Έκλεισε ο νέος κύκλος χρεοκοπίας των τραπεζών;

Ήταν η Credit Suisse ο τελευταίος κρίκος;

  • ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΤΖΙΟΛΑΣ

Στον απόηχο των καταρρεύσεων της Silicon Valley Bank (ΗΠΑ) και της Credit Suisse (CS) (Ελβετία), το αφήγημα ότι οι δύο τράπεζες, ιδιαίτερα δε η δεύτερη που ‘’τρόμαξε περισσότερο’’, ήταν ειδικές περιπτώσεις κυριάρχησε στις εκτιμήσεις και τις αξιολογήσεις της κρίσης. Με βάση αυτό το αφήγημα τα έκτακτα μέτρα (για ειδικές περιπτώσεις) μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ομαλότητα στον τραπεζικό τομέα και η επιχειρηματική δραστηριότητα να επιστρέψει στην κανονικότητά της.

Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Αλήθεια η περίπτωση της Credit Suisse (CS) δεν εμπνέει πλέον καμία ανησυχία;

Είναι γεγονός ότι η Credit Suisse (CS) είχε μια μακρά ιστορία κακοδιαχείρισης. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις: εμπλοκή με τη βουλγαρική μαφία από το 2004 έως το 2007, αμφίβολες συναλλαγές με βρετανική θυγατρική στη Μοζαμβίκη το 2011, ζημίες στα hedge funds Archegos και Greensill το 2021. Παράλληλα, ένα εσωτερικό κλίμα εσωτερικής διάβρωσης στα υψηλότερα διευθυντικά επίπεδα αποτελούσε εδώ και χρόνια ένα είδος ‘’ενδημικής ασθένειας’’.

Ωστόσο, τα πρόσφατα προβλήματα δεν περιορίζονται μόνο στα λάθη του παρελθόντος ή μόνο στις γνωστές υπερβολικές αμοιβές διαχείρισης και τις εσωτερικές τριβές.

Η τράπεζα δεν λειτουργούσε στο κενό. Βρισκόταν υπό τη συνεχή εποπτεία και παρακολούθηση της Εποπτικής Αρχής της Ελβετικής Χρηματοπιστωτικής Αγοράς (FINMA) και της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας (SNB). Σε περίπτωση χρόνιων ανησυχιών και επαναλαμβανόμενων προβλημάτων -και η Credit Suisse (CS) είχε δώσει τέτοια δείγματα- , εναπόκειται σε αυτά τα Ιδρύματα να ζητήσουν ευθύνες και διορθωτικά μέτρα.

Αντί μέτρων «καλή θέληση»

Είναι όμως γνωστό ότι στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τον περασμένο Σεπτέμβριο, η SNB αναφερόμενη στη CS και, επίσης, στην UBS, δήλωνε ότι: η κεφαλαιακή θέση και των δύο τραπεζών έχει βελτιωθεί με βάση την τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι δείκτες κεφαλαίου της Credit Suisse (CS) και της UBS δηλώνονταν ότι υπερέβαιναν τις απαιτήσεις σύμφωνα με τους ελβετικούς κανονισμούς «too big to fail» (TBTF) και ότι ήταν ‘’πάνω από τον μέσο όρο σε διεθνή σύγκριση’’.

Η έκθεση παρουσίαζε επίσης πολύ θετικά τα αποτελέσματα των stress tests που διεξήγαγε η SNB. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Τα αποτελέσματα της ανάλυσης σεναρίου ακραίων καταστάσεων δείχνουν ότι, χάρη στα κεφαλαιακά αποθέματά τους, οι δύο παγκοσμίως ενεργές ελβετικές τράπεζες βρίσκονται σε καλή θέση για να αντιμετωπίσουν σοβαρά δυσμενείς εξελίξεις στην οικονομία και οικονομικές συνθήκες».

Παρά, λοιπόν, την κακοδιαχείριση, η ετήσια έκθεση της Credit Suisse (CS) που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα έδειξε ότι η τράπεζα είχε ακόμη 45 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα σε ίδια κεφάλαια στο τέλος του 2022. Οι ελεγκτές της, δηλαδή η PriceWaterhouseCoopers, επιβεβαίωναν σε εκείνη την έκθεση ότι όλα ήταν εντάξει. Δεδομένου ότι η Credit Suisse (CS) πωλήθηκε στην UBS μόνο 3 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα, τίθεται το καίριο ερώτημα πώς μπορεί να εξηγηθεί μια τέτοια τεράστια απώλεια (42 δις ελβετικών φράγκων) μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες!

Πραγματικές αιτίες

Ποια, λοιπόν, ήταν τα πραγματικά αίτια της κατάρρευσης της τράπεζας Credit Suisse (CS); Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προκλήθηκε από μαζικές αναλήψεις από καταθέτες που φοβήθηκαν ότι θα χάσουν τα χρήματά τους ενόψει τόσων αρνητικών ειδήσεων. Αλλά αυτό είχε εξετασθεί επίσης από την SNB (Εθνική Τράπεζας της Ελβετίαw) στην έκθεσή της για τη σταθερότητα. Σε περίπτωση «σοκ ρευστότητας», έλεγε ότι θα παράσχει πρόσθετη ρευστότητα, υπό την ιδιότητά της ως «δανειστής έσχατης ανάγκης», έναντι επαρκών εξασφαλίσεων.

Αυτό όμως έχει πλέον φανεί ότι αποτελεί μάλλον ένα είδος οδηγίας σχολικού εγχειρίδιου για μια τραπεζική κρίση, που βασίζεται στη διάκριση των προβλημάτων φερεγγυότητας και ρευστότητας, παρά μια πραγματική πολιτική αντιμετώπισης μιας τέτοιας κρίσης. Μια τράπεζα που είναι αφερέγγυα, που είναι υπερχρεωμένη, πρέπει να κλείσει ή να αναδιαρθρωθεί άμεσα. Μια φερέγγυα τράπεζα, από την άλλη, η οποία καθίσταται μη ρευστοποιήσιμη λόγω απόσυρσης καταθέσεων που προκαλούνται από ψυχολογικούς παράγοντες, αποτελεί μια περίπτωση για την Κεντρική Τράπεζα που οφείλει να παρέμβει στηρίζοντας -την ως δανειστής έσχατης ανάγκης. Εφόσον η τράπεζα είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένη -και αυτό είναι το σημείο-κλειδί- η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να είναι σε θέση να τη διατηρήσει ζωντανή με βοήθεια, με στήριξη ρευστότητας.

Επιστρέφοντας στην περίπτωση της Credit Suisse (CS). Aν οι λογαριασμοί της ήταν σωστοί, τότε η CS ήταν μια φερέγγυα τράπεζα με κεφαλαιακή επάρκεια άνω του μέσου όρου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022 (κατά δήλωση και της SNB και της FINMA). Μέχρι τις 15 Μαρτίου 2023, η SNB και η FINMA επιβεβαίωναν ρητά ότι η CS πληρούσε τις απαιτήσεις κεφαλαίου και ρευστότητας που επιβάλλονταν συστημικά. Kαι εάν χρειαζόταν, η SNB θα παρείχε την αναγκαία ρευστότητα.

Το θεμελιώδες πρόβλημα, επομένως, είναι ότι οι Ελβετικές Αρχές δεν μπόρεσαν να σώσουν την CS, παρά τις δηλώσεις τους περί του αντιθέτου, με αποτέλεσμα τεράστια απώλεια κεφαλαίων για τους μετόχους και τους κατόχους οφειλών μειωμένης εξασφάλισης.

Για την Ελβετία, αυτό εγείρει πλέον ένα τεράστιο ερώτημα, ένα πρόβλημα κομβικό. Ανοιχτά δείχνει την αδυναμία να αναγνωρίσουν (οι Ελβετικές Αρχές) τα προβλήματα της τράπεζας, στην προκειμένη περίπτωση της CS (προφανώς όχι μόνον αυτής), και να διασφαλίσουν την επιβίωσή της. To πρόβλημα, δηλαδή, μετακινείται στη καρδιά του Ελβετικού συστήματος, το οποίο οφείλει να μεταρρυθμιστεί και για να κατορθώνει να αναγνωρίζει τέτοιου είδους καθοριστικά ζητήματα και για να έχει την χρηματοπιστωτική ικανότητα και τις πολιτικές αντιμετώπισής τους. Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο επείγον καθότι το σύστημα των Ελβετικών Αρχών έχει τώρα να εποπτεύσει μια εξαιρετικά πιο μεγάλη και με ανοιχτά θέματα τράπεζα, την UBS. Mια UBS που πρέπει να δείξουν ότι μπορούν επαρκώς να την εποπτεύσουν αλλά και να τη σταθεροποιήσουν αποτελεσματικά σε περίπτωση πτώσης της.

Ό,τι θεωρήθηκε πως λύθηκε δεν έχει λυθεί

Πέρα από την Ελβετία, η κατάρρευση της Credit Suisse (CS) -αν οι λογαριασμοί της ήταν σωστοί, όπως όλοι οι αρμόδια εμπλεκόμενοι δήλωναν -δείχνει ότι ακόμη και μια άνω του μέσου όρου κεφαλαιακή βάση δεν αποτελεί εγγύηση για τη σταθερότητα μιας τράπεζας σε μια κρίση – και ότι τα stress tests, όσο σημαντικά κι αν είναι, δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται. Λογικά, οδηγούμαστε στο ερώτημα, αν οι Ελβετικές Αρχές δεν μπορούν (δεν μπόρεσαν) να αντιμετωπίσουν ένα σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας, δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι παρόμοιο σε άλλες χώρες και μάλιστα πιο βίαια;

Δεν υπάρχει, επομένως, κανένας λόγος να ακούγεται ότι το όλο θέμα έχει ξεκαθαρίσει και μάλιστα στην παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική αγορά.

Η απότομη άνοδος των επιτοκίων από πέρυσι αποτελεί σημαντική πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Στα χρόνια των χαμηλών επιτοκίων, πολλά τραπεζικά ιδρύματα ήταν γενναιόδωρα στη χορήγηση μακροπρόθεσμων δανείων, ειδικά για στεγαστικά, τα οποία τώρα αποφέρουν χαμηλές αποδόσεις. Παράλληλα, αναχρηματοδοτούνταν με πολύ βραχυπρόθεσμες καταθέσεις.

Όσο οι καταθέτες παραμένουν ήρεμοι, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Αλλά εάν η εμπιστοσύνη σε μια τράπεζα εξασθενίσει, ο μόνος τρόπος για να προσελκύσει νέα κεφάλαια είναι να πληρώσει τα σημερινά πολύ υψηλά βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Όμως, εδώ, παραφυλάει ένας κίνδυνος: ένα πρόβλημα ρευστότητας μπορεί στη συνέχεια να γίνει γρήγορα ζήτημα φερεγγυότητας.

Αυτό δημιουργεί σύγκρουση στόχων για τις Κεντρικές Τράπεζες. Επιπλέον ο ανεξέλεγκτος «βασικός» πληθωρισμός (‘’core inflation’’) με προστιθέμενο εκείνον της ενέργειας και των τροφίμων υποστηρίζει τη διατήρηση μιας περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, πράγμα που, από την άλλη, αυξάνει τις εντάσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Χρειάζεται ένας συμβιβασμός, μια εξισορρόπηση. Οι Κεντρικές Τράπεζες μπορούν να τον μετριάσουν τον πληθωρισμό και τις επιπτώσεις από κρίσεις ρευστότητας συνεργαζόμενες με τις κυβερνήσεις καθιστώντας σαφές ότι τα φερέγγυα ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πλήρη υποστήριξη ρευστότητας.

Τελευταίο αλλά κρίσιμο

Δεδομένης της πολυπλοκότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, τίθεται το πιο θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με το πώς εκείνοι που εμπιστεύονται τα χρήματά τους σε μια τράπεζα θα είναι σε θέση να κρίνουν την ποιότητά της και να επιβάλλουν αυτό που η βιβλιογραφία αποκαλεί «πειθαρχία της αγοράς». Η Παγκόσμια Τράπεζα το ορίζει ως εξής: «Η πειθαρχία της αγοράς αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία οι συμμετέχοντες στην αγορά, όπως οι καταθέτες και οι μέτοχοι, παρακολουθούν τους κινδύνους των τραπεζών και αναλαμβάνουν δράση για να περιορίσουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων».

Οι πελάτες των τραπεζών, οι καταθέτες μπορούν σίγουρα να παρακολουθούν απλούστερα πράγματα, αλλά όταν πρόκειται για τράπεζες, οι καταθέτες δεν είναι περισσότερο ικανοί να παρακολουθούν την ασφάλεια των υπηρεσιών τους και των χρημάτων τους από ό,τι οι επιβάτες μιας αεροπορικής εταιρείας σ’ ένα αεροπορικό ταξίδι. Ο σχεδιασμός και η απόφαση θεσμικών ρυθμίσεων που θα παρέχουν ασφαλή περιουσιακά στοιχεία ιδιαίτερα για μεσαίους καταθέτες είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.

Η επιλογή διακράτησης καταθέσεων απευθείας στην Κεντρική Τράπεζα —ένα ψηφιακό νόμισμα της Κεντρικής Τράπεζας— θα ήταν μια ευπρόσδεκτη λύση. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ένα ψηφιακό ευρώ, το οποίο σχεδιάζεται με μεγάλο σκεπτικισμό, προβλέπουν ανώτατο όριο εγγύησης μόνο 3.000 ευρώ

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com