Η διεθνής έννομη τάξη – η απλή ιδέα ότι οι σχέσεις ανάμεσα σε κράτη θα έπρεπε να διέπονται από δεσμευτικούς περιορισμούς – απειλείται ολοένα περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Η απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μια σαφής παράβαση τόσο της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών όσο και του συνακόλουθου διεθνούς δικαίου, αποτελεί πιθανώς το πιο καθαρό παράδειγμα για το πόσο επισφαλής έχει καταστεί η κατάσταση.

Ωστόσο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν και οι αυταρχικοί ακόλουθοί του κάθε άλλο παρά οι μόνοι είναι που υπονομεύουν συστηματικά το διεθνές δίκαιο και την έννομη τάξη. Η άνοδος του λαϊκιστικού εθνικισμού σε ολόκληρο τον κόσμο – που εκφράστηκε εμφατικά από τον τέως πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και το κίνημά του «Πρώτα η Αμερική» – έχει επίσης συμβάλει στη σταθερή διάβρωση της βασισμένης σε κανόνες παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, η οποία ανέκυψε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμη και πριν από τον Τραμπ, όμως, πολλές χώρες προωθούσαν την πρωταρχικότητα των δικών τους νόμων και πολιτικών έναντι των διεθνών νόμων και της πολυμερούς συνεργασίας.

Η σοκαριστική και βάρβαρη επίθεση της Ρωσίας εις βάρος της Ουκρανίας σηματοδοτεί ένα νέο ναδίρ σε αυτή την επικίνδυνη παγκόσμια τάση προς τη διπλή ερμηνεία του διεθνούς δικαίου. Ισχυριζόμενος ότι η εισβολή δικαιολογείται από το διεθνές δίκαιο, ο Πούτιν έχει παρουσιάσει μια σειρά ψεύτικων δικαιολογιών – από το δικαίωμα στην προληπτική αυτοάμυνα μέχρι την ευθύνη για την προστασία των ρωσικής εθνικότητας πολιτών της Ουκρανίας από τη «γενοκτονία» (ένα χυδαίο ψέμα που αντηχεί τα επιχειρήματα του Χίτλερ για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, το 1939).

Στην πράξη, όπως αναγνώρισε μια ευρεία πλειοψηφία των μελών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ την περασμένη εβδομάδα, η εισβολή δεν διαθέτει κανενός είδους νομιμοποίηση και συνιστά μια πράξη «επίθεσης» κατά παράβαση της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών. Η επίθεση, με άλλα λόγια, ένα έγκλημα κατά της ειρήνης, αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο σοβαρά εγκλήματα στο διεθνές ποινικό δίκαιο, μαζί με τη γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα εγκλήματα πολέμου.

Οταν κράτη διαπράττουν τέτοιες σοβαρές παραβάσεις, η δέσμευσή μας στο διεθνές δίκαιο απαιτεί να υπάρξει ένας αποτελεσματικός διεθνής μηχανισμός που θα κάνει τους υπευθύνους να λογοδοτούν και θα αποδίδει δικαιοσύνη σε εκείνους που έχουν υποφέρει.

Aυτός ο μηχανισμός είναι σήμερα πολύ πιο ανεπτυγμένος σε σύγκριση με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εν μέρει χάρη στην επιρροή του Ηνωμένου Βασιλείου στη χάραξη της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων. Κράτη ή άτομα μπορούν πλέον να φέρουν τη Ρωσία ενώπιον του ECHR στο Στρασβούργο και το Διεθνές Δικαστήριο (ICC) της Χάγης, τα οποία είναι σε θέση να ερευνήσουν, να ασκήσουν δίωξη και να τιμωρήσουν πράξεις που ισοδυναμούν με γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου ή κατά της ανθρωπότητας. Στην πράξη, και οι δύο διαδικασίες έχουν ξεκινήσει.

Βεβαίως, η πρόσφατη διεύρυνση της δικαιοδοσίας του ICC για να καλύψει τις περιπτώσεις της επίθεσης δεν καλύπτει τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία, επειδή καμία από τις δύο χώρες δεν αποτελεί τμήμα του ICC.

Σήμερα, ωστόσο, υπάρχουν ολοένα περισσότερες φωνές που καλούν στην κάλυψη του κενού που υπάρχει στο διεθνές δίκαιο με ένα ειδικό δικαστήριο, το οποίο θα τιμωρήσει την επίθεση κατά της Ουκρανίας. Αυτό το Σώμα θα ήταν συμπληρωματικό και όχι ανταγωνιστικό του ICC, επειδή θα είχε τη δικαιοδοσία να ενεργεί εκεί όπου το ICC δεν έχει τη δυνατότητα να ασκεί διώξεις.

Τι χρειάζεται για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα χαθεί αυτή η ιστορική ευκαιρία; Η ανοικοδόμηση του διεθνούς δικαίου θα απαιτήσει πολύ περισσότερα από τη γενική αποκατάσταση της υπεροχής των διεθνών νόμων και πολιτικών έναντι των εθνικών. Για να επιβιώσει δε ένα τέτοιο νέο σύστημα, η ανοικοδόμησή του πρέπει αρχικά να αντιμετωπίσει και τις αιτίες που το διέβρωσαν.

*Ο Murray Hunt είναι διευθυντής του Bingham Centre for the Rule of Law, καθηγητής δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας του Parliaments and Human Rights: Redressing the Democratic Deficit (Bloomsbury, 2015)

Αναδημοσίευση από τον ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ