεί. Πολλοί την σκέπαζαν και λάμβαναν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τυχόν ξαφνικές μπόρες και θύελλες και είχαν το κεφάλι τους ήσυχο, ενώ όσοι δεν λάμβαναν τα απαραίτητα μέτρα σε απότομη αλλαγή του καιρού έτρεχαν και δεν προλάβαιναν.

Η φράση σήμερα λέγεται γι’ αυτούς που προβλέπουν και προλαμβάνουν κάθε επερχόμενο κακό.

Λεξιλόγιο:

  • Γράβαλο = (Ιταλ.) grappolo = τσαμπί grappiler= μαζεύω ρόγες.
  • Κουλουμπάρα = μπάλα κουλουντριασμένη.
  • Κουλούντριασμα = σβώλος από βρεγμένη σταφίδα ή από διάφορους καρπούς ακόμη και από αλεύρι.
  • Μωρογαρίζω = καθυστερώ.
  • Σιχλιάζει = μουχλιάζει.
  • Φουσκί = χωνεμένες κοπριές ζώων.

Ευχαριστώ πολύ την Βιβή Κυβερνήτη για τισ φωτογραφίες της με της σταφίδες στ’ αλώνια!

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com